Αριθμός 278/2016

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1 Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές: Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Στυλιανή Γιαννούκου, Γεώργιο Αναστασάκο, Σοφία Καρυστηναίου και Μαρία Νικολακέα, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του την 1η Δεκεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “ΧΧΧ” που εδρεύει στη ΧΧΧ και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου και Ευστράτιο Ευστρατιάδη και κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Μ. του Δ., κατοίκου ΧΧΧ 2) Γ. Κ. του Θ., κατοίκου ΧΧΧ 3) Α. Χ. του Α., κατοίκου ΧΧΧ, 4) Γ. Α. του Α., κατοίκου ΧΧΧ, 5) Μ. Τ. του Χ., κατοίκου ΧΧΧ 6) Δ. Ο. του Α., κατοίκου ΧΧΧ, 7) Γ. Π. του Α., κατοίκου ΧΧΧ από τους οποίους ο έκτος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαρίδημο Βεργούλη και οι λοιποί εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο που ανακάλεσε τη δήλωσή του για παράσταση κατά το άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσαν προτάσεις.

Της προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ της αναιρεσείουσας: Επαγγελματικής οργάνωσης-σωματείου με την επωνυμία “Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος” (Σ.Β.Β.Ε.) που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Πετρόπουλο και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21-12-2012 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 14046/2013 του ίδιου δικαστηρίου και 252/2015 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 18-3-2015 αίτησή της και η προσθέτως παρεμβαίνουσα με την από 23-11-2015 παρέμβασή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης και της πρόσθετης παρέμβασης που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Αναστασάκος ανέγνωσε την από 20-11-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας και ο πληρεξούσιος της προσθέτως παρεμβαίνουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Κατά το άρθρο 669 αριθ. 2 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη κατά το άρθρο 675Α του ίδιου κώδικα, “Αναγνωρισμένα επαγγελματικά σωματεία εργαζομένων ή εργοδοτών, αναγνωρισμένες ενώσεις τους ή επιμελητήρια έχουν το δικαίωμα να παρέμβουν υπέρ διαδίκου, εφόσον είναι μέλος τους ή μέλος κάποιας από τις οργανώσεις που αποτελούν την ένωση”. Στην προκειμένη περίπτωση η επαγγελματική οργάνωση με την επωνυμία “Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος” (Σ.Β.Β.Ε.) άσκησε ενώπιον του Αρείου Πάγου με ιδιαίτερο δικόγραφο την από 23-11-2015 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αναιρεσείουσας, επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των εργοδοτών μελών της, μεταξύ των οποίων και η αναιρεσείουσα. Η παρέμβαση αυτή ασκήθηκε παραδεκτά σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, καθώς και εκείνες των άρθρων 80 και 81 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. αφού η προσθέτως παρεμβαίνουσα έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή της. Εξάλλου η πρόσθετη παρέμβαση επιδόθηκε στους αναιρεσιβλήτους μέσα στην προθεσμία των δύο ημερών πριν από τη συζήτηση, η οποία ορίσθηκε με την από 24-11-2015 πράξη της προέδρου του Β1 τμήματος του Αρείου Πάγου μετά από σύντμηση της προθεσμίας των εξήντα ημερών που ορίζεται στο άρθρο 568 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ. (βλ. τις ΧΧΧ/26-11-2015 ΧΧΧ/26-11-2015, ΧΧΧ/26-11-2015, ΧΧΧ/26-11-2015, ΧΧΧ/ 26-11-2015, ΧΧΧ/26-11-2015 και ΧΧΧ/26-11-2015 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών του Πρωτοδικείου Λαρίσης Ν. Σ. η πρώτη, Θεσσαλονίκης Χ. Ρ. οι δεύτερη, πέμπτη και έβδομη, Θεσσαλονίκης Σ. Τ. οι τρίτη και τέταρτη και Αθηνών Β. Κ. η έκτη), απορριπτομένου του ισχυρισμού των αναιρεσιβλήτων περί εκπροθέσμου επιδόσεώς της σ’ αυτούς για το λόγο ότι δεν έχει λάβει χώρα σύντμηση της πιο πάνω προθεσμίας.

