MONΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ 928/2018

Πρόεδρος: Ι. Κουκουράκη

Δικηγόροι: Α. Μαγριπλής

Με την κρινόμενη αίτηση, η αιτούσα ζητεί να ανασταλεί η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος της, δυνάμει της από 4.10.2017 επιταγής προς πληρωμή, κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της υπ αρίθμ. 164/2017 απόφασης τον Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, η οποία της επεδόθη την 9.10.2017, με την οποία ζητείται η καταβολή από την αιτούσα στην καθ’ ης, των εκεί αναφερόμενων ποσών, για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, για έξοδα λήψης απογράφου, για αμοιβή για σύνταξη επιταγής και αντιγραφικά δικαιώματα και δαπάνη προς επίδοση αυτής, συνολικά ποσού 6.857,50, νομιμοτόκως από την ημέρα της επίδοσης, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 10.10.2017 ανακοπής της αιτούσας, που νομότυπα άσκησε, κατ’ άρθ. 933 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά της άνω επιταγής προς πληρωμή. Τούτο ζητά για το λόγο που αναφέρεται στην αίτηση και την ανακοπή της.

Η κρινόμενη αίτησης αναστολής, η οποία παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, κατά τα άρθ. 933 παρ. 3 και 584 ΚΠολΔ, τυγχάνει βάσιμη κατά νόμο και για τούτο θα πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Τούτο για τους εξής λόγους: Όπως η αιτούσα εκθέτει στην κρινόμενη αίτησή της, η ανακοπή επί της οποίας ζητείται η κρινόμενη αναστολή εκτέλεσης είναι ανακοπή του άρθ. 933 ΚΠολΔ, στρεφόμενη κατά της από 4.10.2017 επιταγής προς πληρωμή. Επί άσκησης, όμως, ανακοπής, κατά το άρθ. 933 ΚΠολΔ, σε περίπτωση χρηματικής απαίτησης, δεν προβλέπεται η δυνατότητα χορήγησης αναστολής, της επισπευδόμενης εκτέλεσης, μετά την κατάργηση, με το Ν 4335/2015, του άρθ. 938 ΚΠολΔ, το οποίο δεν μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω, αφού προσβάλλεται επιταγή προς πληρωμή επιδοθείσα μετά την 1.1.2016 (ημερομηνία εφαρμογής του άνω νόμου), την 9.10.2017, όπως και η καθ’ ης εκθέτει. Σημειώνεται, δε, ότι η μόνη περίπτωση κατά την οποία θα ήταν εφικτή η χορήγηση αναστολής, θα ήταν, αν εκκρεμούσε ανακοπή κατά άμεσης εκτέλεσης, κατ’ αρθ. 937 παρ. 1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ (π.χ. περίπτωση παράδοσης κινητών η απόδοσης μισθίου), διάταξη η οποία δεν μπορεί να εφαρμοστεί, αναλογικώς, σε περιπτώσεις εκτέλεσης επί χρηματικών απαιτήσεων. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, χωρεί εφαρμογής το άρθ. 731 ΚΠολΔ, περί προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης. Τούτο γιατί, για την εφαρμογή του άρθ. 731 ΚΠολΔ, αφενός, θα πρέπει ο οφειλέτης να επικαλεσθεί και να αποδείξει πρακτικά αδήριτη ανάγκη, αφετέρου, την ύπαρξη ασφαλιστέου δικαιώματος, και τέτοιο δεν είναι η εκκρεμότητα της κύριας δίκης, η οποία ανοίχθηκε με την άσκηση της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ (πρβλ. ΜΠρΠειρ 229/2016 και σχολιασμός ΕφΑΔΠολΔ Τεύχος 2/2017, Φεβρουάριος 2017). Όμως, η αναφορά της αιτούσας στην ανακοπή, ότι διατηρεί κατά της καθ’ ης, ανταπαίτηση, την οποία πρότεινε σε συμψηφισμό συνιστά την ύπαρξη, τέτοιου, ασφαλιστέου δικαιώματος. Βέβαια, με αυτά τα δεδομένα, εφόσον γίνεται δεκτό ότι ο καθ’ ου η εκτέλεση έχει τη δυνατότητα να επιδιώξει την αναστολή της, με τη μορφή της προσωρινής ρύθμισης καταστάσεως, κατ’ άρθ. 731 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 11/2017 ΝοΒ 65, 658), στην περίπτωση αυτή προϋποτίθεται η ύπαρξη βάσιμου λόγου ανακοπής, κατά της επισπευδόμενης εκτέλεσης. Δηλαδή, απαιτείται στην περίπτωση αυτή, η πιθανολόγηση της ευδοκίμησης της ανακοπής (το ασφαλιστέο δικαίωμα), προϋπόθεση που συντρέχει εν προκειμένω.

