Αριθμός Απόφασης: 12/2020
(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης ανακοπής: �./2019)
(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου πρόσθετων λόγων: �./2019)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ
(Ειδική Διαδικασία περιουσιακών διάφορών)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγλαΐα Δότα, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο
Πρωτοδικών Καστοριάς και από τη Γραμματέα Νίκη Αλεξίου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, την 20η Δεκεμβρίου 2019, για να δικάσει το με αριθμό
κατάθεσης �./12-11-2019 δικόγραφο ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ και το με αριθμό
κατάθεσης �./10-12-2019 δικόγραφο πρόσθετων λόγων ανακοπής μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ-ΔΙΑ ΠΡΟΣΘΕΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: �., κατοίκου .., οδός .., (Α.Φ.Μ�.)
που παραστάθηκε στο δικαστήριο μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Ιωάννη Βαονάκη του
Εμμανουήλ (ΑΜΔΣΑ: 34360), κατοίκου Αθηνών, οδός ���., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΚΑΘΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΥΤΗΣ: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με
την επωνυμία «�…» που εδρεύει στην .., οδός �� και εκπροσωπείται νόμιμα, Α.Φ.Μ. ��., που
παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Νέστορα Τσακλίδη του
Χρήστου, (ΑΜΔΣΚαστ:142), κατοίκου Καστοριάς, οδός �.., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν
ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 933 & 4 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το ν. 4335/2015, αν ο
εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, οι αντιρρήσεις είναι απαράδεκτες
στην έκταση που ισχύει το δεδικασμένο, σύμφωνα με τα άρθρα 330 και 633 & 2 εδ. γ’ αντίστοιχα.
Κατά
την έννοια δε των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση
αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το
κριθέν δικαίωμα και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Το δεδικασμένο αυτό
εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια
παρέμβαση ή ένσταση. Με τελεσίδικη απόφαση ισοδυναμεί κατά την ως άνω διάταξη και η διαταγή
πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, μετά την τελεσίδικη απόρριψη της
ασκηθείσας ανακοπής, ή σε περίπτωση μη ασκήσεως ανακοπής, μετά την παρέλευση άπρακτης της
προθεσμίας ασκήσεως της ανακοπής του άρθρου 633 & 3 ΚΠολΔ (ΑΠ 977/2015, 1881/2014,
133/2003). Η διαταγή πληρωμής που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, προσομοιάζει κατά τα
αποτελέσματά της με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπό την έννοια ότι δεν δύναται πλέον να
αμφισβητηθεί ούτε και με ανακοπή από το άρθρο 933 ΚΠολΔ, η δι� αυτής βεβαιουμένη απαίτηση,
εφ’ όσον έκτοτε αποτελεί, κατά ρητή διάταξη του άνω άρθρου 633 & 2 εδ. τελευταίο,
δεδικασμένο, που κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 330 και 935 ιδίου κώδικα καθιστά
απαράδεκτη την προβολή σε μεταγενέστερη δίκη, αφορώσα στο κύρος της εκτελέσεως, λόγων
ανακοπής, που αν και ήταν γεννημένοι και ηδύναντο να προταθούν, δεν προτάθηκαν με μία από
τις ανωτέρω ανακοπές κατά της διαταγής πληρωμής (Ολ ΑΠ 30/1987, ΑΠ 1881/2014). Το γεγονός
ότι η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, δεν συνεπάγεται αναγκαίως και ότι αυτή δεν
δύναται κατά νόμο να παραγάγει δεδικασμένο, υπό τη θετική και την αρνητική λειτουργία του,
εφ’ όσον το δεδικασμένο δεν αποτελεί εννοιολογικό γνώρισμα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά
έννομη συνέπεια αυτών, την οποία προσδίδει διάταξη νόμου (ΑΠ 856/2014, 53/2004). Εξ άλλου,
κατά το άρθρο 330 ΚΠολΔ το δεδικασμένο εκτείνεται στις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και
σε εκείνες, που ηδύναντο να προταθούν και δεν προτάθηκαν. Από τις ενστάσεις που δεν
προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που δύναται να ασκηθεί
και με κύρια αγωγή. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι καλύπτονται από το δεδικασμένο όλες οι
προταθείσες ενστάσεις, ασχέτως της νομικής τους θεμελιώσεως. Από εκείνες που δεν προτάθηκαν
καλύπτονται: α) όλες οι ενστάσεις εκ του δικονομικού δικαίου, β) όλες οι καταχρηστικές ενστάσεις,
δηλαδή εκείνες που στηρίζονται επί απλών πραγματικών περιστατικών και γ) όλες οι γνήσιες
αυτοτελείς ή αυθύπαρκτες ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που, όπως και οι καταχρηστικές στηρίζονται
επί απλού πραγματικού γεγονότος, αλλά περαιτέρω στηρίζουν διαπλαστικό δικαίωμα του
εναγομένου, ώστε να αποτελούν παραλλήλως και ενστάσεις υπό ουσιαστική έννοια. Ολες αυτές οι
ενστάσεις, είτε αφορούν στις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε αφορούν στο κατ’ ουσία βάσιμο της
αγωγής, καλύπτονται από το δεδικασμένο. Η μη προταθείσα ένσταση καλύπτεται από το
δεδικασμένο, εφ’ όσον ήταν δυνατόν να προταθεί κατά την διάρκεια προηγούμενης δίκης, εφ’
όσον δηλαδή υπήρχαν έκτοτε όλα τα απαιτούμενα για την θεμελίωση της γεγονότα, έστω και αν ο
διάδικος τα αγνοούσε υπαιτίως ή ανυπαιτίως (ΑΠ 856/2014, 1017/2001). Τέλος, πρέπει να
επισημανθεί ότι οποιοσδήποτε λόγος και αν προβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ,
το αίτημά της είναι αποκλειστικά η ακύρωση της προβαλλόμενης πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης
και όχι η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, καθώς η τελευταία μπορεί να ζητηθεί παραδεκτά μόνο
με τις ανακοπές των άρθρων 632 παρ. 1 και 633 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 337/2006 ΕλΔ 2006.780, ΕφΑθ
547/2008 ΕλΔ 2008.842, X. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, 4η έκδ., 2016, τ. 2ος, άρθρο 632 αριθμ. 28).
