ΑΜΕΛ Α.Ε. – Θυγατρική της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε. – Δημόσιος τομέας – Μειώσεις αποδοχών κ.λπ. – Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης -.

Η ΑΜΕΛ Α.Ε. ανήκει στον δημόσιο τομέα, καθώς δεν προβλέπεται από τον νόμο, ούτε και συνάγεται βούληση του νομοθέτη για εξαίρεσή της. Κρίθηκε ότι τα μέτρα που αφορούν σε περικοπές σε μισθούς και σε επιδόματα καθώς και σε περιορισμούς στα εργασιακά και κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, την αρχή της συνεισφοράς στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις των Ελλήνων πολιτών καθώς και διατάξεις διεθνών συμβάσεων που εξασφαλίζουν δίκαιο μισθό. Δεκτός ο ισχυρισμός των εναγόντων περί μη εφαρμογής της σχετικής διάταξης του άρθρου 1 παρ. 5 του ν. 3833/2010 βάσει της οποίας η εναγομένη μείωσε τις αποδοχές τους ως αντισυνταγματικής.

Αριθμός 599/2012

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Σταυρούλα Κουτρουβίδα, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και την Γραμματέα Όλγα Μπεχράκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 28 Μαρτίου 2012 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) …, 2) …, 3) …, 4) …, 5) …, 6) …, 7) …, 8) …, 9) … και 10) …, όλων κατοίκων Αθηνών, οι οποίοι παραστάθηκαν άπαντες διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Ιορδάνη Προυσανίδη.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: “ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ – ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ Α.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, στην θέση της οποίας υπεισέρχεται ως καθολικός διάδοχος η Α.Ε. με την επωνυμία “Σταθερές Συγκοινωνίες Ανώνυμη Εταιρεία” και τον διακριτικό τίτλο “ΣΤΑ.ΣΥ. Α.Ε”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Κωνσταντίνου Πηνιώτη.

Οι ενάγοντες με την από 30-07-2010 (αριθ.πράξ.καταθ. 1334/03-08-2010) αγωγή τους, διαδικασίας εργατικών διαφορών, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 04-05-2011 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ζητούν όσα περιέχονται σε αυτή.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την εκφώνηση της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

Μελέτησε τη Δικογραφία

Σκέφτηκε κατά το Νόμο

Με την κρινόμενη αγωγή οι ενάγοντες εκθέτουν ότι προσλήφθηκαν και εργάζονται στην εναγόμενη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με τις ειδικότητες που αναφέρονται στην αγωγή για κάθε έναν από αυτούς. Ότι οι όροι αμοιβής και εργασίας τους καθορίζονται με Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που υπογράφει κάθε φορά η συνδικαλιστική τους οργάνωση με την εναγόμενη, ενώ η τελευταία ΕΣΣΕ που υπογράφηκε μεταξύ τους και ισχύει είναι η από 2008 – 2009 την οποία η εναγόμενη εφάρμοσε πλήρως. Ότι η τελευταία τον μήνα Ιούνιο του έτους 2010 μείωσε τις αποδοχές του συνόλου των εργαζομένων της, μεταξύ των οποίων και των εναγόντων, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Ν 3833/2010 (άρθ. 1 παρ. 5) και Ν. 3845/2010 αφενός μη νόμιμα καθώς η εναγόμενη έχει ρητά εξαιρεθεί από τον δημόσιο τομέα ως θυγατρική της εταιρείας ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε., αφετέρου δε αντισυνταγματικά αφού οι σχετικές διατάξεις των Ν 3833/2010 και 3845/2010 τυγχάνουν ανεφάρμοστες ως αντικείμενες στα άρθρα 22παρ.2 και 28παρ.1 του Συντάγματος αλλά και στο άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, η οποία έχει κυρωθεί με νόμο και έχει υπερνομοθετική ισχύ. Ζητούν λοιπόν να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να καταβάλει σε κάθε έναν από αυτούς, εντόκως από τον χρόνο πληρωμής, άλλως από την επίδοση της αγωγής, τα αιτούμενα με την αγωγή χρηματικά ποσά, τα οποία αντιστοιχούν στην διαφορά που έχει προκύψει από την μείωση των αποδοχών τους τον μήνα Ιούνιο του 2010 σε σχέση με αυτές που λάμβαναν τον Μάιο του ίδιου έτους κατά τον οποίο η εναγόμενη εφάρμοζε την ισχύουσα ΕΣΣΕ των ετών 2008 – 2009 και συγκεκριμένα στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 151,07 Ευρώ, στον δεύτερο το ποσό των 247,10 Ευρώ, στον τρίτο το ποσό των 151,07 Ευρώ, στην τέταρτη το ποσό των 263,98 Ευρώ, στην πέμπτη το ποσό των 126,55 Ευρώ, στον έκτο το ποσό των 193 Ευρώ, στον έβδομο το ποσό των 411,82 Ευρώ, στον όγδοο το ποσό των 246,30 Ευρώ, στην ένατη το ποσό των 229,67 Ευρώ και στον δέκατο των εναγόντων το ποσό των 356,07 Ευρώ. Τέλος ζητούν να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης.

Η αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο είναι καθ’ύλη (άρθ. 14 παρ. 1α ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθ.33 ΚΠολΔ) αρμόδιο, για να εκδικασθεί κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 663 έως 676 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 17 του Ν. 2479/1997, δεν απαιτείται καταβολή δικαστικού ενσήμου.

