Αριθμός 1106/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Τζανακάκη, Ελένη Φραγκάκη, Ζαμπέτα Στράτα και Κωνσταντίνο Παναρίτη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 1η Μαρτίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: M. Μ. του Π., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπήλιο Δεληγιάννη. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “… ΑΕΓΑ” (“…”), που εδρεύει στην …. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χαράλαμπο Δρακόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-2-2013 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 826/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1845/2016 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 15-3-2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Μαρία Τζανακάκη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 15-3-2018 (αρ. κατ. 440/2018) αίτηση αναίρεσης κατά της υπ’ αριθμ. 1845/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο, καθώς και από τη σύμβαση ασφάλισης αυτού (άρθρ. 681Α ΚΠολΔ) έχει ασκηθεί νόμιμα και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων αυτής (άρθρ. 577 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ).
Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, αναφορικά με το διαδικαστικό ιστορικό της υπόθεσης, προκύπτει ότι, σε τροχαίο ατύχημα που συνέβη στις 14-11-2011, στην περιοχή …, ο Ι. Κ., οδηγός του με αρ. κυκλοφορίας …87 ΙΧΕ αυτοκινήτου, του οποίου την αστική ευθύνη έναντι των τρίτων ζημιούμενων κάλυπτε η ήδη αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία, ενήργησε παράνομη οπισθοπορεία σε μονόδρομο και επέπεσε στην αναιρεσείουσα, που ήταν πεζή, η οποία τραυματίστηκε σοβαρά. Η αναιρεσείουσα άσκησε την από 18-2-2013 (αρ. κατ. 1140/2013) αγωγή, κατά του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, ως προς τον οποίο όμως παραιτήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και κατά της ασφαλιστικής εταιρείας του ζημιογόνου αυτοκινήτου – ήδη αναιρεσίβλητη, με την οποία αξίωνε το συνολικό ποσό των 115.745 ευρώ και ειδικότερα, ως αποζημίωση για τις θετικές ζημίες, που υπέστη-νοσήλεια, το ποσό των 4.245 ευρώ και κατά το μέρος που ενδιαφέρει την αναιρετική δίκη ως πλασματική αμοιβή οικιακής βοηθού α) για το χρονικό διάστημα από 14-11-2011 έως 14-4-2012 το ποσό των 7.500 ευρώ, β) για το μετέπειτα χρονικό διάστημα από 15-4-2012 έως 18-2-2013 το ποσό των 4.000 ευρώ, καθώς επίσης ως ιδιαίτερη πρόσθετη αποζημίωση του άρθρου 931 ΑΚ το ποσό των 50.000 ευρώ και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 50.000 ευρώ. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 826/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κατέγνωσε αποκλειστική υπαιτιότητα στον οδηγό του ζημιογόνου αυτοκινήτου. Το κεφάλαιο της υπαιτιότητας δεν αφορά την ένδικη αίτηση αναίρεσης. Επίσης, η πρωτόδικη απόφαση επιδίκασε στην ενάγουσα – παθούσα το συνολικό ποσό των 23.645 ευρώ, από το οποίο, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική δίκη μέρος αυτής, ποσό 2.400 ευρώ αφορούσε αποζημίωση οικιακής βοηθού για το χρονικό διάστημα από 8-12-2011 έως 8-4-2012 (τέσσερις μήνες) και ποσό 17.000 ευρώ αφορούσε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η πρωτόδικη απόφαση επίσης απέρριψε το κονδύλιο ιδιαίτερης αποζημίωσης του άρθρου 931 ΑΚ. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν εκατέρωθεν εφέσεις και ειδικότερα, η από 8-4-2014 (αρ. κατ. 2360/2014) έφεση της ενάγουσας και η από 15-4-2014 (αρ. κατ. 2758/2014) έφεση της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας και ήδη αναιρεσίβλητης, επί των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία απέρριψε κατ’ ουσίαν τις αντίθετες εφέσεις και επικύρωσε την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του Α.Κ. “η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του”. Ως “αναπηρία” θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως “παραμόρφωση” νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία καθορίζεται, όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως “μέλλον” νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό – οικονομικό τομέα η αναπηρία ή η παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξέλιξης και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η διάταξη του άρθρου 931 του Α.Κ. προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικά συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξάλλου, η ένεκα της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία, αποτελεί βάση αξίωσης προς αποζημίωση που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 929 του Α.Κ. (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως, η αναπηρία ή η παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη, ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία.