Νομίμως φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το με αριθμό κατάθεσης
�./12-11-2019 δικόγραφο ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ και το με αριθμό κατάθεσης �/10-
12-2019 δικόγραφο πρόσθετων λόγων ανακοπής, που πρέπει, κατ� εφαρμογή των διατάξεων των
άρθρων 31 παρ. 1 και 2, 246 και 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, να συνεκδικασθούν, καθόσον είναι
συναφείς μεταξύ τους, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και από τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται
και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται δε επιπλέον μείωση των εξόδων.
Ο ανακόπτων με την υπό κρίση ανακοπή του εκθέτει ότι εκδόθηκε κατά της ανώνυμης
βιοτεχνικής εμπορικής εταιρίας με την επωνυμία «�����» που εδρεύει στη �. και εκπροσωπείται
νόμιμα (πρωτοφειλέτρια), κατά του ιδίου, καθώς και κατά του ����. ως εγγυητών η υπ� αριθμ.
110/2014 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καστοριάς με την οποία
υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή αλληλεγγύως, αδιαιρέτως και εις
ολόκληρο το ποσό των εβδομήντα μία χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και
ογδόντα οκτώ λεπτών (71.444,88) για απαίτηση που πηγάζει από τραπεζική σύμβαση πιστώσεως
με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Οτι την 04-07-2014 η καθ� ης η ανακοπή επέδωσε σ’ αυτόν
και στους λοιπούς εις ολόκληρο συνοφειλέτες του αντίγραφο εξ απογράφου πρώτο εκτελεστό με
αριθμό ../2014 της ως άνω Διαταγής Πληρωμής (πρώτη
επίδοση). Οτι στη συνέχεια την 04-09-2019 η καθ ης η ανακοπή επέδωσε σ� αυτόν εκ νέου
αντίγραφο εξ απογράφου πρώτο εκτελεστό με αριθμό ../2014 της ως άνω Διαταγής Πληρωμής
(δεύτερη επίδοση) μετά της από 02-09-2019 επιταγής προς πληρωμή με την οποία επιτασσόταν
αυτός και οι λοιποί εις ολόκληρο συνοφειλέτες του να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή α) το
ποσό των 71.444,88 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο πλέον τόκων και εξόδων από την 11-03-2014
με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων μέχρι την
ολοσχερή εξόφληση, β) το ποσό των 2.215,00 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη με το
νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης, γ) 1. το ποσό των 18
ευρώ για την έκδοση και επικύρωση αντιγράφου του α� εκτελεστού απογράφου, 2. το ποσό των
120 ευρώ για σύνταξη επιταγής προς πληρωμή, και 3. τα έξοδα και αμοιβή του Δικαστικού
Επιμελητή για την επίδοση της επιταγής προς πληρωμή, όπως αυτά προβλέπονται στην υπ� αριθμ.
21798/11-03-2016 απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων – Οικονομικών ήτοι συνολικά για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των 73.797,88 ευρώ.
Οτι στη συνέχεια την 30-09-2019 η καθ� ης η ανακοπή του επέδωσε την με αριθμό �../30-09-2019
έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας
του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας με έδρα το Πρωτοδικείο Καστοριάς ����, η οποία έλαβε χώρα
δυνάμει της από 10-09-2019 έγγραφης εντολής προς εκτέλεση και με βάση την οποία επισπεύτηκε
αναγκαστική εκτέλεση κατά της αναλυτικά περιγραφόμενης στο δικόγραφο περιουσίας του η αξία
της οποίας ορίστηκε στο ποσό των 89.000 ευρώ με τιμή πρώτης προσφοράς για την έναρξη του
πλειστηριασμού στο ύψος της εμπορικής αξίας αυτού ήτοι στο ποσό των 89.000 ευρώ. Οτι
ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά μέσα ορίστηκε η 14η Μαϊου 2020,
ημέρα Πέμπτη από ώρα 10.00π.μ. έως 14.00 μ.μ. της ίδιας ημέρας και υπάλληλο του
πλειστηριασμού την ����., Συμβολαιογράφο Καστοριάς και ότι ακριβές αντίγραφο του υπ� αριθμ.
