Η Μεταβατική Διάταξη του άρθρου 590 παρ. 1 εδαφ. γ΄ ΚΠΔ. Ζητήματα Διαχρονικού Δικαίου και αναδρομικής εφαρμογής Ποινικών Δικονομικών Διατάξεων .

Θεοδοσίου-Ηλία Κ. Λουκαδούνου, Δικηγόρου, ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου.

Η Πρόσφατη Τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εκσυγχρόνισε τα δύο αυτά Νομοθετήματα. Η πράξη κατέδειξε όμως ορισμένα προβλήματα Διαχρονικού Δικαίου, ένα εκ των οποίων συνδέεται με τη Μεταβατική Διάταξη του άρθρου 590 παρ. 1 εδαφ. γ΄ ΚΠΔ. Την προσέγγιση της σχετικής προβληματικής, επιχειρεί η παρούσα μελέτη.
The recent amendment of the Penal Code and the Penal Procedure Code may have modernized these two bodies of legislation yet specific issues have arisen; One of which has to do with article 590, paragraph 1, subparagraph c of the Penal Procedure Code. It is precisely this issue the current study attempts to analyze.
I. Εισαγωγικές διευκρινίσεις.
Μετά τις πρόσφατες τροποποιήσεις τόσο του Ποινικού Κώδικα, όσο και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ανέκυψαν, μεταξύ άλλων, ορισμένα θέματα που άπτονται του διαχρονικού δικαίου και σχετίζονται με τις Μεταβατικές Διατάξεις. Ένα από αυτά είναι το ζήτημα των Εγκλήσεων που υποβλήθηκαν υπό το καθεστώς του παλαιού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ήτοι πριν την 1.7.2019, για τα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα. Συγκεκριμένα εγείρονται ερμηνευτικά ζητήματα επί αυτών των Εγκλήσεων, για τις οποίες δεν είχε κατατεθεί παράβολο υπέρ του Δημοσίου, όπως σχετικά προβλεπόταν στο άρθρο 46 παρ.2 ΚΠΔ. Οι Εγκλήσεις αυτές, υπό το καθεστώς του παλαιού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, απορρίπτονταν ως απαράδεκτες με διάταξη του αρμοδίου Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Κατά της Διάταξης αυτής, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 46 ΚΠΔ, δεν επιτρεπόταν η άσκηση Προσφυγής του άρθρου 48 ΚΠΔ. Ακόμα και αν για κάποιο λόγο έφταναν οι υποθέσεις αυτές στο ακροατήριο, το Δικαστήριο κήρυσσε την ποινική δίωξη απαράδεκτη, λόγω του απαραδέκτου της Έγκλησης.
Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, στο άρθρο 51 ΚΠΔ και στα όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παράγραφοι 2, 3, 4 ΚΠΔ, δεν προβλέπει πλέον υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου Δημοσίου Ταμείου κατά την υποβολή της Έγκλησης. Η υποχρέωση προσκόμισης τέτοιου παραβόλου έχει από την 1.7.2019 καταργηθεί, διότι κρίθηκε, ότι η υποχρέωση αυτή δεν ήταν συμβατή με το δημόσιο χαρακτήρα της Ποινικής Δίωξης . Έκτοτε, το κύριο ερώτημα που ανέκυψε, αφορούσε την αντιμετώπιση των Εγκλήσεων που υποβλήθηκαν πριν την 1.7.2019, για τις οποίες δεν είχε κατατεθεί παράβολο Δημοσίου Ταμείου κατά την υποβολή τους, ούτε όμως είχαν απορριφθεί ως απαράδεκτες με Διάταξη του αρμοδίου Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα αυτές να φτάνουν στο ακροατήριο και να δημιουργούν προβληματισμό για το πώς έπρεπε αυτές να αντιμετωπιστούν από το Δικαστήριο.
Για την αντιμετώπιση του ως άνω ζητήματος, προστέθηκε στις Μεταβατικές Διατάξεις του ΚΠΔ το τρίτο και τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 590 ΚΠΔ, με την παράγραφο 59, του άρθρου 7 του Ν. 4637/18.11.2019, ΦΕΚ Α΄180/18.11.2019, το οποίο προβλέπει ότι: «Εγκλήσεις που υποβλήθηκαν πριν την 01-07-2019 για κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, χωρίς την προσκόμιση παραβόλου, δεν θεωρούνται απαράδεκτες για το λόγο αυτό μετά την 1.7.2019». Η εν λόγω νομοθετική πρόβλεψη μπορεί να έλυσε ένα πρόβλημα, εγείρει, όμως, κατά τη γνώμη μου, ορισμένα σοβαρά ζητήματα προβληματισμού. Και τούτο, διότι προβλέπει αναδρομική εφαρμογή ποινικοδικονομικής διάταξης, η οποία επιφυλάσσει για τον κατηγορούμενο δυσμενέστερη μεταχείριση. Επιπλέον δε, εξαρτά τη δικονομική μεταχείριση της τοιαύτης Έγκλησης από το γεγονός της καθυστέρησης κατά την επεξεργασία της σχετικής δικογραφίας από τον Εισαγγελέα, που δεν θα έπρεπε να αποτελεί νομικά κρίσιμη παράμετρο. Και η προβληματική οξύνεται, έτι περαιτέρω, διότι στο μεσοδιάστημα, από την θέση σε ισχύ του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μέχρι την 17.11.2019, είχαν απορριφθεί, ως απαράδεκτες, Εγκλήσεις υποβληθείσες πριν την 1.7.2019 – χωρίς ταυτόχρονη κατάθεση του απαιτούμενου (τότε) παραβόλου Δημοσίου Ταμείου .