Είναι όμως βέβαιο, ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση, ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος), οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική – οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επίδρασης αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό – οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, δηλαδή ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ των πολιτών σχέσεις, χωρίς αναγκαία η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 931 του Α.Κ., που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη αυτή η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί. Επομένως, το ποσό που δικαιούται ο παθών κατά το άρθρο 931 του Α.Κ., δεν υπολογίζεται με τα μέτρα της αποζημίωσης, αλλά εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστή, να το καθορίσει κατά δίκαιη κρίση σε εύλογο χρηματικό ποσό, με βάση αφενός το είδος, την έκταση και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης του παθόντος και αφετέρου την ηλικία, το φύλο, τις κλίσεις του παθόντος και τον βαθμό συνυπαιτιότητάς του. Είναι πρόδηλο ότι η κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του Α.Κ. αξίωση για αποζημίωση λόγω αναπηρίας ή παραμόρφωσης είναι διαφορετική από την κατά τη διάταξη του άρθρου 929 του Α.Κ. αξίωση αποζημίωσης για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ’ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και από την κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του Α.Κ. αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν, είτε σωρευτικά, είτε μεμονωμένα, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαία την ύπαρξη και των λοιπών (ΑΠ 599/2018, ΑΠ 158/2016, ΑΠ 150/2015).

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 932 του ΑΚ “σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το Δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης”. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του Δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται, κατ’ αρχήν, σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, λόγω έλλειψης νόμιμης βάσης. Περαιτέρω και πλέον των όσων έχουν εκτεθεί, οι ως άνω συνθήκες (βαθμός πταίσματος, μέγεθος προσβολής, κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών κ.λπ.) λαμβάνονται υπόψη, για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος και επομένως δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση κάποιας από αυτές ή των ειδικότερων προσδιοριστικών στοιχείων τους στην απόφαση, να είναι αναγκαία, για την πληρότητα της σχετικής αιτιολογίας της, αλλά το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1572/2018, ΑΠ 600/2018, ΑΠ 322/2014, ΑΠ 285/2012).

Κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της αποφάσεως (Ολ.ΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφώς και ορισμένη επίκληση αυτών από το διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ` είδος αποδεικτικών μέσων. Έτσι, απαιτείται ειδική μνεία της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, γιατί αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ενώ οι κατ` άρθρο 390 ΚΠολΔ γνωμοδοτήσεις προσώπων με ειδικές γνώσεις, δεν είναι ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, αλλά έγγραφα με ιδιάζουσα ρύθμιση και γι` αυτό η μνεία της απόφασης περί λήψης υπόψη των προσκομισθέντων εγγράφων περιλαμβάνει και τις γνωμοδοτήσεις αυτές (Ολ.ΑΠ 8, 12/2005). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 2/2008) ή κατ` άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 14/2005), ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 91/2019, ΑΠ 151/2017, ΑΠ 145/2015, ΑΠ 224/2015, ΑΠ 1294/2014).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, “πράγματα” είναι οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό μέσο (βάση αγωγής, ανταγωγής), είτε ως αμυντικό μέσο (ένσταση, αντένσταση), αλλά όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από την εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και οι ισχυρισμοί, που συνιστούν επιχειρήματα για την υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων, ούτε επίσης τα προς απόδειξη των ισχυρισμών αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου, από την ως άνω διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 106, 335 και 338 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι “πράγματα” κατά την έννοια της πρώτης από αυτές (άρθρο 559 αριθ. 8) που προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν, των οποίων η λήψη ή μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο ιδρύει τον προβλεπόμενο από αυτή λόγο αναιρέσεως, αποτελούν και οι λόγοι έφεσης, που αφορούν αυτοτελείς ισχυρισμούς και περιέχουν παράπονο κατά της κρίσης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Ολομ.ΑΠ 11/1996, ΑΠ 150/2015, ΑΠ 131/2015, ΑΠ 1341/2014). Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ δεν στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ 12/1997), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΑΠ 90/2019, ΑΠ 1543/2017, ΑΠ 1004/2015).

Κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα, να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου, που δεν εφαρμόσθηκε (Ολ.ΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ.ΑΠ 15/2006). Δηλαδή, δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού, αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε.

Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και, επομένως, δεν συνιστούν αιτιολογία της απόφασης, ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης από το άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων, που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 91/2019, ΑΠ 301/2018, ΑΠ 199/2018, ΑΠ 174/2015, ΑΠ 198/2015).
Με τον 1ο λόγο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ’ ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, με το να απορρίψει την αξίωσή της για πρόσθετη ιδιαίτερη αποζημίωση του άρθρου 931 ΑΚ, διότι δήθεν αυτή δεν υπέστη μόνιμη και διαρκή αναπηρία, κατά τον τραυματισμό της, δεν καθίσταται αδίστακτα βέβαιο, ότι έλαβε υπόψη του τις ιατρικές εξετάσεις δημόσιων και ιδιωτικών νοσοκομείων και ιατρών, καθώς και τις αποφάσεις του ΙΚΑ περί αναπηρίας ποσοστού 20%, που αυτή είχε προσκομίσει παραδεκτά με τις προτάσεις της, με νόμιμη επίκληση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά και στο Εφετείο, για την υποστήριξη του 4ου λόγου της έφεσής της και ήταν ουσιώδη αποδεικτικά μέσα για το κρίσιμο ζήτημα της απώλειας, σε ποσοστό 50%, του ύψους του Θ11 σπονδύλου της σπονδυλικής της στήλης και εξαιτίας τούτου την μείωση του ύψους της αναιρεσείουσας και την παραμόρφωση της σπονδυλικής της στήλης, που συνιστά έλλειψη σωματικής ακεραιότητας – αναπηρία.

Ειδικότερα, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, δεν είναι αναμφίβολα βέβαιο, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του τα παρακάτω με στοιχεία α’ έως στ’ αποδεικτικά μέσα – ιατρικά έγγραφα: α) το από 15-12-2011 ιατρικό πιστοποιητικό της Κ. Γ., ακτινολόγου ιατρού του ιατρικού κέντρου …, β) το από 24-4-2012 ιατρικό πιστοποιητικό του Γ. Γ., ακτινοδιαγνώστη ιατρού του ΓΝ… …, γ) το από 6-6-2012 ιατρικό πιστοποιητικό του Ν. Λ., χειρουργού – ορθοπεδικού ιατρού, δ) την από 12-6-2012 ιατρική γνωμάτευση του Ε. Γ., χειρουργού – ορθοπεδικού ιατρού του ιατρικού κέντρου …, με την οποία διαπιστώθηκε απώλεια ύψους 50% του Θ11 σπονδύλου και ποσοστό αναπηρίας 20%, ε) την από 14-6-2012 ιατρική γνωμάτευση του Ν. Ρ., ιατρού του Γ’ Ορθοπεδικού Τμήματος του Γ.Ν. …, με την οποία επίσης διαπιστώθηκαν τα προαναφερόμενα στο στοιχείο δ, στ) την από 4-3-2013 ιατρική γνωμάτευση του Ν. Λ., ορθοπεδικού χειρουργού, στην οποία αναφέρεται η προοδευτική σφηνοειδής παραμόρφωση του Θ11 σπονδύλου με αυξανόμενη κύφωση της ΘΜΣΣ και τα οποία (υπό στοιχείο α’ έως στ’ αποδεικτικά μέσα) είχε προσκομίσει η αναιρεσείουσα με τις πρωτόδικες και με τις κατ’ έφεση προτάσεις της με αριθμό σχετικού 11, 14, 15, 16, 12 και 25, αντίστοιχα, καθώς επίσης, τα υπό στοιχείο ζ’ και η’ οψιγενή αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα: ζ) την από 12-4-2013 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας 20% του ΙΚΑ και η) την από 31-1-2014 ιατρική γνωμάτευση της Κ. Γ., ιατρού ακτινολόγου, με την οποία διαπιστώθηκε κύφωση του ΟΜΣΣ και ελάττωση του ύψους αυτού με σφηνοειδή παραμόρφωση, τα οποία η αναιρεσείουσα είχε προσκομίσει παραδεκτά το πρώτον ενώπιον του Εφετείου με τις κατ’ έφεση προτάσεις της, με αριθμό σχετικού 39 και 34 αντίστοιχα.