�../7-10-2019 αποσπάσματος της με αριθμό �../30-09-2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης
ακίνητης περιουσίας του ως άνω δικαστικού επιμελητή δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα
δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης
Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων την 7-10-2019 με μοναδικό κωδικό
����.. . Ζητεί δε κατ� ορθή εκτίμηση να ακυρωθεί στο σύνολό της ή άλλως επικουρικά να
μεταρρυθμιστεί α) η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος του δυνάμει
της με αριθμό ../30-09-2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του ως άνω
δικαστικού επιμελητή, β) η κατάσχεση που επιβλήθηκε με τη με αριθμό �../30-09-2019 έκθεση
αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του ως άνω δικαστικού επιμελητή, γ) το με αριθμό
�../7-10-2019 απόσπασμα της με αριθμό ../30- 09-2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης
ακίνητης περιουσίας του ως άνω δικαστικού επιμελητή που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα
δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης
Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων την 7-10-2019 με μοναδικό κωδικό
����., δ) η από 2-09-2019 επιταγή προς πληρωμή της καθ� ης που υπογράφεται από τον
πληρεξούσιο δικηγόρο της καθ� ης, η οποία (επιταγή) του επιδόθηκε την 04-09-2019 με αντίγραφο
εξ απογράφου πρώτο εκτελεστό με αριθμό ../2014 της με αριθμό 110/2014 Διαταγής Πληρωμής, ε)
η από 10-09-2019 εντολή προς εκτέλεση – κατάσχεση που δόθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο
της καθ� ης στον αρμόδιο δικαστικό επιμελητή προκειμένου να προβεί στην ως άνω κατάσχεση,
στ) κάθε άλλη συναφής πράξη εκτέλεσης που έχει λάβει χώρα ή επίκειται να λάβει χώρα στο πλαίσιο
της ένδικης ανακοπτόμενης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, ζ) Επικουρικά, να διαταχθεί η
διενέργεια οικονομολογιστικής πραγματογνωμοσύνης για την εκκαθάριση της ένδικης απαίτησης
και η) να καταδικαστεί η καθ� ης η ανακοπή στη δικαστική του δαπάνη και την αμοιβή του
πληρεξούσιου δικηγόρου του.
Η ως άνω ανακοπή αρμοδίως καθ� ύλη και κατά τόπο εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου
(άρθρο 933 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ) κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα
614 επ και 937 παρ.3
ΚΠολΔ), ενώ έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα (άρθρα 933, 934 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Ωστόσο,
το υπό α) αίτημά της με το οποίο ζητείται να ακυρωθεί στο σύνολό της ή να μεταρρυθμιστεί η
διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος του δυνάμει της με αριθμό �../30-
09- 2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του ως άνω δικαστικού
επιμελητή τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθώς αντικείμενο ακύρωσης της ανακοπής του
άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει συγκεκριμένη πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης και όχι εν
γένει η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης στο σύνολό της (ΑΠ 792/2015, Νόμος). Επιπλέον,
απορριπτέο ως απαράδεκτο τυγχάνει και το υπό στ) αίτημά της να ακυρωθεί κάθε άλλη συναφής
πράξη εκτέλεσης που έχει λάβει χώρα ή επίκειται να λάβει χώρα στο πλαίσιο της ένδικης
ανακοπτόμενης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω αοριστίας του, καθώς με το εν λόγω
αίτημα δεν προσβάλλεται συγκεκριμένη πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης. Περαιτέρω δε, το
δικόγραφο των πρόσθετων λόγων κατατέθηκε και επιδόθηκε εμπρόθεσμα, ήτοι οκτώ ( ημέρες
πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 585 παρ.
2 εδ. β’ και 933 παρ.1 εδ. τελ. ΚΠολΔ, στην καθ� ης η ανακοπή (βλ. σχετ. την υπ� αριθμ. �./10-12-
2019 πράξη κατάθεσης, σε συνδυασμό με την υπ� αριθμ. ����/11-12-2019 έκθεση επίδοσης του
διορισμένου στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών και με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών,
δικαστικού επιμελητή, ��, που προσκομίζει ο ανακόπτων). Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη
ανακοπή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, το παραδεκτό, η νομική και
ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, καθώς και των ασκούμενων με αυτοτελές
δικόγραφο.
Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής και τον δεύτερο λόγο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων
της ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι δεν υφίσταται έγκυρη απαίτηση της καθ� ης εναντίον
αυτού και του έτερου εγγυητή �����.., δεδομένου ότι η επίμαχη σύμβαση περιέχει, αναφορικά με
την εγγυητική θέση των ίδιων, άκυρο ως καταχρηστικό όρο και ειδικότερα, ότι ο όρος της
σύμβασης, με τον οποίο οι ίδιοι παραιτήθηκαν από την ένσταση διζήσεως και από τα λοιπά
δικαιώματα τους, κατά τα άρθρα 853, 858, 862 863, 866, 867 και 868 προσκρούει στις διατάξεις
των παρ. 6 και 7εδ.ιγ’ και κστ� του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 και επικουρικά στο άρθρο 281 ΑΚ,
αφού δεσμεύει υπέρμετρα τους ίδιους και περιορίζει υπέρμετρα την ευθύνη της καθ� ης και ότι
επομένως, μη σύννομα εκδόθηκε η ένδικη διαταγή πληρωμής κατ� αυτού εις ολόκληρον μετά της
πρωτοφειλέτριας και μη σύννομα επισπεύδεται και σε βάρος η ένδικη διαδικασία αναγκαστικής
εκτέλεσης.
Περαιτέρω, με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής του και με τον τρίτο λόγο του δικογράφου των
προσθέτων λόγων αυτής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η διαταγή πληρωμής βάσει της οποίας
επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση στο ακίνητό του τυγχάνει ακυρωτέα, καθώς δεν αναγράφηκε
σ� αυτή, αλλά ούτε και στην αίτηση για την έκδοσή της η πραγματική αιτία πληρωμής και
ειδικότερα ότι αυτή αναφέρεται σε σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, ενώ
στην πραγματικότητα φέρει τα στοιχεία τοκοχρεωλυτικού δανείου. Οτι για το λόγο αυτό πρέπει να
ακυρωθούν και οι ερειδόμενες σ� αυτή ανακοπτόμενες πράξεις εκτέλεσης.
