Περίληψη
Παραίτηση από το δικόγραφο της αναίρεσης – Ένσταση απαραδέκτου αναίρεσης – Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα έφεσης – Παραγραφή αξιώσεων – Χρησιδάνειο κατοικίας -. Καταγγελία σύμβασης χρησιδανείου ακινήτου. Αποδείχθηκε ότι η συναφθείσα σύμβαση ήταν σύμβαση χρησιδανείου και δεν υπέκρυπτε κάποια άλλη σύμβαση. Αποδείχθηκε επίσης ότι οι εναγόμενοι χρησιμοποίησαν το χρησιδανεισθέν σ’ αυτούς από τους ενάγοντες διαμέρισμα, χωρίς όμως να καταβάλουν κατά τα συμφωνηθέντα τις συνήθεις για τη συντήρηση αυτού δαπάνες. Οι ενάγοντες έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν το χρησιδανεισθέν διαμέρισμα και πριν από τη λήξη της σύμβασης χρησιδανείου, καταγγέλλοντας την σχετική σύμβαση με την άσκηση αγωγής και ζητώντας την απόδοση της χρήσεως αυτού. Απόρριψη αναιρετικών λόγων από τους αριθ. 1, 8 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.

Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 637/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2′ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Εμμανουήλ Κλαδογένη και Δημήτριο-Στέφανο Βόσκα, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 25 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1. Ε. Σ. του Κ., κατοίκου …, 2.Μ. συζ. Ε. Σ., το γένος Γ. Σ., κατοίκου …, οι οποίοι παραστάθηκαν με την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αναστασία Γαμπαρόλη .

Των αναιρεσιβλήτων: 1.Ι. Σ. του Ν., κατοίκου …, 2. Σ. συζ. Ι. Σ., το γένος Γ. Σ., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιους δικηγόρους του Αριστοτέλη Παπαγεωργίου.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-7-2003 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 76/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 83/2011 του Εφετείου Αθηνών (μεταβατική έδρα Χαλκίδας). Την αναίρεση των αποφάσεων αυτών ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26-11-2012 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος-Στέφανος Βόσκας, ανέγνωσε την από 14-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης.

Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την ανάκληση αίτησης της για τους λόγους που ανέπτυξε, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1.Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294,297, 298 και 299 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι η αποδοχή της αποφάσεως, προ της ασκήσεως κάποιου ενδίκου μέσου εναντίον της, η οποία υποδηλώνει παραίτηση από το δικαίωμα της ασκήσεώς του, δεν υπόκειται σε ορισμένο διαδικαστικό τύπο, [όπως εκείνη που γίνεται μετά την άσκηση του ενδίκου μέσου], δυναμένη να γίνει ρητώς, με την τήρηση των διατυπώσεων που διαγράφονται στη διάταξη του άρθρου 297 ΚΠολΔικ και συγκεκριμένα με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο αυτού που παραιτείται είτε σιωπηρώς, με δηλώσεις ή πράξεις από τις οποίες συνάγεται αναγκαίως ο περί αποδοχής σκοπός. Τέτοια σιωπηρή αποδοχή όμως δεν ενέχει καθ’εαυτήν η εκούσια συμμόρφωσή του αναιρεσείοντος προς το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης τελεσίδικης αποφάσεως, αφού αυτή γίνεται προς αποτροπή της αναγκαστικής εκτελέσεως καθώς και των επαγομένων από την εν λόγω απόφαση εννόμων συνεπειών [προβλ.ΑΠ 1358/2009].Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσίβλητοι με τις προτάσεις τους, που κατέθεσαν εμπροθέσμως, σύμφωνα με το άρθρο 570 παρ.1 ΚΠολΔ., προτείνουν την ένσταση του απαραδέκτου της αιτήσεω διότι οι αναιρεσείοντες πριν από την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης [27-11-12] αποδέχτηκαν την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που επικυρώθηκε με την απόφαση του Εφετείου, συμμορφωθέντες πλήρως με το διατακτικό της, ήτοι με την παράδοση στους αναιρεσίβλητους στις 11-5-2012 της επίδικης κατοικίας και την αποχώρησή τους από αυτήν, όπως τούτο προκύπτει από το με την ίδια ημερομηνία ιδιωτικό έγγραφο που επικαλούνται και προσκομίζουν. Η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, αφού η συμμόρφωση των αναιρεσειόντων στο διατακτικό της απόφασης που τους υποχρέωσε να αποδώσουν την επίδικη κατοικία στους αναιρεσίβλητους, είναι προφανές ότι έλαβε χώραν προς αποτροπή αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τους και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σιωπηρή παραίτησή τους από το δικαίωμά τους για άσκηση αναίρεσης.