Ειδικότερα, στην πιο πάνω ανακοπή, ο μοναδικός λόγος αυτής, συνίσταται στο ότι η απαίτηση της καθ’ ης προέρχεται από την υπ’ αρίθμ. 164/2017 απόφαση του ΜΠρΚοζάνης, η οποία καταδίκασε την αιτούσα στα δικαστικά έξοδα του τότε αντιδίκου της, … του …, εκ 3.407,05 ευρώ, απαίτηση την οποία ο τελευταίος, με το από 10.7.2017 ιδιωτικό, μεταξύ αυτού και της καθ’ ης, συμφωνητικό, εκχώρησε σ’ αυτήν, γεγονός που γνωστοποιήθηκε στην αιτούσα την 20.9.2017. Ότι ήδη όμως, κατ’ εκείνο το χρόνο, η αιτούσα διατηρούσε κατά του εκχωρητή, …, ανταπαίτηση, εκ 2.130 ευρώ, από τα δικαστικά έξοδα τα οποία της είχαν επιδικασθεί με την υπ’ αρίθμ. 163/2017 απόφαση του ΜΠρΚοζάνης (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων) και απαίτηση εκ 106.480,08 CHF, αντιστοιχούντων σε ευρώ, με την ισοτιμία του ελβετικού φράγκου σε ευρώ, κατά την ημέρα της καταβολής, εκ της υπ’ αρίθμ. …/11.1.2008 σύμβασης στεγαστικού δανείου, τις οποίες (απαιτήσεις), πρότεινε η νυν αιτούσα, νόμιμα, σε συμψηφισμό, κατά της εκδοχέα, κατ’ άρθ. 463 ΑΚ, δια της από 3.10.2017 εξωδίκου δηλώσεως συμψηφισμού, η οποία επεδόθη στην καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης η αίτηση αναστολής – εκδοχέα, την 4.10.2017. Επί του λόγου αυτού της ανακοπής, λεκτέα τα εξής:

Από τις διατάξεις των άρθρων 440 και 441 ΑΚ, οι οποίες ορίζουν, η μεν πρώτη, ότι «Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά τo αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες», η δε δεύτερη, ότι «Ο συμψηφισμός επέρχεται, αν ο ένας τον επικαλεστεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν» και ειδικότερα από την αρχή της αμοιβαιότητας, την οποία αυτές θεσπίζουν, συνάγεται ότι το διαπλαστικό δικαίωμα της προτάσεως του συμψηφισμού δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις θα συνυπάρξουν, υπό την προϋπόθεση της εγκυρότητάς τους (ΑΠ 181/95 ΕλλΔνη 37, 1344, ΕφΑθ 1363/2000 ΕλλΔνη 41, 859) και του ληξιπροθέσμου τους, ιδία για την προτεινόμενη σε συμψηφισμό ανταπαίτηση (ΕφΑθ 4725/2001 ΕλλΔνη 44, 253). Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει, συνεπώς, από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την ανταπαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτηση του σε συμψηφισμό. Με την πρόταση αυτού, που είναι αδιάφορο πότε θα γίνει, οι αμοιβαίες απαιτήσεις, εφόσον διατηρούνται κατά το χρονικό αυτό σημείο, αποσβήνονται αναδρομικώς, δηλαδή από το χρονικό σημείο που συνυπήρξαν.

