Αριθμός 114/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή ….

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1 Νοεμβρίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας : …

Των εφεσίβλητων : 1) … 2) …

Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι, με την από 30-9-2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ΜΤ194/10-10-2014 αγωγή τους, κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή.

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 52/2016 οριστική απόφασή του, με την οποία έκανε δεκτή την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσβάλλει η εκκαλούσα – εναγομένη με την από 16-1-2017 έφεσή της, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 1/19-1-2017, για την οποία ορίσθηκε με την υπ’ αριθ. 67/22-2-2017 πράξη της Γραμματέως του παρόντος Δικαστηρίου δικάσιμος η 3η Μαίου 2018, κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση για την δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε και συζητήθηκε, ζητώντας να γίνει δεκτή για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή.

Κατά την συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρισταμένων διαδίκων κατέθεσαν έγγραφες προτάσεις, στις οποίες αναφέρθηκαν, και ζήτησαν όσα αναφέρονται σ’ αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας, κατά της υπ’ αριθμ. 52/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, έχει ασκηθεί συμφωνά με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρίσει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι η εναγομένη – εκκαλούσα με την υπ’ αριθμ. 13/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας έχει απαλλαγεί από τα έξοδα της καταθέσεως της εφέσεως.

Κατά το άρθρο 281 Α.Κ. , η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. . Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του ( Ολ.Α.Π. 8/2018 ΝΟΜΟΣ, Ολ.Α.Π. 7/2002 ΝΟΜΟΣ, Ολ.Α.Π. 8/2001 ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 581/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ. 1225/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 812/2010 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι με την από 30-9-2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ΜΤ194/10-10-2014 αγωγή τους εξέθεσαν ότι τυγχάνουν με την εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου έκαστος επί του αναλυτικώς περιγραφόμενου στην αγωγή τους κατ’ είδος, θέση, όρια και έκταση οικοπέδου μετά της διώροφης επ’ αυτού οικοδομής, που βρίσκεται εντός του Δ.Δ. Κιονίου Δήμου Ιθάκης στη θέση «Κατσικούλη», η συνολική αξία του οποίου ανέρχεται στο ποσό των 150.000 ευρώ. Ότι το ως άνω ακίνητο περιήλθε στην συγκυριότητα τους κατά τον τρόπο που αναφέρεται στην αγωγή τους. Ότι είναι ανέφικτη η αυτούσια διανομή του επίδικου ακινήτου. Ότι, παρά τις προσπάθειες που έγιναν εκ μέρους τους για την εξώδικη διανομή του, η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα δεν συναινεί στην τελευταία. Ενόψει των ανωτέρω ζήτησαν την δια πλειστηριασμού πώληση του ανωτέρω ακινήτου, προκειμένου να διανεμηθεί το πλειστηρίασμα ανάλογα με το ποσοστό συγκυριότητας τους σε αυτό και να οριστεί υπάλληλος του πλειστηριασμού ο συμβολαιογράφος Ιθάκης …. Επί της αγωγής εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας η οποία την έκανε δεκτή, διέταξε την πώληση δια πλειστηριασμού του επικοίνου ακινήτου προκειμένου ο καθένας από τους διαδίκους να λάβει από το εκπλειστηρίασμα που θα επιτευχθεί ποσό ανάλογο με το ποσοστό συγκυριότητας του. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εκκαλούσα- εναγομένη με σχετικό λόγο εφέσεως ότι κακώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την προβληθείσα από αυτή πρωτοδίκως ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος σύμφωνα με την οποία ισχυρίζεται ότι, όλως καταχρηστικώς και κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που θέτει η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι άσκησαν την κρινόμενη αγωγή τους, καθώς αφενός μεν οι διάδικοι έχουν προβεί σε άτυπη συμφωνία για αυτούσια διανομή της διώροφης οικοδομής, έτσι ώστε οι μεν ενάγοντες-εφεσίβλητοι να διαμένουν στον ισόγειο όροφο της οικοδομής, η δε εναγόμενη-εκκαλούσα στον πρώτο όροφο αυτής, χωρίς όμως να προβούν σε συμβολαιογραφική πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, αφετέρου διότι η αδράνεια των εναγόντων-εφεσιβλήτων για δικαστική ρύθμιση για δικαστική διανομή μέχρι και την άσκηση της υπό κρίση αγωγής δημιούργησε την πεποίθηση σε αυτήν ότι δεν θα ασκήσουν την αξίωσή τους . Όμως τα παραπάνω γεγονότα και αληθή υποτιθέμενα δεν μπορούν να θεμελιώσουν την κατ’ άρθρο 281 Α.Κ. ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, αφού η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα δεν επικαλείται τις εξαιρετικές εκείνες περιστάσεις από τις οποίες δημιουργήθηκε σ’ αυτήν η εύλογη πεποίθηση ότι οι δικαιούχοι δεν θα ασκήσουν το δικαίωμά τους και συντέλεσε στη δημιουργία πραγματικής κατάστασης, τυχόν ανατροπή της οποίας θα είχε δυσμενείς συνέπειες για την ίδια, τις οποίες δεν αναφέρει, αφού μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου δεν καθιστά την άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, ενώ δεν προβαίνει και σε σύγκριση αυτών (συνεπειών) με τις συνέπειες που θα επέλθουν εις βάρος των εναγόντων – εφεσιβλήτων-δικαιούχων από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός τους, ώστε να βρεθεί ποιος είναι άξιος προστασίας στην κρινόμενη περίπτωση. Σε κάθε δε περίπτωση η άτυπη συμφωνία μεταξύ των κοινωνών ακινήτου για αυτούσια διανομή κατά τρόπο ορισμένο είναι άκυρη κατά την Α.Κ. 159 και δεν εμποδίζει οποιοδήποτε από τους κοινωνούς, που έχει συμβληθεί, να επιδιώξει δικαστικώς τη λύση της κοινωνίας ( βλ. Κωνσταντίνου Α. Παπαδόπουλου, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, Α’ Τόμος Αθήνα 1989, παρ. 193 αρ. 11 σελ. 417-418). Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έσφαλε και ορθώς απέρριψε την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος ως μη νόμιμη. Περαιτέρω η εκκαλούσα παραπονείται, με την κρινόμενη έφεση της, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να απορριφθεί η αγωγή.