Από τα έγγραφα που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα εξής: Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από την εταιρεία “Αττικό Μετρό – Εταιρεία Λειτουργίας Α.Ε.”, καθολικός διάδοχος της οποίας είναι η εταιρεία με την επωνυμία “Σταθερές Συγκοινωνίες ΣΤΑ.ΣΥ Α.Ε.”, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και εργάζονται με τις εξής ειδικότητες: Ο πρώτος των εναγόντων ως τεχνίτης κτιριακών εγκαταστάσεων, ο δεύτερος ως τεχνίτης αποκατάστασης βλαβών, ο τρίτος ως τεχνίτης η/μ εγκαταστάσεων, η τέταρτη ως υπάλληλος ασφαλείας και ελέγχου, η πέμπτη ως υπάλληλος ανθρ. Δυναμικού Α, ο έκτος ως ελεγκτής εκδοτών εισιτηρίων, ο έβδομος ως επιβλέπων λειτουργίας σταθμών, ο όγδοος ως υπεύθυνος σταθμών, η ένατη ως υπεύθυνη σταθμών και ο δέκατος ως αρχιτεχνίτης κτιριακών εγκαταστάσεων. Οι όροι εργασίας και αμοιβής τους καθορίζονταν κάθε φορά με Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που υπέγραφε η συνδικαλιστική τους οργάνωση με την εναγόμενη, η δε τελευταία ΕΣΣΕ που υπογράφηκε μεταξύ τους είναι η από 2008 – 2009 την οποία η εναγόμενη ως συνέπεια παρόμοιας εξαίρεσης της μητρικής της εταιρείας ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Συγκεκριμένα, με τον Ν. 1955/1991 Ίδρυση Εταιρείας με την επωνυμία ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Ανώνυμος Εταιρεία και ρύθμιση συναφών θεμάτων” (ΦΕΚ Α’ 112), ιδρύθηκε στην Αττική η ανώνυμη εταιρεία “ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε.”, με σκοπό την μελέτη, κατασκευή, οργάνωση, διοίκηση, λειτουργία, εκμετάλλευση και ανάπτυξη του δικτύου υπόγειου σιδηρόδρομου (μετρό). Το σύνολο των μετοχών της εν λόγω εταιρείας ανήκει στο Δημόσιο, το οποίο διορίζει και την διοίκηση της ως ο μοναδικός μέτοχος. Στο άρθ. 1 παρ. 2 του ως άνω νόμου ορίζεται ότι “η εταιρεία λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, δεν υπάγεται στην κατηγορία των οργανισμών και επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και δεν εφαρμόζονται σ’ αυτήν οι διατάξεις, που διέπουν εταιρείες που άμεσα ή έμμεσα ανήκουν στο Δημόσιο, πλην των ρητά οριζόμενων στον παρόντα νόμο εξαιρέσεων”. Στη συνέχεια με τον Ν 2669/1998 “Οργάνωση και λειτουργία των Αστικών Συγκοινωνιών στην περιοχή Αθηνών – Πειραιώς και Περιχώρων” (ΦΕΚ Α’ 283) και συγκεκριμένα με το άρθρο 7παρ.2 του νόμου αυτού, ορίστηκε ότι “εντός τριών (3) μηνών από την έγκριση του σχεδίου λειτουργίας η Εταιρεία ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε. ιδρύει θυγατρική εταιρεία, με σκοπό τη λειτουργία και εκμετάλλευση των υπό κατασκευή γραμμών 2 και 3 της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε. και κάθε επέκτασης τους, καθώς και των εγκαταστάσεων, οχημάτων και των εν γένει υλικών και μέσων”. Με το άρθρο 14 παρ. 3α’ του Ν 2867/2000 (ΦΕΚ Α’273), η προθεσμία ίδρυσης της εταιρείας παρατάθηκε μέχρι την 31-12-2000. Σε εκτέλεση των παραπάνω διατάξεων ιδρύθηκε η εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ Α.Ε. (ΑΜΕΛ Α.Ε.), η οποία είναι κατά 100% θυγατρική της εταιρείας ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε. και η διοίκηση της διορίζεται από το Δημόσιο, το οποίο αποτελεί και τον μοναδικό της μέτοχο. Όπως προαναφέρθηκε, με τον Ν. 1955/1991 η εταιρεία ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ, μητρική της εναγόμενης ΑΜΕΛ Α.Ε (νυν ΣΤΑ.ΣΥ) εξαιρέθηκε από τον δημόσιο τομέα, εξαίρεση όμως που δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι επεκτάθηκε αυτοδίκαια και στην ανωτέρω θυγατρική της ΑΜΕΛ Α.