II. Η αρχή nullum crimen nulla poena sine praevia lege.
A. Aναδρομική εφαρμογή ευμενέστερης διάταξης ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου.
Θεμελιώδης Αρχή του Ουσιαστικού Ποινικού μας Δικαίου είναι αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 2 παρ.1 ΠΚ περί αναδρομικής εφαρμογής ηπιότερης διάταξης Νόμου: «Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της, ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις Νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου». Το ερώτημα λοιπόν είναι αν αντιβαίνει στην ανωτέρω αρχή η πρόβλεψη του α. 590 παρ. 1, εδαφ. γ΄ ΚΠΔ, στο βαθμό που επιφυλάσσει για τον κατηγορούμενο δυσμενέστερη μεταχείριση και μάλιστα αναδρομικά, συνεχίζοντας την ποινική δίωξη με βάση μια Έγκληση, η οποία σήμερα θεωρείται, κατά πλάσμα δικαίου, ως να είχε υποβληθεί παραδεκτώς.
B. Αναδρομική εφαρμογή Ποινικών Δικονομικών κανόνων.
Ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται όχι μόνο αυτός που προσδιορίζει το είδος και το ύψος της Ποινής, αλλά και κάθε διάταξη, που μπορεί να επηρεάσει την τύχη του κατηγορουμένου. Λόγου χάρη, επιεικέστερος νόμος νοείται και εκείνος που θέτει ως όρο της δίωξης την έγκληση του παθόντος για αξιόποινη πράξη διωκόμενη κατά τον προγενέστερο νόμο αυτεπαγγέλτως . Στο σημείο αυτό τίθενται κάποια ζητήματα γύρω από τη φύση της Έγκλησης, αλλά και για το αν η ανωτέρω αρχή εφαρμόζεται εκτός από τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, και στους κανόνες του δικονομικού δικαίου.
Αρχικώς πρέπει να αναφερθεί , ότι σύμφωνα με την κρατούσα στη Νομολογία άποψη, «οι ποινικοί δικονομικοί Νόμοι, εκτός αντίθετης διάταξης, έχουν άμεση εφαρμογή από της ισχύος τους και στις εκκρεμείς ποινικές δίκες, με αποτέλεσμα οι μεν διαδικαστικές πράξεις υπό το κράτος του παλαιού νόμου να είναι ισχυρές, το δε ατέλεστο μέρος της διαδικασίας να διέπεται από το νέο Νόμο ». Κατά τον Ν. Χωραφά, όσον αφορά «τους νόμους τους ρυθμίζοντας άλλως τα της διαδικασίας, ισχύει η αρχή, ότι του νόμου μη ορίζοντος άλλως η διαδικασία χωρεί κατά τον νόμον, όστις ισχύει καθ’όν χρόνον επιχειρείται η διαδικαστική πράξις, ουχί δε εκείνον, όστις ίσχυε καθ’όν χρόνον ετελέσθη το έγκλημα ». Αυτό προβλέπεται και στο άρθρο 590 παρ.1 ΚΠΔ εδ.α και β όπου ορίζεται, ότι: «1. Υποθέσεις που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και σε οποιονδήποτε βαθμό, συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κώδικα. Οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας που τελέστηκαν όταν ίσχυαν οι διατάξεις που καταργούνται διατηρούν το κύρος τους».
Προεξάρχουσα θέση στην κρατούσα γνώμη της νομολογίας έχει η ΣυμβΑΠ Ολ 1/2014 (σε Συμβούλιο – ΠοινΔικ 2014, 99 – ΔΕΕ 2014, 874) με την οποία κρίθηκε, ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ «αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς κανόνες και όχι στους δικονομικούς, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι, οι οποίοι αποβλέπουν στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, έχουν αναδρομική δύναμη και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο κατά το χρόνο εκδόσεως αυτών, μέρος αυτών, εκτός αν άλλως ορίζουν […] Δεν μπορεί δε να συνιστά κριτήριο της αναδρομικής εφαρμογής ή όχι μιας δικονομικού περιεχομένου διατάξεως το αν αυτή έχει ή όχι, κατά το μέρος της δίκης που δεν έχει ακόμα περατωθεί, δυσμενέστερες συνέπειες για τον κατηγορούμενο από αυτές που είχαν οι διατάξεις που ίσχυαν κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξεως, γιατί έτσι θα αναιρείτο ο χαρακτήρας της διατάξεως αυτής ως δικονομικής με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ασφάλεια δικαίου». Επισημαίνεται, πάντως, ότι η αναδρομικότητα όπως νοείται αμέσως ανωτέρω λαμβάνει ως χρόνο αναφοράς αυτόν της τέλεσης της αξιόποινης πράξης και όχι της διαδικαστικής πράξης . Κατά τον Χ. Δέδε όμως: «Ως χρονικό σημείο εφαρμογής του δικονομικού κανόνος λαμβάνεται η ημερομηνία τελέσεως της δικονομικής πράξεως και ουχί η ημερομηνία της αξιοποίνου πράξεως. Ήτοι ο δημοσιευόμενος δικονομικός νόμος καταλαμβάνει και ρυθμίζει οιανδήποτε δικονομικήν πράξιν, η οποία τελείται υπό την ισχύν του, έστω και αν αποτελεί τμήμα εκκρεμούσης και προ της ισχύος του αρξάμενης διαδικασίας ». Με βάση τη θέση αυτή, δεν τίθεται ζήτημα αναδρομικής εφαρμογής δικονομικού νόμου, όταν η δικονομική πράξη έπεται του εφαρμοσθέντος νόμου. Όμως, στην εν προκειμένω ερευνώμενη περίπτωση παρατηρείται, ότι υπάρχει «πραγματική» αναδρομικότητα, αφού ο δικονομικός νόμος καταλαμβάνει διαδικαστικές πράξεις που ήδη έγιναν πριν την έναρξη ισχύος του .
