Λήψη DNA στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης χωρίς την συγκατάθεση του φερομένου ως υπόπτου (νομολογία)
Ο κανόνας αυτός κάμπτεται κατά την διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 περ. β του ανωτέρω νόμου (2472/97), όπως έχει αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 14 του νόμου 3917/2011 και την διάταξη του άρθρου 7 του ίδίου νόμου, όταν αυτά πρόκειται να χρησιμοποιηθούν από δικαστικές, εισαγγελικές αρχές ή υπηρεσίες που εποπτεύονται άμεσα από αυτές, στις οποίες χορηγείται το δικαίωμα από τον νόμο να παρεμβαίνουν και στα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα για την διαπίστωση της τελέσεως εγκληματικών ενεργειών, τελώντας πάντα κατά την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συν). Η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και η κήρυξη κάποιου ως ενόχου τελέσεως αξιόποινης πράξεως είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη, για την δυνατότητα ομαλής συμβίωσης και συνύπαρξης των ατόμων των διαβιούντων στην χώρα. Η υποχώρηση αυτή της πολιτείας και την παρέμβαση των θεσμικών οργάνων της στα ευαίσθητα δεδομένα των πολιτών της δεν προσκρούει στην ελευθερία του ατόμου, αφού η παρέμβαση αυτή συντελείται για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και της δικαιοσύνης προς εξακρίβωση των στοιχείων του δράστη (βλ. και ΑΠ Ολ 1/2001, ΑΠΠΔ 2/2009, ΒουλΣυμβΕφΘεσ 172/2012, ΒουλΣυμβΕφΘεσ 267/2013 ΤραπεζαΝομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ). Το DNA (δεοξυριβονουκλεϊκό οξύ) (γονιδιακή κλίμακα) αποτελεί τον κώδικα κάθε ανθρώπου στον οποίο είναι αποθηκευμένα όλα τα ιδιαίτερα και μοναδικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την προσωπικότητα και μοναδικότητα του ατόμου, που αποτελούν ανεπανάληπτα στοιχεία για κάθε άνθρωπο, που τον συνοδεύουν από την γέννηση του μέχρι τον θάνατο του και μετ’ αυτόν. Τα στοιχεία που είναι ενσωματωμένα στο DNA του ατόμου είναι οι ασθένειες, οι προδιαθετικοί παράγοντες του ατόμου καθώς και όλα τα χαρακτηριολογικά στοιχεία αυτού. Η παρέμβαση των ανωτέρω θεσμικών οργάνων πρέπει να περιορίζεται αυστηρά μόνο στην ταυτοποίηση των στοιχείων του υπόπτου, κατηγορουμένου. Η ανάλυση και εξέταση του DNA αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία της ταυτοποίησης των στοιχείων του δράστη κάποιας εγκληματικής ενέργειας συνδυαζόμενη βέβαια και με άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Η σύγκριση του DNA με τα λοιπά ευρήματα αποδεικνύει αναμφισβήτητα την παρουσία του υπόπτου ή κατηγορουμένου στον τόπο του εγκλήματος, αλλά όχι όμως και την συμμετοχή αυτού σ’ αυτό (βλ. Γ. Συλίκου Η ανάλυση του DNA ως μέσο απόδειξης στην ποινική δίκη Πράξη και λογ. του ΠΔ 2002 σελ 248 επ). Η ποινική δίκη έχει καταναγκαστικό χαρακτήρα, η δε διενέργεια των αναγκαίων ανακριτικών πράξεων ή μέτρων δικονομικού καταναγκασμού δεν εξαρτάται από την θέληση του ατόμου. Όμως θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η προστασία της προσωπικότητας του ατόμου, αφού δεν έχει το πρόσωπο ακόμη καταστεί ένοχος κάποιας αξιόλογης ποινικά πράξης (βλ. ΕφΘεσ 2031/2005 ΠοινΛ 2005 σελ 1240). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 200 Α του ΚΠΔ, όπως προστέθηκε με την διάταξη του άρθρου 5 του νομου 2928/2001 και μετά από σειρά τροποποιήσεων (άρθρο 42 του νόμου 3251/2004, άρθρο 5 του νόμου 3625/2007) αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 12 παρ. 3 του νόμου 3783/2009, από την οποία προκύπτει πως, όταν υφίστανται ενδείξεις τελέσεως κακουργήματος ή πλημμελήματος τιμωρούμενο στον νόμο με την ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών, οι διωκτικές αρχές (Αστυνομικες, Τελωνειακές, Λιμενικές κλπ) λαμβάνουν υποχρεωτικά προς ανάλυση DNA. Ενώ η προϊσχύουσα διάταξη όριζε πως το δικαίωμα να διατάξει την λήψη και εξέταση του DNA είχε το οικείο δικαστικό συμβούλιο. Στην νέα, τροποποιημένη πλέον, διάταξη το δικαίωμα αυτό καταλείπεται στις διωκτικές αρχές με την αιγίδα βέβαια του αρμοδίου προς τούτο Εισαγγελέα. Ο οποίος, ως αρμόδιος καθ’ ύλη, παρακολουθεί κατά τις γενικές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας την προκαταρκτική εξέταση και Αστυνομική προανάκριση. Το DNA πρέπει να λαμβάνεται μόνο στις περιπτώσεις που τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι επαρκή ή δεν είναι λιγότερο επαχθή για τον ύποπτο ή κατηγορούμενο. Η διάταξη όπως έχει διατυπωθεί και ισχύει σήμερα, την δυνατότητα αυτή έχουν οι αρμόδιες διωκτικές αρχές να προβαίνουν στην υποχρεωτική λήψη του DNA. Η υποχρεωτικότητα αυτή όμως δεν πρέπει να φθάνει σε σημείο που να προσβάλλει σοβαρά την προσωπικότητα του ατόμου (Λ. Μαργαρίτη ερμ Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τομ Α σελ 762 επ, Μ. Μαργαρίτη ερμ ΚΠΔ 2008 σελ 404). Στην προϊσχύουσα διάταξη όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση της με το άρθρο 12 του νόμου 3783/2009, απαιτούσε την συγκατάθεση του υπόπτου ή κατηγορουμένου. Η φράση υποχρεωτικότητα στην νέα διάταξη δεν απαιτεί συγκατάθεση αυτού (υπόπτου ή κατηγορουμένου), αλλά στις αναγκαίες προς τούτο περιπτώσεις, την αναγκαστική λήψη του γενετικού υλικού, όταν αυτή είναι απολύτως αναγκαία προς διαπίστωση της ταυτότητας του υπόπτου ή κατηγορουμένου. Η σύγκριση των στοιχείων στα ευρήματα και στο ληφθέν DNA ενδεικνύουν και δεν αποδεικνύουν την ταυτότητα του φερομένου ως δράστη, αφού δι’ αυτού αποδεικνύεται η παρουσία του δράστη στον τόπο του εγκλήματος, αλλά όχι όμως και την τέλεση αυτού ή συμμετοχή στην τέλεση αυτού. Το γενετικό υλικό που καλείται ηλεκτρονικό αποτύπωμα αποδεικνύει πως το πρόσωπο στο οποίο ανήκει τούτο βρισκόταν στον τόπο του εγκλήματος. Ο συνδυασμός όμως των ηλεκτρονικών αποτυπωμάτων με άλλα στοιχεία αποδεικνύουν πλήρως την τελεσθείσα εγκληματική πράξη από τον ύποπτο ή κατηγορούμενο. Από την γραμματική ερμηνεία της ανωτέρω νέας διατάξεως σαφώς προκύπτει πως τα διωκτικά όργανα στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτάσεως έχουν δικαίωμα να προβαίνουν στην λήψη γενετικού υλικού προς ταυτοποίηση του υπόπτου με τα ευρεθέντα λοιπά πειστήρια.