Επιπλέον, με τον έβδομο λόγο της ανακοπής του ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι το γεγονός ότι οι
προαναφερόμενοι με τους προηγούμενους λόγους της ανακοπής του όροι της αρχικής ένδικης
σύμβασης και των μεταγενέστερων αυτής πράξεων είναι ακυρωτέοι ως καταχρηστικοί συνεπιφέρει
ακυρότητα της σύμβασης στο σύνολό της βάσει του άρθρου 181 ΑΚ. Οτι κατ� επέκταση πρέπει να
ακυρωθεί και η διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε με βάση τη σύμβαση αυτή και τις μεταγενέστερες
αυτής πράξεις και στη συνέχεια και όλες οι ανακοπτόμενες με την παρούσα πράξεις αναγκαστικής
εκτελέσεως που επισπεύδεται με βάση την παραπάνω διαταγή πληρωμής ως εκτελεστό τίτλο.
Επιπροσθέτως, με τον όγδοο λόγο της ανακοπής του ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η ένδικη
διαταγή πληρωμής είναι άκυρη λόγω μη προσήκουσας αλλά προσχηματικής εφαρμογής της
διαδικασίας επίλυσης καθυστερήσεων (Δ.Ε.Κ.) του Κώδικα Δεοντολογίας του ν. 4224/2013 εκ
μέρους της αντιδίκου πριν την έκδοση της διαταγής πληρωμής με αποκλειστική υπαιτιότητα της
αντιδίκου. Οτι κατ� επέκταση η διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε με τον τρόπο αυτό τυγχάνει
ακυρωτέα και για το λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθούν και όλες οι ανακοπτόμενες με την παρούσα
πράξεις αναγκαστικής εκτελέσεως που επισπεύδεται με βάση την παραπάνω διαταγή πληρωμής ως
εκτελεστό τίτλο.
Προσέτι, με τον δέκατο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η αντίδικος στην αίτηση
για την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής και
στο σώμα της ίδιας της διαταγής πληρωμής δεν αναφέρεται το επιτόκιο που ίσχυσε καθ� όλη τη
διάρκεια του δανείου καθιστάμενες έτσι εξ αυτού του λόγου αόριστες τόσο η αίτηση όσο και η
ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και κατά συνέπεια η βάση αυτής ανακοπτόμενη διαδικασία
αναγκαστικής εκτέλεσης και οι επιμέρους προσβαλλόμενες με την παρούσα πράξεις οι οποίες πρέπει
να ακυρωθούν.
Τέλος, με τον ενδέκατο λόγο της ανακοπής του και με τον έκτο λόγο του δικογράφου προσθέτων
λόγων αυτής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η ένδικη διαταγή πληρωμής πάσχει ακυρότητα, καθώς
εκδόθηκε βάσει εγγράφων που δεν αποδεικνύουν με ασφάλεια την απαίτηση. Οτι ειδικότερα τα
προσκομισθέντα αποσπάσματα των τηρούμενων λογαριασμών της ένδικης σύμβασης δεν ήταν
πλήρη, καθώς δε γίνεται διάκριση σ’ αυτά των τόκων σε συμβατικούς και υπερημερίας και δεν
αναγράφηκε το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο με το οποίο αυτοί υπολογίστηκαν. Οτι, επιπλέον από
κανένα έγγραφο δεν αποδεικνύεται ότι οι τηρούμενοι λογαριασμοί που αναφέρονται στα
προσκομισθέντα αποσπάσματα των λογιστικών βιβλίων της Τράπεζας πράγματι τηρήθηκαν στα
πλαίσια της ένδικης σύμβασης. Οτι, συνεπώς, η ένδικη διαταγή πληρωμής τυγχάνει αόριστη
στερούμενη αποδειξιμότητας εξ εγγράφων και άρα ακυρωτέα. Οτι κατά συνέπεια η βάση αυτής
ανακοπτόμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης και οι επιμέρους προσβαλλόμενες με την
παρούσα πράξεις οι οποίες πρέπει να ακυρωθούν.
Με όλους τους ως άνω λόγους ο ανακόπτων βάλλει κατά του κύρους του τίτλου εκτέλεσης ήτοι
της διαταγής πληρωμής. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, αντίγραφο εξ απογράφου πρώτο
εκτελεστό με αριθμό ../2014 της υπ’ αριθμ. 110/2014 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Καστοριάς, η οποία αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο βάσει του οποίου
επισπεύδεται η ένδικη διαδικασία αναγκαστικής, επιδόθηκε το πρώτον την 04-07-2014 στον
ανακόπτοντα και στους λοιπούς εις ολόκληρο συνοφειλέτες του (πρώτη επίδοση). Κατά αυτής της
διαταγής πληρωμής δεν ασκήθηκε ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ. Στη συνέχεια την
04-09-2019 η καθ� ης η ανακοπή επέδωσε στον ανακόπτοντα εκ νέου αντίγραφο εξ απογράφου
πρώτο εκτελεστό με αριθμό ../2014 της ως άνω Διαταγής Πληρωμής (δεύτερη επίδοση) μετά της
από 02-09-2019 επιταγής προς πληρωμή. Κατά αυτής της διαταγής πληρωμής δεν ασκήθηκε εντός
των δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από τη νέα επίδοση ούτε η ανακοπή του άρθρου 633
παρ.2 ΚΠολΔ. Συνεπώς, η υπ� αριθμ. 110/2014 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Καστοριάς απέκτησε ισχύ δεδικασμένου. Επομένως, σύμφωνα με όσα αναφέρονται
παραπάνω και στη μείζονα πρόταση της παρούσας οι αντιρρήσεις αυτές είναι απαράδεκτες στην
έκταση που ισχύει το δεδικασμένο από τη παραπάνω διαταγή πληρωμής, σύμφωνα με τα άρθρα
330 και 633 & 2 εδ. γ’ αντίστοιχα και άρα οι ως άνω λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως
απαράδεκτοι.
Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της ανακοπής του, ο ανακόπτων προβάλει την ένσταση
της διζήσεως ισχυριζόμενος ότι υπάρχει η δυνατότητα κατάσχεσης ακινήτου της πρωτοφειλέτριας
εταιρίας, μεγαλύτερης αξίας από το επίδικο επί του οποίου υφίσταται προσημείωση υποθήκης της
καθ� ης και από το οποίο θα μπορέσει να ικανοποιηθεί η συνολική απαίτησή της, ενώ με το
δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού ισχυρίζεται τα ίδια ως άνω προβάλλοντας την ένσταση
καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος της καθ� ης επικαλούμενος επιπλέον ότι ακόμη κι αν
υποτεθεί ότι η καθ� ης δικαιούται να επιλέξει το ακίνητό του για να επισπεύσει εκτέλεση χωρίς να
πρέπει προηγουμένως να επισπεύσει εκτέλεση σε ακίνητο της πρωτοφειλέτριας, η επιλογή αυτή
ελέγχεται υπό το πρίσμα της αναλογικότητας και καταχρηστικότητας λαμβανομένου υπόψη ότι το
ακίνητο επί του οποίου επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση αποτελεί τη μοναδική κύρια κατοικία
του ίδιου και της οικογένειάς του, δεν αποκτήθηκε από τη χρήση της ένδικης πίστωσης και έχει
μεγάλη συναισθηματική αξία για τον ίδιο γεγονός που η καθ ης γνωρίζει στο πλαίσιο της πολυετούς
συνεργασίας τους και παρόλα αυτά σκόπιμα επιδιώκει να ικανοποιηθεί μέσω της ένδικης
αναγκαστικής εκτελέσεως, ενώ θα μπορούσε ευχερώς να πράξει τούτο στρεφόμενη κατά της
κινητής και ακίνητης περιουσίας της πιστούχου – πρωτοφειλέτριας εταιρίας.
Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως προς αμφότερα τα σκέλη του πρωτίστως ως
απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθώς ο ανακόπτων δεν εκθέτει ποιά είναι η κινητή και ακίνητη
περιουσία της πρωτοφειλέτριας εταιρίας κατά της οποίας θα μπορούσε να στραφεί το πρώτον η
καθ� ης, ούτε εκθέτει ειδικότερα το ακίνητο της πρωτοφειλέτριας επί του οποίου υφίσταται
προσημείωση υποθήκης της καθ� ης το οποίο ισχυρίζεται ότι υπάρχει στην περιουσία της
πρωτοφειλέτριας ώστε να μπορέσει ενδεχομένως σε δεύτερο
στάδιο να γίνει από το Δικαστήριο σύγκριση αυτού με το ακίνητο του ανακόπτοντος επί του
οποίου επισπεύδεται η εκτέλεση. Περαιτέρω, ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος και ως μη
νόμιμος ως προς το πρώτο σκέλος του με το οποίο ο ανακόπτων προβάλει την ένσταση διζήσεως,
καθώς όπως ο ίδιος επικαλείται στον πρώτο λόγο ανακοπής του αυτός έχει παραιτηθεί από τη
σχετική ένσταση κατά την υπογραφή της σύμβασης με βάση την οποία εκδόθηκε η διαταγή
πληρωμής που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο της ανακοπτόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, ο δε
σχετικός όρος περί παραίτησης από την ένσταση της διζήσεως δεν μπορεί να ελεγχθεί ως
καταχρηστικός στην παρούσα δίκη σύμφωνα με όσα ήδη εκτέθηκαν παραπάνω σχετικά με την
απόρριψη του πρώτου λόγου ανακοπής.
Με το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου ανακοπής του, με τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο
ανακοπής του, οι οποίοι συνεξετάζονται, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι ενώ η απαίτηση της καθ� ης
κατά της πρωτοφειλέτριας εταιρίας και των λοιπών συνοφειλετών μεταξύ των οποίων και ο ίδιος
ως εγγυητής η οποία πηγάζει από τη με αριθμό 110/2014 Διαταγή πληρωμής της Δικαστή του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Καστοριάς ανέρχεται στο ποσό των 71.444,88 ευρώ πλέον εξόδων από
2.215 ευρώ για δικαστική δαπάνη και ενώ η αξία του ακινήτου του επί του οποίου επιβλήθηκε
αναγκαστική κατάσχεση και πρόκειται να διενεργηθεί πλειστηριασμός εκτιμήθηκε στο ποσό των
89.000 ευρώ που ορίστηκε και ως τιμή πρώτης προσφοράς του, εντούτοις η εκτέλεση
επισπεύδεται για το ποσό των 50.000 ευρώ προς αποφυγή εξόδων εκτέλεσης. Οτι σε περίπτωση
επιτυχούς διενέργειας πλειστηριασμού η καθ� ης προφανώς θα αναγγείλει το σύνολο της απαίτησής
της, αλλά δε θα ικανοποιηθεί πλήρως οπότε θα συνεχίσει την επιβολή κατασχέσεων και σε άλλα
περιουσιακά στοιχεία είτε του ίδιου είτε των λοιπών συνοφειλετών του. Οτι συνεπώς, η συνολική
απαίτηση της καθ� ης υπερβαίνει κατά πολύ την αξία του ακινήτου του, όπως αυτή εκτιμήθηκε.