Καταρχήν, λοιπόν, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 2 ΠΚ επί δικονομικών κανόνων . Ο Ν. Ανδρουλάκης σημειώνει αυτή την άποψη ως κρατούσα , ωστόσο θεωρεί, ότι «ο κατά βαρύνοντα λόγο ποινικός τόνος του ποινικού δικονομικού δικαίου, μας επιβάλλει, ίσως, να δεχτούμε ότι οι απαγορεύσεις που απορρέουν από την αρχή nullum crimen nulla poena sine lege ισχύουν γενικά και επ’ αυτού, εφόσον η αναδρομική, ανάλογη κλπ εφαρμογή έχει ως αποτέλεσμα να περιέλθει κάποιος σε θέση κατηγορουμένου, να εξασθενήσει τη θέση ενός ήδη κατηγορουμένου ή να προσβάλλει τα έννομα αγαθά του ».

III. Επί του θεσμού της Έγκλησης.
A. Νομική φύση της Έγκλησης.
Όπως είναι γνωστό, η Έγκληση είναι καταγγελία ορισμένης πράξης από τον παθόντα. Κατ’ εξαίρεση από την αρχή της αυτεπάγγελτης δίωξης των εγκλημάτων (α.36 ΚΠΔ), ορισμένα εγκλήματα διώκονται μόνο κατ΄ έγκληση, δηλ. μόνο εφόσον ο παθών από το έγκλημα ζητήσει την εν λόγω δίωξη (α.118 ΠΚ) . Συνεπώς, είναι η δήλωση βούλησης του παθόντος προς την αρμόδια δικαστική αρχή, ότι επιθυμεί τη δίωξη της κατ’ αυτού τελεσθείσας αξιόποινης πράξης. Σχετικά, έχουν υποστηριχθεί: Πρώτον, η ουσιαστική θεωρία, σύμφωνα με την οποία η έγκληση αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση της ποινής – προϋπόθεση του τιμωρητού ορισμένων εγκλημάτων και ως τέτοια ανήκει στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο. Δεύτερον, η δικονομική θεωρία που εντάσσει την έγκληση στους θεσμούς του δικονομικού δικαίου θεωρώντας την ως καθαρή δικονομική προϋπόθεση. Τρίτον, η ενδιάμεση θέση που αποδέχεται το μικτό χαρακτήρα της εγκλήσεως . Αυτή η Τρίτη άποψη είναι κρατούσα στη νομολογία, ως εξής: «Η Έγκληση συνδέεται, όχι μόνο με την αξίωση της πολιτείας για την επιβολή της ποινής, αλλά και με το δικαίωμα για έγερση της ποινικής αγωγής και εντεύθεν έχει μικτό νομικό χαρακτήρα. Έτσι, η Έγκληση αφενός μεν αποτελεί θεσμό του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, διότι η παραμέληση της υποβολής της εντός της σχετικής τρίμηνης προθεσμίας (άρθρο 117 παρ.1 παλαιού Ποινικού Κώδικα και άρθρο 114 παρ. 1 του νέου Ποινικού Κώδικα) ή μη νομότυπη άσκηση αυτής οδηγεί στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης, αφετέρου δε συνιστά και δικονομικό θεσμό, διότι αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση για την έγκαιρη γένεση της Ποινικής Δίκης ». Ειδικώς όμως, και αυτή καθεαυτή η διάταξη του άρθρου 46 παρ.2 ΚΠΔ έχει κριθεί από τη Νομολογία ως διάταξη έχουσα διπλή ιδιότητα (ουσιαστική και δικονομική) .
Επομένως, «εφόσον η υποβολή της έγκλησης είναι προϋπόθεση για την κίνηση της ποινικής δίωξης, η προσωρινή έλλειψή της, συνιστά αναμφίβολα ένα δικονομικό εμπόδιο και με αυτή την έννοια εντάσσεται στο δικονομικό δίκαιο. Όταν όμως η έλλειψη αυτή είναι οριστική, και οδηγεί έτσι στην εξάλειψη του αξιόποινου χαρακτήρα της πράξης, δεν βρισκόμαστε πια στο χώρο του δικονομικού αλλά του ουσιαστικού ποινικού δικαίου ». Αυτό αποτυπώνεται ρητώς πλέον και στην αιτιολογική έκθεση του άρθρου 114 του νέου ΠΚ, όπου διευκρινίζεται, ότι «Η προσωρινή έλλειψη της έγκλησης συνιστά θεσμό του δικονομικού δικαίου, η οριστική της όμως έλλειψη ή η ρητή παραίτηση από αυτή συνιστά λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου και επομένως θεσμό του ουσιαστικού ποινικού δικαίου». Οριστική είναι η έλλειψη σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης, παραίτησης απ’ το δικαίωμα της έγκλησης και ανάκλησης τυχόν υποβληθείσας έγκλησης, εφόσον δεν υπάρχει παράλληλο ενεργό δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως από άλλο πρόσωπο. Αντιθέτως προσωρινή είναι η έλλειψη αν δεν έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της έγκλησης για τον αμέσως παθόντα, ή αν παρήλθε η προθεσμία έγκλησης ή παραιτήθηκε ή ανακάλεσε την έγκληση μόνο ένα από τυχόν περισσότερα δικαιούμενα πρόσωπα, η οποία δεν επιφέρει την εξάλειψη του αξιοποίνου, αλλά συνιστά μόνο δικονομικό εμπόδιο για την επιβολή της ποινής .
