Αριθμός 799/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2’ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη – Εισηγητή, Αβροκόμη Θούα, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου και Γεώργιο Αποστολάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Ιανουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δ. Κ. του Μ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Χριστοφοράκο.
Του αναιρεσιβλήτου: Π. Λ. του Ν., ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Στο σημείο αυτό η δικηγόρος Ε. Π. δήλωσε στο ακροατήριο ότι ο αναιρεσίβλητος απεβίωσε στις 22-12-2017, όπως προκύπτει από την από 27-12-2017 ληξιαρχική πράξη θανάτου της Ληξιάρχου Μ. Κ. του … του Νομού Λακωνίας και κληρονομήθηκε από τις: 1) Β. Λ. του Γ., 2) Κ. Λ. του Π. και 3) Γ. Λ. του Π., οι οποίες συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από την ίδια.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-4-2007 αγωγή του αρχικού διαδίκου Π. Λ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σπάρτης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 82/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 108/2015 του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 4-4-2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η δίκη επί της από 4-4-2017 αιτήσεως του αναιρεσείοντος για αναίρεση της 108/2015 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου νομίμως επαναλαμβάνεται, κατ’ άρθρο 290 ΚΠολΔ, μετά τη δήλωση της δικηγόρου Αθηνών Ευαγγελίας Παπαγγελή, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου, ότι ως πληρεξουσία του αναιρεσίβλητου Π. Λ. του Ν., γνωστοποιεί το θάνατό του, ο οποίος, όπως προκύπτει από την …/2017 ληξιαρχική πράξη της ληξιάρχου του … (…) Λακωνίας, απεβίωσε την 21-12-2017, με αποτέλεσμα τη βίαιη διακοπή της δίκης, ότι μέχρι την 4-1-2018 και την 10-1-2018 δεν δημοσιεύθηκε διαθήκη αυτού από το Ειρηνοδικείο Σπάρτης και το Πρωτοδικείο Αθηνών, αντίστοιχα, ότι οι μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του Β. χήρα Π. Λ. (σύζυγός του), Γ. Π. Λ. (θυγατέρα του) και Κ. Π. Λ. (θυγατέρα του) δεν αποποιήθηκαν την κληρονομία του ενώπιον του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Σπάρτης, και ότι μετά ταύτα επαναλαμβάνουν εκουσίως τη δίκη.
Κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικό ή διεθνούς δικαίου. Περαιτέρω, κατά μεν το άρθρο 847 ΑΚ με τη σύμβαση της εγγυήσεως ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή, κατά δε το άρθρο 849 ΑΚ η εγγύηση είναι άκυρη, αν δεν δηλωθεί εγγράφως. Η έλλειψη του εγγράφου καλύπτεται, εφόσον ο εγγυητής εκπλήρωσε την οφειλή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο απαιτούμενος έγγραφος τύπος αφορά μόνο τη δήλωση του εγγυητή και όχι ολόκληρη τη σύμβαση, και επομένως η αποδοχή της δηλώσεως εγγυήσεως από το δανειστή μπορεί να γίνει και ατύπως (ΑΠ 2042/2009). Εξάλλου, η δήλωση εγγυήσεως που γίνεται “εν λευκώ”, χωρίς δηλαδή να αναφέρεται ο εγγυητής σε συγκεκριμένο δανειστή, είναι κατά βάση έγκυρη, αρκεί να γίνεται αποδεκτή από το δανειστή και οι τυχόν ελλείψεις της να συμπληρώνονται σύμφωνα με τη θέληση του εγγυητή.
