Σύμφωνα με το άρθρο 9 του Ν. 1562/1985 «Αν υπάρχει ήδη χωριστή κατά ορόφους ή διαμερίσματα ιδιοκτησία, δεν έχει όμως καταρτισθεί κανονισμός των σχέσεων των συνιδιοκτητών, η πλειοψηφία τουλάχιστον 60% των συγκυρίων δικαιούται να ζητήσει δικαστικώς, κατά ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των προηγουμένων άρθρων, να καταρτιστεί κανονισμός, εφόσον είναι αναγκαίος για τον καθορισμό των σχέσεων των συνιδιοκτητών. Κατά τον ίδιο τρόπο και με πλειοψηφία τουλάχιστον 65% των συγκυρίων μπορεί να επιτραπεί η συμπλήρωση ή και η τροποποίηση του κανονισμού, όπου εμφανίζει ελλείψεις που εμποδίζουν τη λειτουργία της συνιδιοκτησίας ή τη χρήση των χωριστών ιδιοκτησιών σύμφωνα με τον προορισμό του ακινήτου».
Στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 στοιχ. γ` του ίδιου νόμου, που έχει εν προκειμένω ανάλογη εφαρμογή, ορίζεται ότι πριν από την κατάθεση της αγωγής, οι συγκύριοι, που ζητούν την κατάρτιση του κανονισμού, καταθέτουν σε συμβολαιογράφο της έδρας του αρμόδιου δικαστηρίου, πλην άλλων και σχέδιο κανονισμού των σχέσεων των συνιδιοκτητών.
Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 4 παρ. 1 του ν. 3741/1929 «περί της ιδιοκτησίας κατ` ορόφους», που ορίζει ότι επιτρέπεται στους συνιδιοκτήτες, όπως με ιδιαίτερη συμφωνία, στην οποία είναι απαραίτητη η κοινή όλων συναίνεση, κανονίσουν τις υποχρεώσεις, δικαιώματα κλπ. της συνιδιοκτησίας» και του άρθρου 26 παρ. 1 του ν.δ. 1003/1971 «περί ενεργού πολεοδομίας», το οποίο ορίζει ότι «επί των περιπτώσεων του προηγούμενου άρθρου, δύναται να καταρτίζεται γενικός κανονισμός των σχέσεων μεταξύ των συνιδιοκτητών του όλου οικοπέδου ή της εδαφικής περιοχής και ιδιαίτερος κανονισμός των σχέσεων μεταξύ των ιδιοκτητών των κατά κτίριον ορόφων ή τμημάτων αυτών», συνάγεται ότι ο κανονισμός των σχέσεων των συνιδιοκτητών οικοδομής, η οποία έχει υπαχθεί στο σύστημα της οροφοκτησίας του ν. 3741/1929, προϋποθέτει καταρχήν την κοινή συναίνεση όλων των συνιδιοκτητών.
Εξαίρεση εισάγει η διάταξη του άρθρου 9 του ν. 1562/1985, που επιτρέπει στους συνιδιοκτήτες, οι οποίοι εκπροσωπούν το 60% της συγκυριότητας επί του οικοπέδου, να ζητήσουν από το δικαστήριο τη σύνταξη κανονισμού, όταν τέτοιος δεν έχει καταρτισθεί, με κοινή συμφωνία όλων των συνιδιοκτητών και επιπλέον είναι αναγκαίος για τη ρύθμιση των σχέσεων αυτών. Αίτημα της σχετικής αγωγής είναι ο προσδιορισμός από το δικαστήριο του περιεχομένου του υπό κατάρτιση κανονισμού, με βάση το σχέδιο που κατέθεσε σε συμβολαιογράφο η πλειοψηφία των συνιδιοκτητών.
Η εν λόγω αγωγή μάλιστα για την πληρότητά της πρέπει να αναφέρει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν το δικαίωμα των διαδίκων ως συγκυρίων της οικοδομής καθώς και την αξία κάθε επιμέρους ιδιοκτησίας (Εφ Αθ 6240/2011).
Σε ό,τι αφορά τον ίδιο τον κανονισμό πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα: α) Στις «σχέσεις» που συνιστούν το περιεχόμενο αυτού, δηλαδή στα αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις των συνιδιοκτητών που απορρέουν από την οργάνωση και λειτουργία της οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας και β) τη «ρύθμιση» στην οποία αυτές υποβάλλονται.
Από τις πιο πάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 19 του ν. 3741/1929 προκύπτει ότι η πλειοψηφία του 60% μπορεί να ζητήσει τη σύσταση κανονισμού προς ρύθμιση υφισταμένων εκ της συνιδιοκτησίας σχέσεων και όχι τη σύσταση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, για τα οποία απαιτείται η κοινή συναίνεση όλων των συνιδιοκτητών. Αλλά και το δικαστήριο, πέραν του ελέγχου της νομιμότητας, δεν έχει εξουσία να περιορίσει η πλειοψηφία των συνιδιοκτητών το περιεχόμενο του υπό κατάρτιση κανονισμού, γιατί τότε αυτός θα έχανε τον δικαιοπρακτικό του χαρακτήρα. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για την προτεινόμενη από την πλειοψηφία «ρύθμιση» των σχέσεων αυτών, την οποία το δικαστήριο μπορεί, ενίοτε μάλιστα υποχρεούται, να τροποποιήσει, όπως όταν κρίνει ότι αυτή δεν είναι επωφελής για όλους τους συνιδιοκτήτες, ή αντίκειται σε κανόνες δικαίου δημόσιας τάξης. Αυτό ορίζεται ρητά στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 1562/1985, κατά την οποία «το δικαστήριο, αν δεχθεί την αγωγή επιτρέπει στους κατά την κρίση του πιο κατάλληλους από τους διαδίκους συγκυρίους να καταρτίσουν τον κανονισμό, σύμφωνα με το κατατεθειμένο σχέδιο και έγγραφα, που αναφέρονται στις παραγ. 1 και 4 του άρθρου 4, όπως αυτά τυχόν τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις της απόφασης» (βλ. ΑΠ 596/2000 ΝοΒ 49.1009).
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 και 9 ν. 1562/1985 επί διαφορών για την κατάρτιση, τροποποίηση ή συμπλήρωση κανονισμού κτιρίου που έχει υπαχθεί στις διατάξεις για την κατ” ορόφους ιδιοκτησία, εφαρμόζεται από το αρμόδιο προς τούτο Μονομελές Πρωτοδικείο η διαδικασία των άρθ. 648 έως 650 και 652 έως 657 Κ.Πολ.Δ. Για την άσκηση της ενδίκου αγωγής δεν απαιτείται η εγγραφή της στα βιβλία διεκδικήσεων, αφού δεν το επιβάλλει ρητώς ο νόμος, αλλά ούτε η αγωγή αυτή εντάσσεται σε μια από τις κατηγορίες των αγωγών, που κατά το άρθρο 220 ΚΠολΔ εγγράφονται υποχρεωτικώς στα βιβλία διεκδικήσεων (ΑΠ 558/1991 ΕΔΠολ 1991.78, πρβλ. ΑΠ 845/1974 ΝοΒ 23.474).
efotopoulou.gr/
Βλ. και katraslaw.gr/ki/nomologia/496–62402011