ΚΠολΔ 243.- Συγκρότηση του μονομελούς πρωτοδικείου μετά την εκ μέρους του πολυμελούς πρωτοδικείου απόρριψη της αίτησης για την εξαίρεση του δικαστή του
Άν το μονομελές πρωτοδικείο διακόψει τη συνεδρίαση του, επειδή υποβλήθηκε αίτηση εξαίρεσης του δικαστή που το συγκροτεί, τότε, μετά την εκ μέρους του πολυμελούς πρωτοδικείου απόρριψη της αίτησης εξαίρεσης, το μονομελές πρωτοδικείο πρέπει να συγκροτηθεί και πάλι απο τον ίδιο δικαστή, του οποίου είχε ζητηθεί η εξαίρεση, εκτός αν γίνει νόμιμη αναπλήρωσή του με πράξη του προϊσταμένου των υπηρεσιών του οικείου πρωτοδικείου για έναν από τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 243 ΚΠολΔ, διαφορετικά συντρέχει κακή σύνθεση που ελέγχεται αναιρετικώς κατα το αρθο 559 αρ. 2 ΚΠολΔ, και συνακόλουθα ακυρότητα της συζήτησης, ανεξάρτητα απο δικονομική βλάβη των διαδίκων κατ’ αρθρ. 159 αρ. 2 ΚΠολΔ.
Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 1807/2005 [Δ. Τράγκας]
(Δικαστικοί παραστάτες: Ε. Τσαλικίδης, Γ. Τασινόπουλος)
Σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 8 § 1 του Συντάγματος του 1975 «κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που τον έχει ορίσει ο νόμος». Ειδικότερη εκδήλωση της επιταγής αυτής στο πεδίο του αστικού δικονομικού δικαίου είναι η διάταξη του άρθρου 109 § 1 ΚΠολΔ, κατά την οποία δεν επιτρέπεται να αφαιρεθεί από κανέναν, χωρίς τη θέλησή του ο δικαστής που ορίζει ο νόμος γι’ αυτόν (βλ. σχετ. Νίκα στην Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα Ερμ. ΚΠολΔ, κάτω απ’ το άρθρο 109, σελ. 232, όπου παραπομπή του συγγραφέα στη θεωρία). Αξιώνει η αρχή αυτή, όχι μόνο να είναι γνωστό εκ των προτέρων, με γενικούς μάλιστα και αφηρημένους κανόνες (λ.χ. αξία αντικειμένου διαφοράς, κατοικία εναγομένου) ποιο δικαστήριο και ποιοι δικαστές θα δικάσουν την αίτηση δικαστικής προστασίας, αλλά και να μη αφαιρείται από το δικαστή μια διαφορά που εκκρεμεί ενώπιον του (βλ. σχετ. Βενιζέλο στο «Δίκαιο και Πολιτική» 1983,297-301. ΜΠρΧαλκίδας 434/1991, αδημ. ΜΠρΘεσ. 853/1983, Αρμ. 1983, 595-596 με παρατ. Σοφιαλίδη), παρά μόνο με τους ίδιους αντικειμενικούς όρους που απαιτούνται και για τον αρχικό καθορισμό αρμοδιότητας (βλ. σχετ. Νίκα, ο.π., κάτω απ’ το άρθρο 109, σελ. 232-233).
Περαιτέρω, κατ’ εφαρμογή της παραπάνω συνταγματικής επιταγής, ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας έχει περιλάβει και άλλες διατάξεις που διασφαλίζουν την κρίση κάθε υπόθεσης από το νόμιμο δικαστή. Έτσι κατ’ άρθρο 243 ΚΠολΔ «όλες οι συζητήσεις στο ακροατήριο γίνονται ενώπιον του ίδιου ειρηνοδίκη ή δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου που εκδίδει και την οριστική απόφαση. Αν ο δικαστής αυτός κωλύεται πρόσκαιρα η συζήτηση αναβάλλεται για άλλη σύντομη δικάσιμο. Αν ο δικαστής έπαψε να υπηρετεί στο δικαστήριο ή βρίσκεται με άδεια που πρόκειται να διαρκέσει περισσότερο από ένα μήνα, ορίζεται αναπληρωτής και η συζήτηση γίνεται ενώπιόν του». Η προκειμένη διάταξη επιχειρεί να καθιερώσει αμεσότητα στην διαδικασία, προβλέποντας την έκδοση αποφάσεως από τον δικαστή που εκδίκασε τη διαφορά στα ειρηνοδικεία ή στα μονομελή πρωτοδικεία, προϋποθέτει δε διαδοχικές συζητήσεις στο ίδιο μονομελές δικαστήριο (βλ. σχετ. Μακρίδου στην Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα Ερμ. ΚΠολΔ κάτω από το άρθρο 243, σελ. 516 πρβλ. και ΜΠρΧαλκίδας 434/1991 αδημ. Βλ., επίσης αρθ. 15 Ι, II του ν. 1756/1988, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 ν. 2172/1993, καθ’ ην ο προσδιορισμός της συνθέσεως του δικαστηρίου γίνεται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου ή από τριμελές συμβούλιο και παρατηρήσεις Νίκα επ’ αυτού στην Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Ερμ. ΚΠολΔ κάτω από το άρθρο 109, σελ. 234, όπου παραπομπές του συγγραφέα στη θεωρία και τη νομολογία).
