Μπορεί η κορυφαία στιγμή της ακροαματικής διαδικασίας στην ποινική δίκη να είναι η στιγμή της κήρυξης της ενοχής ή της αθωότητας του κατηγορουμένου, αλλά εξαιρετική σημασία έχει και το ύψος της ποινής, που τελικά θα επιβληθεί, και το αν αυτή θα εκτιθεί ή θα ανασταλεί για κάποιο χρονικό διάστημα. Το άρθρο 84 ΠΚ, λοιπόν, έχει τεράστια σημασία για την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, αφού συνεπάγεται τη δυνατότητα μείωσης του απειλούμενου πλαισίου ποινής, αλλά και για τον δικαστή που διαθέτει ένα εργαλείο για την προσαρμογή των εκάστοτε ποινών σε χαμηλότερο ύψος, αν αυτό επιβάλλεται για λόγους δικαιοσύνης.

Συγκεκριμένα η διάταξη του άρθρου 84 ΠΚ προβλέπει πως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α) το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, β) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης, γ) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη, δ) το ότι έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του και ε) το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του.

Οι διατάξεις για τις ελαφρυντικές περιστάσεις βρίσκονται στο πέμπτο κεφάλαιο του γενικού μέρους, που αφορά στην επιμέτρηση της ποινής. Σχετικά με το εύρος εφαρμογής του άρθρου 84 ΠΚ, αυτό καλύπτει όλα τα εγκλήματα του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα αλλά, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 12, 83 και 84 ΠΚ, και όλα τα εγκλήματα των ειδικών ποινικών νόμων, εκτός εάν στους τελευταίους ορίζεται διαφορετικά.

Η νομολογία, βοηθούμενη και από τη διατύπωση του νόμου, έχει προσδώσει στις ελαφρυντικές περιστάσεις αξιολογικό περιεχόμενο και είναι στην κρίση του δικαστή να διαπιστώσει αν συντρέχουν. Σύμφωνα με τον Μυλωνόπουλο αξιολογικές είναι οι έννοιες, η συνδρομή των οποίων διαπιστώνεται με τη βοήθεια μια νομικής ή κοινωνικοηθικής αξιολόγησης. Το πλήρες και ακριβές τους περιεχόμενο μπορεί να διαπιστωθεί μονάχα μέσω της εφαρμογής ενός κανόνα, ο οποίος μπορεί να είναι είτε νομικός είτε εξωνομικός. Στην τελευταία περίπτωση ο νομοθέτης συνειδητά αφήνει στον δικαστή το περιθώριο να κρίνει με τη βοήθεια ορισμένων κανόνων αν η εκάστοτε αξιολογική έννοια συντρέχει η όχι.

Η αποδοχή ή όχι της συνδρομής τους έγκειται στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η εξειδίκευση, όμως, των παραπάνω αόριστων νομικών εννοιών, το αν, δηλαδή, τα προσαχθέντα και αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά εμπίπτουν ή όχι σε αυτές, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Στο σημείο αυτό είναι η κατάλληλη στιγμή για να μας απασχολήσει η ερμηνεία των ελαφρυντικών περιστάσεων από την νομολογία, εστιάζοντας, κυρίως, σε κάποιες πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου Πάγου.

Καταρχήν θα εξετάσουμε πώς έχει αποκρυσταλλωθεί η ερμηνεία της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου εντίμου βίου, η οποία εμφανίζεται συχνότατα στην πράξη και για αυτό τον λόγο υπάρχει και πλούσιο νομολογιακό υλικό. Μια εξαιρετικά συνηθισμένη διατύπωση που επαναλαμβάνεται συχνά στις αρεοπαγιτικές αποφάσεις είναι πως δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση των πράξεων, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, αλλά απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά.

Παρατηρούμε, λοιπόν, πως το λευκό ποινικό μητρώο αποτελεί για τα δικαστήριά μας «μαχητό τεκμήριο» και πως η νομική έννοια του έντιμου βίου απομακρύνεται γενικότερα από την έννοια που έχει ο έντιμος βίος στην καθημερινή ζωή. Σύμφωνα με εργασία που δημοσιεύθηκε από το Πάντειο Πανεπιστήμιο στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού του προγράμματος από το 2002 παρατηρείται ότι προκειμένου να αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου είναι απαραίτητη η ύπαρξη «επωφελούς για την κοινωνία δραστηριότητας». Το παραπάνω είναι εύλογο αφού η αναγνώριση της συνδρομής μια ελαφρυντικής περίστασης ενέχει την υποχρεωτική μείωση του πλαισίου ποινής και επομένως αναφέρεται σε μια κατάσταση που διαφέρει από τον μέσο όρο σύμφωνα με ουσιαστικά και όχι τυπικά κριτήρια. Πάντως, μιας και αναφερθήκαμε στο ποινικό μητρώο τονίζουμε πως η ύπαρξη προηγούμενης καταδίκης κρίνεται ορθώς πως δεν αποκλείει την πιθανότητα ύπαρξης πρότερου έντιμου βίου, ειδικά όταν αφορά έγκλημα αμέλειας ή γενικότερα έγκλημα, το οποίο δε συγκεντρώνει ιδιαίτερη ποινική απαξία.