Αυτή μικτή φύση της Έγκλησης επιδρά στην εφαρμογή ή μη των αρχών του ουσιαστικού δικαίου, όπως η αρχή της μη αναδρομικότητας του αυστηρότερου ουσιαστικού ποινικού νόμου.
B. Το παράβολο υπέρ του Δημοσίου ως προϋπόθεση του παραδεκτού της Έγκλησης.
Το α.46 παρ. 2 του προγενέστερου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, μετά την τροποποίηση με την παρ. 1 του άρθρου 28 του Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α΄51/12.3.2012 και σύμφωνα με το α. 131 του ιδίου με έναρξη ισχύος από 2.4.2012) προέβλεψε την υποχρέωση του εγκαλούντος να καταθέτει παράβολο υπέρ του δημοσίου ποσού 100 ευρώ κατά την υποβολή της έγκλησης. Η υποχρέωση αυτή αργότερα μειώθηκε στα 50 ευρώ με την παράγραφο 3 του άρθρου 40 του Ν.4446/2016 (ΦΕΚ Α΄240/22.12.2016 με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του σύμφωνα με το άρθρο 45 του ιδίου, ήτοι την 23.1.2017). Οριζόταν επίσης, ότι αν δεν κατατεθεί το εν λόγω παράβολο η έγκληση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η καταβολή λοιπόν και η προσκόμιση υπέρ του Δημοσίου του ειδικού παραβόλου, προβλεπόταν ως βασική διατύπωση για την εγκυρότητα της έγκλησης και το νομότυπο αυτής, και όχι απλώς ως μια γενική συνοδός οικονομική υποχρέωση του εγκαλούντος ή του συνηγόρου του. Αποτελεί λοιπόν τέτοιο συστατικό στοιχείο του παραδεκτού της, η έλλειψη του οποίου οδηγεί στην ακυρότητα και το απαράδεκτο αυτής.

Γ. Παράβολο Υποβολής Έγκλησης και Δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη.
Κατά την θέσπιση της υποχρέωσης προσκομιδής παραβόλου υπέρ του Δημοσίου, σκοπός του νομοθέτη ήταν να περιορίσει τις υποβαλλόμενες προπετείς ή ανεπίδεκτες δικαστικής εκτίμησης ή προδήλως αβάσιμες εγκλήσεις που επιβάρυναν αδικαιολόγητα την ποινική διαδικασία .
Από την ίδια την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4055/2012 στο άρθρο 28 προκύπτει, ότι η κατάθεση μηνύσεων και εγκλήσεων έβαινε συνεχώς αυξανόμενη και εκ του γεγονότος ότι υποβάλλονταν αδαπάνως. Έτσι κρίθηκε ορθό, ο κινητοποιών το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, να καταβάλλει υπέρ του δημοσίου ένα συμβολικό ποσό γι αυτό, τέτοιο όμως ποσό που να μην αναιρείται η πρόσβαση στη δικαιοσύνη του παθόντος πολίτη. Έτσι προβλέφθηκε αρχικώς το ως άνω παράβολο στο ποσό των εκατό (100) ευρώ.
Αυτή η υποχρέωση έγινε λοιπόν αποδεκτή, λόγω του «συμβολικού» χαρακτήρα του ποσού, αλλιώς η σχετική πρόβλεψη θα ήταν αντίθετη προς το α.96 Σ., από το οποίο απορρέει η υποχρέωση των ποινικών δικαστηρίων να τιμωρούν τα εγκλήματα και να λαμβάνουν όλα τα μέτρα που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι, το δε δικαίωμα του ατόμου να έχει πρόσβαση στη Δικαιοσύνη δεν μπορεί να αναιρείται χάριν δημοσιονομικών σκοπιμοτήτων. Έτσι το συμβολικό του ποσού έγινε δεκτό, έστω και ως οριακής συνταγματικότητας . Πόσο μάλλον, όταν αργότερα ο νομοθέτης μείωσε το προβλεπόμενο ποσό του παραβόλου στο ήμισυ (50 ευρώ), δίνοντας στο ποσό αυτό ακόμα περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα.
Με το νέο κώδικα ποινικής δικονομίας, επιλογή του νομοθέτη ήταν να καταργήσει την υποχρέωση προσκομιδής παραβόλου υπέρ του δημοσίου ταμείου, κατά την υποβολή νέων εγκλήσεων. Τούτο όμως δεν μπορεί να επεκταθεί σε όλες τις περιπτώσεις εγκλήσεων που εκκρεμούν. Διότι ανάμεσα σε αυτές συγκαταλέγονται και εγκλήσεις, για τις οποίες προβλεπόταν κατά την υποβολή τους υποχρέωση προσκομιδής παραβόλου επί ποινή απαραδέκτου, και αν αυτό παραμερισθεί εντελώς, τότε η θέση του κατηγορουμένου καθίσταται σαφώς δυσμενέστερη, καθότι θίγει ουσιώδη δικαιώματά του. Θεωρώ, ότι η επίμαχη μεταβατική διάταξη δεν έλαβε υπόψη τα κριτήρια που διέπουν την αναγκαία στάθμιση μεταξύ, αφενός του δικαιώματος του παθόντος από ένα έγκλημα να έχει πρόσβαση στη δικαιοσύνη και αφετέρου των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Ο περιορισμός του πρώτου ως άνω δικαιώματος υπέρ των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου είναι κατά τη γνώμη μου θεμιτός, υπό την έποψη της αρχής της αναλογικότητας. Εξάλλου, το εν λόγω παράβολο γινόταν δεκτό ως συμβολικό ποσό και ουδέποτε κρίθηκε ως αντισυνταγματικό. Άλλωστε υφίστανται ακόμα και στο νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας άλλες περιπτώσεις όπου προβλέπεται υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου του δημοσίου. Επί παραδείγματι, σε περίπτωση απόρριψης έγκλησης από τον Εισαγγελέα με Διάταξη, κατοχυρώνεται στο άρθρο 52 ΚΠΔ δικαίωμα προσφυγής του εγκαλούντος. Για την προσφυγή αυτή προβλέπεται στο άρθρο 52 παρ.2 ΚΠΔ υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου υπέρ του δημοσίου, ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ και αν δεν κατατεθεί, τότε η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η εν λόγω ρύθμιση, θεωρείται, ότι δεν αναιρεί την πρόσβαση του παθόντος πολίτη στην δικαιοσύνη.