Ε., όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες επικαλούμενοι την υπ’ αριθ. 34/2006 ατομική γνωμοδότηση του ΝΣΚ σύμφωνα με την οποία η εξαίρεση ορισμένης εταιρείας από το δημόσιο επεκτείνεται αυτόματα και στις θυγατρικές της καθώς και στις θυγατρικές που θα συστήσει μελλοντικά, αφού οι θυγατρικές εταιρείες διαθέτουν ίδια και διακριτή, σε σχέση με την μητρική εταιρεία, νομική προσωπικότητα, αποτελούν δηλαδή αυτοτελή νομικά πρόσωπα και η σύνδεση τους με την μητρική εταιρεία περιορίζεται στην χρηματοοικονομική συμμετοχή της τελευταίας και στον εκ μέρους της διορισμό των διοικήσεων των θυγατρικών. Οσοδήποτε στενή σχέση κι αν έχουν, ως συνδεδεμένες επιχειρήσεις, η σχέση αυτή πάντως έγκειται αποκλειστικά στην πραγματική (οικονομική και διοικητική) επιρροή της μητρικής επί των θυγατρικών και δεν εκτείνεται και στην νομική εξάρτηση τους, με την έννοια της εξάρτησης από τη νομική μορφή και το νομικό καθεστώς της μητρικής. Αποτελεί, άλλωστε, κοινό τόπο ότι οι θυγατρικές μιας εταιρείας δεν υπάγονται απαραιτήτως στο ίδιο νομικό καθεστώς όπως και η μητρική, αλλά οι εφαρμοστέοι κανόνες καθορίζονται εκάστοτε ανάλογα με το αντικείμενο δραστηριοποίησης, τη νομική μορφή, το μέγεθος και άλλα κριτήρια που κατά περίπτωση θέτει η νομοθεσία (βλ.την από 05-10-2010 προσαγόμενη σχετική γνωμοδότηση των καθηγητών της Νομικής Σχολής του Α.Π.Ο. Ι Κ και Κ Χ). Κατά συνέπεια, προκειμένου οι θυγατρικές μιας εταιρείας να εξαιρεθούν από τον δημόσιο τομέα, πρέπει αυτό να εφάρμοσε πλήρως. Βάσει της παραπάνω ΕΣΣΕ οι ενάγοντες τον μήνα Μάιο του έτους 2010 έλαβαν από την εναγόμενη ως αποδοχές τα εξής χρηματικά ποσά: Ο πρώτος ενάγων ποσό 2.200,80 Ευρώ, ο δεύτερος ποσό 2.497,96 Ευρώ, ο τρίτος ποσό 2.298,73 Ευρώ, η τέταρτη ποσό 1.821,26 Ευρώ, η πέμπτη ποσό 1.860,41 Ευρώ, ο έκτος ποσό 1.519,43 Ευρώ, ο έβδομος ποσό 3.061,54 Ευρώ, ο όγδοος ποσό 2.531,96 Ευρώ, η ένατη ποσό 2.176,61 Ευρώ και ο δέκατος των εναγόντων ποσό 2.510,40 Ευρώ. Τον μήνα Ιούνιο του ίδιου έτους η εναγόμενη κατέβαλε ως αποδοχές σε κάθε ενάγοντα τα εξής ποσά: Στον πρώτο ποσό 2.049,73 Ευρώ, στον δεύτερο ποσό 2.250,86 Ευρώ, στον τρίτο ποσό 2.147,66 Ευρώ, στην τέταρτη ποσό 1.557,28 Ευρώ, στην πέμπτη ποσό 1.733,86 Ευρώ, στον έκτο ποσό 1.326,43 Ευρώ, στον έβδομο ποσό 2.649,72 Ευρώ, στον όγδοο ποσό 2.285,66 Ευρώ, στην ένατη ποσό 1.946,94 Ευρώ και στον δέκατο ποσό 2.154,33 Ευρώ (βλ. προσαγόμενες από τους ενάγοντες αποδείξεις πληρωμής – εκκαθάρισης των μηνών Μαίου – Ιουνίου 2010). Η εναγόμενη συνομολογεί ότι προέβη στην ανωτέρω μείωση των αποδοχών τους, πλην όμως νόμιμα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1παρ.5 του Ν 3833/2010 το οποίο ορίζει ότι “οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία προβλεπόμενα των εργαζομένων χωρίς εξαίρεση, σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), που ανήκουν στο Κράτος ή επιχορηγούνται τακτικά από τον Κρατικό Προϋπολογισμό ή είναι δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1,2 και 3 του άρθρου 1 του Ν 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α), μειώνονται κατά ποσοστά επτά τοις εκατό (7%). Τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας μειώνονται κατά τριάντα τοις εκατό (30%) αντίστοιχα. Από τη μείωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση ή την υπηρεσιακή εξέλιξη, καθώς και τα συνδεόμενα με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας τους και το μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, καθώς και της παραγράφου 4 κατισχύουν κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας”. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι αφενός μεν δεν υπάγονται στην ανωτέρω ρύθμιση εφόσον η εναγόμενη είναι θυγατρική της εταιρείας “ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε.”, η οποία έχει ρητά εξαιρεθεί από τον δημόσιο τομέα (άρθ. 2 του ν. 3310/2005) και δεν καταλαμβάνεται από τις διατάξεις των Ν 3833/2010 και 3845/2010, αφετέρου δε και πέρα από την ανωτέρω εξαίρεση, οι διατάξεις των νόμων αυτών δεν είναι εφαρμοστέες ως αντικείμενες στα άρθρα 22 παρ. 2 και 28 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου το οποίο έχει κυρωθεί με νόμο και έχει υπερνομοθετική ισχύ αφού θίγεται με αυτές η συλλογική αυτονομία των συνδικαλιστικών οργανώσεων να συμφωνούν στην κατάρτιση ΣΣΕ και προσβάλλονται κεκτημένα περιουσιακά δικαιώματα των πολιτών.