Με τον συναφή 2ο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατά το Α’ σκέλος αυτού, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ίδια αναιρετική πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ’ ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, με το να επιδικάσει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 17.000 ευρώ, έναντι αιτούμενου ποσού 50.000 ευρώ, δεν καθίσταται αδίστακτα βέβαιο ότι, κατά τον προσδιορισμό του είδους και της έκτασης της σωματικής βλάβης, που αυτή υπέστη εξαιτίας του τραυματισμού της, έλαβε υπόψη τα αναφερόμενα στον 1ο αναιρετικό λόγο με στοιχεία α’ έως η’ αποδεικτικά μέσα, ως προσδιοριστικά κριτήρια για την επιδίκαση της αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Επίσης, με το συναφές Β’ σκέλος του ίδιου 2ου αναιρετικού λόγου η αναιρεσείουσα ψέγει την προσβαλλόμενη για την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 8 περ. β’ ΚΠολΔ, με την ειδικότερη αιτίαση, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του κατά την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης α) τον 3ο λόγο της έφεσής της, που αφορούσε την έκταση της σωματικής βλάβης που αυτή υπέστη κατά το τροχαίο ατύχημα και β) τον αυτοτελή ισχυρισμό της περί μόνιμης και διαρκούς αναπηρίας. Τέλος, με το συναφές Γ’ σκέλος του ίδιου 2ου αναιρετικού λόγου η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, με το να δεχθεί κατά τον προσδιορισμό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ότι αυτή υπέστη σωματικό και ψυχικό άλγος, διέλαβε ελλιπή αιτιολογία ως προς το είδος και την έκταση του τραυματισμού της, εξαιτίας του οποίου αυτή υπέστη έλλειψη της σωματικής της ακεραιότητας λόγω ελάττωσης του ύψους του Θ11 σπονδύλου με αντίστοιχη μείωση του ύψους του σώματός της, με παραμόρφωση – κύφωση της σπονδυλικής της στήλης και έτσι δεν είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, εάν η προσβαλλόμενη απόφαση υπήγαγε ορθά ή μη τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στο πραγματικό της ουσιαστικού κανόνα δικαίου διάταξης του άρθρου 932 ΑΚ, την οποία το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου και στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση.

Στην προκειμένη περίπτωση, αναφορικά με τα ερευνώμενα με τον 1ο και 2ο αναιρετικό λόγο ζητήματα, που έχουν σχέση με το είδος και την έκταση του τραυματισμού της αναιρεσείουσας, από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, που επισκοπούνται παραδεκτά (άρθρο 561 αρ. 2 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι το Εφετείο, κατά την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση των αποδείξεων κρίση του, δέχθηκε, κατ’ ακριβή λεκτική αντιγραφή τα εξής: “Αμέσως μετά το ατύχημα η παθούσα διακομίστηκε με ασθενοφόρο στο “…” όπου και διαπιστώθηκε ότι έχει υποστεί κάταγμα Θ11 σπονδύλου πρόσθιας κολώνας και κρίθηκε αναγκαία η χρήση θωρακοσφυϊκού κηδεμόνα τύπου Taylor. Ειδικότερα στο από 15/11/2011 πιστοποιητικό του ανωτέρω νοσοκομείου το οποίο υπογράφει ο επιμελητής της Β’ Ορθοπεδικής κλινικής Ε. Κ. αναφέρεται “Μ. Μ.: Κάταγμα Θ11 μετά από αναφ. τροχαίο. Έχει ανάγκη κηδεμόνα τύπου Taylor”. Επίσης στην υπ’ αριθμ. πρωτ. 24205/21-11-2011 ιατρική βεβαίωση – γνωμάτευση του ανωτέρω νοσοκομείου μεταξύ άλλων αναφέρεται “…Της σπονδυλικής στήλης ελέγχεται κάταγμα Θ-11 σπονδύλου πρόσθιας κολώνας. Έγινε αξονική τομογραφία η οποία επιβεβαίωσε τα παραπάνω…… Επίσης δαπάνησε 2.400 ευρώ δηλαδή 600 ευρώ το μήνα επί χρονικό διάστημα 4 μηνών που δικαιούται να απαιτήσει ίδια ως ισούμενο με αυτό που θα κατέβαλε αν απασχολούσε στην οικεία της από 8/12/2011 έως 8/4/2012 τρίτο πρόσκοπο και όχι την νύφη της Τ. Τ.. Εξάλλου, από την πιο πάνω σε βάρος της αδικοπραξία, το είδος και την έκταση του τραυματισμού της, η ενάγουσα 54 ετών περίπου κατά το χρόνο του ατυχήματος υπέστη σωματικό και ψυχικό άλγος για την απάμβλυνση του οποίου πρέπει να αναγνωρισθεί ότι της οφείλεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη, το ύψος της οποίας, ενόψει των συνθηκών που έγινε το ατύχημα της αποκλειστικής υπαιτιότητας του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, της έκτασης, του είδους του τραυματισμού της και των συνεπειών του και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση της ενάγουσας πρέπει να οριστεί στο ποσό των 17.000 ευρώ, το οποίο, μετά την στάθμιση των κατά το νόμο στοιχείων, κρίνεται εύλογο (άρθρο 932 του ΑΚ). Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι συνεπεία του ενδίκου τραυματισμού της η ενάγουσα υπέστη αναπηρία και μάλιστα μόνιμη και διαρκή, αφού δεν βεβαιώνεται τέτοια από οποιοδήποτε δημόσιο νοσοκομείο και μάλιστα ειδικό σ’ αυτό ιατρό του ΕΣΥ, ούτε από οποιοδήποτε άλλο, σαφές περί τούτου αποδεικτικό μέσο…”.