ΙV. Η ρύθμιση της παρ. 1 του ά. 590 ΚΠΔ και η εντεύθεν δυσμενέστερη θέση του κατηγορουμένου.
Α. Επί του ουσιαστικού χαρακτήρα της ρύθμισης.
Όπως προαναφέρθηκε, το τρίτο και τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 590 ΚΠΔ, το οποίο προστέθηκε με την παράγραφο 59, του άρθρου 7 του Ν. 4637/18.11.2019 ΦΕΚ Α΄180/18.11.2019, προβλέπει, ότι: «Εγκλήσεις που υποβλήθηκαν πριν την 1.7.2019 για κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, χωρίς την προσκόμιση παραβόλου, δεν θεωρούνται απαράδεκτες για το λόγο αυτό μετά την 1.7.2019». Εν προκειμένω, πρέπει ειδικότερα να εξεταστεί αν η κατάργηση του παραβόλου της έγκλησης μπορεί να εφαρμοστεί αναδρομικά για εγκλήσεις που είχαν υποβληθεί μέχρι την 1.7.2019 και για τις οποίες δεν είχε κατατεθεί παράβολο του Δημοσίου Ταμείου, με αποτέλεσμα αυτές να είναι από τότε απαράδεκτες, αλλά να καθίστανται πλέον αναδρομικά παραδεκτές. Κατά τη γνώμη μου, δεν πρόκειται απλώς για μια τροποποίηση δικονομικού κανόνα, ώστε να εφαρμόζεται εφεξής σε διαδικαστικές πράξεις εκκρεμών υποθέσεων, χωρίς να θίγει κύρος πράξεων που ήδη διενεργήθηκαν (στην ουσία έτσι δεν θα συνέτρεχε το στοιχείο της αναδρομικότητας). Αντίθετα, πρόκειται για «πραγματική» αναδρομική εφαρμογή δικονομικής διάταξης, αφού εφαρμόζεται αναδρομικά σε διαδικαστικές πράξεις, οι οποίες όχι μόνο έχουν ήδη διενεργηθεί, αλλά είχαν μάλιστα διενεργηθεί απαραδέκτως, καθιστώντας τις πλέον παραδεκτές.
Κατόπιν των προαναφερθέντων ανοίγονται δύο βασικοί θεωρητικοί δρόμοι. Με βάση το μικτό χαρακτήρα της Έγκλησης θα μπορούσε να υποστηριχθεί: Αφενός, ότι το ζήτημα της προσκομιδής παραβόλου Δημοσίου Ταμείου είναι καθαρά δικονομικού χαρακτήρα και ως τέτοιο ρυθμίζεται και αναδρομικά, χωρίς να εξετάζεται αν είναι ευμενέστερη ή δυσμενέστερη η διάταξη, σε σχέση με την προϊσχύουσα, ως προς τον κατηγορούμενο. Αφετέρου, ότι η μη προσκομιδή παραβόλου Δημόσιου Ταμείου κατά την υποβολή της έγκλησης, την καθιστά απαράδεκτη, ως εκ τούτου συνεπάγεται το απαράδεκτο της τυχόν ασκηθείσας ποινικής δίωξης και σε συνδυασμό με την πάροδο του τριμήνου για υποβολή (νέας) έγκλησης, οδηγεί στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης. Έτσι, η εφαρμογή του νεότερου νόμου θα πρέπει να ρυθμίζεται από τη γενικότερη αρχή του ουσιαστικού ποινικού δικαίου περί εφαρμογής του ηπιότερου νόμου, που βασίζεται στο άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, σύμφωνα με την οποία ο νόμος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις έχει αναδρομική εφαρμογή, εφόσον ίσχυσε κατά το χρόνο μεταξύ τελέσεως και εκδικάσεως της αξιοποίνου πράξεως . Στη δεύτερη αυτή περίπτωση δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αναδρομική εφαρμογή της υπό εξέταση διάταξης, διότι καθιστά δυσμενέστερη τη θέση του κατηγορουμένου.
Πρέπει να τονιστεί όμως, ότι ακόμη και στην πρώτη περίπτωση που η υπό εξέταση διάταξη κριθεί αμιγώς δικονομική, υποστηρίζεται σθεναρά, ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αναδρομική της εφαρμογή, διότι θίγει ουσιώδη συμφέροντα του κατηγορουμένου και έτσι είναι γι αυτόν δυσμενέστερη .