2.Από τα άρθρα 522, 553, 558 και 566 παρ.2 ΚΠολΔικ προκύπτουν τα ακόλουθα: Σε περίπτωση υποθέσεως που διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και το Εφετείο αποφάνθηκε επί της ουσίας της εφέσεως και της υποθέσεως, σε αναίρεση υπόκειται μόνον η επί της ουσίας οριστική απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, στην οποία ενσωματώνεται η πρωτόδικη απόφαση. Τούτο όμως ισχύει κατά το μέρος της υποθέσεως και τη πρωτόδικης αποφάσεως που έχει μεταβιβαστεί στο Εφετείο δια της εφέσεως και των προσθέτων λόγων της. Καθόσον όμως αφορά τα κεφάλαια που δεν έχουν εκκληθεί, η πρωτόδικη απόφαση καθίσταται τελεσίδικη και υπόκειται μόνο η ίδια σε αναίρεση, η οποία πρέπει για το παραδεκτό της να απευθύνεται κατ’ εκείνων που ήσαν διάδικοι στη δίκη αυτή και αφορούν τα εν λόγω κεφάλαια και να κατατίθεται στο πρωτόδικο δικαστήριο (ΑΠ 581/2008). Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης, οι αναιρεσίβλητοι με την από 15-7-2003 αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας την οποία είχαν απευθύνει κατά των αναιρεσειόντων, είχαν ζητήσει να υποχρεωθούν οι τελευταίοι να τους αποδώσουν το περιγραφόμενο στην αγωγή διαμέρισμα, λόγω υπαναχώρησης των εναγόντων από την καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση χρησιδανείου που είχε συναφθεί προφορικά στην αρχή και αργότερα [31-3-1995] εγγράφως, σε εκτέλεση της οποίας τους είχαν παραχωρήσει την χρήση του διαμερίσματος ως κατοικία εφόρου ζωής υπό τον όρο μεταβίβασης από αυτούς [εναγομένους] προς τα τέκνα των εναγόντων, της ψιλής κυριότητας της αναφερόμενης στην αγωγή εξοχικής τους κατοικίας, επικουρικά δε λόγω καταγγελίας της σύμβασης αυτής με την αγωγή συνεπεία της μη εκπλήρωσης από τους εναγόμενους των συμβατικών τους υποχρεώσεων, μεταξύ των οποίων, πλέον της προαναφερθείσας, ήταν και η επιβάρυνσή τους με την καταβολή των συνήθων δαπανών του χρησιδανεισθέντος πράγματος, τις οποίες αυτοί δεν τήρησαν. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, η 76/2005 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής περί υπαναχώρησής των εναγόντων από την παραπάνω σύμβαση χρησιδανείου, με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε η αναφερόμενη στην αγωγή συμβατική υποχρέωση των εναγομένων να μεταβιβάσουν την ψιλή κυριότητα της εξοχικής τους κατοικίας στα τέκνα των εναγόντων, η οποία άλλωστε, κατά τις παραδοχές της απόφασης, θα καθιστούσε την σύμβαση επαχθή και όχι χαριστική αφού θα υπήρχε αντάλλαγμα. Στη συνέχεια, δέχθηκε την αγωγή και υποχρέωσε τους εναγομένους να αποδώσουν στους ενάγοντες την χρήση του επιδίκου, λόγω επιτρεπτής καταγγελίας της αορίστου χρόνου σύμβασης χρησιδανείου με την αγωγή και με την αιτιολογία ότι οι εναγόμενοι αρνούνταν να καταβάλουν τις συνήθεις δαπάνες του διαμερίσματος, στις οποίες συγκαταλέγονται και οι δαπάνες για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, πόσιμου ύδατος και λοιπών κοινοχρήστων [που τις επιβαρύνονταν οι ενάγοντες], ήτοι για αντισυμβατική χρήση [άρθρο 817 ΑΚ]. Επί της αποφάσεως αυτής ασκήθηκαν αντίθετες εφέσεις από τους