Οτι η αξία της ιδιοκτησίας του είναι στην πραγματικότητα πολλαπλάσια της απαίτησης για την
οποία επισπεύδεται εκτέλεση κατά 1,78 φορές και κατά 1,206 φορές από τη συνολική απαίτηση
της αντιδίκου, ότι συνεπώς υπάρχει προφανής δυσαναλογία ανάμεσα σ� αυτές και ότι έτσι αυτός
καλείται να υποστεί θυσία ασφαλώς υπερβαίνουσα το όφελος της καθ� ης δεδομένου μάλιστα ότι η
αξία της κατοικίας του είναι σαφώς μεγαλύτερη σε σχέση με το σύνολο της απαίτησης της καθ� ης
για την οποία επισπεύδεται εκτέλεση. Οτι επιπλέον η επισπευδόμενη εκτέλεση είναι αντίθετη στο
άρθρο 951 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς η κατάσχεση δεν επιτρέπεται να επεκταθεί σε περισσότερα από
όσα χρειάζεται για να ικανοποιηθεί η απαίτηση και να καλυφθούν τα έξοδα της εκτέλεσης. Οτι η
καθ� ης επισπεύδοντας αναγκαστική εκτέλεση για μέρος μόνο της απαίτησής της μη νόμιμα
κατακερματίζει την απαίτησή της κατά των οφειλετών αυτής και κινεί παράλληλα περισσότερες
διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης.
Ο λόγος αυτός κατά το πρώτο σκέλος του τυγχάνει απορριπτέος ως ανεπίδεκτος δικαστικής
εκτιμήσεως. Ειδικότερα, ο ανακόπτων με το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου της ανακοπής του
επικαλείται ότι ή συνολική απαίτηση της καθ� ης υπερβαίνει κατά πολύ την αξία του ακινήτου του,
ενώ παρακάτω με τον τρίτο λόγο της ανακοπής του εκθέτει ότι η αξία της ιδιοκτησίας του, όπως
αυτή εκτιμήθηκε είναι πολλαπλάσια και του μέρους της απαίτησης για την οποία επισπεύδεται
αναγκαστική εκτέλεση, αλλά και του συνόλου της απαίτησης για την οποία επισπεύδεται η
διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Ετσι, όμως εκθέτοντας τα ως άνω πραγματικά περιστατικά ο
ανακόπτων φάσκει και αντιφάσκει με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό το Δικαστήριο να εκτιμήσει
περαιτέρω τους λόγους αυτούς της ανακοπής του. Εξάλλου, ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος
ως μη νόμιμος κατά το δεύτερο σκέλος του με το οποίο ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η
επισπευδόμενη εκτέλεση είναι αντίθετη στο άρθρο 951 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς ο περιορισμός της
κατάσχεσης που επικαλείται και εμμέσως ζητά ο ανακόπτων προϋποθέτει την κατάσχεση
περισσοτέρων πραγμάτων από τον ίδιο δανειστή. Εν προκειμένω, όμως, ο ανακόπτων επικαλείται
μία και μόνο κατάσχεση ήτοι αυτή που επιβλήθηκε δυνάμει της με αριθμό �/30-09-2019 έκθεσης
αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του
Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας με έδρα το Πρωτοδικείο Καστοριάς ����. και καμία άλλη
κατάσχεση. Τέλος, ο λόγος αυτός πρέπει ν� απορριφθεί ως μη νόμιμος και ως προς το τρίτο σκέλος
του με το οποίο ο ανακόπτων επικαλείται ότι η καθ� ης επισπεύδοντας αναγκαστική εκτέλεση για
μέρος μόνο της απαίτησής της μη νόμιμα κατακερματίζει την απαίτησή της κατά των οφειλετών
αυτής και κινεί παράλληλα περισσότερες διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης δεδομένου ότι και
αληθή υποτιθέμενα τα περιστατικά που εκθέτει για τη θεμελίωση του σχετικού λόγου δεν
συνιστούν καταχρηστική συμπεριφορά, καθόσον ναι μεν αναφέρεται ότι η καθ� ης επέσπευσε
εκτέλεση για μέρος της απαίτησής της ωστόσο δεν εκτίθεται ότι έχουν κινηθεί περισσότερες
διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης από την καθ� ης είτε σε βάρος των λοιπών συνοφειλετών του
ανακόπτοντος είτε σε βάρος του ίδιου αλλά σε έτερο περιουσιακό του στοιχείο για να κριθεί
περαιτέρω αν η καθ� ης ενεργεί καταχρηστικά σε βάρος είτε των λοιπών συνοφειλετών του
ανακόπτοντος είτε σε βάρος του ίδιου με την επιβολή κατάσχεσης περισσότερων του ενός
περιουσιακών του στοιχείων και την εν συνεχεία αναγκαστική εκτέλεση τους, αλλά γίνεται απλά
υπόθεση από τον ανακόπτοντα ότι στο μέλλον η καθ� ης θα κινήσει και άλλες διαδικασίες
αναγκαστικής εκτέλεσης.
Με τον έκτο λόγο της ανακοπής του και με τον τέταρτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων
λόγων αυτής που συνεξετάζονται ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η ένδικη απαίτηση της καθ� ης η
ανακοπή τυγχάνει μη εκκαθαρισμένη, καθώς μη νόμιμα μετακυλίεται και εντέχνως εισάγεται μέσω
του επιτοκίου στον απορρέοντα από αυτήν λογαριασμό, μεταξύ άλλων και η εισφορά του ν.
128/75 και κατά συνέπεια αυτή υφίσταται ανατοκισμό τόσο με την αρχική σύμβαση όσο και με τις
πρόσθετες πράξεις της. Οτι για το λόγο αυτό η απαίτηση με βάση την οποία εκδόθηκε η υπ� αριθμ.
110/2014 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καστοριάς τυγχάνει μη
ορισμένη και μη εκκαθαρισμένη και ως εκ τούτου τυγχάνει ακυρωτέα η ως άνω διαταγή
πληρωμής βάσει της οποίας επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση στο ακίνητό του. Οτι για το λόγο
αυτό πρέπει να ακυρωθούν και οι ερειδόμενες σ’ αυτή ανακοπτόμενες πράξεις εκτέλεσης.