Ο πρώτος ισχυρισμός των εναγόντων περί μη υπαγωγής τους στις διατάξεις

των ανωτέρω νόμων λόγω της εξαίρεσης της εναγόμενης από τον δημόσιο τομέα

προβλεφθεί ρητά με ειδική διάταξη νόμου (του ιδρυτικού τους ή άλλου).

Στην προκείμενη περίπτωση η εξαίρεση της ΑΜΕΛ Α.Ε δεν προβλέφθηκε με καμμία διάταξη νόμου, ούτε του ιδρυτικού της (Ν 2669/1998 άρθ. 7) αλλά ούτε και οποιουδήποτε άλλου ή έστω με κανονιστική πράξη εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση νόμου και συνεπώς δεν μπορεί να συναχθεί βούληση του νομοθέτη για εξαίρεση της ΑΜΕΛ Α.Ε. από τον δημόσιο τομέα. Αν ο νομοθέτης επιθυμούσε τέτοια εξαίρεση θα το όριζε ρητά, όπως έπραξε για την επίσης θυγατρική της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε., την εταιρεία ΤΡΑΜ Α.Ε., ο ιδρυτικός νόμος της οποίας (Ν. 2669/1997 άρθ.7Α όπως προστέθηκε με το άρθρο 14παρ.3β’του Ν 2867/2000) ρητά προέβλεψε, κατά παραπομπή στις οικείες διατάξεις για την μητρική εταιρεία, την εξαίρεση της από τον δημόσιο τομέα. Ειδικότερα στην παρ.1 του άρθρου 7Α του Ν 2669/1998 προβλέφθηκε ότι η θυγατρική εταιρεία που η ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε. θα συστήσει για την κατασκευή και διαχείριση του δικτύου αστικών τροχιοδρόμων (τραμ), θα διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 και 3 του Ν. 1955/1991, με τις οποίες η εταιρεία εξαιρείται από την κατηγορία των επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Αντιθέτως, το άρθρο 7 του Ν. 2669/1998, δυνάμει του οποίου ιδρύθηκε η ΑΜΕΛ Α.Ε, επίσης θυγατρική της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε., δεν παραπέμπει σε διατάξεις του Ν 1955/1991. Στην προαναφερόμενη γνωμοδότηση επισημαίνεται ότι η διαφοροποίηση μεταξύ των δύο θυγατρικών εταιρειών της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε., είναι απολύτως εύλογη, ενόψει του διαφορετικού τους αντικειμένου καθώς κύριο αντικείμενο τόσο της μητρικής ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ όσο και της θυγατρικής ΤΡΑΜ Α.Ε., είναι η κατασκευή και επέκταση ενός έργου (του μετρό και του τραμ αντίστοιχα) με μοναδικές για τα ελληνικά δεδομένα κατασκευαστικές, τεχνικές και χρηματοοικονομικές απαιτήσεις, η επιτυχής εκτέλεση του οποίου προϋποθέτει την αποδέσμευση από τις διατάξεις περί δημόσιου τομέα ενώ αντικείμενο της ΑΜΕΛ Α.Ε. είναι η λειτουργία και η εκμετάλλευση των γραμμών του μετρό μετά την αποπεράτωση τους, για τις οποίες δεν συντρέχουν οι όλως εξαιρετικές απαιτήσεις που συνδέονται με το κατασκευαστικό σκέλος, δεδομένου ότι υφίσταται μακρόχρονη εμπειρία στη διαχείριση αντίστοιχων μέσων σταθερής τροχιάς από δημόσιες επιχειρήσεις (ΗΣΑΠ Α.Ε. για τους αστικούς ηλεκτρικούς σιδηρόδρομους και Ο.Σ.Ε. -ήδη ΤΡΑΙΝΟΣΕ Α.Ε. και ΠΡΟΑΣΤΙΑΚΟΣ Α.Ε – για τους εθνικούς σιδηρόδρομους και επομένως δεν συνέτρεχαν για την ΑΜΕΛ Α.Ε. λόγοι εξαίρεσης της από τον δημόσιο τομέα. Πέραν αυτών, από το άρθρο 7παρ.3 του Ν 2669/1998, στο οποίο προβλέπεται η δυνατότητα συγχώνευσης με προεδρικό διάταγμα, της ΑΜΕΛ Α.Ε. με την εταιρεία του δημοσίου ΗΣΑΠ Α.Ε., προκύπτει η βούληση του νομοθέτη να συγχωνευθούν οι ως άνω εταιρείες ως υπαγόμενες και οι δύο στον δημόσιο τομέα.