Συνεπώς η πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν, συνεκδικαζόμενη με την αίτηση (άρθρο 31 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.).

II. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 652, 653 και 659 ΑΚ προκύπτει ότι αν κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων, είτε με την αρχική είτε με μεταγενέστερη συμφωνία, η παροχή από το μισθωτό εντός του νομίμου ωραρίου πρόσθετης εργασίας διαρκούς φύσεως, η οποία σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής δεν είναι συναφής με την συμφωνηθείσα αρχικώς κύρια απασχόλησή του ούτε περιλαμβάνεται μεταξύ των καθηκόντων του μισθωτού που προβλέπονται από κανόνα δικαίου και κατά τις συνήθεις περιστάσεις παρέχεται μόνο με μισθό, χωρίς συγχρόνως να καθορισθεί και ο πρόσθετος αυτός μισθός ή ο τρόπος προσδιορισμού του και χωρίς να συμφωνηθεί ότι δεν θα καταβληθεί πρόσθετος μισθός, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει στο μισθωτό τον συνηθισμένο για τέτοια εργασία μισθό, δηλαδή το μισθό που καταβάλλεται σε άλλους μισθωτούς που παρέχουν την ίδια εργασία κάτω από τις ίδιες συνθήκες (Α.Π. 18/2011). Τέτοια πρόσθετη και εντελώς διαφορετική εργασία επί οδηγού φορτηγού αυτοκινήτου συνιστά η έκδοση τιμολογίων των μεταφερόμενων από αυτόν εμπορευμάτων, η παράδοση αυτών στους πελάτες της επιχείρησης, η από αυτόν είσπραξη του οφειλόμενου τιμήματος και η φορτοεκφόρτωση των μεταφερομένων με το φορτηγό αυτοκίνητο εμπορευμάτων (σχετ. Α.Π. 336/2009). Περαιτέρω με το άρθρο 5 της διαιτητικής απόφασης (Δ.Α.) 9/2005 “για τη ρύθμιση των όρων αμοιβής και εργασίας των οδηγών πάσης φύσεως φορτηγών αυτοκινήτων κ.λπ., καθώς και των οδηγών-πωλητών όλης της χώρας”, η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική από 4-5-2005 με την Υ.Α. 11869/1-6-2005 (ΦΕΚ Β 794/10-6-2005) ορίζεται ότι: “α) Οδηγοί-πωλητές κατά την έννοια της παρούσας θεωρούνται οι οδηγοί, οι οποίοι, πέραν της οδήγησης ως κύριου αντικειμένου της εργασίας τους, έχουν και τα ακόλουθα καθήκοντα: παραλαβής από το εργοστάσιο ή την αποθήκη της επιχείρησης στην οποία απασχολούνται αυτοκινήτου αυτής με φορτίο αποτελούμενο από τυποποιημένα προϊόντα ή εμφιαλωμένα ποτά, περιόδευσης με το αυτοκίνητο σε προκαθοριζόμενα από την επιχείρηση σημεία της πόλης ή της υπαίθρου, πώλησης σε επιχειρήσεις του τομέα κάθε οδηγού-πωλητού ποσοτήτων τυποποιημένων προϊόντων ή εμφιαλωμένων ποτών και ταυτόχρονης παράδοσης αυτών στους αγοραστές, έκδοσης των οικείων τιμολογίων και είσπραξης του τιμήματος ή μέρους αυτού ή ποσού έναντι παλαιότερης οφειλής, με