Περαιτέρω, με τον ένατο λόγο της ανακοπής του ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η αντίδικος κατά
παράβαση του άρθρου 150 του ν. 4261/2014 δεν ανέγραφε ως οφείλε σε ειδικούς λογαριασμούς
του π.δ. 384/1992 τους εξωλογιστικούς τόκους που προέκυπταν από την τήρηση του
λογαριασμού που εξυπηρετούσε την ένδικη σύμβαση με αποτέλεσμα από το απόσπασμα των
βιβλίων της καθ’ ης να μην αποδεικνύεται το ακριβές κατάλοιπο του λογαριασμού και κατ�
επέκταση η ακριβής απαίτησή της. Οτι, επομένως, η απαίτηση με βάση την οποία εκδόθηκε η υπ’
αριθμ. 110/2014 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καστοριάς
τυγχάνει μη εκκαθαρισμένη και ως εκ τούτου τυγχάνει ακυρωτέα η ως άνω διαταγή πληρωμής
βάσει της οποίας επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση στο ακίνητό του. Οτι για το λόγο αυτό
πρέπει να ακυρωθούν και οι ερειδόμενες σ� αυτή ανακοπτόμενες πράξεις εκτέλεσης.
Με τους λόγους αυτούς ο ανακόπτων βάλλει κατά της απαίτησης που ενσωματώνεται στον
εκτελεστό τίτλο ήτοι στην υπ� αριθμ. 110/2014 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Καστοριάς. Ωστόσο, η ως άνω διαταγή πληρωμής έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου
σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ήδη παραπάνω σχετικά με την απόρριψη του πρώτου λόγου της
ανακοπής και έτσι δεν δύναται πλέον να αμφισβητηθεί ούτε και με ανακοπή από το άρθρο 933
ΚΠολΔ η δι� αυτής βεβαιουμένη απαίτηση. Επομένως, οι ως άνω λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως
απαράδεκτοι.
Σύμφωνα με το άρθρο 630 ΚΠολΔ η διαταγή πληρωμής καταρτίζεται εγγράφως και πρέπει να
περιέχει: α) το ονοματεπώνυμο του δικαστή, ο οποίος εκδίδει τη διαταγή πληρωμής, β) το
ονοματεπώνυμο, την κατοικία και τη διεύθυνση εκείνου, ο οποίος ζήτησε την έκδοση της διαταγής
πληρωμής και εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση, γ) την αιτία της πληρωμής δ) το ποσό
των χρημάτων ή χρεογράφων, που πρέπει να καταβληθεί, ε) διαταγή προς πληρωμή, στ)
υπόμνηση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται, ότι έχει
το δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή μέσα σε δέκα πέντε (15) ημέρες από την επίδοση της διαταγής
πληρωμής και ζ) την υπογραφή του δικαστή. Σε ότι δε αφορά το καταβλητέο ποσό χρημάτων ή
χρεογράφων, αυτό είναι αναγκαίο για την πλήρωση της προϋποθέσεως για την αναγκαστική
εκτέλεση (άρθρο 916
ΚΠολΔ), καθόσον για να γίνει αυτή πρέπει να προκύπτει από τον εκτελεστό
τίτλο το ποσό και το ποιόν της παροχής. Πρέπει δε με το ποσό να προστίθενται, αν υπάρχει αίτημα,
και οι τόκοι, αλλά όχι με συνυπολογισμό του ορισμένου ποσού αυτών, αλλά με την προσθήκη της
λέξεως -νομιμότοκα- και του προσδιορισμού του χρόνου έναρξη αυτών. Οι
κεφαλαιοποιημένοι όμως τόκοι πρέπει να γράφονται κατά ποσό ορισμένο. Από την παράλειψη ενός
των παραπάνω στοιχείων δημιουργείται ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, ακυρότητα που δεν
επέρχεται αυτοδικαίως, αφού ο νόμος δεν ορίζει αυτό,
αλλά θεμελιώνει λόγο ανακοπής (βλ. σχ. Β. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής
Δικονομίας, τόμος Γ, άρθρο 630 ΚΠολΔ, σ. 829-830 παρ. δ). Αλλωστε,
σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 916 ΚΠολΔ αναγκαστική εκτέλεση δεν
μπορεί να γίνει, αν από τον εκτελεστό τίτλο, δεν προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της
παροχής. Η διάταξη αυτή έχει τεθεί κυρίως για την προστασία των συμφερόντων του οφειλέτη, ο
οποίος κατά την έκδοση ή κατά την κατάρτιση του τίτλου πρέπει να τελεί σε γνώση του ποσού και
του ποιου της παροχής, για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται σε βάρος του εκτέλεση (ΑΠ
572/1980 ΝοΒ 1980,1961, Γ. Οικονομόπουλος Δ 1972,413,1. Μπρίνιας I άρθρο 916 παρ. 73 σ.
208). Συμπλήρωση δε του εκκαθαρισμένου της απαιτήσεως από στοιχεία ή έγγραφα εκτός του
εκτελεστού τίτλου δεν είναι επιτρεπτή {Φραγκίστας ΝοΒ 1972,445), η απαίτηση πρέπει να
προκύπτει από τον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο (ΑΠ 104/1972 ΝοΒ 1972,452), διαφορετικά ο τίτλος
θεωρείται ανύπαρκτος (ΕφΑΘ 1132/2008, Νόμος, ΕφΑΘ 2659/1992, ΕλλΔνη 35/456).