Οι ενάγοντες επικαλούνται το καταστατικό της ΑΜΕΛ Α.Ε., το οποίο έχει περιβληθεί τον τύπο συμβολαιογραφικού εγγράφου (πράξη 12.727/2001 της Συμβολαιογράφου Αθηνών …) και στο οποίο ορίζεται ότι η εταιρεία “δεν υπάγεται στην κατηγορία των οργανισμών και επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και δεν εφαρμόζονται σε αυτή οι διατάξεις που διέπουν εταιρείες που άμεσα ή έμμεσα ανήκουν στο Δημόσιο πλην των ρητά οριζόμενων στο παρόν καταστατικό” (άρθ. 1). Όμως το εν λόγω καταστατικό ουδέποτε κατέστη περιεχόμενο νόμου (αντίθετα με το καταστατικό της μητρικής ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε.,

το οποίο αποτέλεσε το άρθ. 2 του Ν. 1955/1991 και συνεπώς έχει ισχύ νόμου), αλλά τέθηκε με κοινή συμβολαιογραφική πράξη σύμφωνα με τον νόμο περί ανωνύμων εταιρειών. Το καταστατικό της ΑΜΕΛ Α.Ε. έχοντας ισχύ ιδιωτικού εγγράφου έπρεπε να μην αντίκειται στον νόμο. Δεδομένου ότι ουδέποτε προβλέφθηκε με νόμο η εξαίρεση της ΑΜΕΛ από το δημόσιο οι παραπάνω καταστατικές διατάξεις είναι άκυρες και πρέπει να θεωρούνται ως μη γεγραμμένες (βλ. ίδια ως άνω από 05-10-2010 γνωμοδότηση των Καθηγητών της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ. Ι.Κουκιάδη και Κ.Χρυσόγονου).

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω μη νόμιμος και συνεπώς απορριπτέος κρίνεται ο ισχυρισμός των εναγόντων περί εξαιρέσεως της εναγόμενης ΑΜΕΛ Α.Ε. (νυν ΣΤΑ.ΣΥ) από τον δημόσιο τομέα και την εφαρμογή των διατάξεων των Ν. 3833/2010 και 3845/2010.

Περαιτέρω, στο άρθρο 22παρ.2 του Συντάγματος ορίζεται ότι “με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας, που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία”, ενώ στο άρθρο 28 παρ. 1 εδ. α’ ορίζεται ότι “οι γενικά παραδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωση τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιας, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου”. Το άρθρο 22παρ.2 του Συντάγματος περιορίζει την παντοδυναμία του νομοθέτη αναφορικά με τη συλλογική αυτονομία και η συλλογική διαπραγμάτευση αναγνωρίζεται ως ο κύριος ρυθμιστικός παράγοντας των εργασιακών σχέσεων με συνέπεια κανένας όρος συλλογικής σύμβασης εργασίας να μην μπορεί να τροποποιηθεί ή να καταργηθεί με τυπικό νόμο. Επιπλέον στο άρθρο 23πρ.1 του Συντάγματος ορίζεται ότι το Κράτος λαμβάνει στα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών με αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου.

Τα ανωτέρω ενισχύονται τόσο από τις διατάξεις του άρθρου 8 της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας (151/1978), οι οποίες επιτάσσουν τον διακανονισμό των όρων απασχόλησης στη δημόσια διοίκηση με διαπραγματεύσεις ή διαδικασία περιβαλλόμενη από εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, όσο και του άρθρου 5 της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας 154/1981, το οποίο απαιτεί να λαμβάνονται συμβατά με τις εθνικές συνθήκες μέτρα για την προώθηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης. Επίσης τα άρθρα 6 και 12 του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης (18.10.1961) που κυρώθηκε με τον Ν. 1426/1984 (ΦΕΚ Α’ 42), κατοχυρώνουν το ίδιο δικαίωμα, ενώ το άρθρο 7 του Διεθνούς Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα (19.12.1966), το οποίο κυρώθηκε με τον Ν. 1532/1985 (ΦΕΚ Α’45), αναγνωρίζει “το δικαίωμα κάθε προσώπου να απολαμβάνει δίκαιους και ευνοϊκούς όρους εργασίας, οι οποίοι να εξασφαλίζουν ειδικότερα αμοιβή, που παρέχει σε όλους τους εργαζομένους, σαν ελάχιστο όριο: ένα μισθό δίκαιο και αμοιβή ίση με την αξία της εργασίας χωρίς καμμία διάκριση”.

Στην ειδική διάταξη όμως του άρθρου 106παρ.1εδάφ.α’ του Συντάγματος, ορίζεται ότι για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος, το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας. Δυνάμει της διατάξεως αυτής, ο νομοθέτης μπορεί να επιβάλει έκτακτα μέτρα οικονομικής φύσεως για την προστασία της Εθνικής Οικονομίας, όπως και να περιορίσει την συλλογική αυτονομία που καθιερώνεται με το άρθ.22 παρ. 2, για όσο χρονικό διάστημα διαρκούν ιδιαίτεροι λόγοι κοινωνικού συμφέροντος. Η ανωτέρω διάταξη συνάδει με τις διατάξεις της ΕΣΔΑ που ορίζουν ότι η απόσβεση του περιουσιακού δικαιώματος του μισθού δημοσίου υπαλλήλου ή λειτουργού επιτρέπεται μόνο για δημόσια ωφέλεια.

