Διατάξεις: άρθρα 449 [παρ. 2], 623-624, 626 [παρ. 2], 634 ΚΠολΔ, 281, 361, 873 ΑΚ, 52 [παρ. 1-2] Ν 3026/1954
Περίληψη: Διαταγή πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού και αναγκαίο περιεχόμενο της σχετικής αίτησης.
Δικονομική συμφωνία αποδεικτικής δύναμης αποσπάσματος βιβλίων της πιστώτριας τράπεζας. Επικύρωση αντιγράφου από δικηγόρο που έχει την προσωρινή κατοχή του πρωτοτύπου. Ο χαρακτηρισμός του ως «αντιπεφωνημένου» την υποδηλώνει, γιατί προϋποθέτει την αντιπαραβολή του αντιγράφου προς το πρωτότυπο και τη διαπίστωση της συμφωνίας τους. Οριστικό και προσωρινό κλείσιμο λογαριασμού. Τρόποι αναγνώρισης του καταλοίπου. Το αναγνωρισθέν προσωρινό υπόλοιπο αποτελεί το νέο αυτοτελές, εκκαθαρισμένο κονδύλιο της νέας περιόδου. Χαρακτήρα σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού έχει και η παροχή πίστωσης με ανοιχτό λογαριασμό που κινείται με διαδοχικές αναλήψεις από τον πιστούχο της τράπεζας και τμηματικές αποδόσεις. Λόγοι για τους οποίους δεν κρίνεται ως καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος της τράπεζας.
[…] Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του ίδιου κώδικα μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνηση, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού. Περαιτέρω η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία (άρθρο 361 ΑΚ) ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρα 449 παρ. 1 ΚΠολΔ, 52 ΝΔ 3026/1954, 14 Ν 1599/1986 ) και δεν μπορεί να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας τράπεζας, εκτός εάν αφορά εκτύπωση αποσπάσματος των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, οπότε δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται για αντίγραφο (ΑΠ 35/2011, ΑΠ 27/2010 Nomos).
Ειδικότερα κατά μεν το άρθρο 449 παρ. 2 ΚΠολΔ φωτοτυπίες εγγράφων έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο εφόσον η ακρίβειά τους βεβαιώνεται από πρόσωπο που είναι κατά νόμο αρμόδιο να εκδίδει αντίγραφα, κατά δε το άρθρο 52 παρ. 1 και 2 του ΝΔ 3026/1954 «περί του κώδικος των δικηγόρων», «ο δικηγόρος έχει το δικαίωμα να εκδίδει επικυρωμένα υπ’ αυτού αντίγραφα των παρ’ αυτώ υπαρχόντων παντός είδους εγγράφων, ων υπεύθυνος περί της ακριβείας των» (παρ. 1) και «τα τοιαύτα αντίγραφα έχουσι πλήρη ισχύν αντιπεφωνημένου αντιγράφου» (παρ. 2). Ως αντίγραφα νοούνται στο άρθρο αυτό και εκείνα που αποδίδουν μέρη συνολικών εγγράφων, όπως τα εμπορικά βιβλία και τα πολυσέλιδα έντυπα, συνιστάμενα σε σελίδες τους ή, προκειμένου για εμπορικά βιβλία τηρούμενα υπό μορφή φύλλων ή πινακίδων (καρτελών), τα αντίγραφα των επί μέρους φύλλων ή πινακίδων (καρτελών). Κατά την έννοια δε του ιδίου άρθρου, το έγγραφο υπάρχει στο δικηγόρο, αν αυτός το κατέχει, προσωρινά έστω, ανεξάρτητα από χρονική διάρκεια, όταν εκδίδει το αντίγραφο. Για το κύρος της επικύρωσης φωτοτυπίας, με βεβαίωση από δικηγόρο της ακρίβειάς της, βεβαίωση δηλαδή ότι αυτή αποδίδει το πρωτότυπο, δεν είναι, σε περίπτωση προσωρινής κατοχής του πρωτοτύπου, αναγκαία η πανηγυρική διατύπωση αυτού του γεγονότος στη σχετική έγγραφη βεβαιωτική πράξη του δικηγόρου αλλά αρκεί να συνάγεται βεβαίωση και του γεγονότος αυτού από την όλη διατύπωση της πράξης. Τέτοια δε έμμεση βεβαίωση προσωρινής κατοχής του εγγράφου από το δικηγόρο μπορεί να ενέχει και ο χαρακτηρισμός του επικυρούμενου φωτοτυπικού αντιγράφου ως αντιπεφωνημένου, αφού ο χαρακτηρισμός αυτός λογικά προϋποθέτει την ολική ενέργεια παραβολής του φωτοαντιγράφου προς το πρωτότυπο και τη διαπίστωση της συμφωνίας προς αυτό, πράγμα που σημαίνει την έστω και βραχύχρονη κατοχή του πρωτοτύπου από το δικηγόρο, ο οποίος το παραβάλλει προς το φωτοαντίγραφο που επικυρώνει (ΑΠ 330/2012).