την έκδοση σχετικής απόδειξης ή με τη σχετική σημείωση στο τιμολόγιο, παραλαβής επιστρεφομένων από τους πελάτες κενών ειδών συσκευασίας με τη χορήγηση σχετικής απόδειξης, τήρησης του λογαριασμού της ημέρας για τις πωληθείσες ποσότητες, τα εισπραχθέντα ποσά και τα επιστρεφόμενα κενά είδη συσκευασίας και απόδοσης του λογαριασμού κατά τη λήξη της καθ’ ημέρα εργασίας στον αρμόδιο της επιχείρησης. Οι ανωτέρω οδηγοί θεωρούνται οδηγοί-πωλητές και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πωλήσεις πραγματοποιούνται από τις επιχειρήσεις με το σύστημα προτιμολογημένων προπωλήσεων ή τηλεπωλήσεων, κατά την κρίση των επιχειρήσεων. β) Στους οδηγούς που υπάγονται στην παρούσα με την ειδικότητα του οδηγού-πωλητή, στους οποίους με εντολή του εργοδότη τους ανατίθενται, επιπλέον της οδήγησης και καθήκοντα πωλητού των προϊόντων που μεταφέρουν, καταβάλλεται κατά μήνα τέτοιας απασχόλησης πρόσθετη αμοιβή, πέραν των όσων ορίζονται στην παρούσα απόφαση. Η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή καθορίζεται με ελεύθερη συμφωνία μεταξύ των μερών, με ελάχιστο ποσό 65,00 ευρώ μηνιαίως και δεν συμψηφίζεται με το διαχειριστικό επίδομα του όρου Β4 του άρθρου 5 της 20/2004 Δ.Α., όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. ε της παρούσας απόφασης”. Ειδικότερα με το άρθρο 5 παρ. Β4 της Δ.Α. 20/2004 “για τη ρύθμιση των όρων αμοιβής και εργασίας των οδηγών πάσης φύσεως φορτηγών αυτοκινήτων κ.λπ., καθώς και των οδηγών-πωλητών όλης της χώρας”, η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική από 14-7-2004 με την Υ.Α. 12435/28-7-2004 (ΦΕΚ Β 1294/24-8-2004), ορίζεται ότι: “Στους οδηγούς-πωλητές εμφιαλωμένων ποτών και τυποποιημένων προϊόντων που διενεργούν χρηματικές συναλλαγές, χορηγείται επίδομα διαχειριστικών λαθών”. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις περί καταβολής των προαναφερόμενων επιδομάτων διατηρήθηκαν σε ισχύ και με τις μεταγενέστερες συλλογικές ρυθμίσεις και ειδικότερα με: α) τη Δ.Α. 14/2006 που κηρύχθηκε υποχρεωτική από 16-6-2006 με την Υ.Α. 11981/12-7-2006 (ΦΕΚ Β 1079/8-8-2006), β) την από 11-4-2007 Σ.Σ.Ε. που κηρύχθηκε υποχρεωτική από 9-5-2007 με την Υ.Α. 11871/26-6-2007 (ΦΕΚ Β 1190/12-7-2007), γ) τη Δ.Α. 15/2008 που κηρύχθηκε υποχρεωτική από 19-6-2008 με την Υ.Α. 51877/2442/11-7-2008 (ΦΕΚ Β 1448/23-7-2008), δ) τη Δ.Α. 11/2009 που κηρύχθηκε υποχρεωτική από 27-5-2009 με την Υ.Α. 22074/1783/3-7-2009 (ΦΕΚ Β 1431/17-7-2009) και ε) τη Δ.Α. 37/2010 που κηρύχθηκε υποχρεωτική από 7-10-2010 με την Υ.Α. 11327/673/15-6-2011 (ΦΕΚ Β 1449/17-6-2011).

Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής: “Με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκαν μεταξύ της εναγομένης [ήδη αναιρεσείουσας] ανώνυμης εταιρείας που εδρεύει στη ΒΙ.ΠΕ. ΧΧΧ της ΧΧΧ και δραστηριοποιείται στον τομέα της παραγωγής και εμπορίας τροφίμων (αλλαντικών, τυροκομικών και κονσερβοποιημένων και τυποποιημένων προϊόντων) και αναψυκτικών και ποτών, οι τελευταίοι [εννοείται: οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι] προσελήφθησαν από την πρώτη, κατά τις αντίστοιχες ημερομηνίες που αναφέρονται στη συνέχεια… προκειμένου να απασχοληθούν ως οδηγοί των φορτηγών αυτοκινήτων που η εναγομένη διέθετε για τη διανομή των εμπορευμάτων της, επί πέντε ημέρες την εβδομάδα και επί οκτώ ώρες την ημέρα. Οι ενάγοντες σε όλη τη διάρκεια της εργασιακής τους σχέσης με την εναγομένη ήταν εφοδιασμένοι με… επαγγελματικές άδειες οδηγήσεως Γ κατηγορίας… Επομένως οι συμβάσεις εργασίας τους ήταν έγκυρες και οι ενάγοντες δικαιούνται για την εργασία τους κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας… το συμφωνημένο ή τον υπέρτερο του συμφωνημένου νόμιμο μισθό τους με όλα τα προσωποπαγή επιδόματα… Περαιτέρω οι όροι εργασίας και αμοιβής των εναγόντων ρυθμίζονταν κατά τη διάρκεια της εργασιακής τους σχέσης με την εναγομένη από τις Σ.Σ.Ε. και Δ.Α. για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών πάσης φύσεως φορτηγών κ.λ.π. αυτοκινήτων… Από τους… χρόνους κήρυξης των αντίστοιχων συλλογικών ρυθμίσεων ως υποχρεωτικών και δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν ήταν μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων, δικαιούνται οι ενάγοντες τις προβλεπόμενες από τις ρυθμίσεις αυτές αποδοχές. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, πέραν της οδήγησης των φορτηγών της εναγομένης, ασκούσαν και τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 5 εδαφ. α της Δ.Α. 9/2005 καθήκοντα και επομένως υπάγονται στην έννοια των οδηγών-πωλητών, σε πωλήσεις ειδικότερα που η εναγομένη πραγματοποιούσε με το προβλεπόμενο από την παραπάνω διάταξη σύστημα των προτιμολογημένων προπωλήσεων ή τηλεπωλήσεων, δικαιούμενοι τις προβλεπόμενες από το ίδιο άρθρο μισθολογικές απολαβές. Πιο συγκεκριμένα οι ενάγοντες ενεργούσαν τις διανομές των προϊόντων της εναγομένης που αποτελούνταν κυρίως από τυποποημένα προϊόντα (όπως αλλαντικά, τυροκομικά, σαλάτες), πολλά από τα οποία βρίσκονταν σε μικροκιβώτια, και εμφιαλωμένα ποτά στις πόλεις της βόρειας και κεντρικής Ελλάδας, όπως η Θεσσαλονίκη, η Βέροια, ο Πολύγυρος, τα Γιαννιτσά, τα Τρίκαλα και η Λάρισα, κινούμενοι κατά τη διανομή τους εντός αστικών περιοχών. Για το σκοπό αυτό αρχικά μετέβαιναν περί ώρα 7.30 κάθε ημέρας στη ΒΙ.