Με τον δωδέκατο λόγο της ανακοπής του ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η ένδικη διαταγή
πληρωμής τυγχάνει άκυρη λόγω μη διακριτής αναγραφής και προσδιορισμού σε αυτή των
επιδικασθέντων και καταβλητέων τόκων (υπερημερίας και ανατοκιζόμενων) μέχρι την ημερομηνία
έκδοσής της ήτοι μέχρι την 11η Ιουνίου 2014, καθώς και ότι ακυρωτέες τυγχάνουν και οι
ανακοπτόμενες επιταγές προς πληρωμή μέχρι την ημερομηνία σύνταξής τους καθόσον από αυτές
δεν προσδιορίζεται το ποσό των κεφαλαιοποιημένων τόκων ούτε καν μνεία του επιτοκίου κατά
τρόπο ρητό, αριθμητικό και ανεπίδεκτο αμφισβήτησης με συνέπεια να μην προκύπτει με σαφήνεια
το ύψος της απαίτησης για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση και ότι έτσι αυτός υφίσταται
δικονομική βλάβη που συνίσταται στην αδυναμία του να αντικρούσει το κονδύλιο αυτό. Ο λόγος
αυτός ως προς το πρώτο του σκέλος τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος δεδομένου ότι όσον
αφορά το αναγραφόμενο στη διαταγή πληρωμής ποσό της ένδικης απαίτησης αυτό δεν μπορεί να
προσβληθεί με την υπό κρίση ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, καθώς καλύπτεται από το
δεδικασμένο της διαταγής πληρωμής κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα παραπάνω σχετικά με την
απόρριψη του πρώτου λόγου της ανακοπής. Ως προς το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού λεκτέα
είναι τα εξής: Με το λόγο αυτό ζητείται κατ’ ορθή εκτίμηση η ακύρωση της από 2-09-2019
επιταγής προς πληρωμή για το λόγο ότι σ� αυτή δεν προσδιορίζεται το ποσό των
κεφαλαιοποιημένων τόκων ήτοι των τόκων που προκύπτουν μετά από τον ανά εξάμηνο
ανατοκισμό των τόκων υπερημερίας, καθώς δε γίνεται καν
μνεία του εφαρμοζόμενου επιτοκίου. Ο λόγος αυτός κατά το δεύτερο αυτό σκέλος του είναι
νόμιμος σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προπαρατιθέμενη μείζονα πρόταση και πρέπει να
εξεταστεί περαιτέρω κατ� ουσίαν.
Από την απλή επισκόπηση της ένδικης επιταγής προς πληρωμής αποδεικνύεται ότι ο ανακόπτων
καλείται να καταβάλει στην καθ� ης « … το ποσό των 71.444,88 ευρώ για οφειλόμενο επιδικασθέν
κατάλοιπο λογαριασμού ως αναφέρεται στην ως άνω διαταγή πληρωμής πλέον τόκων και εξόδων
από την 11/3/2014 με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό μέχρι την
ολοσχερή εξόφληση…». Από το περιεχόμενο της ανακοπτόμενης επιταγής προς πληρωμή σαφώς
συνάγεται ότι ζητείται από τον ανακόπτοντα – οφειλέτη να καταβάλει πέραν από τους τόκους
υπερημερίας, ο υπολογισμός των οποίων γίνεται σχετικά ευχερώς δοθέντος του κεφαλαίου
(71.444,88 ευρώ), του χρονικού σημείου έναρξης υπολογισμού τους (11-3-2014) και του
συμβατικού επιτοκίου υπερημερίας το ποσοστό του οποίου πρέπει να αναζητηθεί στα άρθρα της
ένδικης σύμβασης (βλ. σχετικά άρθρο 4 της ένδικης σύμβασης με αριθμό ���/24-08-2009) και
τόκους τόκων οι οποίοι υπολογίζονται με εξαμηνιαίο ανατοκισμό. Ο υπολογισμός των τόκων
αυτών (κεφαλαιοποιημένων) είναι ιδιαίτερα σύνθετος, και για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο να
μνημονεύονται ρητά στην επιταγή προς πληρωμή διαφορετικά αυτή είναι αόριστη, καθώς αν
παραλειφθεί η αναγραφή τους δεν προκύπτει με σαφήνεια το ύψος της απαίτησης. Επομένως, η
ανακοπτόμενη από 2-09-2019 επιταγή προς πληρωμή στην οποία δεν αναφέρονται ρητά οι
κεφαλαιοποιημένοι τόκοι πάσχει αοριστία. Περαιτέρω, υφίσταται εν προκειμένω δικονομική βλάβη
του ανακόπτοντος που συνίσταται στην αδυναμία του να αντικρούσει το κονδύλιο αυτό, το ύψος
του οποίου δε γνωρίζει και μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την κήρυξη ακυρότητας. Κατόπιν
τούτου, η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη,
κατά παραδοχή του δεύτερου σκέλους του δωδέκατου λόγου της στην ουσία του και να
ακυρωθεί η προσβαλλόμενη από 2-9-2019 επιταγή προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτωθι
ακριβούς αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ� αριθμ. 110/2014 διαταγής
πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καστοριάς που επιδόθηκε στον
ανακόπτοντα την 4-9-2019. Περαιτέρω, δεδομένου ότι η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης
αποτελείται από αλυσίδα διαδικαστικών πράξεων, η δε κήρυξη ακυρότητας μιας προηγούμενης
πράξης εκτελέσεως επισύρει την ακυρότητα και της επόμενης την οποία η προηγούμενη στηρίζει,
εφόσον βέβαια και η επόμενη πράξη προσβληθεί εμπροθέσμως κατ� άρθρο 934 ΚΠολΔ με την
ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, πρέπει εν προκειμένω να ακυρωθούν και οι μεταγενέστερες της
ως άνω επιταγής προς πληρωμή πράξεις οι οποίες συμπροσβάλλονται εμπροθέσμως με την
κρινόμενη ανακοπή. Συνεπώς, πρέπει να ακυρωθούν : α) η από 10-09-2019 εντολή προς εκτέλεση
– κατάσχεση που δόθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της καθ� ης στον δικαστικό επιμελητή της
Περιφέρειας του Εφετείο.