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η επέμβαση στη συλλογική αυτονομία, πρέπει να συνιστά μέτρο όλως εξαιρετικό και να μην υπερβαίνει μία εύλογη χρονική περίοδο, να συνοδεύεται δε από επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία του επιπέδου ζωής των εργαζομένων, τηρούμενης, σε κάθε περίπτωση, της αρχής της αναλογικότητας η οποία αποτελεί συνταγματικό περιορισμό των νομοθετικών περιορισμών των συνταγματικών θεμελιωδών δικαιωμάτων, επιτάσσοντας ότι μεταξύ του νόμιμου σκοπού που επιδιώκει ένας περιορισμός του δικαιώματος και του συγκεκριμένου περιορισμού πρέπει να υπάρχει εύλογη σχέση (Σ. Ματθίας, ΕλΔνη 2006.2). Η εφαρμογή της αρχής αυτής θεμελιώνεται αφενός στο εσωτερικό μας δίκαιο και συγκεκριμένα στο άρθ. 25 παρ. 1δ’ του Συντάγματος και αφετέρου στις διατάξεις της ΕΣΔΑ για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που έχει κυρωθεί από τη χώρα μας με τον Ν 53/1979 και δυνάμει του προαναφερθέντος άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος έχει υπερνομοθετική ισχύ. Έτσι, σε περίπτωση μείωσης αποδοχών και επιδομάτων, πρέπει να εξετάζεται η αναλογικότητα του μέτρου προς τον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος και να τηρείται η προϋπόθεση ότι τα μέτρα δεν επιφέρουν δυσανάλογη προσβολή, εν όψει του επιδιωκόμενου σκοπού, σε συνταγματικά δικαιώματα και αγαθά, σε καμμία περίπτωση δε δεν δικαιολογείται να καταλύονται θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος (όπως οι προεκτεθείσες 22 παρ.2 και 23 παρ. 1).

Περαιτέρω, για την αντιμετώπιση του ισχυρότατου κλονισμού της δημοσιονομικής ισορροπίας του Ελληνικού Κράτους και του διαπιστωμένου και ιδιαίτερα αυξημένου δημοσίου χρέους, ψηφίστηκαν, μεταξύ άλλων, οι επικαλούμενοι από τους ενάγοντες Ν 3833/2010 “Προστασία της Εθνικής Οικονομίας – Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης (ΦΕΚ Α’40) και Ν. 3845/2010 “Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα Κράτη – Μέλη της Ζώνης του Ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΦΕΚ Α’65). Οι νόμοι αυτοί εισάγουν μια σειρά μεταρρυθμίσεων της ελληνικής νομοθεσίας, οι οποίες αποτελούν προϋπόθεση για την εκταμίευση ποσού 110 δις Ευρώ, ποσό το οποίο κρίθηκε αναγκαίο για την αντιμετώπιση του εξαιρετικά υψηλού δημοσίου ελλείμματος και κυρίως την αποφυγή της χρεωκοπίας της χώρας. Ειδικότερα, στο άρθρο 1 παρ. 5 του Ν. 3833/2010 ορίζεται ότι “οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία προβλεπόμενα των εργαζομένων χωρίς εξαίρεση, σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), που ανήκουν στο Κράτος ή επιχορηγούνται τακτικά από τον Κρατικό Προϋπολογισμό ή είναι δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1,2 και 3 του άρθρου 1 του Ν 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α), μειώνονται κατά ποσοστό επτά τοις εκατό (7%). Τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας μειώνονται κατά τριάντα τοις εκατό (30%) αντίστοιχα. Από τη μείωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση ή την υπηρεσιακή εξέλιξη, καθώς και τα συνδεόμενα με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας τους και το μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, καθώς και της παραγράφου 4, κατισχύουν κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας”.

Από τα ανωτέρω γίνεται σαφές ότι τα μέτρα που προβλέπονται με τις ως άνω διατάξεις, περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, μειώσεις αποδοχών και επιδομάτων καθώς και περιορισμούς στα εργασιακά και κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα με συνέπεια τον κλονισμό του επιπέδου κατοχύρωσης των εν λόγων δικαιωμάτων. Στις εισηγητικές εκθέσεις των παραπάνω νόμων, εκτίθεται μια σειρά λόγων που δικαιολογούν την θέσπιση των ληφθέντων με τις διατάξεις τους μέτρων: μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής για την αντιμετώπιση της οξείας δημοσιονομικής κρίσης, αποτροπή του κινδύνου πτώχευσης της χώρας, εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών κατά τρόπο βιώσιμο και διατηρήσιμο, υποστηρίζεται δε στις εν λόγω εισηγητικές εκθέσεις, ότι τα μέτρα αυτά ήταν επιβεβλημένα για την ενεργοποίηση του Ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης της οικονομίας και αποτελούν αντικείμενο διεθνών δεσμεύσεων που ανέλαβε η χώρα και υποχρέωση της που απορρέει από την ιδιότητα της ως μέλους της Ε.Ε. και της Ο.Ν.Ε. Από τις ίδιες αιτιολογικές εκθέσεις προκύπτει ότι οι περικοπές αποδοχών και επιδομάτων που έχουν ορισθεί με τους ανωτέρω νόμους (ιδίως τον Ν. 3833/2010) έχουν ως βάση την δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και την δανειακή της αφερεγγυότητα και δεν έχουν ληφθεί επί της ουσίας για το γενικό δημόσιο ή εθνικό συμφέρον. Ειδικότερα για τα μέτρα που αφορούν τις παρεμβάσεις στην εργατική νομοθεσία, στην σχετική εισηγητική έκθεση επισημαίνεται ότι οι αλλαγές αυτές κρίνονται αναγκαίες προκειμένου να σταλεί το μήνυμα ότι η Χώρα έχει λάβει την απόφαση να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της, να προσελκύσει επενδύσεις και έτσι να προωθήσει την απασχόληση και την αναπτυξιακή της προοπτική προς όφελος των αδύνατων πολιτών. Στους λόγους όμως του γενικότερου συμφέροντος δεν εντάσσεται η αποστολή μηνύματος προς τους εταίρους ότι η Χώρα επιθυμεί να γίνει πιό ανταγωνιστική, ενώ δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι η ικανοποίηση ή μη κοινωνικών δικαιωμάτων, επειδή τα δικαιώματα αυτά συνάπτονται σε μεγάλο βαθμό με παροχές, με την οργάνωση υπηρεσιών και θεσμών που αποβλέπουν στην κάλυψη τους, συναρτάται άμεσα με τους διαθέσιμους πόρους, με τον βαθμό οικονομικής ανάπτυξης μιας δεδομένης κοινωνίας (Μνημόνιο και Κοινωνικά Δικαιώματα Εισηγ. Β. Ανδρουλάκης, πάρεδρος ΣτΕ). Με βάση τα προεκτεθέντα, η αιτιολογία της αναγκαιότητας για τη λήψη των επίδικων μέτρων που αφορούν τις μειώσεις των αποδοχών και επιδομάτων των εργαζομένων που προβλέπονται από τις ανωτέρω διατάξεις, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, είναι προφανώς ελλιπής, λαμβανομένου υπόψιν ότι τα μέτρα αυτά καταργούν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και ουσιαστικά την συνδικαλιστική ελευθερία και συλλογική αυτονομία, είναι δε αντίθετα με τις Διεθνείς Συμβάσεις, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, που έχει συνάψει η Ελλάδα και που δυνάμει του άρθρου 28παρ.1 του Συντάγματος έχουν αποκτήσει υπερνομοθετική ισχύ.