Κατά τα άρθρα 479, 480 παρ. 1 481 και 484 του Κ.Πολ.Δ., όταν η διαίρεση του διανεμητέου ακινήτου είναι πρόδηλα δυνατή, αδύνατη ή ασύμφορη, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να διατάξει αποδείξεις (Α.Π. 975/2007 ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1361/1996 ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 231/1996 ΝΟΜΟΣ, Ε.Α. 6132/2002 Ελλ.Δικ. 44.1398, Ε.Α. 4019/1999 ΝΟΜΟΣ, Ε.Α. 863/1999 ΝΟΜΟΣ). Σε αντίθετη περίπτωση διατάσσει τη διεξαγωγή αποδείξεων με κάθε αποδεικτικό μέσο, ιδίως με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, εφόσον για την αντίληψη αυτών των θεμάτων απαιτούνται, κατά την κρίση του, ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης (άρθρο 368 Κ.Πολ.Δ.) και μόνο αν η αυτούσια διανομή είναι ανέφικτη ή ασύμφορη διατάσσει τη δια πλειστηριασμού πώληση (Α.Π. 1053/1993 ΝΟΜΟΣ, Ε.Α. 10087/2002 ΝΟΜΟΣ, Ε.Α. 8828/2001 ΝΟΜΟΣ). Η δυνατότητα να διαταχθεί αυτούσια διανομή κρίνεται κυριαρχικά και ανέλεγκτα από το Δικαστήριο της ουσίας (Α.Π. 450/2008 ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1446/2004 ΝΟΜΟΣ). Αν δε αυτή είναι ανέφικτη ή ασύμφορη διατάσσεται η πώληση με πλειστηριασμό, ενώ ο τρόπος λύσης της κοινωνίας, δηλαδή το αν η λύση θα γίνει με αυτούσια διανομή ή με πώληση δια πλειστηριασμού, δεν περιλαμβάνεται στο αίτημα της αγωγής διανομής, αλλά ανήκει στις εξουσίες του αρμοδίου Δικαστηρίου (ΑΠ. 1309/2005 ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 981/2002 ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1053/1993 ΝΟΜΟΣ, Ε.Α. 6132/2002 ό.π., Ε.Α. 6635/1995 ΝοΒ 44.451). Για τη διαμόρφωση της κρίσης του αυτής το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, εκτός από τις μερίδες (ποσοστά συγκυριότητας) των κοινωνών, το είδος, τις διαστάσεις, το σχήμα, το εμβαδόν κλπ, του διανεμητέου ακινήτου, καθώς και τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής (Α.Π. 1361/1996 ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 231/1996 ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 934/1976 ΝοΒ 25.199 , Ε.Α. 6132/2002 ό.π., Ε.Α. 4019/1999 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 6530/1991 Ελλ.Δικ. 33.590). Πρόδηλα αδύνατη ή ασύμφορη είναι η αυτούσια διανομή, όταν κατά τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής το διανεμητέο δεν μπορεί να διανεμηθεί σε μέρη ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών χωρίς να μειωθεί η αξία του και όταν τα μέρη στα οποία πρόκειται να διανεμηθεί καθίστανται άχρηστα στο κοινωνικό σύνολο ως οικονομικές μονάδες ή η αξία τους, λόγω ακριβώς της αδυναμίας τους να χρησιμεύσουν ως οικονομικές μονάδες, μειώνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε το σύνολο των μερίδων να υστερεί της αξίας του διανεμητέου πράγματος ως ενιαίου (Α.Π. 235/1998 ΝΟΜΟΣ, Ε.Α. 6132/2002 ό.π., Ε.Α. 4019/1999 ΝΟΜΟΣ ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 480 Κ.Πολ.Δ., «Αν ορισμένοι κοινωνοί ζήτησαν να λάβουν κοινή μερίδα, η μερίδα αυτή λογίζεται ως ενιαία. Στο μέρος που περιέρχεται σ’ αυτούς με την αυτούσια διανομή συνιστάται κοινωνία κατά το λόγο των μερίδων τους». Από τη διάταξη αυτή, που εφαρμόζεται και στην περίπτωση διανομής με σύσταση χωριστών ιδιοκτησιών είτε κατά ορόφους ή μέρη ορόφων, είτε σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου, προκύπτει ότι η επιδίκαση σε ορισμένους κοινωνούς των ποσοστών τους σε μία κοινή μερίδα προϋποθέτει αίτηση των ιδίων ή ενός απ’ αυτούς (Α.Π. 972/2005 ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 550/1991 Ελλ.Δικ. 32.1239, ΑΠ 889/1985 ΝοΒ 34.841, Ε.Α. 2897/2004 ΝΟΜΟΣ, Ε Πατ. 1126/2005 ΤΝΠ ΔΣΑ, Ε.Πατ 348/2005 ΤΝΠ Δ ΣΑ, Ε.