Ένα άλλο σημείο που θα πρέπει να μας απασχολήσει είναι η παραδοχή πως η ψυχοδυναμική της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, αποτυπώνεται στην όλη συγκεκριμένη εγκληματική του δραστηριότητα και μπορεί ως εκ της βαρύτητας των πράξεών του να αποκλείσει την αναγνώριση του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου. Η διατύπωση αυτή ενώ είναι, ίσως, ακριβής αναφορικά με εγκλήματα διαρκή ή κατά συρροή είναι ατυχής όσον αφορά στη διάπραξη μεμονωμένων εγκλημάτων, τα οποία παρά τη βαρύτητά τους ενδέχεται να συνιστούν πράγματι μεμονωμένα γεγονότα και εκτροπή σε σχέση με τον μέχρι τότε έντιμο βίο.

Ενδιαφέρον είναι, επίσης, πως σχετικά με το στοιχείο της ιδιαίτερης επικινδυνότητας η νομολογία και μέρος της θεωρίας δέχονται την δυνατότητα της παράλληλης συνδρομής με το ελαφρυντικό στοιχείο του προτέρου εντίμου βίου. Αυτό είναι εύλογο, αφού η ιδιαίτερη επικινδυνότητα αναφέρεται στο μέλλον αποτελώντας μια πρόγνωση, η οποία μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στην βαρύτητα μιας συγκεκριμένης πράξης. Από την άλλη αξίζει να τονιστεί ότι κατά το Ν. Χωραφά η διάπραξη του εγκλήματος είναι αναγκαίο, αλλά μη επαρκές στοιχείο της κρίσης για την ύπαρξη επικινδυνότητας στο πρόσωπο του δράστη. Η κρίση για την επικινδυνότητα του δράστη βασίζεται σε τρία στοιχεία, στη βαρύτητα του τελεσθέντος εγκλήματος ως σύμπτωμα της ποιότητας του δράστη, στην ποιότητα και την ένταση των αιτίων που τον ώθησαν στο έγκλημα, και τέλος, στις οικογενειακές, κοινωνικές και προσωπικές περιστάσεις. Παρατηρούμε δηλ. ότι με το πιο πάνω σκεπτικό οι οικογενειακές, κοινωνικές και προσωπικές περιστάσεις του δράστη, που λαμβάνονται υπόψη κατά το άρθρο 84 ΠΚ για την κρίση περί της εντιμότητας ή μη του πρότερου βίου του δράστη, συνδέονται άμεσα και με την έννοια της επικινδυνότητάς του. Η σχέση της επικινδυνότητας της προσωπικότητας του δράστη και του πρότερου βίου του είναι χωρίς αμφιβολία δεδομένη, το ζήτημα όμως αυτό ξεπερνά το θεματικό πλαίσιο της παρούσας μελέτης.

Σχετικά με την αντιμετώπιση των χρηστών ναρκωτικών ουσιών η εξάρτηση από τα ναρκωτικά εμφανίζεται ως λόγος απόρριψης της ελαφρυντικής περίστασης σε τέσσερις σχετικά πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου Πάγου: στην 1155/89, στην 118/2003, στην 546/2003 και στην 1737/2010. Στην τελευταία, μάλιστα, σημειώνεται χαρακτηριστικά πως ο κατηγορούμενος είναι χρόνιος χρήστης ναρκωτικών ουσιών (ινδικής κάνναβης), γεγονός που συνεπικουρεί στην κρίση ότι ο βίος του δεν ήταν έντιμος εφ’ όσον εξακολουθητικά προέβαινε στην αξιόποινη πράξη της χρήσεως αυτών των ουσιών. Οι αποφάσεις αυτές φαίνεται να αποτελούν αναπαραγωγή στερεοτυπικών απόψεων σε σχέση με τη χρήση ναρκωτικών ουσιών και σίγουρα γεννούν προβληματισμό για τη συνολική αντιμετώπιση του μεγάλου αυτού προβλήματος.

Με βάση τα παραπάνω παρατηρούμε εν συντομία πως η ελαφρυντική περίσταση του εντίμου βίου εμφανίζει δύο στοιχεία: ένα χρονικό («προηγούμενη») και ένα ποιοτικό («έντιμη»), ενώ ως προς το πεδίο, με άξονα το οποίο κρίνεται η προηγούμενη από το έγκλημα ζωή του δράστη, αυτό εμφανίζεται ευρύτατο.