Εξάλλου, κατά μεν την παρ. 2 του άρθρου 626 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 118 και 117 και το άρθρο 119 παρ. 1 του κώδικα αυτού, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την ανωτέρω αναφερθείσα διάταξη του άρθρου 623 του ίδιου κώδικα προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης για την οποία ζητείται η έκδοσή της, ούτως ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών που να εξατομικεύουν την απαίτηση υπό την έποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γενέσεώς της και που να δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος (ΑΠ 15/2007). Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής με την οποία ζητείται το κατάλοιπο ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού μεταξύ της αιτούσας πιστώτριας τράπεζας και του καθού η αίτηση πιστούχου αρκεί να αναφέρεται ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας, ότι ο λογαριασμός αυτός έκλεισε με ορισμένο κατάλοιπο υπέρ αυτής το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών της βιβλίων και ότι το απόσπασμα αυτό, στο οποίο εμφαίνεται όλη η κίνηση του λογαριασμού από την υπογραφή της σύμβασης μέχρι το κλείσιμο του λογαριασμού (και το οποίο αποτελεί έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 623 ΚΠολΔ) επισυνάπτεται στην αίτηση, οπότε και δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται σ’ αυτήν και τα επί μέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα, από το οποίο κατά τη συμφωνία των διαδίκων αποδεικνύεται η απαίτηση της αιτούσας τράπεζας (ΑΠ 1389/2011 Nomos).
Άλλωστε, η ενοχή περί του καταλοίπου, που προκύπτει από το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού γεννιέται, ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα κονδύλια του, όταν ο οφειλέτης, αφηρημένα, υποσχέθηκε, πριν κλείσει ο λογαριασμός, την εξόφληση της οφειλής του, από το κατάλοιπο ή αναγνώρισε, αφού έκλεισε ο λογαριασμός, την οφειλή αυτή. Η αποστολή λογιστικής εκκαθάρισης, από το ένα μέρος στο άλλο, θεωρείται, ότι ενέχει και πρόταση για αναγνώριση του καταλοίπου του αλληλόχρεου λογαριασμού, ως προς την αποδοχή δε της πρότασης αυτής είναι δυνατόν να έχει συμφωνηθεί, εκ των προτέρων, ότι αν ο αποδέκτης της εκκαθάρισης δεν αντιλέγει, μέσα σε ορισμένη, εύλογη προθεσμία, το κατάλοιπο θα θεωρείται αναγνωρισμένο. Ο αλληλόχρεος λογαριασμός μπορεί να κλεισθεί, όχι μόνον οριστικά, στις, από το νόμο, περιπτώσεις, αλλά και προσωρινά, κατά περιόδους και στην περίπτωση που, κατά το περιοδικό ή ενδιάμεσο κλείσιμο του λογαριασμού, αναγνωρίσθηκε από τον οφειλέτη το προσωρινό υπόλοιπο που προέκυψε από αυτό, κατά τους όρους του άρθρου 873 ΑΚ ή με άλλη επιβεβαιωτική σύμβαση ή με παροχή αποδεικτικού μέσου, το υπόλοιπο αποτελεί το πρώτο κονδύλιο του λογαριασμού της νέας περιόδου, με συνέπεια κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού της νέας περιόδου, να μην απαιτείται εκκαθάριση αυτού και παράθεση στην αγωγή, κονδυλίων του λογαριασμού, για την περίοδο στην οποία αναφέρεται η, πιο πάνω, αναγνώριση (ΑΠ 910/2010 ΕπισκΕΔ 2010,1053, ΑΠ 715/2009, ΑΠ 925/2002 Nomos). Το χαρακτήρα, τέλος, σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού έχει και η παροχή πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό στις τραπεζικές συναλλαγές, που κινείται με διαδοχικές αναλήψεις της πίστωσης από τον πιστούχο της τράπεζας και τμηματικές αποδόσεις τούτου, οπότε οφείλεται, με απόσβεση κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του λογαριασμού των επί μέρους κονδυλίων χρεωπιστώσεων που καλύπτονται, το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού οριστικό κατάλοιπο (ΑΠ 1227/2006 ΔΕΕ 2007,61, ΕφΑθ 1159/2012 ΔΕΕ 2012,676).