Πειρ. 389/1997 Αρμ 51.1495) και εφόσον δεν αντιλέγουν οι λοιποί και το Δικαστήριο προκρίνει αυτόν τον τρόπο διανομής από την πώληση με πλειστηριασμό του κοινού προς λύση της κοινωνίας και διανομή του πλειστηριάσματος στους κοινωνούς, υποκείμενο (το αίτημα) ως προς το χρόνο παραδεκτής προβολής του στους περιορισμούς του άρθρου 269 ΚΠολΔ, δυνάμενο να προβληθεί παραδεκτά κατά την πρώτη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ή στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αν ο διάδικος δικάσθηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό (Α.Π. 889/1985 ό.π., Ε.Α. 2897/2004 ό.π., Ε.Πατ. 348/2005 ό.π.). Εξάλλου, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις καθώς και τις διατάξεις του άρθρου 480Α του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το Δικαστήριο για να διατάξει την αυτούσια διανομή κοινού οικοπέδου στο οποίο υπάρχει οικοδομή ή το οποίο είναι ακάλυπτο και οικοδομήσιμο, πρέπει να είναι δυνατή η διαίρεση του σε μέρη ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών, δίχως να μειώνεται η αξία του ή να κρίνεται εφικτή, και μόνο κατόπιν σχετικής αίτησης του κοινωνού, και χωρίς να αντιβαίνει στο συμφέρον των λοιπών συγκυριών η σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας, εφόσον πρόκειται για οικόπεδο που υπάρχει οικοδομή, με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους ή μέρη ορόφων κατ’ άρθρο 480Α παρ. 1 (οριζόντια ιδιοκτησία), ή εφόσον πρόκειται για οικόπεδο ακάλυπτο με τη σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου στα οποία θα είναι δυνατή η ανέγερση χωριστών οικοδομημάτων σύμφωνα με τις πολεοδομικές διατάξεις κατ’ άρθρο 480Α παρ. 2 (κάθετη ιδιοκτησία) (Α.Π. 975/2007 ΝΟΜΟΣ , Α.Π. 256/2007 ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1309/2005 Ελλ.Δικ. 49.747, ΑΠ 972/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 981/2002 ΝΟΜΟΣ, Ε.Α. 6911/2006 Ελλ.Δικ. 48.4166). Επομένως, σε οικόπεδο στο οποίο υπάρχει οικοδομή, η αυτούσια διανομή του είναι δυνατή με σύσταση μόνο χωριστής ιδιοκτησίας κατ ορόφους σύμφωνα με το ν. 3741/1989 και τα άρθρα 1002 και 1117 ΑΚ με την επιφύλαξη των πολεοδομικών διατάξεων, ενώ για να γίνει αυτούσια διανομή με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του οικοπέδου σύμφωνα με το ν.δ. 1024/1971, απαιτείται στο οικόπεδο αυτό να έχουν ανεγερθεί περισσότερες της μιας (1) χωριστές οικοδομές ή κατά της παρ. 2 του αυτού άρθρου (480Α ΚΠολΔ) να πρόκειται για οικόπεδο ακάλυπτο (ΑΠ 1309/2005 ό.π, Ε.Ναυπ 264/1990 Ελλ.Δικ. 32.1327). Εν προκειμένω από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου εκείνου, την ομολογία της εναγομένης – εκκαλούσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, που περιέχεται στις προτάσεις ενώπιον του Δικαστηρίου εκείνου ως προς την συγκυριότητα των διαδίκων, τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, την υπ’ αριθμ. ./23-10-2018 ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον της συμβολαιογράφου Πατρών … , που επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα και ελήφθη μετά από νόμιμη κλήτευση των εφεσίβλητων (βλ. τις υπ’ αριθμ. ./16-10-2018 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …), την υπ’ αριθμ. ./31-10-2018 ένορκη βεβαίωση του …, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αργοστολίου … , που επικαλούνται και προσκομίζουν οι εφεσίβλητοι και ελήθφη μετά από νόμιμη κλήτευση της εκκαλούσας (βλ. την υπ’ αριθμ. 6970/26-10-2018 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών με έδρα το Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας … ), την από 18-11-2015 γνωμοδότηση του … πολιτικού μηχανικού και την από 30-4-2018 γνωμοδότηση του … Πολιτικού Μηχανικού, οι οποίες εκτιμώνται ελεύθερα (άρθρο 390 Κ.