ΠΕ…., στις εκεί ευρισκόμενες εγκαταστάσεις της εναγομένης, και παραλάμβαναν τα προς διανομή εμπορεύματα, φροντίζοντας για τη φόρτωσή τους στα μικρά (ωφέλιμου φορτίου κάτω των τεσσάρων τόνων) φορτηγά που οδηγούσαν, βοηθώντας μάλιστα κατά τη φόρτωση αυτή τους υπαλλήλους της εναγομένης που εργάζονταν στις εγκαταστάσεις της. Μετά τη φόρτωση οι ενάγοντες εκτελούσαν τα προκαθορισμένα δρομολόγια που τους υποδείκνυε η εναγομένη, η οποία τους παρέδιδε και τα απαραίτητα παραστατικά, που, σύμφωνα με το σύστημα των προτιμολογημένων προπωλήσεων ή τηλεπωλήσεων που εφάρμοζε, είχε ήδη εκδώσει για τους πελάτες της. Όταν οι ενάγοντες έφθαναν στα σημεία πώλησης (τριάντα περίπου για τον καθένα τους κατά τη διάρκεια της ημέρας) παρέδιδαν στους πελάτες της εναγομένης τα προεκδοθέντα παραστατικά, στα οποία υπέγραφαν αφενός οι ίδιοι για λογαριασμό της εναγομένης και αφετέρου οι πελάτες της εναγομένης παραλήπτες των εμπορευμάτων και ξεφόρτωναν τα εμπορεύματα, παραδίδοντάς τα στους πελάτες της εναγομένης χωρίς τη βοήθεια κάποιου βοηθού εργάτη. Κατά την παράδοση αυτή οι ενάγοντες ήταν υποχρεωμένοι να ελέγχουν την ποσότητα και το είδος των εμπορευμάτων. Παράλληλα οι ενάγοντες προέβαιναν και στην είσπραξη του τιμήματος των πωλήσεων από τους πελάτες της εναγομένης και ειδικότερα εισέπρατταν το τίμημα ή μέρος αυτού ή ποσά από παλαιότερες οφειλές για λογαριασμό της εναγομένης. Κατά την είσπραξη εξέδιδαν για λογαριασμό της εναγομένης την αντίστοιχη απόδειξη είσπραξης και τελικά απέδιδαν λογαριασμό στην εναγομένη για τις εισπράξεις που είχαν πραγματοποιήσει. Ακόμη η εναγομένη είχε αναθέσει στους ενάγοντες την παραλαβή για λογαριασμό της όλων των επιστρεφόμενων από τους πελάτες της προϊόντων. Το καθήκον αυτό δεν μπορούσαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, στηριζόμενη κυρίως στο ότι τα περισσότερα από τα εμπορεύματα που διακινεί η εναγομένη είναι ευπαθή και για τη μεταφορά τους απαιτούνται φορτηγά-ψυγεία, να εκτελέσουν οι πωλητές της εναγομένης που δεν διέθεταν τέτοια οχήματα. Ειδικότερα η εναγομένη απασχολούσε, εκτός από τους ενάγοντες που ήταν οδηγοί-πωλητές, και άλλους υπαλλήλους που ήταν πωλητές, κάτι που όμως δεν αναιρεί την προαναφερθείσα ιδιότητα των πρώτων. Πιο συγκεκριμένα οι λοιποί πωλητές της εναγομένης είχαν ως αντικείμενο εργασίας την εξεύρεση νέων πελατών, την προώθηση των εμπορευμάτων της εναγομένης και το κλείσιμο των λογαριασμών, καθώς και την εξυπηρέτηση των πελατών και την εύρυθμη συνεργασία τους με την εναγομένη, όσον αφορά όμως μόνο στην εκτέλεση των παραγγελιών, την ποιότητα των εμπορευμάτων και τον καθορισμό των επιστρεφόμενων αλλά όχι και την παράδοση των πρώτων και την παραλαβή των τελευταίων. Ασκούσαν δηλαδή οι λοιποί πωλητές της εναγομένης καθήκοντα που δεν προσιδιάζουν στην ειδικότητα του οδηγού-πωλητή, αφού εξυπηρετούσαν τις επιχειρηματικές ανάγκες της εναγομένης για την προώθηση των προϊόντων της σε επιχειρήσεις λιανικής πώλησης και για διεύρυνση του πελατολογίου της και όχι για τη μεταφορά και την παράδοση των εμπορευμάτων και, πέρα από τα καθήκοντά τους αυτά, δεν είχαν ως καθήκον και την παράδοση των εμπορευμάτων στα σημεία πώλησης ούτε και καμία ανάμιξη στην παράδοση αυτή. Υπό τα δεδομένα αυτά η ύπαρξη των λοιπών πωλητών της εναγομένης δεν αναιρεί την ιδιότητα των εναγόντων ως οδηγών-πωλητών της εναγομένης, την οποία είχαν επειδή αυτοί ασκούσαν, πέραν της οδήγησης, και τα αναλυτικώς περιγραφόμενα παραπάνω καθήκοντα που προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 5 εδαφ. α της Δ.