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, και όλα τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: […] Ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απορρίπτοντας ως αβάσιμο και τον δεύτερο λόγο των ένδικων υπό στοιχ. Α΄ και Β΄ ανακοπών, με τον οποίο προβάλλουν οι ανακόπτοντες – εκκαλούντες στην κρινόμενη υπό στοιχ. α΄ έφεσή τους τη μη απόδειξη της απαίτησης της πιστώτριας τράπεζας από τα αποσπάσματα των εμπορικών της βιβλίων, τα αντίγραφα των οποίων δεν επικυρώθηκαν νομίμως από δικηγόρο, αφού δεν επικολλήθηκε σε αυτά το ειδικό ένσημο επικύρωσης, σε κάθε δε περίπτωση δεν περιλαμβάνονταν στη σχετική δικονομική σύμβαση περί πρόσδοσης στα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της πιστώτριας τράπεζας αποδεικτικής δύναμης για την απαίτησή της, οι αντίστοιχοι λογαριασμοί καθυστέρησης και η μηχανογραφική απεικόνιση που εκδίδουν οι υπάλληλοι της, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον τέταρτο λόγο της άνω έφεσης, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Τούτο διότι, όπως προεκτέθηκε, για την επικύρωση των επίμαχων αντιγράφων δεν ήταν αναγκαία η επικόλληση ειδικού ενσήμου, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτά προσκομίσθηκαν ως σχετικά ενώπιον του Δικαστηρίου, ενώ, κατά την ειδική έγκυρη συμφωνία του όρου 9 της επίδικης σύμβασης, ότι η οφειλή της πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, στα τελευταία περιελήφθησαν και οι αντίστοιχοι λογαριασμοί καθυστέρησης και η μηχανογραφική απεικόνιση που εκδίδουν οι υπάλληλοι της, συνεπώς επείχαν αυτά θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου και μπορούσαν, σε συνδυασμό με την επίδικη έγγραφη σύμβαση παροχής πίστωσης να στηρίξουν κατά νόμο την έκδοση της διαταγής πληρωμής, κατά των ανακοπτόντων.
Εξάλλου, οι τελευταίοι μπορούσαν ν’ αμφισβητήσουν το ύψος των περιεχομένων στα αποσπάσματα κατ’ ιδίαν κονδυλίων πιστοχρεώσεων από την 31.12.2004 και εφεξής, ακόμη και με τις ένδικες ανακοπές με την προβολή σαφών και ορισμένων πραγματικών ισχυρισμών (άρθρα 585 παρ. 2, 632 παρ. 1, 216 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ), φέροντας όμως το βάρος απόδειξης αυτών, οι οποίοι, αν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, θα οδηγούσαν σε αλλοίωση του τελικού υπολοίπου του λογαριασμού, ωστόσο, ούτε καν σε γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του εν λόγω λογαριασμού προέβησαν, συνεπώς, ο τρίτος λόγος των ενδίκων υπό στοιχ. Α΄ και Β΄ ανακοπών, κατά το σκέλος του περί ακυρότητας της προαναφερθείσας δικονομικής σύμβασης που περιέχεται στον όρο 9 της επίδικης σύμβασης άλλως περί υπέρμετρης δέσμευσής τους από αυτήν διότι στερούνται του δικαιώματος αμφισβήτησης των ειδικοτέρων κονδυλίων που περιέχονται στα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της πιστώτριας τράπεζας, απορριπτέος τυγχάνει ως νόμω αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο επομένως δικαστήριο που απέρριψε τον λόγο αυτό έκρινε ορθά και κατά συνέπεια ο πέμπτος λόγος της κρινόμενης υπό στοιχ. α΄ έφεσης, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έσφαλε απορρίπτοντας ως νόμω αβάσιμο και τον εκτιμώμενο ως τέταρτο λόγο των ενδίκων υπό στοιχ. Α΄ και Β΄ ανακοπών και τον πρώτο λόγο της ένδικης υπό στοιχ. Γ΄ ανακοπής, με τον οποίο ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες ότι ουδέποτε αναγνώρισαν το οριστικό χρεωστικό εις βάρος τους κατάλοιπο του τηρηθέντος σε εξυπηρέτηση της επίδικης σύμβασης παροχής πίστωσης λογαριασμού, επί τη Α βάσει του οποίου εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, καθόσον, η τελευταία εκδόθηκε με βάση την άνω σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, τον οποίο η καθής οι ανακοπές έκλεισε ως είχε δικαίωμα, κατ’ άρθρο 47 παρ. 2 του ΝΔ 17.7-13.8.1923 και όχι με βάση σύμβαση αφηρημένης αναγνώρισης του χρέους για το κατάλοιπό του, συνεπώς ερείδονται οι άνω λόγοι επί εσφαλμένης προϋπόθεσης και οι σχετικοί έκτος λόγος της κρινόμενης υπό στοιχ. α΄ έφεσης και πρώτος λόγος της κρινόμενης υπό στοιχ. β΄ έφεσης, πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι. […]
Τέλος, κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (ΑΠ 736/2012 Nomos). Όμως μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα καταρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1352/2011 Nomos). Με τον δεύτερο λόγο της ένδικης υπό στοιχ. Γ΄ ανακοπής ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών στην κρινόμενη υπό στοιχ. β΄ έφεση, διατείνεται ότι η άσκηση του δικαιώματος της καθής να επιδιώξει την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής εις βάρος του παρίσταται καταχρηστική.