Θα μπορούσε να διερωτηθεί κάποιος, αν η εν λόγω διάταξη του ά. 590 παρ.1 εδαφ. γ΄ ΚΠΔ είναι ερμηνευτική, επομένως συνισχύει μετά της ερμηνευομένης και έχει συνεπώς αναδρομική δύναμη . Σύμφωνα με την ΟλΑΠ 22/1997 , αυτή η περίπτωση, συντρέχει μόνο όταν ο ερμηνευόμενος νόμος είναι ασαφής και, λόγω της ασάφειας του προέκυψαν ή μπορούσαν να προκύψουν διαφωνίες στη νομική επιστήμη ή στα Δικαστήρια για την αληθινή έννοιά του. Την δε ύπαρξη της ανάγκης ερμηνείας ως προϋπόθεσης, δικαιούνται να ελέγξουν τα δικαστήρια . Αν όμως ο Νόμος δεν είναι πράγματι ερμηνευτικός ισχύει μόνο από τη δημοσίευσή του, όπως ορίζεται στο ά. 77 παρ. 2 του Συντάγματος. Αυτή η διάταξη «αποκλείει την αναδρομική ισχύ των ψευτοερμηνευτικών νόμων και επιδιώκει αποκλειστικά την αποτροπή του κακού της θέσπισης αναδρομικών διατάξεων με το πρόσχημα της αυθεντικής ερμηνείας ενός νόμου» . Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, δεν υφίσταται Νόμος, οποίος να εμφανίζει ασάφεια και αμφιβολία περί το περιεχόμενό του. Τόσο οι διατάξεις του προγενέστερου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όσο και οι διατάξεις του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας είναι σαφείς: Για Εγκλήσεις που υποβάλλονταν πριν την 1.7.2019 υπήρχε σαφής υποχρέωση προσκομιδής Παραβόλου υπέρ του Δημοσίου, επί ποινή απαραδέκτου. Από δε 1.7.2019 και έπειτα η τοιαύτη υποχρέωση καταργήθηκε. Συνεπώς, η διάταξη του α. 590 παρ.1 εδαφ γ΄ΚΠΔ δεν μπορεί να θεωρηθεί ερμηνευτική, άλλωστε ούτε αυτοπροσδιορίζεται ως ερμηνευτική, είτε ρητώς, είτε εμμέσως συναγόμενη δια της προσφυγής της στην Αιτιολογική της Έκθεση. Η διάταξη περισσότερο προσομοιάζει στο «είδος» των ερμηνευτικών νόμων που είναι ψευτοερμηνευτικοί και ως τέτοιοι δεν έχουν αναδρομική ισχύ . Έτσι και από αυτή την οπτική, η κατάργηση της υποχρέωσης προσκομιδής παραβόλου υπέρ του Δημοσίου κατά την υποβολή Έγκλησης, αφορά τις Εγκλήσεις που υποβάλλονται από 1.7.2019 και εφεξής.
Β. Θεωρητική και νομολογιακή διάσταση του ζητήματος.
Η πλειονότητα της θεωρίας αρνείται την αναδρομική εφαρμογή δυσμενέστερης διάταξης δικονομικού δικαίου. Υποστηρίζεται, ότι η απαγόρευση της αναδρομικότητας στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, πρέπει να επεκταθεί και σε διατάξεις του ποινικού δικονομικού δικαίου, όταν αυτές περιέχουν προβλέψεις που θίγουν ουσιώδη συμφέροντα και δικαιώματα του κατηγορουμένου , είτε με αναγωγή στην ενότητα του Ποινικού φαινομένου και στα τρία πεδία (ουσιαστικό-δικονομικό-σωφρονιστικό), είτε με παραδοχή της δογματικής αλληλεξαρτήσεως ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου, είτε με πρόσδοση χαρακτήρα κανόνων και ουσιαστικού ποινικού δικαίου (: διφυής χαρακτήρας – όπως αναλύθηκε εκτενώς ανωτέρω) σε εκείνους τους δικονομικούς κανόνες που η άμεση εφαρμογή τους οδηγεί σε χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου .
Σποραδικώς, πριν την ΣυμβΑΠ Ολ 1/2014, είχε κριθεί και νομολογιακά, ότι αναδρομική εφαρμογή δικονομικού νόμου, όταν η νέα νομοθετική πρόβλεψη θίγει τελικά ουσιώδη συμφέροντα του βασικού υποκειμένου της ποινικής δίκης, δεν μπορεί να γίνει δεκτή .