Πολ.Δ.), αποδεικνύονται σε σχέση με τους λόγους της έφεσης τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Το προς διανομή ακίνητο είναι το ακόλουθο: Ένα οικόπεδο, επιφάνειας ογδόντα τετραγωνικών μέτρων περίπου, το οποίο βρίσκεται εντός του Δ.Δ. Κιονίου Δήμου Ιθάκης στη θέση «Κατσικούλη» και συνορεύει ολόγυρα με ιδιοκτησίες …, … και …. Επί του οικοπέδου αυτού υφίσταται διώροφη οικοδομή, συνολικής επιφάνειας ενενήντα τεσσάρων τετραγωνικών μέτρων και πενήντα εκατοστών (94,50). Η οικοδομή αυτή αποτελείται από ισόγειο, επιφάνειας 47,25 τ.μ. περίπου, και πρώτο όροφο, επιφάνειας 47,25 τ.μ. περίπου. Το ανωτέρω ακίνητο ανήκε αρχικά στον …, στον οποίο περιήλθε με δωρεά εν ζωή από τη μητέρα του αληθινή κυρία αυτού, …, με το με αριθμό …/3-10-1980 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών …, το οποίο έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιθάκης στον τόμο 92 και με αριθμό 47. Το ακίνητο αυτό είχε περιέλθει στη δωρήτρια με το με αριθμό …/1965 συμβόλαιο αγοράς του Συμβολαιογράφου Ιθάκης …μεταγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιθάκης στον τόμο . με αριθμό .. Έκτοτε ο δικαιοπάροχος τους είχε το ανωτέρω περιγραφόμενο ακίνητο στη νομή και κατοχή του ασκώντας επ’ αυτού κάθε προσιδιάζουσα στη φύση του πράξη νομή και κατοχής, με διάνοια αποκλειστικού κυρίου μέχρι το θάνατο του στις 14-7-1994 και ειδικότερα το επόπτευε, το οριοθετούσε, το καθάριζε, ανήγειρε εντός αυτού διώροφη οικία, για την οποία έχει εκδοθεί η με αριθμό ./1986 άδεια του Πολεοδομικού Γραφείου Ιθάκης της τότε Νομαρχίας Κεφαλληνίας, γενόμενος κύριος αυτού αφ’ ενός με τρόπο παράγωγο κατά τα ανωτέρω και αφ’ ετέρου με τρόπο πρωτότυπο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και προσμετρώντας στο χρόνο νομής του αυτόν της δικαιοπαρόχου του. Ο … απεβίωσε αδιάθετος στις 14 Ιουλίου 1994 και άφησε μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς του την μητέρα του … και τις αδελφές του, …, εναγόμενη-εκκαλούσα, και …. (πρώτη ενάγουσα-πρώτη εφεσίβλητη ), οι οποίες και τον κληρονόμησαν κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου έκαστη. Αμέσως μετά το θάνατο του … οι ανωτέρω κληρονόμοι του υπεισήλθαν στη νομή και κατοχή του ακινήτου της κληρονομιαίας περιουσίας, μεταξύ των οποίων και το ανωτέρω περιγραφόμενο ακίνητο, ασκώντας επί αυτού με διάνοια αποκλειστικών συγκυρίων κάθε προσιδιάζουσα στη φύση του πράξη νομής και κατοχής και ειδικότερα το καθάριζαν, το επόπτευαν, το οριοθετούσαν, διέμεναν εντός της ευρισκόμενης σε αυτό διώροφης οικίας, την οποία και συντηρούσαν, και όλα αυτά τα έπρατταν για χρονικό διάστημα άνω των είκοσι ετών και προσμετρώντας στο χρόνο νομής τους το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου τους, την οποία κληρονομιά αποδέχτηκαν και ρητά με την με αριθμό ./1997 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Αθηνών, νόμιμα μεταγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιθάκης στον τόμο … με αριθμό .., γινόμενες έτσι κυρίες αυτού αφ’ ενός με τρόπο παράγωγο κατά τα ανωτέρω και αφ’ ετέρου με τρόπο πρωτότυπο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Με το με αριθμό …/2006 συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή της Συμβολαιογράφου Αθηνών …, νόμιμα μεταγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιθάκης στον τόμο . και αριθμό ., η …, μεταβίβασε το ποσοστό της 1/3 εξ αδιαιρέτου επί του ανωτέρω επίκοινου ακινήτου κατά ψιλή κυριότητα στον …. (δεύτερο των εναγόντων), παρακρατώντας για τον εαυτό της και εφ’ όρου ζωής την επικαρπία αυτού. Η τελευταία απεβίωσε στις 30-4-2010, με συνέπεια ο δεύτερος ενάγων – δεύτερος εφεσίβλητος να καταστεί συγκύριος κατά πλήρη κυριότητα επί του