Όπως προκύπτει από το προαναφερόμενο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης το Εφετείο, κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι η αναιρεσείουσα-ενάγουσα δεν υπέστη μόνιμη και διαρκή αναπηρία, κατά τον τραυματισμό της στο τροχαίο ατύχημα, διότι, σύμφωνα με τις παραδοχές, “τούτο δεν βεβαιώνεται από δημόσιο νοσοκομείο ή ιατρό του ΕΣΥ ή από οποιοδήποτε άλλο σαφές περί τούτου αποδεικτικό μέσο”. Από τις παραδοχές αυτές και ανεξάρτητα από τη ρητή μνεία στη σελίδα 3α της απόφασής του ότι έλαβε υπόψη του “τα νομίμως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, χωρίς κανένα από αυτά να παραλειφθεί”, δεν καθίσταται αναμφίβολα βέβαιο, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και τα έγγραφα, για τα οποία αιτιάται η αναιρεσείουσα με τον 1ο αναιρετικό λόγο ότι δεν λήφθηκαν υπόψη, και τα οποία είχε προσκομίσει με νόμιμη επίκληση τόσο στο πρωτοβάθμιο, αλλά και στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ορισμένα των οποίων συντάχθηκαν από ιατρούς δημόσιων νοσοκομείων, όπως ενδεικτικά το υπό στοιχείο β’ ιατρικό πιστοποιητικό του ΓΝ.. …, η υπό στοιχείο ε’ ιατρική γνωμάτευση του νοσοκομείου …. και το υπό στοιχείο ζ’ πιστοποιητικό του ΙΚΑ, σύμφωνα με τα οποία εξαιτίας του κατάγματος στον Θ11 σπόνδυλο της σπονδυλικής στήλης της αναιρεσείουσας διαπιστώθηκε η προοδευτική σφηνοειδής παραμόρφωση με αυξανόμενη κύφωση της ΘΜΣΣ, απώλεια κατά 50% του ύψους του ανωτέρω σπονδύλου, με τη συνακόλουθη μείωση του ύψους του σώματος της ασθενούς και τη διαπίστωση ποσοστού 20% αναπηρίας, σύμφωνα με την από 23-4-2013 γνωστοποίηση αποτελέσματος αναπηρίας του ΙΚΑ. Όλα τα ανωτέρω υπό στοιχείο α’ έως η’ έγγραφα, που αναφέρονται αναλυτικά στον 1ο αναιρετικό λόγο, είναι ουσιώδη αποδεικτικά μέσα για το κρίσιμο ζήτημα της πρόκλησης μόνιμης και διαρκούς έλλειψης σωματικής αναπηρίας – παραμόρφωσης, που συνιστά αναπηρία κατά την έννοια του άρθρου 931 ΑΚ και δικαιολογεί την αξίωση πρόσθετης ιδιαίτερης αποζημίωσης. Επομένως, ο 1ος λόγος της αίτησης αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το κεφάλαιο της πρόσθετης ιδιαίτερης αποζημίωσης του άρθρου 931 ΑΚ.