Όπως ανωτέρω επισημάνθηκε, το άρθρο 106 παρ. 1 εδάφ. α’ του Συντάγματος ορίζει ότι ο νομοθέτης μπορεί, χάριν του εθνικού συμφέροντος, να περιορίσει την συλλογική αυτονομία που καθιερώνεται με το άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος, για περιορισμένο και εύλογο χρονικό διάστημα και πάντα με την προϋπόθεση της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, η εφαρμογή της οποίας θεμελιώνεται στο άρθρο 25 παρ. 1 εδάφ. δ’ του Συντάγματος και τις διατάξεις της ΕΣΔΑ (Ν. 53/1979) που κατισχύουν κάθε άλλου κοινού νόμου. Όμως οι ένδικες διατάξεις, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι έχουν τεθεί χάριν του εθνικού συμφέροντος, πέραν του ότι δεν είναι συμβατές με τις διεθνείς συμβάσεις που η Ελλάδα έχει υπογράψει στο πλαίσιο της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, όπως προαναφέρθηκαν, επιφέρουν δυσμενείς για τους εργαζόμενους τροποποιήσεις χωρίς να εγγυώνται ότι ο περιορισμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων έχει περιορισμένο χρονικό ορίζοντα ώστε να είναι συνταγματικά ανεκτή η επέμβαση στη συλλογική αυτονομία με αποτέλεσμα να καταλύονται στην πραγματικότητα οι επίμαχες συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 2 και 23 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ.ως άνω εισηγ. Β. Ανδρουλάκη). Κατά συνέπεια, με τα επίδικα μέτρα παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας καθώς, εκτός από την παραπάνω ανεπίτρεπτη μονιμότητα του χαρακτήρα τους, δεν βρίσκονται σε αντιστοιχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ούτε συνοδεύονται με αντισταθμιστικά μέτρα (μείωση τιμών, άμεσων και έμμεσων φόρων κλπ.) και εγγυήσεις για την προστασία ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού της χώρας. Αντίθετα, όπως είναι γνωστό, επιβάλλονται στους πολίτες ταυτόχρονα με μια σειρά ιδιαίτερα σκληρών φοροεισπρακτικών μέτρων που προβλέπουν μείωση ή κατάργηση αφορολόγητων ορίων και τα οποία πλήττουν τις πλέον ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες την προστασία των οποίων έπρεπε να εγγυώνται και να διαφυλάττουν.

Επιπρόσθετα, είναι προφανές ότι η διάταξη του άρθρου 1 παρ.5 του Ν. 3833/2010 σύμφωνα με την οποία καθιερώνεται μείωση των αποδοχών των εργαζομένων που υπάγονται στη ρύθμιση του εν λόγω άρθρου, κατά γενικευμένο ποσοστό 7% καθώς και των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας κατά επίσης γενικό ποσοστό 30%, αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Η μείωση των αποδοχών και των ως άνω επιδομάτων κατά το ίδιο γενικό ποσοστό που καταλαμβάνει τόσο τους υψηλόμισθους όσο και τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους, αντίκειται στην ανωτέρω διάταξη και οδηγεί τους μεν υψηλόμισθους στο να εξακολουθούν να διατηρούν ένα ικανοποιητικό και αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, ενώ τους χαμηλόμισθους, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, το οποίο στο όνομα του γενικού συμφέροντος έπρεπε να προστατεύεται, τους οδηγούν στην κοινωνική και οικονομική εξαθλίωση αφού εκμηδενίζουν στην ουσία τις αποδοχές τους και τους αναγκάζουν, κατά παράβαση της ως άνω διάταξης, να συνεισφέρουν στα δημόσια βάρη κατά φανερή αναντιστοιχία με τις δυνάμεις τους, ενισχύοντας δε την άποψη ότι η αιτιολογία της λήψης των οριζόμενων με τις ένδικες διατάξεις μέτρων που εδράζεται στο δημόσιο συμφέρον, είναι προβληματική και ελλιπής. Παράλληλα δε με το άρθρο 4παρ.5 του Συντάγματος, παραβιάζεται και το άρθρο 7 του Διεθνούς Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα (19.12.1966), το οποίο κυρώθηκε με τον Ν. 1532/1985 (ΦΕΚ Α’45) και αναγνωρίζει το δικαίωμα για δίκαιους και ευνοϊκούς όρους εργασίας που εξασφαλίζουν δίκαιο μισθό, αφού οι καταβαλόμενες, μετά τις επίμαχες μειώσεις, αποδοχές, δεν αναλογούν πλέον στην αξία της παρεχόμενης εργασίας.