ανωτέρω ακινήτου και κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου. Συνεπώς, συγκύριοι του ανωτέρω ακινήτου, ήτοι του ανωτέρου οικοπέδου μετά της διώροφης οικοδομής, είναι οι διάδικοι κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου έκαστος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη-εκκαλούσα δεν συμφωνεί στην εκούσια διανομή του ως άνω ακινήτου. Ακολούθως, από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας αποδείχθηκε ότι η αυτούσια διανομή του επιδίκου είναι προδήλως ανέφικτη, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, διότι λόγω της φύσης του, κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές, δεν μπορεί να διαιρεθεί σε τρία μέρη, όσα και οι μερίδες των διαδίκων, καθόσον λόγω της ολικής επιφάνειας του και των ποσοστών συγκυριότητας των κοινωνών δεν μπορεί να δημιουργηθούν σ’ αυτό τρία μέρη ανάλογα με τις μερίδες των διαδίκων, που να έχουν λειτουργική αυτοτέλεια (μετά κεχωρισμένων χώρων εστιάσεως, ύπνου και αποχωρητηρίου – λουτρού), χωρίς μείωση της αξίας του. Εάν, δε, επιχειρείτο μια τέτοια διαίρεση θα μειωνόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό η αξία του επικοίνου, αφού τα τμήματα που θα περιέλθουν στους κοινωνούς θα είναι, λόγω του μικρού εμβαδού τους, ανεπίδεκτα και απρόσφορα οποιασδήποτε αξιόλογης εκμετάλλευσης κι αξιοποίησης. Διά απονομής εις τινές διαδίκους κοινής μερίδος δεν δύναται, ωσαύτως, να γίνει διανομή, διότι δεν έχει υποβληθεί αίτημα εκ μέρους κάποιων εξ αυτών διά λήψη κοινής μερίδος. Συνεπώς, κρίνεται ανέφικτη η αυτούσια διανομή του επικοίνου ακινήτου, χωρίς να είναι αναγκαίο το Δικαστήριο να διατάξει αποδείξεις προς τούτο (άρθρο 481 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), καθώς κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας είναι προδήλως αδύνατη (ασύμφορη) η αυτούσια διανομή του κατά τα προεκτεθέντα και δεν απαιτούνται ειδικές επιστημονικές γνώσεις για να διαπιστωθεί αυτό (άρθρ.368 παρ.1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι με βάση την από 18-11-2015 γνωμοδότηση του πολιτικού μηχανικού …, και λαμβάνεται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο κατ’ ελεύθερη εκτίμηση , όπως προαναφέρθηκε, «… το εν λόγω κτίσμα είναι απολύτως αδύνατον να διανεμηθεί σε ποσοστά 1/3, ήτοι σε 33,3333% για έκαστο των ιδιοκτητών, που αντιστοιχεί σε επιφάνεια τριάντα ενός τετραγωνικών μέτρων και πενήντα εκατοστών ( 31,5 ) από το σύνολο επιφάνειας της ενιαίας κατοικίας των ενενήντα τεσσάρων τετραγωνικών και πενήντα εκατοστών ( 94,50 ) . Και τούτο για λόγους λειτουργικούς, δομικούς και στατικούς αλλά και διότι η τριχοτόμηση θα δημιουργούσε τρεις ιδιοκτησίες που έκαστη πρακτικά δε θα είχε καμία απολύτως οικονομική αξία. Κατόπιν ελέγχου επί τόπου αλλά και όπως προκύπτει από τις κατόψεις εάν η κατοικία χωριζόταν σε τρία (3) απολύτως ίσα μέρη, αποτελούμενα από επιφάνεια τριάντα ενός τετραγωνικών μέτρων και πενήντα εκατοστών (31,5 μ2) το καθένα, ακόμη και στον αυθαίρετο διαχωρισμό κατά τον οποίο η πρώτη ιδιοκτησία των 31,50 μ2 οριζόταν στο ισόγειο και η δεύτερη, εξίσου αυθαίρετα, οριζόταν στον όροφο, το 3° μερίδιο-ιδιοκτησία θα ήταν μία απολύτως μη λειτουργική κατοικία. Γιατί θα επρόκειτο για μία κατοικία σε 2 στάθμες -ορόφους – με το ισόγειο αποτελούμενο από επιφάνεια δεκαπέντε μέτρα και εβδομήντα πέντε εκατοστά ( 15,75 ) μ2 και τον όροφο με άλλα δεκαπέντε μέτρα και εβδομήντα πέντε εκατοστά ( 15,75 ) μ2, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η σκάλα που είναι 4 μ2 , και τα οποία θα πρέπει να αφαιρεθούν από τα ως άνω δεκαπέντε μέτρα και εβδομήντα πέντε εκατοστά ( 15,75 ) μ2 και δεκαπέντε μέτρα και εβδομήντα πέντε εκατοστά ( 15,75 ) μ2, μειώνοντας έτσι ακόμη περισσότερο την επιφάνεια του τρίτου μεριδίου – σπιτιού με αποτέλεσμα να προκύπτει μία μη λειτουργική και χωρίς απολύτως καμία οικονομική αξία κατοικία …. ». Σημειώνεται δε από τον εν λόγω γνωμοδοτούντα ότι το ως άνω κτήριο δεν έχει υπόλοιπο συντελεστού δόμησης και επομένως δεν επιδέχεται καμιάς επέκτασης, με σκοπό τη λειτουργικότητα και τις υποδομές. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ίδια και έκανε δεκτή την αγωγή διατάσσοντας την διανομή δια της πωλήσεως με πλειστηριασμό του επιδίκου ακινήτου δεν έσφαλε σωστά εφάρμοσε τον νόμο και ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ίδια και έκανε δεκτή την αγωγή διατάσσοντας την διανομή δια της πωλήσεως με πλειστηριασμό του επιδίκου ακινήτου δεν έσφαλε σωστά εφάρμοσε τον νόμο και ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις Περαιτέρω συμπληρουμένης της αιτιολογίας της εκκαλουμένης αποφάσεως κατ’ άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ. πρέπει να λεχθεί ότι τα ανωτέρω δεν δύναται να αναιρεθούν από την 30-4-2018 γνωμοδότηση του πολιτικού μηχανικού που προσκομίζει η εναγομένη-εκκαλούσα που αναφέρει ότι το επίκοινο ακίνητο δύναται να διαχωριστεί σε τρία αυτόνομα τμήματα ως εξής : Τμήμα Α’ ισόγειο διαμέρισμα συνολικού εμβαδού 30.51 τ.μ., τμήμα Β’ διώροφο διαμέρισμα εμβαδού ισογείου τμήματος 12.29 τ.μ. και Α Όρόφου τμήματος 18,22 τ.μ., το οποίο διατηρεί την υπάρχουσα εσωτερική κλίμακα, συνολικού εμβαδού 30,51 τ.μ. και τμήμα Γ’ Α’ όροφο διαμέρισμα εμβαδού 27,55 τ.μ. μετά του ισογείου τμήματος για την κατασκευή εσωτερικής κλίμακας εμβαδού 2,96 τ.μ., συνολικού εμβαδού 30,50, διότι σύμφωνα με τον ίδιο γνωμοδοτούντα πολιτικό μηχανικό για να πραγματοποιηθεί η ανωτέρω πρόταση θα πρέπει να κατασκευαστούν ορισμένα εσωτερικά χωρίσματα από γυψοσανίδες για τον διαχωρισμό των διαμερισμάτων, τη δημιουργία νέων λουτρών στα διαμερίσματα Β’ και Γ’, νέων κουζινών και στα τρία διαμερίσματα καθώς και νέα εσωτερική κλίμακα για πρόσβαση στο διαμέρισμα Γ’ , γεγονός που αποδεικνύει σε κάθε περίπτωση το ανέφικτο της αυτούσιας διανομής καθόσον σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας οι ανωτέρω προσθήκες-τροποποιήσεις κι αν ακόμα ήταν δυνατές θα απαιτούσαν δυσανάλογα μεγάλες δαπάνες γεγονός που αντιβαίνει στο συμφέρον των συγκυρίων για την δημιουργία οριζοντίου ιδιοκτησίας στην εν λόγω οικοδομή .

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να καταδικαστεί η εκκαλούσα λόγω της ήττας της να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176 , 183 Κ.Πολ.Δ. και 12 του Ν. 3226/2004).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.

Καταδικάζει την εκκαλούσα να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, που ορίζει στο χρηματικό ποσό των τριακοσίων πενήντα ( 350 ) Ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Πάτρα την 27 Φεβρουαρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Σχολιασμός – Περαιτέρω ανάπτυξη ζητημάτων

Από τις διατάξεις των άρθρων 787, 974,980-984, 994 και 1113 του ΑΚ προκύπτει ότι ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος ακινήτου λογίζεται ότι κατέχει το κοινό πράγμα επ’ ονόματι και των λοιπών συγκυρίων και επομένως δεν μπορεί να αντιτάξει κατ’ αυτών κτητική ή αποσβεστική παραγραφή, προτού καταστήσει σ’ αυτούς γνωστή την απόφαση του να νέμεται στο εξής ποσοστό μεγαλύτερο από τη μερίδα του ή ολόκληρο το κοινό πράγμα αποκλειστικώς για δικό του λογαριασμό. Τέτοια, όμως, γνωστοποίηση δεν απαιτείται στην περίπτωση που οι συγκύριοι προβαίνουν σε άτυπη διανομή του κοινού ακινήτου, αφού έκτοτε καθένας από αυτούς με γνώση των λοιπών νέμεται αποκλειστικώς για τον εαυτό του το περιελθόν σ’ αυτόν με την άτυπη διανομή μέρος του ακινήτου.