Με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος ο αναιρεσείων μέμφεται το Εφετείο ότι υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι το Εφετείο εσφαλμένα δέχθηκε ότι καταρτίσθηκε έγκυρη σύμβαση εγγυήσεως μεταξύ των διαδίκων με εγγυητή τον ίδιο, παρόλο που από το σχετικό έγγραφο δεν προκύπτει ότι υπάρχει η σχετική πρόθεση εγγυήσεως εκ μέρους του, ούτε δηλώνεται σε ποιον απευθύνεται, ούτε προσδιορίζεται ο οφειλέτης, ούτε ο δανειστής, ούτε το είδος και η ασφαλιζόμενη κύρια οφειλή, ούτε ο λήπτης της δηλώσεως, ούτε ο χρόνος, ο τόπος κατάρτισης και ο χρόνος ισχύος της, ενώ αν ορθά ερμήνευε τις ως άνω διατάξεις, έπρεπε να δεχθεί ότι ελλείπουν αναγκαία και ουσιώδη στοιχεία για την έγκυρη κατάρτιση της συμβάσεως εγγυήσεως και να απορρίψει ως προς αυτόν την ένδικη αγωγή. Το Εφετείο δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος, τα ακόλουθα: “… Ο πρώτος εναγόμενος (και ήδη αναιρεσείων), ο οποίος είναι παιδίατρος, παρέδωσε στον ενάγοντα (και δικαιοπάροχο των ήδη αναιρεσίβλητων) έγγραφη, χωρίς ημερομηνία, δήλωσή του επί ενός φύλλου από το προσωπικό του μπλοκ συνταγογραφήσεων, στο τέλος της οποίας έθεσε την επαγγελματική του σφραγίδα και την υπογραφή του, με το εξής περιεχόμενο: “Ο υπογεγραμμένος παιδίατρος βεβαιώ ότι εγγυώμαι σαν μέτοχος της εταιρείας … για το ποσό των 30.000.000″. Ερμηνεύοντας τη δήλωση αυτή σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, προκύπτει ότι ο πρώτος εναγόμενος εγγυήθηκε την απόδοση ποσού 30.000.000 δρχ. από τα δανεισθέντα χρήματα στην άνω ανώνυμη εταιρεία. Η δήλωση δε αυτή περιήλθε στον ενάγοντα με την παράδοση σ’ αυτόν του περιέχοντος τη δήλωση εγγυήσεως εγγράφου, την οποία και αποδέχθηκε”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε τους σχετικούς λόγους εφέσεως του αναιρεσείοντος ότι δεν υπήρχε έγκυρη σύμβαση εγγυήσεως, για το λόγο ότι δεν υπάρχει η υπογραφή του επί του εγγράφου της εγγυήσεως και ότι δεν προκύπτουν εξ εγγράφων τα ουσιώδη στοιχεία για την κατάρτισή της. Έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ειδικότερα τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των ως άνω άρθρων που αναφέρονται στη μείζονα πρόταση, εφόσον για την έγκυρη κατάρτιση της συμβάσεως εγγυήσεως ήταν αρκετή η έγγραφη δήλωση του εγγυητή, έστω και αν στο έγγραφο δεν αναφέρεται ο δανειστής υπέρ του οποίου δόθηκε η εγγύηση, ενόψει του ότι το έγγραφο παραδόθηκε στον αναιρεσίβλητο και αυτός αποδέχθηκε τη σχετική δήλωση, ερμηνεύοντας δε το Εφετείο τη δήλωση αυτή κατ’ άρθρα 173 και 200 ΑΚ δέχθηκε ότι η εγγύηση δόθηκε υπέρ της πρωτοφειλέτριας εταιρείας … και αφορούσε το ποσόν των 30.000.000 δρχ. που είχε χορηγήσει ο αναιρεσίβλητος ως δάνειο στην εν λόγω εταιρεία, δεν ήταν δε απαραίτητο για την εγκυρότητα της συμβάσεως να αναφέρονται επιπλέον ο χρόνος και ο τόπος καταρτίσεως αυτής και ο χρόνος ισχύος της. Κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος του είναι αβάσιμος.
