ΕφΠειρ 26/2013 : “Αίτηση διόρθωσης απόφασης (315 ΚΠολΔ) – Αντικείμενο διόρθωσης δεν αποτελούν διαγνωστικά σφάλματα του Δικαστηρίου, αλλά μόνο ακούσιες πλημμέλειες που παρεισφρύουν κατά την σύνταξη ή την καθαρογραφή της αποφάσεως – Κλήση των διαδίκων απαιτείται στην περίπτωση κατά την οποία οι μη κληθέντες και μη παραστάντες διάδικοι της αρχικής δίκης δεν έχουν άμεσο ή έμμεσο έννομο συμφέρον από τη διωκόμενη διόρθωση της αποφάσεως, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της από παραδρομή εσφαλμένης αναγραφής, στο προεισαγωγικό τμήμα της αποφάσεως, του ονόματος του παρασταθέντος πληρεξουσίου δικηγόρου, δεν πρέπει να αναβάλλεται η συζήτηση για να κληθούν οι διάδικοι της υπό διόρθωση απόφασης και η συζήτηση προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι – Σε κάθε περίπτωση, δεν αρκεί η επίδοση της πράξης της Προέδρου καθώς και της κλήσης προς συζήτησή της στους δικηγόρους που είχαν παραστεί στη δίκη στην οποία εκδόθηκε η προς διόρθωση απόφαση, γιατί η πληρεξουσιότητα αυτών έχει παύσει από της εκδόσεως της προς διόρθωση ή ερμηνεία αποφάσεως και της με αυτήν περατώσεως της δίκης”
[…] Με την διάταξη του άρθρου 315 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αν από παραδρομή κατά την σύνταξη της απόφασης περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το Δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να την διορθώσει με νέα απόφαση του. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι αντικείμενο διόρθωσης δεν αποτελούν διαγνωστικά σφάλματα του Δικαστηρίου, αλλά μόνο ακούσιες πλημμέλειες που παρεισφρύουν κατά την σύνταξη ή την καθαρογραφή της αποφάσεως (ΑΠ 1595/2003 ΕλλΔνη 45,724). Τα ως άνω σφάλματα πρέπει να είναι πρόδηλα, δηλαδή να προκύπτουν από το κείμενο της απόφασης και των στοιχείων που ορίζουν το περιεχόμενο αυτής ή από τα πρακτικά ή από τις προτάσεις ή τα δικόγραφα των διαδίκων, έτσι ώστε να αποκλείεται η διόρθωση με βάση νέα στοιχεία (Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, σελ. 1287, ΑΠ 251/2004 ΕλλΔνη 46,407, ΑΠ 1856/1999 ΕλλΔνη 41,1307, ΑΠ 480/1980 ΝοΒ 29,691). Η αιτία της παραδρομής είναι αδιάφορη. Μπορεί να οφείλεται σε αμέλεια του Δικαστηρίου ή των διαδίκων, ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους (ΕφΑθ 6113/1993 ΑρχΝ 1995,45).
Διόρθωση μπορεί να γίνει, μεταξύ άλλων, και σφαλμάτων που περιέχονται στο προεισαγωγικό τμήμα της αποφάσεως, και συνεπώς μπορεί να διορθωθεί η απόφαση ως προς τα ονόματα ή τα λοιπά στοιχεία ταυτότητας των διαδίκων, των τυχόν νομίμων αντιπροσώπων τους ή των πληρεξουσίων δικηγόρων (ΑΠ 251/2004, ΑΠ 1856/1999 εα), ή ως προς το αντικείμενο ή τον αριθμό του τμήματος που εξέδωσε την προς διόρθωση απόφαση, εφόσον τα στοιχεία αυτά αναγράφηκαν κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβή.
Η συζήτηση της αιτήσεως διορθώσεως γίνεται κατά την διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η απόφαση της οποίας διώκεται η διόρθωση και αφού κληθούν τουλάχιστον οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν την συζήτηση όλοι οι διάδικοι, που αναφέρονται στην απόφαση (άρθρο 318 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Η διάταξη αυτή η οποία αποτελεί ειδική εφαρμογή της αρχής της «εκατέρωθεν ακροάσεως» πρόδηλο έχει σκοπό την προστασία των συμφερόντων των διαδίκων, οι οποίοι μετείχαν στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προς διόρθωση απόφαση και στους οποίους πρέπει να δίδεται η ευχέρεια, να διατυπώσουν προσηκόντως και νομοτύπως τις απόψεις του περί του θέματος της διορθώσεως. Στην περίπτωση όμως κατά την οποία οι μη κληθέντες και μη παραστάντες διάδικοι της αρχικής δίκης δεν έχουν άμεσο ή έμμεσο έννομο συμφέρον από τη διωκόμενη διόρθωση της αποφάσεως, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της από παραδρομή εσφαλμένης αναγραφής, στο προεισαγωγικό τμήμα της αποφάσεως, του ονόματος του παρασταθέντος πληρεξουσίου δικηγόρου, δεν πρέπει να αναβάλλεται η συζήτηση για να κληθούν οι διάδικοι της υπό διόρθωση απόφασης και η συζήτηση προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (ΑΠ 1856/1999 ε.α). Αρμόδιο δε Δικαστήριο είναι, σύμφωνα με την προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 315 του ΚΠολΔ, το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, της οποίας διώκεται η διόρθωση.