Στην με αριθμό 1/2014 απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου [σε Συμβούλιο], κρίθηκε μεν αντιθέτως, αλλά με εκτενώς τεκμηριωμένη αντίθετη Εισαγγελική πρόταση στην οποία περιλαμβάνεται το εξής: «Ανεξάρτητα από τη φύση της διάταξης, η οποία είναι πράγματι δικονομική, αυτή ως εισάγουσα δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο ρύθμιση σε σχέση με ό, τι ίσχυε προηγουμένως σχετικά με την υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς για την δίωξη της συγκεκριμένης πράξης, δεν είχε αναδρομική ισχύ». Η αντίθετη αυτή Εισαγγελική πρόταση, κινείτο στα πλαίσια της Γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με αριθμό 2/2013 , με την οποία διατυπωνόταν η άποψη, ότι απαγορεύεται γενικώς η αναδρομική εφαρμογή δικονομικών κανόνων, όταν αυτοί περιέχουν προβλέψεις οι οποίες θίγουν εν τέλει ουσιώδη συμφέροντα του κατηγορουμένου. Μετά όμως την έκδοση της ως άνω ΣυμβΟλΑΠ 1/2014, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου προχώρησε στη Γνωμοδότηση με αριθμό 4/2016 , η οποία αναγνώρισε μεν, ότι από πλευράς ποινικής θεωρίας ασκήθηκε κριτική στις νομολογιακές παραδοχές της ΣυμβΟλΑΠ 1/2014 και ότι συνάμα επικροτήθηκε η αντίθετη θέση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αλλά λόγω της ανάγκης διασφάλισης ενότητας της νομολογίας και της συνακόλουθης επίτευξης της ασφάλειας δικαίου, έκρινε ως αδρανή την Γνωμοδότηση 2/2013 με τη σημείωση μάλιστα, «χωρίς τούτο να σημαίνει αποδυνάμωση του δικαιώματος καθενός μας να διατηρεί τυχόν παρεκκλίνουσα ή αντίθετη επιστημονική άποψη επί του θέματος». Έτσι η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, για την ενότητα της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου, ευθυγραμμίστηκε με την ΣυμβΟλΑΠ 1/2014, χωρίς πάντως να διατυπώνει στέρεα την αυτή νομική άποψη και παράλληλα «δείχνοντας» προς τις αντίθετες επιστημονικές απόψεις.
Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ, η Αρχή της απαγόρευσης αναδρομικής εφαρμογής δυσμενέστερης διάταξης προβλέπεται ρητά στο άρθρο 7 παρ.1 αυτής. Το ΕΔΔΑ έχει κρίνει νομολογιακά, ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται βασικά σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου και όχι σε δικονομικούς κανόνες (βλ Υποθέσεις Bosti v. Italy και Morabito v. Italy). Ωστόσο, όταν μια διάταξη συγκαταλέγεται μεν στο εθνικό/εσωτερικό ποινικό δικονομικό δίκαιο, επηρεάζει όμως τη σοβαρότητα της ποινής που θα επιβληθεί, το Δικαστήριο χαρακτηρίζει τη διάταξη αυτή ως «ουσιαστικό ποινικό Δίκαιο» στην οποία το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 7 ισχύει (Υπόθεση Scoppola v. Italy) .
Σε μια αντίστοιχη περίπτωση στο πεδίο όμως του ουσιαστικού δικαίου, ένα παρόμοιο ζήτημα τέθηκε με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 465 ΠΚ, όπου προβλέπεται, ότι για τις πράξεις που τελέστηκαν υπό το καθεστώς του παλαιού ΠΚ και πριν την 1.7.2019 εφαρμόζονται οι διατάξεις του παλαιού ΠΚ ως προς την αναστολή εκτέλεσης της ποινής, τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική και την απόλυση υπό όρο. Αυτή η πρόβλεψη, επιφύλασσε στον κατηγορούμενο δυσμενέστερη μεταχείριση και μάλιστα αναδρομικά, καθώς το νέο άρθρο 99 ΠΚ περί της Αναστολής είναι ευμενέστερο, στο βαθμό που δίνει τη δυνατότητα Αναστολής εκτέλεσης της ποινής και σε κατηγορουμένους που έχουν παλαιότερες καταδίκες, χωρίς να θέτει ως όρο το να μην έχει καταδικαστεί σε ποινή αμετακλήτως άνω των 12 μηνών, κατά τη ρύθμιση του προγενέστερου ά. 99 ΠΚ. Γι αυτό κρίθηκε, ότι το άρθρο 465 ΠΚ, ως προς αυτό το ζήτημα, πρέπει να παραμερισθεί, καθότι αντίκειται σε διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος, ήτοι: στα α 4 και 7 Συντ , στη διάταξη του α. 15 παρ.1 εδ γ΄ του ΔΣΑΠΔ, και στο ά. 7 παρ.1 της ΕΣΔΑ. Επομένως, μετά την ισχύ του Νέου ΠΚ εφαρμοστέο τυγχάνει σε κάθε περίπτωση το α. 99 παρ. 1 εδαφ. α΄του Νέου ΠΚ .

Γ. Συμπερασματική αξιολόγηση.
Επομένως με βάση όλα τα παραπάνω, ευλόγως μπορεί να υποστηριχθεί, ότι ο δικονομικός νόμος και εν προκειμένω το άρθρο 590 παρ.1 εδαφ. γ΄ ΚΠΔ δεν μπορεί να έχει αναδρομική εφαρμογή, όταν θίγει ουσιώδη συμφέροντα του κατηγορουμένου, του επιφυλάσσει έτσι δυσμενέστερη μεταχείριση και γι αυτό πρέπει να παραμερισθεί με επίκληση του άρθρου 2 ΠΚ και των υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεων α 4 και 7 Συντ, του α. 15 παρ.1 εδ γ΄ του ΔΣΑΠΔ, και του ά. 7 παρ.1 της ΕΣΔΑ. Εφαρμοστέο στις ως άνω περιπτώσεις πρέπει να κρίνεται το άρθρο 46 παρ.2 προγενέστερου ΚΠΔ σύμφωνα με το οποίο απορρίπτονται ως απαράδεκτες οι ασκηθείσες πριν την 1.7.2019 Εγκλήσεις για τις οποίες δεν είχε κατατεθεί κατά την υποβολή τους παράβολο του Δημοσίου Ταμείου. Αν τυχόν είχε ασκηθεί ποινική δίωξη, αυτή κηρύσσεται από το Ποινικό Δικαστήριο απαράδεκτη. Ακόμα και στην περίπτωση αμφιβολίας όμως, πρέπει να εφαρμοστεί η εκδοχή εκείνη που αποβαίνει υπέρ του κατηγορουμένου, με βάση την θεμελιώδη αρχή in dubio pro reo, η οποία πρέπει να καλύπτει και τις αμφιβολίες ως προς τη συνδρομή των λεγόμενων «προϋποθέσεων της ποινικής δίκης» (περιλαμβανομένων των «αρνητικών» ή με άλλη διατύπωση, των «κωλυμάτων της ποινικής δίκης»). Λ.χ. όταν το Δικαστήριο αμφιβάλει ως προς το νομότυπο της υποβολής της έγκλησης, εν αμφιβολία, οφείλει να κηρύξει την ποινική δίωξη απαράδεκτη. Αυτή η λύση υποστηρίζεται από τον αείμνηστο Καθηγητή Νικ. Ανδρουλάκη, στοιχείται δε με την ευθύνη που έχουν τα Δικαστήρια για τη νομότυπη, σύμφωνη προς τις επιταγές του Κράτους Δικαίου και με δικανική μορφή διεξαγωγή της ποινικής δίκης . Έτσι και εν προκειμένω, ακόμα και εν αμφιβολία, οφείλει το Δικαστήριο και πάλι να αποφανθεί pro reo και να κηρύξει απαράδεκτη την ποινική δίωξη.