Από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 243 ΚΠολΔ, η οποία ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της ειρημένης συνταγματικής επιταγής, αλλά και σε συνδυασμό με τη συναφή δικονομική αρχή που μνημονεύεται παραπάνω (αρθ. 109 § 1 ΚΠολΔ), συνάγεται οτι, όταν το μονομελές πρωτοδικείο, συντιθέμενο από ορισμένο δικαστή (ορισθέντος, κατά τα ανωτέρω, σύμφωνα με όσα ορίζει ο νόμος), διακόψει τη συνεδρίασή του, για το λόγο ότι υπεβλήθη αίτηση εξαίρεσης σε βάρος του μνησθέντος δικαστή, η οποία πρέπει να εκδικασθεί από το αρμόδιο πολυμελές πρωτοδικείο, το δε τελευταίο δικαστήριο με τη σχετική απόφαση του δεν προβεί στην εξαίρεση του εν λόγω δικαστή, το δικαστήριο (μονομελές πρωτοδικείο) που θα δικάσει την υπόθεση μετά την έκδοση της άνω αποφάσεως του πολυμελούς πρωτοδικείου πρέπει να συντεθεί από τον ίδιο αυτόν δικαστή [εκτός αν γίνει νόμιμη αναπλήρωσή του με πράξη που θα εκδοθεί από τον προϊστάμενο των υπηρεσιών του οικείου πρωτοδικείου για έναν από τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 243 ΚΠολΔ (πρβλ. ΜΠρ Χαλκίδας 434/1991 αδημ.], αλλιώς υπάρχει, κατά την κρίση του δικαστηρίου, κακή σύνθεση που ελέγχεται αναιρετικώς κατ’ αρθ. 559 αριθ. 2 ΚΠολΔ, και άρα παράγει ακυρότητα της συζήτησης, ανεξάρτητα από τυχόν δικονομική βλάβη των διαδίκων κατ’ αρθρ. 159 αρ. 2 ΚΠολΔ (πρβλ. ΜΠΧαλκίδας 434/1991 αδημοσίευτη). Επομένως, αν, σε αντίθεση με τα παραπάνω, υπόθεση έχει εισαχθεί ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου υπό ορισμένη σύνθεση και μετά την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης αυτής το δικαστήριο αναγκάσθηκε να διακόψει τη συνεδρίασή του με σκοπό να εκδικασθεί από το πολυμελές πρωτοδικείο αίτηση εξαίρεσης, που «εν τω μεταξύ» υπεβλήθη κατά του δικαστή που μετέχει στη σύνθεση του παραπάνω δικαστηρίου, και ο ανωτέρω δικαστής, τελικά δεν εξαιρεθεί, και κατόπιν εισάγεται η ίδια υπόθεση για μεταγενέστερη (δεύτερη κοκ) συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο υπό άλλη σύνθεση, χωρίς ο δικαστής που το συνέθεσε κατά τη διακοπείσα συνεδρίαση να έχει πάψει να υπηρετεί στο δικαστήριο ή χωρίς αυτός να βρίσκεται με άδεια που πρόκειται να διαρκέσει περισσότερο από ένα μήνα, και χωρίς η υπόθεση να αναβληθεί για άλλη σύντομη δικάσιμο λόγω πρόσκαιρου κωλύματός του, το δικαστήριο, υπό τη νέα του σύνθεση οφείλει να απόσχει από τη συζήτηση της υπόθεσης, προκειμένου τούτο να συντεθεί νομίμως (βλ. ΕφΠειρ 34/1987 ΕλΔ 29,724, καθώς και ΜΠρΧαλκίδας 434/1991 αδημ.).