Επομένως η κρινόμενη από 16.10.2012 και με αριθμό καταθέσεως […] αίτηση διορθώσεως, που εισάγεται για συζήτηση, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατόπιν της υπ’ αριθμ. […] πράξεως της Προέδρου Εφετών Π. Τσαντεκίδου, με την οποία διώκεται η διόρθωση της με αριθμό 259/2012 αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου και ειδικότερα των πρακτικών της ως άνω απόφασης καθώς και του πρώτου φύλλου αυτής και στον 9o στίχο ως προς το όνομα του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκκαλούντος από το εσφαλμένο […] στο ορθό […], είναι νομικά βάσιμη, διότι στηρίζεται στις ανωτέρω διατάξεις. Εφόσον δε οι διάδικοι δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας αποφάσεως, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε από την σειρά της στο πινάκιο, πρέπει να δικαστούν ερήμην και το Δικαστήριο να χωρήσει στην έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της αιτήσεως διορθώσεως, σαν να ήταν αυτοί παρόντες, χωρίς να χρειάζεται να έχουν κλητευτεί νόμιμα, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη. Σημειωτέον δε ότι στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα από 17.12.2012 και 22.12.2012 αποδεικτικά επιδόσεως της επιμελήτριας δικαστηρίων του Εφετείου Πειραιώς […], ακριβή αντίγραφα της υπ’ αριθμ. […] πράξεως της Προέδρου Εφετών Π. Τσαντεκίδου, καθώς και της κλήσεως του Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου για συζήτηση της ως άνω υποθέσεως, κατά την προαναφερόμενη δικάσιμο, επιδόθηκαν α) στις 17.10.2012 στον δικηγόρο I. Παυλάκη καθώς και β) στις 22.10.2012 στον δικηγόρο Π. Παπαθεοδωρόπουλο, υπό την ιδιότητά τους, ως πληρεξουσίων του εκκαλούντος και της 1ης εφεσίβλητης, αντίστοιχα, από κανένα, στοιχείο του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει η ιδιότητα των εν λόγω δικηγόρων ως αντικλήτων, των ως άνω μη εμφανισθέντων διαδίκων, αφού δεν αρκεί η επίδοση της ως άνω πράξης καθώς και της κλήσης προς συζήτησή της στους δικηγόρους, που είχαν παραστεί στη δίκη στην οποία εκδόθηκε η προς διόρθωση απόφαση, γιατί η πληρεξουσιότητα αυτών έχει παύσει από της εκδόσεως της προς διόρθωση ή ερμηνεία αποφάσεως και της, με αυτήν περατώσεως της δίκης (ΑΠ 795/2012 Nomos).
Από τα διαδικαστικά έγγραφα και λοιπά έγγραφα που προσκομίζονται αποδεικνύεται ότι πράγματι στην με αριθμό 259/2012 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και ειδικότερα στα πρακτικά της ως άνω απόφασης καθώς και στο πρώτο φύλλο αυτής και στον 9o στίχο το όνομα του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκκαλούντος από παραδρομή αναφέρεται εσφαλμένα ως […] αντί του ορθού […]. Επομένως πρέπει η αίτηση να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία και διορθωθεί η με αριθμό 259/2012 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ως προς τα προαναφερθέντα στοιχεία σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό. Παράβολο ερημοδικίας δεν θα οριστεί, διότι κατά των αποφάσεων που εκδίδονται επί αιτήσεων διορθώσεως ή ερμηνεία, δεν επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, σύμφωνα με το άρθρο 319 του ΚΠολΔ. Τέλος, πρέπει να δοθεί παραγγελία στον γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, όπως προβεί σε σχετική σημείωση της παρούσας επί του πρωτοτύπου της ως άνω αποφάσεως που διορθώνεται (άρθρο 320 του ΚΠολΔ). […]