Α. 9/2005. Περαιτέρω οι ενάγοντες, ως οδηγοί-πωλητές, δικαιούνται την προβλεπόμενη από το δεύτερο εδάφιο του παραπάνω άρθρου πρόσθετη αμοιβή που καθορίσθηκε, ελλείψει ειδικής συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, στο ελάχιστο ποσό των 65 ευρώ μηνιαίως, αναπροσαρμόσθηκε όμως με τις μεταγενέστερες διαιτητικές αποφάσεις…. Ακόμη οι ενάγοντες δικαιούνται το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 5 Β.4 της Δ.Α. 20/2004 για τη ρύθμιση των όρων αμοιβής και εργασίας των οδηγών των πάσης φύσεως φορτηγών κ.λ.π. αυτοκινήτων που απασχολούνται σε οποιονδήποτε εργοδότη όλης της χώρας… επίδομα διαχειριστικών λαθών, διότι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους διενεργούσαν χρηματικές συναλλαγές, όπως προαναφέρθηκε”. Με βάση αυτές τις παραδοχές και άλλες παραδοχές για την απόρριψη άλλων αγωγικών κονδυλίων, οι οποίες δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, και μετά από υπολογισμό των οφειλόμενων στους ενάγοντες για τις πιο πάνω αιτίες ποσών, το εφετείο απέρριψε μεν την έφεση της εναγομένης κατά το μέρος που στρεφόταν κατά των πρώτου και πέμπτου εναγόντων, δέχθηκε δε την έφεση αυτή κατά το μέρος που στρεφόταν κατά των λοιπών εναγόντων, καθώς και την έφεση όλων των εναγόντων κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή ως προς τους πρώτο και πέμπτο ενάγοντες και είχε γίνει μερικώς δεκτή ως προς τους λοιπούς. Στη συνέχεια το εφετείο, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και κράτησε την υπόθεση, δέχθηκε μερικώς την αγωγή όλων των εναγόντων. Έτσι που έκρινε δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 5 εδ. α της Δ.Α. 9/2005 που διατηρήθηκαν σε ισχύ με τις προαναφερθείσες μεταγενέστερες συλλογικές ρυθμίσεις, αφού διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του όλα τα στοιχεία των πιο πάνω διατάξεων, τις οποίες εφάρμοσε. Επί πλέον δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νομίμου βάσεως αφού διέλαβε σ’ αυτήν επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα του είδους των καθηκόντων των εναγόντων, το οποίο ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα δέχθηκε ότι οι ενάγοντες, πέραν της οδήγησης των φορτηγών της εναγομένης, είχαν και τα εξής προβλεπόμενα από τις ανωτέρω διατάξεις καθήκοντα: α) παραλαβής από τις εγκαταστάσεις της εναγομένης αυτοκινήτου αυτής με φορτίο αποτελούμενο από τυποποιημένα προϊόντα ή εμφιαλωμένα ποτά, β) περιόδευσης με το αυτοκίνητο σε προκαθοριζόμενα από την εναγομένη σημεία των αναφερόμενων πόλεων, γ) πώλησης σε επιχειρήσεις του τομέα καθενός από αυτούς (τους ενάγοντες) ποσοτήτων τυποποιημένων προϊόντων ή εμφιαλωμένων ποτών και ταυτόχρονης παράδοσης αυτών στους αγοραστές, δ) παράδοσης των προεκδοθέντων οικείων παραστατικών και είσπραξης του τιμήματος ή μέρους αυτού ή ποσού έναντι παλαιότερης οφειλής, με την έκδοση σχετικής απόδειξης ή με τη σχετική σημείωση στο τιμολόγιο, ε) παραλαβής επιστρεφομένων από τους πελάτες προϊόντων με τη χορήγηση σχετικής απόδειξης, στ) τήρησης του λογαριασμού της ημέρας για τις πωληθείσες ποσότητες, τα εισπραχθέντα ποσά και τα επιστρεφόμενα προϊόντα και ζ) απόδοσης του λογαριασμού κατά τη λήξη της καθ’ ημέρα εργασίας στον αρμόδιο της εναγομένης. Δεν συνιστά δε έλλειψη των αιτιολογιών της προσβαλλομένης