Σχετικά με την αναπόφευκτη αναγωγή σε συγκεκριμένα πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς, παρατηρούμε ότι ανακύπτουν δύο σημαντικά ζητήματα: Πρώτον, είναι αδύνατο να τεθούν κοινά και διαχρονικά κριτήρια αξιολόγησης της ποιότητας του πρότερου βίου για κάθε δράστη, και δεύτερον ότι υπάρχει ο σοβαρός κίνδυνος αυτά να προσλάβουν έντονη ηθική χροιά. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το ενδιαφέρον μας στέφεται στη γενικότερη στάση του κατηγορουμένου απέναντι στα έννομα αγαθά έτσι ώστε να αποδειχθεί αν το έγκλημα που διέπραξε αποτελεί παραφωνία στον έως τότε έντιμο βίο του και εξαιρετική περίπτωση εκτροπής του από την απαίτηση του κοινωνικού συνόλου κάθε μέλος του να σέβεται τα έννομα αγαθά.

Σχετικά με την δεύτερη ελαφρυντική περίσταση παρατηρούμε πως αναφέρεται μια ολόκληρη ομάδα περιπτώσεων, των οποίων το κοινό χαρακτηριστικό είναι πως ο δράστης ενήργησε κάτω από ένα καθεστώς ψυχικής πίεσης.

Στην νομολογία μη ταπεινά χαρακτηρίζονται τα αίτια τα οποία δεν προδίδουν κακοβουλία του δράστη ή διαστροφή του χαρακτήρα του. Τέτοιου είδους κίνητρα είναι όσα φανερώνουν μια θετική στάση του δράστη απέναντι σε κάποια αγαθά, που προστατεύονται από την έννομη τάξη. Στα μη ταπεινά αίτια αναφέρεται συχνά η έλλειψη φιλοκέρδειας και η αναγνώρισή τους έχει γίνει από τον Άρειο Πάγο σε περιπτώσεις χρεών προς το δημόσιο (ΑΠ 313/2009 και ΑΠ 903/2006) και παράνομης υλοτομίας (ΑΠ 650/2007)

Μεγάλη ένδεια είναι μια κατάσταση η οποία προέκυψε από δυσχερείς αντικειμενικές περιστάσεις και όχι από υπαιτιότητα του κατηγορουμένου και η οποία επιπλέον δημιουργεί την πεποίθηση πως πρόκειται για έναν εγκληματία εκ περιστάσεως.

Η σοβαρή απειλή πρέπει να δικαιολογεί μεν την επιεική μεταχείριση του δράστη χωρίς, όμως, να είναι τόσο έντονη ώστε να υπάρχει κατάσταση ανάγκης που αίρει τον καταλογισμό, οπότε και θα εφαρμοζόταν το άρθρο 32 ΠΚ. Μπορεί να στρέφεται κατά του προσώπου του κατηγορουμένου, στενών του προσώπων ή της περιουσίας του και κριτήριό μας θα είναι πάντοτε οι προσωπικές του παραστάσεις.

Αντίστοιχα από τις σχέσεις υπακοής εξαιρούνται οι σχέσεις της ιεραρχικής προσταγής, αφού σε αυτή την περίπτωση εφαρμόζεται το άρθρο 21 ΠΚ και το αν υπάρχει ή όχι επιβολή τρίτου προσώπου θα κριθεί από τις προσωπικές παραστάσεις του κατηγορουμένου.

Σχετικά με την τρίτη ελαφρυντική περίσταση επισημαίνεται ότι η άδικη πράξη δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την αξιόποινη, ενώ μπορεί να έχει προκληθεί και από ατύχημα. Όσον αφορά στην οργή και στη θλίψη του κατηγορουμένου αυτές κρίνονται σύμφωνα με τις προσωπικές του παραστάσεις, ενώ μεταξύ της ανάρμοστης συμπεριφοράς και της αξιόποινης πράξης δεν πρέπει να έχει μεσολαβήσει μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ο Άρειος Πάγος στην πρόσφατη απόφαση ΑΠ 172/2015 έχει κρίνει ότι η ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος μπορεί να είναι αληθινή ή νομιζόμενη, προκλητική, χλευαστική, απρεπής, κ.λπ. Επίσης ενδιαφέρον έχουν και αποφάσεις του Αρείου Πάγου, όπως η ΑΠ 1154/1988, όπου γίνεται δεκτό ότι η παραδοχή του ότι μια ανθρωποκτονία τελέστηκε σε ήρεμη κατάσταση δεν έρχεται σε αντίφαση με την αναγνώριση ελαφρυντικού εξαιτίας της ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος, αφού η αναφορά της οργής δεν γίνεται υπό την έννοια της διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών σε τέτοιο βαθμό ώστε να δημιουργείται μια κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής. Όπως είναι αναμενόμενο η Καϊάφα- Γκμπάντι, η οποία θεωρεί πως το συγκεκριμένο ελαφρυντικό σχετίζεται με την ενοχή του κατηγορουμένου, επικρίνει την απόφαση ως λανθασμένη.