Τον λόγο του αυτό επιχειρεί ο ανακόπτων να θεμελιώσει στα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: α) ότι ο ίδιος είχε εγγυηθεί προς την πιστώτρια τράπεζα την τήρηση των όρων της επίδικης σύμβασης παροχής πίστωσης εκ μέρους της πιστούχου, ωστόσο την 5.12.2003 αποχώρησε από το ΔΣ της τελευταίας, λόγω συνταξιοδότησής του, β) ότι η καθής η ανακοπή – εφεσίβλητη στην κρινόμενη υπό στοιχ. β΄ έφεση δεν μερίμνησε ώστε ν’ αντικαταστήσει αυτόν με άλλον εγγυητή, γ) ότι η πιστούχος εταιρία προέβη στην αναγνώριση του προσωρινού χρεωστικού υπολοίπου του επίμαχου αλληλόχρεου λογαριασμού χωρίς ο ίδιος να λάβει γνώση των ενεργειών της, δ) ότι η πιστώτρια τράπεζα εξακολουθούσε να παρέχει πίστωση στην πιστούχο μέχρι το 11ο μήνα του έτους 2004 χωρίς να έχει επιμεληθεί για την εμπράγματη εξασφάλιση των απαιτήσεών της και ε) ότι τρία έτη μετά την αποχώρησή του από το ΔΣ της πιστούχου και την παύση των καθηκόντων του ως προέδρου της, εξέδωσε η πιστώτρια τράπεζα την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθόσον τα επικαλούμενα για τη θεμελίωσή του πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν αρκούν μόνα τους για να περιαγάγουν την άσκηση του δικαιώματος της καθής η ανακοπή σε προφανή υπέρβαση των ορίων που θέτουν στην ένδικη υπόθεση η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος αυτού.
Ειδικότερα δε για το προαναφερόμενο υπό στοιχ. δ΄ επικαλούμενο από τον ανακόπτοντα πραγματικό περιστατικό, πρέπει να σημειωθεί ότι ακριβώς επειδή οι τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων από αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες, για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και ν’ αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Η ελαστική, συνεπώς, αντιμετώπιση της προκείμενης υπόθεσης εκ μέρους της πιστώτριας τράπεζας και η κατά τους ισχυρισμούς του ανακόπτοντα εξακολούθηση της παροχής πίστωσης στην πιστούχο εταιρία, παρά τη δυσχέρεια που επέδειξε η τελευταία ν’ ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, αν και ο ανακόπτων δεν επικαλείται το αναξιόχρεο αυτής, τοποθετεί τη συμπεριφορά της πιστώτριας εντός των ορίων που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία επέβαλε σε αυτήν την υποχρέωση αφενός μεν να ανεχθεί μία εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής της οφειλέτιδός της, για να μην οδηγηθεί η τελευταία, με την επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης, σε πλήρη οικονομική καταστροφή της, αφετέρου δε ν’ αποφύγει τη λήψη μέτρων κατάλληλων για την εξασφάλιση της απαίτησής της που απέρρεε από την επίδικη σύμβαση, προς αποφυγή κλονισμού της οικονομικής υπόστασης και της πιστοληπτικής ικανότητας της πιστούχου. Εφόσον τα ίδια δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν και με διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα, δεν έσφαλε και ο σχετικός δεύτερος λόγος της κρινόμενης υπό στοιχ. β΄ έφεσης πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος. […]
Απορρίπτει τις εφέσεις.
πηγή: nbonline.gr