Περαιτέρω, πλέον των ανωτέρω, δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι το Εφετείο, κατά τον καθορισμό της έκτασης και του είδους της σωματικής βλάβης, που υπέστη η παθούσα, έλαβε υπόψη του τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα – έγγραφα, τα οποία είναι χρήσιμα για την απόδειξη των στοιχείων αυτών (έκτασης και είδους σωματικής βλάβης), τα οποία συνεκτιμώνται ως προσδιοριστικά κριτήρια για την επιδίκαση της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (άρθρο 932 ΑΚ) εξαιτίας του τραυματισμού της αναιρεσείουσας.

Συνεπώς, ιδρύεται η ίδια αναιρετική πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 11γ’ ΚΠολΔ, αναφορικά με τον 2ο αναιρετικό λόγο, κατά το Α’ σκέλος αυτού, ο οποίος πρέπει επίσης να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και κατά το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (άρθρο 932 ΑΚ).
Εξάλλου, με δεδομένο ότι η αναιρετική εμβέλεια των κατά τα ανωτέρω γενόμενων δεκτών στον 2ο αναιρετικό λόγο κατά το Α’ σκέλος αυτού, εκ του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ’ ΚΠολΔ, οδηγεί στην παραδοχή της αναίρεσης, αναφορικά με το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (άρθρο 932 ΑΚ), καθίσταται πλέον αλυσιτελής, άλλως παρέλκει η εξέταση του Β’ και Γ’ σκέλους του ίδιου 2ου αναιρετικού λόγου, εκ του άρθρου 559 αρ. 8 περ. β’ και αρ. 19 ΚΠολΔ, αντίστοιχα, που επίσης αποβλέπουν στην παραδοχή της αναίρεσης και πλήττουν το ίδιο κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ανεξάρτητα από το γεγονός, ότι το Εφετείο ερεύνησε την αξίωση αυτή, την οποία δέχθηκε κατά ένα μέρος ως προς το ποσό των 17.000 ευρώ, έναντι αιτούμενου 50.000 ευρώ, ενώ τα προσδιοριστικά κριτήρια της αξίωσης αυτής δεν αποτελούν ίδια αυτοτελή στοιχεία, που πρέπει να παρατίθενται αναλυτικά για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόφασης, ώστε αυτή να έχει νόμιμη βάση, καθόσον εκτιμώνται ελεύθερα από το Δικαστή ουσίας μαζί με τις λοιπές αποδείξεις.
Με τον 3ο λόγο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 8 περ. β’ ΚΠολΔ με την ειδικότερη αιτίαση, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του το 2ο λόγο της έφεσής της, με τον οποίο η αναιρεσείουσα έπληττε την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου για την απόρριψη του υπό στοιχείο Ββ’ κονδυλίου της αγωγής της, με το οποίο αυτή αξίωνε το ποσό των 4.000 ευρώ ως αποζημίωση για την πλασματική αμοιβή οικιακής βοηθού-θεραπενίδος για το χρονικό διάστημα από 15-4-2012 έως 18-2-2013 και ειδικότερα, για την απασχόληση επί δύο φορές εβδομαδιαίως προς 40 ευρώ κάθε φορά, της νύφης της Τ. Τ., η οποία προσέφερε τις υπηρεσίες της προς την αναιρεσείουσα, αν και δεν είχε νομική υποχρέωση προς τούτο και πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της αναιρεσείουσας, για το χρονικό διάστημα 10 μηνών χ 4 εβδομάδες ανά μήνα = 40 εβδομάδες χ 2 φορές ανά εβδομάδα = 80 φορές χ 40 ευρώ κάθε φορά.