Περαιτέρω, ο αναιρεσείων με το τρίτο μέρος του ίδιου λόγου μέμφεται το Εφετείο ότι, αν και δεν διαπίστωσε κενά ή αμφίβολα σημεία, τα οποία μάλιστα ουδόλως αναφέρει, ωστόσο προσέφυγε στις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, και σε κάθε περίπτωση, αν ήθελε θεωρηθεί ότι το Εφετείο διαπίστωσε τέτοια κενά, προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων. Ειδικότερα, επικαλείται αφενός μεν ότι το Εφετείο δεν διαπίστωσε κενά ή αμφίβολα σημεία και παρά ταύτα προσέφυγε στους ως άνω ερμηνευτικούς κανόνες, αφετέρου δε ότι, αν ήθελε θεωρηθεί ότι διαπίστωσε τέτοια κενά και προσέφυγε σ’ αυτούς τους κανόνες, προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τους, και συγκεκριμένα συμπλήρωσε τα ελλείποντα αναγκαία στοιχεία της συμβάσεως εγγυήσεως, προσφεύγοντας στις διατάξεις αυτές, ενώ όφειλε να δεχθεί την ακυρότητα της συμβάσεως λόγω των ελλείψεων αυτών, και σε κάθε περίπτωση το πόρισμα στο οποίο κατέληξε δεν ήταν σύμφωνο με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Οι ισχυρισμοί αυτοί του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμοι. Ειδικότερα, το Εφετείο διαπίστωσε κενά στη δήλωση βουλήσεως του αναιρεσείοντος, όπως το περιεχόμενο αυτής αναφέρθηκε παραπάνω, ως προς το πρόσωπο του πρωτοφειλέτη και ως προς το ποσό της εγγυήσεως, και για το λόγο αυτό ορθά προσέφυγε στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ προς διακρίβωση της αληθούς βουλήσεώς του με βάση τις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών. Πράγματι, αναφέροντας ο αναιρεσείων στο ως άνω έγγραφο ότι “εγγυάται ως μέτοχος της εταιρείας … για το ποσό των 30.000.000”, ευχερώς συνάγεται, κατά τις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, ότι η εγγύηση παρέχεται υπέρ της ως άνω εταιρείας, και γι’ αυτό αναφέρει την ιδιότητά του ως μετόχου αυτής, το δε ποσό για το οποίο εγγυάται είναι αυτό των 30.000.000 δρχ., αφού η δραχμή ήταν κατά το χρόνο της εγγυήσεως το νομίμως κυκλοφορούν νόμισμα στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια το Εφετείο, που δέχθηκε τα ίδια, αφενός μεν ορθά προσέφυγε στις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, αφετέρου δε το πόρισμα στο οποίο κατέληξε ήταν σύμφωνο προς τις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, διέλαβε δε στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες σχετικά με την ερμηνεία της δηλώσεως βουλήσεως του αναιρεσείοντος και το αληθές της περιεχόμενο, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, τις οποίες εφάρμοσε, και το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Εξάλλου, ως προς το πρόσωπο του δανειστή ορθά δέχθηκε το Εφετείο, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, την εγκυρότητα της συμβάσεως εγγυήσεως διά της παραδόσεως του σχετικού εγγράφου στον αναιρεσίβλητο και της εκ μέρους του αποδοχής της δηλώσεως του αναιρεσείοντος. Κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως κατά το τρίτο μέρος του από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ και ο δεύτερος λόγος από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ είναι αβάσιμοι.