διαδίκους, επί των οποίων εκδόθηκε η 83/2011 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών [μεταβατική έδρα Χαλκίδας] αντιμωλία των διαδίκων. Ειδικότερα οι αναιρεσίβλητοι με την έφεσή τους, παραπονέθηκαν κατά της εκκαλουμένης κατά το κεφάλαιο αυτής που απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ήτοι κατά το κύριο πιο πάνω αίτημά τους [περί υπαναχωρήσεώς τους από την σύμβαση χρησιδανείου λόγω μη τήρησης από τους εναγόμενους της συμβατικής τους υποχρέωσης για μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας της εξοχικής τους κατοικίας], ενώ οι εναγόμενοι κατά το πιο πάνω κεφάλαιο αυτής, το οποίο είχε γίνει δεκτό. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με τη προδιαληφθείσα απόφασή του, απέρριψε αμφότερες τις εφέσεις στην ουσία τους. Ήδη οι αναιρεσείοντες ζητούν με την αίτησή του [την οποία απευθύνουν κατ’αμφοτέρων των παραπάνω αποφάσεων] να αναιρεθεί η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, για τους λόγους που εκ τίθενται σ’αυτήν και ειδικότερα: α]για έλλειψη νόμιμης βάσης και συγκεκριμένα λόγω μη ορθής νομικής υπαγωγής των περιστατικών που δέχθηκε ως αποδειχθέντα στο άρθρο 816 ΑΚ αλλά εσφαλμένης υπαγωγής τους στις διατάξεις των άρθρων 815-817 ΑΚ και συνακόλουθα λόγω ανεπάρκειας και ασάφειας αιτιολογιών β]για αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ.8 ΚΠολΔικ, λόγω του ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παρέλειψε να δεχθεί την νόμιμα προταθείσα ένστασή τους περί συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων κατά τα άρθρα 300 και 812 ΑΚ, αφού οι ενάγοντες δεν είχαν παραδώσει το ακίνητο κατάλληλο προς χρήση αλλά με έλλειψη συμφωνηθείσ
ας ιδιότητας, ήτοι αυτόνομης και ανεξάρτητης ηλεκτροδοτήσεως για το χρησιδανεισθέν ακίνητο, γ] λόγω απόρριψης της ένστασής τους περί τοπικής αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Από την επισκόπηση του δικογράφου των προτάσεων των αναιρεσειόντων και του δικογράφου της εφέσεως τους προκύπτουν τα εξής: α]οι αναιρεσείοντες δεν είχαν προτείνει ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την ένσταση περί συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων, ώστε να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής κρίσης, β]είχαν προτείνει την ένσταση της κατά τόπον αναρμοδιότητας, που απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και την επανέφεραν στο δευτεροβάθμιο ως λόγο έφεσης, που απορρίφθηκε σιωπηρά και γ] είχαν προσβάλει την πρωτόδικη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα κατά την επικουρική βάση της αγωγής, ήτοι την απόδοση του ακινήτου λόγω καταγγελίας της σύμβασης χρησιδανείου συνεπεία αντισυμβατικής συμπεριφοράς, ήτοι μη καταβολής της δαπάνης κατανάλωσης ρεύματος κλπ. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έχουν αναφερθεί στη νομική σκέψη που προηγήθη κε δεν υπάρχει κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης που να μην έχει εκκληθεί ώστε να υπόκειται αυτή σε αναίρεση, εφόσον όλα τα κεφάλαιά της, είχαν μεταβιβασθεί στο Εφετείο με τις ασκηθείσες εφέσεις.