Από τις διατάξεις των άρθρων 798, 799 και 800 ΑΚ προκύπτει ότι η εξώδικη εκούσια διανομή ενός κοινού αντικειμένου, η οποία ρυθμίζεται από τις ανωτέρω διατάξεις και η οποία επιφέρει την λύση της κοινωνίας, προϋποθέτει σύμβαση μεταξύ όλων των κοινωνών, που έχει ως αντικείμενο την αμοιβαία μεταβίβαση των μερίδων τους, εις τρόπον ώστε κάθε ένας από τους κοινωνούς να αποκτήσει πλήρες δικαίωμα στο συγκεκριμένο τμήμα του κοινού πράγματος που περιέρχεται εις αυτόν. Η πραγματοποιούσα την λύση της κοινωνίας αυτούσια διανομή του κοινού πράγματος (κινητού ή ακινήτου) προϋποθέτει ότι το κοινό αντικείμενο είναι διαιρετό και δύναται να διανεμηθεί μεταξύ των κοινωνών, χωρίς ουσιώδη μείωση της αξίας του σε ομοειδή μέρη, ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών. Τα μη οικοδομημένα ακίνητα μπορούν να διαιρεθούν με τη χάραξη ορίων και τη μεταβίβαση της κυριότητος των τεμαχίων σε διαφορετικά πρόσωπα. Αντίθετα, δεν είναι νομικά επιτρεπτή η αυτούσια εξώδικη άτυπη διανομή ενός οικοδομημένου ακινήτου, αλλά για το κύρος της απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή του κατ’ άρθρο 369ΑΚ. Κατ` εξαίρεση μπορεί να διαιρεθεί οριζόντια και κάθετα, μόνον εφόσον συντρέχουν οι όροι και οι διατυπώσεις άρθρου 480Α ΚΠολΔικ, του ν. 3741/1929 περί της ιδιοκτησίας κατ` ορόφους, με το άρθρο 1 του οποίου αναγνωρίζεται η διηρημένη κατ` ορόφους ή μέρη αυτών ιδιοκτησία επί του αυτού οικοδομήματος, και του ν.δ. 1024/1971 “περί διηρημένης ιδιοκτησίας επί οικοδομημάτων ανεγειρομένων επί ενιαίου οικοπέδου”. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του τελευταίου αυτού νομοθετικού κειμένου: “Εν τη εννοία του άρθρου 1 του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του Αστικού Κωδικός, δύναται να συσταθεί διηρημένη ιδιοκτησία και επί πλειόνων αυτοτελών οικοδομημάτων, ανεγειρομένων επί ενιαίου οικοπέδου, ανήκοντος εις ένα ή πλείονας, ως και επί ορόφων ή μερών των οικοδομημάτων τούτων”.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1054 ΑΚ, 12, 3 και 4 του ν. 3741/1929, ΔΕΝ είναι δυνατή η διανομή οικοδομημένου ακινήτου με χρησικτησία, αφού προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 953 ΑΚ. Εφόσον η οικοδομή δεν διέπεται από τις διατάξεις του ν.3741/1929 και 1024/1971, τμήματα αυτής να είναι δεκτικά χρησικτησίας μαζί με το ανάλογο διαιρετό τμήμα του οικοπέδου.

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος πρέπει να προκύπτει είτε από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε, είτε από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η με την άσκηση του δικαιώματος ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε ή η με αυτήν πρόκληση στον υπόχρεο επαχθών, όχι δε κατ’ ανάγκη και αφόρητων, συνεπειών, θα πρέπει, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, να μην είναι ανεκτή, ώστε, μετά και από αντιστάθμιση τους προς το συμφέρον που η άσκηση αυτή εξυπηρετεί, να κρίνεται επιβεβλημένη, προς αποτροπή των επαχθών για τον υπόχρεο συνεπειών, η θυσία του αξιούμενου δικαιώματος. Γι’ αυτό το ζήτημα, ο Άρειος Πάγος έχει διαμορφώσει μια πάγια νομολογία. Τονίζει ότι «μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση
του δικαιώματος επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη
πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί
εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί κατ’ αρχή να
καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος. Αν όμως η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές
περιστάσεις που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος μεταβάλλοντας τη
στάση του επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που ήδη έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί,
δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες αλλ’ αρκεί
να επέρχονται δυσμενείς απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεις. Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του
δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς κατα-
χρηστική και απαγορευμένη» (ΟλΑΠ 8/2017, ΑΠ 750/2013).

Κατά την διάταξη 1045 του Αστικού μας Κώδικα, «εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία
πράγμα κινητό ή ακίνητο, γίνεται κύριος (έκτακτη χρησικτησία)». Το περιεχόμενο της έννοιας της νομής περιλαμβάνει δύο στοιχεία, το corpus δηλαδή το φυσικό εξουσιασμό του πράγματος, αλλά και το animus δηλαδή τη θέληση του προσώπου να εξουσιάζει το πράγμα ως κύριος. Αυτά τα στοιχεία πρέπει να πληρούνται φυσικά και στην συννομή (ΑΚ 994). Για να εφαρμοστεί η διάταξη της έκτακτης χρησικτησίας, πρέπει να συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις. Αρχικά, πρέπει το πράγμα να είναι δεκτικό χρησικτησίας,σύμφωνα με τα άρθρα 1054 και 1055 του Αστικού Κώδικα. Ακόμα, πρέπει να υπάρχει νομή του πράγματος, η οποία δεν χρειάζεται να είναι ανεπίληπτη, ούτε απαιτείται καλή πίστη του νομέα. Άσκηση της νομής για ακίνητο αποτελούν υλικές ενέργειες του χρησιδεσπόζοντος πάνω στο πράγμα που δείχνουν ότι αυτός έχει βούληση εξουσίασής του. Τέλος, η νομή πρέπει να έχει διάρκεια 20 συνεχόμενα και χωρίς διακοπή έτη. Εδώ ισχύει και το “succession in usucapionem”, δηλαδή «ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του αρχικού νομέα μπορεί να υπολογίσει στη δική του νομή και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, και μάλιστα χωρίς να χρειάζεται να είναι καλόπιστος (ΑΚ1051)» βλ. Απόστολος Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Εμπραγμάτου Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, Ιούνιος 2012, σελ. 388-392. Όταν υπάρχει νόμιμη σχέση κοινωνίας, ο εξ’ αδιαιρέτου συγκύριος ακινήτου, επειδή θεωρείται ότι έχει το πράγμα και εν ονόματι των άλλων συγκυρίων, δεν μπορεί να αποκτήσει την έκτακτη χρησικτησία, αν δε δηλώσει την απόφασή του να νέμεται από εδώ και στο εξής το πράγμα αποκλειστικά για τον εαυτό του. Αυτή η δήλωση μπορεί να είναι είτε ρητή είτε να συνάγεται μέσω των πράξεων και της συμπεριφοράς του. Επιπλέον, οι άλλοι συγκύριοι είναι υποχρεωτικό να ενημερωθούν γι’ αυτή την απόφαση. Συνεπώς, δεν μπορεί ο συγκληρονόμος να αντιτάξει κατά των υπόλοιπων κτητική παραγραφή, αν δεν τους γνωστοποιήσει ότι αποφάσισε να νέμεται το κοινό κληρονομιαίο πράγμα αποκλειστικά στο όνομά του ως κύριος, και από τη γνωστοποίηση αυτή να παρέλθει η κατάλληλη προθεσμία. Κτητική παραγραφή υπάρχει όταν, μετά την συμπλήρωση της εικοσαετούς παραγραφής, αποσβήνεται και η κυριότητα του δικαιούχου, γιατί ο εναγόμενος πληροί τις προϋποθέσεις της έκτακτης χρησικτησίας. Τέτοια, όμως, γνωστοποίηση δεν απαιτείται στην περίπτωση που οι συγκύριοι προβαίνουν σε άτυπη διανομή του κοινού
(κληρονομιαίου) ακινήτου, αφού έκτοτε καθένας από αυτούς με γνώση των λοιπών νέμεται αποκλειστικώς για τον εαυτό του το περιελθόν σ’ αυτόν με την άτυπη διανομή μέρος του ακινήτου. Μάλιστα, ο εν λόγω συγκύριος πρέπει να αντιποιηθεί τη νομή των υπολοίπων συγκυρίων6. «Αντιποίηση της νομής υπάρχει, όταν ο κάτοχος εξωτερικεύσει τη θέλησή του να έχει εφεξής το πράγμα όχι για το νομέα αλλά για τον εαυτό του». Σ’ αυτήν την περίπτωση, οι άλλοι συγκύριοι μέσα σε 20 έτη από τη γνωστοποίηση μπορούν να ασκήσουν όλα τα δικαιώματά τους με αγωγές και αιτήσεις στα δικαστήρια. Η ανάγκη της γνωστοποιήσεως της αντιποιήσεως της νομής από τον συγκύριο έχει προστεθεί από τη νομολογία, κυρίως του Αρείου Πάγου, που απαιτεί την πρόσθετη αυτή προϋπόθεση για να είναι δυνατό να προσδώσει κυριότητα η εικοσαετής νομή του συγκυρίου
έναντι των λοιπών συγκυρίων (ΑΠ 211/2010).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1049 του Αστικού Κώδικα λοιπόν, «η χρησικτησία διακόπτεται με την έγερση της διεκδικητικής αγωγής εναντίον αυτού που χρησιδεσπόζει, η δε διακοπή επέρχεται μόνο υπέρ του ενάγοντος».
Μάλιστα, στην πράξη η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση διεκδικητικής αγωγής, αλλά σε κάθε περίπτωση που η χρησικτησία διακόπτεται, όταν το δικαίωμα απόκτησης κυριότητας γίνεται επίδικο – Βλ. Απόστολος Γεωργιάδης- Μιχαήλ Σταθόπουλος, Αστικός Κώδιξ κατ’ άρθρο ερμηνεία Εμπράγματο Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Μάιος 1985, σελ. 487. Επομένως, διακοπή της χρησικτησίας επάγεται κάθε πράξη που απευθύνεται κατά του χρησιδεσπόζοντα και φέρει το δικαίωμα της κυριότητας σε δικαστική διάγνωση, ανεξάρτητα
από το δικονομικό τύπο με τον οποίο εμφανίζεται η πράξη αυτή. Άρα, ορίζεται ως διακοπτικό γεγονός της χρησικτησίας η άσκηση διεκδικητικής αγωγής, με αφετηρία την επίδοση της αγωγής (ΚΠολΔ 221 παρ.1). Για το αποτέλεσμα της διακοπής απαιτείται αγωγή, και συνεπώς δεν επάγεται το αποτέλεσμα αυτό η υποβολή αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, ούτε εξώδικες ενέργειες, έγγραφες ή προφορικές. Σύμφωνα με τα άρθρα 1049 και 1050 του Αστικού Κώδικα, «η διακοπή επέρχεται μόνο υπέρ του ενάγοντος, με αποτέλεσμα ο χρόνος που πέρασε έως τη διακοπή να μην υπολογίζεται». Με άλλα λόγια, «ματαιούται εντελώς η χρησικτησία, καθισταμένου ανωφελούς και άχρηστου του διαδραμόντος χρόνου, νέα, δε, χρησικτησία μπορεί να αρχίσει μόνο μετά τη λήξη της διακοπής, κατά την οποία δεν υπολογίζεται ο μέχρι της διακοπής χρόνος» – Βλ. ΑΠ 1365/2002, ΑΠ 1548/2001, ΑΠ 28/2001, ΑΠ 1073/1996 .