Περαιτέρω, από την αγωγή της αναιρεσείουσας στις σελίδες 10 έως 12 αυτής, η οποία επιτρεπτά επισκοπείται κατ’ άρθρ. 561 αρ. 2 ΚΠολΔ ως διαδικαστικό έγγραφο της δίκης, για τις ανάγκες του ερευνώμενου 3ου αναιρετικού λόγου και πλέον των όσων έχουν εκτεθεί στο διαδικαστικό ιστορικό της υπόθεσης, προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα – ενάγουσα αξίωνε Α) για το χρονικό διάστημα από 14-11-2011 (μετά το ατύχημα) έως 14-4-2012, δηλαδή για 4 μήνες, ως αποζημίωση για την πλασματική αμοιβή οικιακής βοηθού το ποσό των 7.500 ευρώ, δηλαδή 150 ημέρες χ 50 ευρώ ημερησίως για 24ωρη απασχόληση και ότι τις υπηρεσίες αυτές προσέφερε, χωρίς να έχει νομική υποχρέωση η νύφη της (σύζυγος του αδελφού της) Τ. Τ.. Β) Επίσης για το μετέπειτα χρονικό διάστημα από 15-4-2012 έως 18-2-2013 (ημερομηνία άσκησης της αγωγής), δηλαδή για 10 μήνες αξίωνε για την ίδια αιτία το ποσό των 4.000 ευρώ, από προφανή παραδρομή, αντί του ορθού με μαθηματικό υπολογισμό 3.200 ευρώ, δηλαδή 4 εβδομάδες μηνιαίως χ 10 μήνες = 40 εβδομάδες χ 2 ημέρες εβδομαδιαία = 80 ημέρες χ 40 ευρώ = 3.200 ευρώ. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε ως αποζημίωση οικιακής βοηθού το ποσό των 2.400 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 8-12-2011 έως 8-4-2012 και κατά τα λοιπά απέρριψε το σχετικό κονδύλιο. Η αναιρεσείουσα, με τον 2ο λόγο της έφεσής της (βλ. σελ. 16 του εφετηρίου, που επίσης ως διαδικαστικό έγγραφο της δίκης επισκοπείται παραδεκτά κατ’ άρθρ. 561 αρ. 2 ΚΠολΔ) παραπονέθηκε ειδικά για την απόρριψη του κονδυλίου αυτού, που αφορούσε το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα από 15-4-2012 έως 18-2-2013. Το Εφετείο όμως ερεύνησε μόνο τον 1ο λόγο της έφεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα – εκκαλούσα έπληττε την εκκαλουμένη για την επιδίκαση του ποσού των 2.400 ευρώ αντί του αιτούμενου ποσού των 7.500 ευρώ, που αφορούσε το χρονικό διάστημα από 14-11-2011 έως 14-4-2012, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες παραδοχές του, όπως αυτολεξεί έχουν προεκτεθεί με αφορμή τον 1ο και 2ο αναιρετικό λόγο, για την αποφυγή άσκοπης επανάληψης, ενώ δεν ερεύνησε καθόλου, ούτε έλαβε υπόψη του τον 2ο λόγο της έφεσης, ο οποίος συνιστά “πράγμα” κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, δηλαδή αυτοτελή ισχυρισμό που τείνει στη θεμελίωση αγωγικού αιτήματος (αξίωση του άρθρου 930 παρ. 3 ΑΚ – αμοιβή οικιακής βοηθού), με τον οποίο η αναιρεσείουσα-εκκαλούσα έπληττε την πρωτοβάθμια απόφαση για την απόρριψη του κονδυλίου των 4.000 ευρώ και κατ’ ορθό μαθηματικό υπολογισμό 3.200 ευρώ, που αφορούσε το μετέπειτα χρονικό διάστημα των 10 μηνών, δηλαδή από 15-4-2012 έως την άσκηση της αγωγής της (18-2-2013).

Συνεπώς υπέπεσε στην ανωτέρω αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 8 περ. β’ ΚΠολΔ και ο 3ος αναιρετικός λόγος πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος.
Συμπερασματικά και μετά την ουσιαστική παραδοχή του 1ου, 2ου κατά το Α’ σκέλος αυτού και του 3ου αναιρετικού λόγου, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος αυτής, που αφορά το κεφάλαιο της πρόσθετης ιδιαίτερης αποζημίωσης του άρθρου 931 ΑΚ, της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και της αποζημίωσης για πλασματική αμοιβή οικιακής βοηθού-θεραπενίδος του άρθρου 930 παρ. 3 ΑΚ, για το χρονικό διάστημα από 15-4-2012 έως την άσκηση της αγωγής, στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλον Δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης (άρθρο 495 παρ. 3 περ. Β’δ’ ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, που ηττήθηκε (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο αίτημα αυτής, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 1845/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (ειδική διαδικασία του άρθρου 681Α ΚΠολΔ), κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.

Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο ως άνω μέρος αυτής, προς περαιτέρω συζήτηση στο Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλον Δικαστή.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα στο Δημόσιο Ταμείο για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης. Και

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Σεπτεμβρίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

areiospagos.gr