Σχετικά με την τέταρτη ελαφρυντική περίσταση έχει κριθεί πως για να συντρέξει πρέπει η μεταμέλεια του υπαιτίου όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά να εκδηλώνεται και εμπράκτως δηλαδή να συνδυάζεται με περιστατικά τα οποία να δεικνύουν ότι αυτός μετεμελήθη και για τον λόγο αυτό επεζήτησε ειλικρινώς και όχι προσχηματικώς να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεως. Η ομολογία από μόνη της δεν επαρκεί σύμφωνα με την νομολογία ούτε και η απλή ρηματική μεταμέλεια κατά τη διεξαγωγή της δίκης, αν και πρέπει να μας επιτραπεί η εμπειρική παρατήρηση πως συχνά συμβαίνει στην πράξη το αντίθετο ως εκδήλωση επιείκειας.

Σχετικά με την μετάνοια που αναφέρεται στο άρθρο 79 ΠΚ για την επιμέτρηση της ποινής κυριάρχησε στη νομολογία η άποψη πως είναι κατά περιεχόμενο ταυτόσημη με τη μετάνοια του άρθρου 84 ΠΚ. Σύμφωνα με Χαραλαμπάκη ο νομοθέτης θέλησε η μεταμέλεια να λαμβάνεται υπόψη σε δύο σημεία. Οφείλει, πάντως, στην δεύτερη περίπτωση να είναι τέτοιας έντασης ώστε να καθιστά αναγκαία τη μείωση του πλαισίου της επιβαλλόμενης ποινής.

Σχετικά, τέλος, με την πέμπτη ελαφρυντική περίσταση, η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εξαιτίας και των αργών ρυθμών απονομής της ποινικής δικαιοσύνης στη χώρα μας, που επιτρέπει συνήθως την παρέλευση μακρού χρόνου, αναφέρεται στη νομολογία πως για να συντρέξει πρέπει η συμπεριφορά του κατηγορουμένου να εκτείνεται σε μεγάλο διάστημα υπό καθεστώς ελευθερίας στην κοινωνία, διότι τότε μόνον η επιλογή του αυτή μαρτυρεί την πραγματική του διάθεση και ενέχει σοβαρή στάση για την βελτιωμένη, και χωρίς παραπτώματα διαβίωσή του, για την οποία και πρέπει να επιβραβευθεί.

Επίσης από την νομολογία του Αρείου πάγου διευκρινίζεται πως η ήσυχη και χωρίς πειθαρχικά παραπτώματα διαβίωση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στη Φυλακή δεν συνιστά καθεαυτή την ελαφρυντική περίσταση της μετά τις πράξεις καλής συμπεριφοράς του υπαιτίου, διότι τέτοια συμπεριφορά, την οποία η έννομη τάξη επιβραβεύει με ουσιώδη και υποχρεωτική μείωση της ποινής, δεν μπορεί να νοηθεί παρά εκείνη που εκδηλώνεται υπό καθεστώς απεριόριστης προσωπικής ελευθερίας. Η σκέψη αυτή είναι ορθή στο βαθμό που δεν αρκείται σε ένα τυπικό στοιχείο, όπως ένα φύλλο καλής διαγωγής, αλλά ελλιπής εφόσον δεν αναγνωρίζει πως και ένας κρατούμενος έχει την ευκαιρία να κάνει θετικές ενέργειες προς έναν έντιμο βίο μέσω της εθελοντικής εργασίας ή εκπαίδευσης λόγου χάρη. Ορθότερη είναι στο σημείο αυτό η διατύπωση της ΑΠ 1073/2011, η οποία αναφέρει ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί η συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως, στον ευρισκόμενο στη φυλακή κρατούμενο, εφόσον η συμπεριφορά του είναι προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς ενός κρατουμένου.

Η παραπάνω αναφερόμενη απόφαση σηματοδότησε μερική στροφή της νομολογίας, αλλά η ανάγκη για σταθεροποίηση της νομολογίας στο συγκεκριμένο ζήτημα παραμένει καθώς ο ισχυρισμός πως η καλή διαγωγή στις φυλακές δε συνιστά καλή συμπεριφορά ως μοναδικός λόγος απόρριψης του ελαφρυντικού εμφανίζεται σε είκοσι έξι αποφάσεις του Αρείου Πάγου από το 1989 έως το 2009.

pikramenoslaw.g