η μη αναφορά σ’ αυτές ότι οι ενάγοντες εξέδιδαν τιμολόγια για λογαριασμό της εναγομένης αφού, σύμφωνα με τις λοιπές παραδοχές της, στην προκειμένη περίπτωση εφαρμοζόταν το σύστημα των προτιμολογημένων προπωλήσεων ή τηλεπωλήσεων, με αποτέλεσμα να αρκεί η αναφορά ότι οι ενάγοντες παρέδιδαν στους αγοραστές προεκδοθέντα παραστατικά. Ούτε συνιστά έλλειψη των αιτιολογιών της η μη αναφορά σ’ αυτές ότι οι ενάγοντες παραλάμβαναν τις επιστρεφόμενες κενές συσκευασίες, αφού αναφέρεται ότι αυτοί παραλάμβαναν επιστρεφόμενα προϊόντα, στο μείζον δε περιλαμβάνεται το έλασσον.

Συνεπώς οι πρώτος κατά τα πρώτο και τρίτο σκέλη του και δεύτερος κατά τα δεύτερο και τέταρτο σκέλη του λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη πλημμέλειες από το άρθρο 559 αριθ. 1 εδ. α και αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

III. Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. α ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο κατά το πρώτο σκέλος του λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πιο πάνω πλημμέλεια και ειδικότερα ότι δέχθηκε πως η ίδια (η αναιρεσείουσα) εφάρμοζε το σύστημα των προτιμολογημένων προπωλήσεων ή τηλεπωλήσεων, ενώ οι αναιρεσίβλητοι με την αγωγή τους δεν είχαν προβάλει τέτοιο ισχυρισμό. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. επισκόπηση της από 21-12-2012 αγωγής των αναιρεσιβλήτων προκύπτει ότι, κατά την αγωγή αυτή, στα καθήκοντα των αναιρεσιβλήτων περιλαμβανόταν και η “έκδοση ή παράδοση προεκδιδομένων τιμολογίων”, όπως κατά λέξη αναγράφεται σ’ αυτήν, δηλαδή οι αναιρεσίβλητοι είχαν επικαλεσθεί ότι η αναιρεσείουσα εφάρμοζε το σύστημα των προτιμολογημένων προπωλήσεων ή τηλεπωλήσεων.

IV. Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι στο έγγραφο της αίτησης αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν και ποιο λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στα άρθρα 559 ή 560 ΚΠολΔ θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση. Διαφορετικά ο λόγος αναίρεσης απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως αόριστος (ΟλΑΠ 32/1996, ΑΠ 39/2010). Στην προκειμένη περίπτωση με τους πρώτο κατά το δεύτερο σκέλος του και δεύτερο κατά το τρίτο σκέλος του λόγους αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 14 Κ.Πολ.Δ., χωρίς όμως να εκτίθενται συγκεκριμένα περιστατικά για τη θεμελίωση των λόγων αυτών.

Συνεπώς αυτοί είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας.

V. Κατόπιν αυτών πρέπει απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα και η προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσα, λόγω της ήττας τους, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 18-3-2015 αίτηση για αναίρεση της 252/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και την από 23-11-2015 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αναιρεσείουσας.

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα και την προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Φεβρουαρίου 2016.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στις 5 Απριλίου 2016.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

http://inlaw.gr/content.aspx?id=249