Ο αναιρεσείων με το δεύτερο μέρος του ίδιου λόγου μέμφεται το Εφετείο για εσφαλμένη εφαρμογή των άρθρων 436 και 421 ΑΚ. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα δέχθηκε το Εφετείο ότι δεν αποσβέσθηκε η εκ δανείου οφειλή διά δόσεως αντί καταβολής τραπεζικής επιταγής ισόποσης αξίας με το ποσό του δανείου, άλλως διά δόσεως αντί καταβολής συναλλαγματικής ποσού 41.155.200 δρχ., στην οποία είχαν ενσωματωθεί και τοκογλυφικοί τόκοι, εκδόσεως του αναιρεσίβλητου και αποδοχής της ως άνω ανώνυμης εταιρείας, χωρίς ημερομηνία λήξεως, εις αντικατάσταση της τραπεζικής επιταγής και χωρίς γνώση του ιδίου, άλλως δι’ ανανεώσεως του χρέους την 5-7-1999 με σύμβαση μεταξύ του αναιρεσίβλητου και της ως άνω εταιρείας. Το Εφετείο δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος, τα ακόλουθα: “… Ο ενάγων, όταν κατήγγειλε τη σύμβαση δανείου πριν από την παρέλευση έτους από τη γενόμενη από αυτόν τελευταία καταβολή, η πρωτοφειλέτρια ανώνυμη εταιρεία αδυνατούσε να επιστρέψει τα δανεισθέντα και προς εξασφάλισή του τού παρέδωσε 3 επιταγές της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, εκδοθείσες σε διαταγή του, από τις οποίες καμία δεν είχε εκδοθεί από την ίδια. Συγκεκριμένα του παρέδωσε τη με αριθμό … επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης 31-12-1998, ποσού 5.500.000 δρχ. και τις με αριθμούς … επιταγές, με ημερομηνία έκδοσης αμφότερες την 8-4-1999, ποσού 7.500.000 και 30.000.000 δρχ., αντίστοιχα. Οι παραπάνω επιταγές αντικαταστάθηκαν στη συνέχεια με μία συναλλαγματική, αποδοχής της εταιρείας, ποσού 41.155.220 δρχ., στο οποίο είχαν ενσωματωθεί και οι τόκοι της απαίτησης του ενάγοντος από τη σύμβαση του δανείου, με ημερομηνία αποδοχής την 5-4-1999, ομοίως εκδοθείσα σε διαταγή του ενάγοντος και λευκή ως προς τα λοιπά τυπικά στοιχεία της. Κατά τη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων της σύμβασης δανείου τα εν λόγω αξιόγραφα δίδονταν στον ενάγοντα ως μια μορφή παροχής ασφάλειας, όρισαν δε ότι προηγείτο στην εκπλήρωση η ενοχή από τη βασική σχέση του δανείου και ότι ο ενάγων δεν θα προχωρούσε στην ικανοποίηση της απαίτησής του με βάση τα αξιόγραφα αυτά”. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε βούληση των συμβαλλομένων για απόσβεση της οφειλής από τη σύμβαση δανείου, αλλά η, κατ’ άρθρο 421 ΑΚ, χάριν καταβολής έκδοση και αποδοχή των πιο πάνω επιταγών και συναλλαγματικής, αντίστοιχα, και απέρριψε τους σχετικούς εφέσεως κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε αποφανθεί ομοίως. Επίσης, έκρινε περαιτέρω ότι “ουδόλως αποδείχθηκε ότι το από τη σύμβαση δανείου χρέος της εταιρείας αποσβέσθηκε με σύμβαση ανανέωσης, που συνήφθη μεταξύ αυτής και του ενάγοντος την 5-7-1999”, και κατόπιν αυτού απέρριψε το σχετικό λόγο εφέσεως κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε αποφανθεί ομοίως. Έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ειδικότερα τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των ως άνω άρθρων, εφόσον δέχθηκε ότι η έκδοση και αποδοχή των μνημονευόμενων επιταγών και συναλλαγματικής, αντίστοιχα, έγινε χάριν καταβολής, και περαιτέρω ότι δεν αποδείχθηκε σύμβαση ανανεώσεως της αρχικής συμβάσεως δανείου, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του, είναι απαράδεκτα, εφόσον, υπό την κατ’ επίκληση πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών γεγονότων.
Κατ’ ακολουθίαν τούτων πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, να καταδικασθεί ο αναιρεσείων ως ηττώμενος διάδικος στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων (άρθρο 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, η εισαγωγή του οικείου παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4 Απριλίου 2017 αίτηση του Δ. Κ. για αναίρεση της 108/2015 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, και τα ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο οικείο Δημόσιο Ταμείο
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 25 Απριλίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 30 Απριλίου 2018.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

areiospagos.gr