Στην προκειμένη περίπτωση ο Σ.Π. με την από 15.1.2005 αγωγή του, που άσκησε εναντίον των Κ.Χ. και Ε.Χ., ζήτησε την καταβολή αποζημιώσεως λόγω ύπαρξης ελαττωμάτων του σε αυτήν (την αγωγή) αναφερομένου μισθίου ακινήτου. Η εν λόγω αγωγή προσδιορίστηκε, τελικά, να συζητηθεί ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκαζε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 647 επ. ΚΠολΔ κατά την δικάσιμο του τελευταίου της 1.4.2005. Κατά την εν λόγω δικάσιμο η πιο άνω αγωγή συνεκφωνήθηκε για να εκδικασθεί μαζί με την από 2.10.2004 αγωγή των Κ.Χ. και Ε.Χ. κατά του Σ.Π. (μισθωτή) περί αποδόσεως σε αυτούς της χρήσεως του ίδιου μισθίου ακινήτου, λόγω λήξεως της σύμβασης μισθώσεως με καταγγελία, που έγινε, εξαιτίας καθυστερήσεως καταβολής των αναφερομένων σε αυτήν (τελευταία αυτή αγωγή) μισθωμάτων. Όμως, ενώ είχε αρχίσει η εκδίκαση των παραπάνω αγωγών κατά την ειρημένη δικάσιμο, και ενώ ήδη είχε απορριφθεί από το ρηθέν δικαστήριο αίτημα αναβολής της σχετικής συζήτησης των ως άνω δικηγόρων, που υπεβλήθη από το Σ.Π., ο τελευταίος ζήτησε την εξαίρεση του δικαστή, που μετείχε στη σύνθεση του μνησθέντος δικαστηρίου, **. Τότε το μονομελές πρωτοδικείο Αθηνών αναγκάσθηκε να διακόψει τη συνεδρίασή του, της οποίας έγινε μνεία (ήτοι εκείνη της 1.4.2005), στα πλαίσια της οποίας, ως ήδη ειπώθηκε, συνεζητούντο τα προρρηθέντα δικόγραφα, με σκοπό να εκδικαστεί από το αρμόδιο δικαστήριο, ήτοι το πολυμελές πρωτοδικείο Αθηνών, η ως άνω αίτηση εξαίρεσης. Αφού δε εκδικάσθηκε από το τελευταίο αυτό δικαστήριο η εν λόγω αίτηση, εκδόθηκε τελικά η 89/2005 απόφαση του αμέσως προηγουμένου δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας υπήρξε απόρριψη της προσημειωθείσης αίτησης εξαίρεσης. Στη συνέχεια, με την από 19.5.2005 πράξη του προέδρου της τριμελούς διοίκησης, που διευθύνει το πρωτοδικείο Αθηνών, η από 15.1.2005 και με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ. 10108/410/2005 αγωγή του Σ.Π. εισήχθη να εκδικασθεί κατά την δικάσιμο του μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών της 10.6.2005, αλλά υπό τη σύνθεση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, για περαιτέρω συζήτηση. Όπως όμως είναι γνωστό στο δικαστήριο υπό την παρούσα σύνθεση του, κατ’ αρθρ. 336 § 2 ΚΠολΔ ο Πρωτοδίκης ** εξακολουθεί να υπηρετεί στο πρωτοδικείο Αθηνών, ενώ κατά το χρόνο της παρούσας συζήτησης (κατά τη δικάσιμο της 10.6.2005) δεν απουσίαζε με άδεια για χρόνο περισσότερο από ένα μήνα, ούτε προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας η έκδοση από τον πρόεδρο της ως άνω τριμελούς διοίκησης πράξη αντικατάστασης του δικαστή αυτού με αυτόν που απαρτίζει το παρόν δικαστήριο για οποιοδήποτε νόμιμο λόγο (σημειώνεται ότι στην από 19.5.2005 πράξη του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου, που διευθύνει το πρωτοδικείο Αθηνών γίνεται μνεία ότι απλώς επανασυζητείται αυτεπαγγέλτως η προρρηθείσα αγωγή του Σ.Π. «λόγω ανυπερβλήτου κωλύματος εις το πρόσωπο του δικαστή που δίκασε την (…) υπόθεση σύμφωνα με την 89/2005 απόφαση του πολυμελούς πρωτοδικείου Αθηνών…»).
Συνακόλουθα, και σύμφωνα με όσα στη μείζονα σκέψη αναφέρθηκαν, υπάρχει κακή σύνθεση του δικαστηρίου κατά την παρούσα στάση της δίκης (περαιτέρω συζήτηση), και επομένως το δικαστήριο πρέπει να απόσχει από τη συζήτηση της υπόθεσης, προκειμένου να συντεθεί νομίμως κατά τα προεκτιθέμενα.
ΕΧΕΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΕΙ ΣΤΗΝ ΔΙΚΗ , Ιανουάριος 2006, με σχόλιο Κ. Μπέη
Παρατηρήσεις:
Το σκεπτικό της σχολιαζόμενης απόφασης είναι άψογο. Μολοντούτο ο προβληματισμός δέν τελειώνει μ’ αυτήν την οφειλόμενη παραδοχή. Και τούτο, εν όψει του οτι σ’ αυτό το ίδιο σκεπτικό έχει εμφιλοχωρήσει μια αξιοπρόσεχτη διατύπωση, δηλαδή οτι «υπεβλήθη αίτηση εξαίρεσης σε βάρος του μνησθέντος δικαστή», για τον οποίο το άρθρο 58 § 2 ΠολΔ ορίζει οτι δέον να του ανακοινωθεί η αίτηση της εξαίρεσής του «για να λάβει θέση», κάτι που σημαίνει οτι, όχι μόνο σε ψυχολογική διάσταση, αλλά και στο πλαίσιο της διαδικαστικής της ρύθμισης, δέν αποκρύπτεται πως ο διάδικος και ο δικαστής τελούν σε κάποια μορφή αντιπαλότητας.
Εδώ λοιπόν ανακύπτει ενα πολύ λεπτό ζήτημα, που μπορεί και πρέπει να προσεγγιστεί σωρευτικώς σε πολλά επίπεδα:
(α) οτι μόνη η δικαστική απόρριψη της αίτησης εξαίρεσης δέν παραμερίζει την ψυχολογική κατάσταση ανησυχίας του διαδίκου, αναφορικά με την εφεξής αμεροληψία του δικαστή, με τον οποίο ήλθε (ο ίδιος ή ο δικηγόρος του) σε σύγκρουση,
(β) οτι, αντιστρόφως, η απορριπτική απόφαση, αναφορικά με την εξαίρεση, θα πρέπει να έχει δραστικότητα,
(γ) οτι σκοπός της ορθής συγκρότησης των δικαστηρίων είναι η εμπέδωση της εμπιστοσύνης των διαδίκων και της κοινής γνώμης στην ασκίαστη αμεροληψία του δικαστηρίου που δικάζει, και
(δ) οτι, σε περίπτωση αμφιβολίας, θα πρέπει να προέχει η διαφύλαξη της αξιοπιστίας του δικαστικού συστήματος.
Σταθμίζοντας όλες αυτές τις παραμέτρους της προβληματικής, είναι κατα τη γνώμη μου φανερό οτι:
– ο δικαστής που καλείται να συγκροτήσει το μονομελές πρωτοδικείο (ή ειρηνοδικείο) υπο τις συνθήκες της σχολιαζόμενης απόφασης, ορθώς κατέληξε στο διατακτικό εκείνης,
– όμως ο δικαστής, του οποίου ανεπιτυχώς είχε ζητηθεί η εξαίρεση, καλούμενος στη συνέχεια να συγκροτήσει το δικαστήριο, κηδόμενος του αυτοσεβασμού του και της αξιοπιστίας του δικαστηρίου, θα πρέπει να δηλώσει λόγο αυτοεξαίρεση, συνιστάμενο στην παραδοχή της εύλογης αμφιβολίας που δικαιούται να έχει εφεξής ο διάδικος, με τον οποίο ατυχώς βρέθηκε σε αντιπαλότητα.
Βεβαίως αυτές οι ευαισθησίες απολήγουν σε βάρος της κατα το δυνατόν μή χρόνιας παροχής της ζητούμενης δικαστικής προστασίας. Για το λόγο τούτο θα ήταν ευκταίο ο δικαστής, του οποίου ζητήθηκε η εξαίρεση, όταν καλείται κατα το άρθρο 58 § 2 ΠολΔ «να λάβει θέση», να λαμβάνει μέν την πρέπουσα θέση ως προς τα γεγονότα, όμως επικουρικώς, για την περίπτωση της απόρριψης της αίτησης εξαίρεσής του, να υποβάλλει εκουσίως δήλωση αυτοεξαίρεσης, όχι τάχα επειδή πιθανολογούνται οι λόγοι της εξαίρεσής του, αλλά για να μή μείνει ο αιτούμενος την εξαίρεση διάδικος με την αμφιβολία, οτι ήδη δικάζεται απο το δικαστή, με τον οποίο βρέθηκε σε διαδικαστική αντιπαλότητα.
Και ναί μεν έτσι υπάρχει ο κίνδυνος καταχρηστικών μεθοδεύσεων, όμως η έννομη τάξη διαθέτει κανόνες και διαδικασίες για την πάταξη της κατάχρησης, ενώ εξ άλλου είναι προτιμότερο να διαλάθει δίχως κυρώσεις κάποια κατάχρηση, παρά να τραυματίζεται η αξιοπιστία του δικαστικού συστήματος.
Κώστας Ε. Μπέης
diki-goros.blogspot.com/p/blog-page_8818.html#ixzz4117w3OLC