Για όλους τους ανωτέρω λόγους, ο ισχυρισμός των εναγόντων περί μη εφαρμογής της διάταξης του άρθρου Ι παρ. 5 του Ν. 3833/2010 (βάσει της οποίας η εναγόμενη μείωσε τις αποδοχές τους) ως αντισυνταγματικής, πρέπει να γίνει δεκτός και η υπό κρίση αγωγή, η οποία είναι νόμιμη (πλην του ισχυρισμού των εναγόντων περί εξαιρέσεως της εναγόμενης από τον δημόσιο τομέα), στηριζόμενη στις διατάξεις που προααναφέρθηκαν και αυτές των άρθρων 361, 648επ., 341, 345, 436 ΑΚ, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει δεκτή ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει σε κάθε έναν από τους ενάγοντες τα ποσά τα οποία αναλογούν στην διαφορά που προκύπτει από την μείωση των αποδοχών τους τον μήνα Ιούνιο του έτους 2010 σε σχέση με αυτές που λάμβαναν τον Μάϊο του ίδιου έτους, κατά τον οποίο η εναγόμενη εφάρμοζε την ισχύουσα ΕΣΣΕ των ετών 2008 – 2009 και συγκεκριμένα: στον 1ο το ποσό των 151,07 Ευρώ (2.200,80 – 2.049,73), στον 2ο το ποσό των 247,10 Ευρώ (2.497,96 – 2.250,86), στον 3ο το ποσό των 151,07 Ευρώ (2.298,73 – 2.147,66), στην 4η το ποσό των 263,98 Ευρώ (1.821,26 – 1.557,28), στην 5η το ποσό των 126,55 Ευρώ (1.860,41 – 1.733,86), στον 6ο το ποσό των 193 Ευρώ (1.519,43 – 1.326,43), στον 7ο το ποσό των 411,82 Ευρώ (3.061,54 – 2.649,72), στον 8ο το ποσό των 246,30 Ευρώ (2.531,96 – 2.285,66), στην 9η το ποσό των 229,67 Ευρώ (2.176,61 -1.946,94) και στον 10ο το ποσό των 356,07 Ευρώ (2.510,40 – 2.154,33) και όλα τα ανωτέρω ποσά με τον νόμιμο τόκο από την 01-07-2010. Ως προς το αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που επιβάλλουν την προσωρινή εκτελεστότητα της παρούσας, ούτε ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα προκαλέσει σημαντική ζημία στους ενάγοντες, δεδομένου ότι και οι ίδιοι δεν επικαλούνται παρόμοιους λόγους και για τον λόγο αυτό δεν κάνει δεκτό το σχετικό αίτημα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων κατά το άρθρο 179 ΚΠολΔ, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας που παρουσιάζει η ερμηνεία των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει ό,τι έκρινε απορριπτέο Δέχεται την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει σε κάθε έναν από τους ενάγοντες τα εξής χρηματικά ποσά: στον πρώτο ενάγοντα … το ποσό των εκατόν πενήντα ενός Ευρώ και επτά λεπτών (151,07), στον δεύτερο ενάγοντα … το ποσό των διακοσίων σαράντα επτά Ευρώ και δέκα λεπτών (247,10), στον τρίτο ενάγοντα … το ποσό των εκατόν πενήντα ενός Ευρώ και επτά λεπτών (151,07), στην τέταρτη ενάγουσα … το ποσό των διακοσίων εξήντα τριών Ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (263,98), στην πέμπτη ενάγουσα … το ποσό των εκατόν είκοσι έξι Ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (126,55), στον έκτο ενάγοντα … το ποσό των εκατόν ενενήντα τριών (193) Ευρώ, στον έβδομο ενάγοντα … το ποσό των τετρακοσίων έντεκα Ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (411,82), στον όγδοο ενάγοντα … το ποσό των διακοσίων σαράντα έξι Ευρώ και τριάντα λεπτών (246,30), στην ένατη ενάγουσα … το ποσό των διακοσίων είκοσι εννέα Ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (229,67) και στον δέκατο των εναγόντων … το ποσό των τριακοσίων πενήντα έξι Ευρώ και επτά λεπτών (356,07) και όλα τα ανωτέρω ποσά με τον νόμιμο τόκο από την 01-07-2010

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων, στο ακροατήριό του στην Αθήνα, στις 10 Μαίου 2012.

Η Ειρηνοδίκης Η Γραμματέας

Σταυρούλα Κουτρουβίδα Όλγα Μπεχράκη