Τα ανωτέρω, εκτός από μεγάλη επιστημονική σημασία σε θεωρητικό επίπεδο, έχουν και εξαιρετικά μεγάλη πρακτική σημασία, ως προς την υπεράσπιση του κατηγορουμένου. Ειδικότερα, στις εν λόγω υποθέσεις, οι ενστάσεις του κατηγορουμένου για το μη νομότυπο της Έγκλησης και το απαράδεκτο της ποινικής δίωξης, θα πρέπει να προβάλλονται με Αυτοτελή Ισχυρισμό, ο οποίος θα αναπτύσσεται προφορικά και θα υποβάλλεται εγγράφως, ώστε να ενσωματώνεται στα Πρακτικά. Έτσι, αν το Ποινικό Δικαστήριο δεν κηρύξει την ποινική δίωξη απαράδεκτη, αλλά προχωρήσει στην ουσία και καταδικάσει τον κατηγορούμενο, τότε θα πρέπει να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη του ισχυρισμού αυτού , διότι διαφορετικά ελέγχεται η απόφαση αναιρετικά, αν το δικαστήριο δεν απαντήσει καθόλου, για έλλειψη ακρόασης ή αν απορρίψει τον σχετικό ισχυρισμό αναιτιολόγητα, για έλλειψη αιτιολογίας . Επίσης, η απόφαση ελέγχεται αναιρετικά, κατά το άρθρο 510, παρ.1, περίπτωση Η) κατά τον προγενέστερο ΚΠΔ και πλέον Θ), για υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει, όταν το Δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδίως, όταν συντρέχουν οι αναφερόμενες στην εν λόγω διάταξη περιπτώσεις, η απαρίθμηση των οποίων καθίσταται απλώς ενδεικτική, κάτι που συνάγεται από τη χρησιμοποίηση του όρου «ιδίως» στο κείμενο του νόμου. Η υπέρβαση εξουσίας εμφανίζεται με δύο όψεις: Τη θετική, όταν το Δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίδει ο νόμος ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αντίθετα, αρνητική υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το δικαστήριο παραλείπει (αρνείται) να ασκήσει υπάρχουσα εξουσία του, παρεχόμενη εκ του νόμου. Μεταξύ των υπαγομένων περιπτώσεων περιλαμβάνονται και εκείνες όταν υπάρχει έλλειψη της απαιτούμενης έγκλησης, διότι αυτή δεν υποβλήθηκε καθόλου ή έγινε παραίτηση από αυτή, ως και όταν αυτή δεν είναι νομότυπη, είτε διότι δεν υποβλήθηκε εντός της νομίμου προθεσμίας, είτε διότι υποβλήθηκε από μη δικαιούμενο πρόσωπο και όταν δεν καταβλήθηκαν τα νόμιμα τέλη υποβολής της εγκλήσεως .
V. Αντί επιλόγου.
Όπως είναι ευνόητο, οι σκέψεις που προηγήθηκαν εκφράζουν έναν γενικότερο αντίλογο στην κρατούσα θέση του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας μας, που δέχεται συνολικώς την αναδρομική εφαρμογή κάθε ποινικοδικονομικής διάταξης. Λαμβάνοντας υπόψη, ότι η πλειονότητα των θεωρητικών της Ποινικής επιστήμης διατυπώνει τη δικαιολογημένη αντίθεσή της στην εν λόγω νομολογία, επιδιώκεται έτσι να παρασχεθεί ένα -μικρό- έναυσμα για την αναθεώρησή της. Πόσο μάλλον, όταν στην ίδια τη νομολογία διατυπώνονται αντίθετες απόψεις. Σημαντική είναι εδώ η προμνημονευθείσα Νομολογία του ΕΔΔΑ , η οποία δεν υιοθετεί de facto και a priori την εν γένει αναδρομική εφαρμογή των ποινικοδικονομικών διατάξεων, αλλά αντιθέτως χαρακτηρίζει κάποιες ως διατάξεις «ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου», στις οποίες δέχεται την ισχύ του άρθρου 7 παρ.1 της ΕΣΔΑ, μιας διάταξης που στην Ελληνική έννομη τάξη έχει μάλιστα υπερνομοθετική ισχύ.

Η παρούσα μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, τεύχος Απριλίου (4) 2021, σελ. 529επ.