Συνεπώς ενόψει αυτών και επί πλέον επειδή δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει ότι η αίτηση αναίρεσης έχει κατατεθεί και στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, [άρθρο 566 παρ.2 ΚΠολΔικ], πρέπει αυτή να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατά το μέρος που με αυτήν ζητείται η αναίρεσή της για πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ.8 και 19 ΚΠολΔικ,. Κατά το μέρος όμως που με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης [όπως εκτιμάται το δικόγραφο αυτής, ιδιαίτερα από το περιεχόμενο των δύο πρώτων αναιρετικών λόγων αλλά και του γεγονότος ότι αυτή απευθύνεται και κατά της απόφασης του Εφετείου, ανεξάρτητα από το ότι δεν συνοδεύεται και από σχετικό αίτημα αναίρεσης αυτής], προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία, πιο πάνω τελεσίδικη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και συνεπώς είναι παραδεκτή [άρθρα 552,553 556,558,564,566 παρ.1 ΚΠολΔικ]. Πρέπει δε να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της [άρθ.577 παρ.3 ΚΠολΔικ].

3. Ο προβλεπόμενος από το άρθρο559 αρ.1εδ.α’του ΚΠολΔικ, λόγος αναίρεσης, για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, εφόσον το δικαστήριο ερεύνησε κατ’ουσίαν την υπόθεση, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο αναιρετικός αυτός λόγος αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση του κανόνος δικαίου. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται [ΑΠ 1708/2008].Στην υπόθεση που κρίνεται οι αναιρεσείοντες με τους πρώτο και δεύτερο αναιρετικούς λόγους, κατά την εκτίμηση του νοηματικού τους περιεχομένου, αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, την πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1ΚΠολΔικ, ισχυριζόμενοι ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ως λόγο της καταγγελίας της σύμβασης χρησιδανείου, την εκ μέρους αυτών παράλειψη καταβολής των κοινοχρήστων δαπανών για κατανάλωση ρεύματος στους αναιρεσίβλητους, παρά το γεγονός ότι αυτοί, αν και δεν είχε λήξει ο χρόνος διάρκειας του χρησιδανείου, εν τούτοις είχαν προβεί σε διακοπή των παροχών αυτών ήδη από το έτος 1998,γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα να αποχωρήσουν οι αναιρεσείοντες από την χρησιδανεισθέισα οικία, εσφαλμένα εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 815 και 817 ΑΚ αντί εκείνης του άρθρου 816 ΑΚ, με αποτέλεσμα να δημιουργείται δυσμενές δεδικασμένο γι’αυτούς, καθόσον οι αντίδικοί τους δικαιούνται να τους ζητήσουν [όπως και έκαναν με την από 28-8-2012 αγωγή τους που εκκρεμεί ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών]για όλο το χρόνο από την φερόμενη καταγγελία τους έως την οριστική παράδοση του ακινήτου σ’αυτούς [το έτος 2011] αποζημίωση από τη καθυστέρηση αποδόσεώς του και ευθύνη για τα τυχηρά, ως προς τις οποίες αξιώσεις ισχύει η συνηθισμένη παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ. Ισχυρίσθηκαν επίσης ότι το Εφετείο εφάρμοσε εσφαλμένα τις παραπάνω διατάξεις και για το λόγο ότι οι δαπάνες συνήθους χρήσης, στις οποίες εξέλαβε και την δαπάνη ηλεκτροδότησης, εάν καταβάλλονταν από αυτούς [αναιρεσείοντες], θα αναιρούσαν την έννοια του χρησιδανείου αφού θα συνιστούσαν πλουτισμό των χρηστών. Το Ε φετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα εξής: “Δυνάμει συμβάσεως που συνήφθη προφορικώς [ατύπως] την 1-1-1994 και περί της οποίας αργότερα, την 31-3-19 95 συνετάγη το υπό την ημεροχρονολογία αυτή ιδιωτικό έγγραφο, οι ενάγοντες παρεχώρησαν στους εναγομένους – μεταξύ των οποίων υπάρχει συγγένεια, αφού η δεύτερη ενάγουσα και η δεύτερη εναγομένη είναι αδελφές – τη χρήση ενός διαμερίσματος…”εφόρου ζωής” των τελευταίων και “χωρίς αντάλλαγμα” κατά το εν λόγω έγγραφο, το οποίο χαρακτηρίζουν Συμφωνητικόν Χρησιδανείου”. Συμφωνήθηκε, επίσης (Β.2 όρος) ότι τις “συνήθεις προς συντήρηση του πράγματος δαπάνες φέρουν οι χρησάμενοι [εναγόμενοι). Οι τελευταίοι από της καταρτίσεως, αρχικώς, της άτυπης αυτής Συμβάσεως, ήτοι από την 1η-1-1994 παρέλαβαν την κατοχή του επίμαχου διαμερίσματος και κατοικούσαν έκτοτε, σ’αυτό, ήδη όμως, δεν το χρησιμοποιούν ως κατοικία, αλλά αρνούνται να το αποδώσουν στους ενάγοντες. Ισχυρίζονται οι τελευταίοι, ότι η παραχώρηση της χρήσης του εν λόγω διαμερίσματος στους εναγομένους έγινε υπό τον όρο αυτοί να μεταβιβάσουν στα δύο τέκνα των εναγόντων, τη ψιλή κυριότητα του εξοχικού τους που βρίσκεται στο … Τέτοια όμως συμφωνία προφορική δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα. Αντίθετα, η μόνη υποχρέωση των χρησαμένων ήταν ότι οι ίδιοι θα φέρουν τις συνήθεις προς συντήρηση του πράγματος δαπάνες, υποχρέωση, όμως, την οποία δεν τήρησαν, με αποτέλεσμα να αρχίσουν οι προστριβές μεταξύ των διαδίκων. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ήταν συνεπείς και τήρησαν απολύτως το σχετικό όρο καταβάλλοντας τόσον τις δαπάνες χρήσεως των παροχών κοινής ωφελείας όσο και τις δαπάνες συντήρησης του πράγματος. Δεν αποδείχθηκε, όμως ότι αυτοί κατέβαλαν στους ενάγοντες οποιοδήποτε ποσό προς εξόφληση των λογαριασμών κοινής ωφέλειας δεδομένου ότι υπήρχε κοινός μετρητής. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι για να τους παραχωρήσουν οι ενάγοντες το ένδικο διαμέρισμα πώλησαν το σπίτι τους στο Χαϊδάρι Αττικής και ολόκληρο το τίμημα πώλησης ήτοι 30.000.000 δραχμές κατέβαλαν στους ενάγοντες
όπως έπρατταν και με το μεγαλύτερο μέρος της σύνταξής τους. ……Εξ άλλου μεταξύ τους [πρώτου ενάγοντα και πρώτου εναγόμενου] υπήρχαν από προ ηγούμενα χρόνια οικονομικές συναλλαγές…Με βάση, επομένως, τα παραπάνω αποδειχθέντα, πραγματικά περιστατικά, η σύμβαση που συνήφθη …είναι σύμβαση χρησιδανείου και δεν υπέκρυπτε άλλη τοιαύτη…Επομένως αφού αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι χρησιμοποίησαν μεν το χρησιδανεισθέν σ’ αυτούς από τους ενάγοντες διαμέρισμα χωρίς όμως να καταβάλουν, κατά τα συμφωνηθέντα, τις συνήθεις, προς συντήρηση αυτού, δαπάνες (πληρωμή λογαριασμών Οργανισμών κοινής ωφελείας) οι ενάγοντες έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν το χρησιδανεισθέν διαμέρισμα και πριν από τη λήξη της σύμβασης χρησιδανείου η οποία όπως προαναφέρθηκε συμφωνήθηκε αορίστου χρόνου καταγγέλλοντας αυτήν με την άσκηση της ένδικης αγωγής ζητώντας την απόδοση της χρήσεως αυτού”.Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που ανέλεγκτα δεχθηκε ως αποδειχθέντα, στη διάταξη του άρθρου 816 ΑΚ, την οποία συνεπώς και ορθά εφάρμοσε, όσα δε αντίθετα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τους παραπάνω αναιρετικούς λόγους, ελέγχονται ως αβάσιμα. ’λλωστε οι λόγοι αυτοί στηρίζονται και επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού το Εφετείο δέχθηκε ότι αυτοί ουδέποτε παρέδωσαν την χρησιδανεισθείσα κατοικία στους αναιρεσίβλητους πριν από την καταγγελία, [ανεξάρτητα δηλαδή από το ότι αυτοί διατείνονται ότι είχαν ήδη αποχωρήσει από το έτος 1998], ούτε περαιτέρω ότι αυτοί κατοικούν από το έτος 2003 στο … Επομένως οι λόγοι αυτοί, είναι αβάσιμοι. Η επίκληση από τους αναιρεσείοντες της διάταξης του άρθρου 578 ΚΠολΔικ, για να θεμελιώσουν το έννομο συμφέρον τους για την άσκηση της ένδικης αίτησης, αλυσιτελώς προβάλλεται, αφού το έννομο συμφέρον αυτών ως ηττηθέντων διαδίκων, είναι δεδομένο και μόνο από τον λόγο αυτό. Τέλος οι ίδιοι λόγοι κατά το μέρος που με αυτούς, πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων από το Εφετείο, είναι απαράδεκτοι.

Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή των κατατεθέντων παραβόλων στο Δημόσιο Ταμείο [άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔικ] και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους στην δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων (άρθρο 176 ΚΠολΔικ].

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 26-11-2012 αίτηση των Ε. και Μ. Σ. για αναίρεσης της 76/2005 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας και της 83/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών [μεταβατικής έδρας Χαλκίδας].

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή των κατατεθέντων παραβόλων στο Δημόσιο Ταμείο.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων [ 2.700 ] ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2014.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
dsa.gr