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 448, 455, 458, 460, 462 και 463 ΑΚ, συνδυαζόμενες και προς εκείνες των άρθρων 200 και 288 του ίδιου Κώδικα, σαφώς συνάγεται, ότι ο εκδοχέας γίνεται, από και δια της αναγγελίας της εκχώρησης, κύριος της εκχωρηθείσας απαίτησης, με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που συνδέονται αναπόσπαστα με τη φύση της απαίτησης, χωρίς βελτίωση ή χειροτέρευση της προηγούμενης θέσης του οφειλέτη (ΑΠ 937/2005 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 448 και 463 παρ. 2 ΑΚ, συνάγεται ότι ο οφειλέτης μπορεί να προτείνει σε συμψηφισμό, κατά του εκδοχέα, ανταπαίτηση που έχει κατά του εκχωρητή, εφόσον αυτή υπήρχε κατά το χρόνο της αναγγελίας της εκχώρησης, ακόμη και αν δεν ήταν τότε ληξιπρόθεσμη, αρκεί να γίνεται ληξιπρόθεσμη πριν από τη λήξη της απαίτησης που εκχωρήθηκε (ΑΠ 1204/1994 ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή κάμπτεται, κατ’ εξαίρεση, η αρχή της αμοιβαιότητας των απαιτήσεων (ο οφειλέτης κάθε μιάς απαιτήσεως είναι συγχρόνως και δανειστής της άλλης ΑΚ 440) και εκείνης της σχετικότητας, εφόσον ο εκδοχέας δεν συμμετέχει στην έννομη σχέση εκχωρητή – οφειλέτη (ΑΠ 59/2013 ΕΕμπΔ 2013, 317 = ΔΕΕ 2013, 975 = ΧριΔ 2013, 411, ΑΠ 1523/2011 ΕφΑΔ 2012, 257 επταμ 2012, 1258 = ΧρηΔικ 2012, 175).

Με βάση τις αμέσως ανωτέρω εκτεθείσες νομικές σκέψεις, σε σχέση με τον ερευνούμενο μοναδικό λόγο της ανακοπής, λεκτέα τα εξής: Πιθανολογείται, από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα, από τους διαδίκους έγγραφα και την ανωμοτί κατάθεση της καθ’ ης, στο ακροατήριο τοo Δικαστηρίου τούτου, ότι δυνάμει της υπ’ αρίθμ. …/11-1-2008 σύμβασης στεγαστικού δανείου και των παραρτημάτων αυτής, που συνήφθη μεταξύ της αιτούσας και του … του …, η πρώτη χορήγησε στο δεύτερο, στεγαστικό δάνειο, εκ ποσού 124.495,02 CHF, που αντιστοιχούσαν, κατά την ημέρα εκταμίευσης, σε 76.424,20 ευρώ, για την εξυπηρέτηση του οποίου τηρείτο ο υπ’ αρίθμ. … λογαριασμός. Λόγω μη εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής του δανείου, μεταφέρθηκε, την 30.9.2013, το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού, εκ 106.480,08 CHF, σε λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης. Στη συνέχεια η αιτούσα ζήτησε και πέτυχε, σε βάρος του …, την έκδοση της υπ’ αρίθμ. 186/2014 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του ΜΠρΚοζάνης, για το άνω χρεωστικό υπόλοιπο, αντιστοιχούντος σε ευρώ, με την ισοτιμία του ελβετικού φράγκου σε ευρώ, κατά την ημέρα της καταβολής. Η άνω διαταγή πληρωμής επεδόθη νόμιμα στον οφειλέτη, μετ’ επιταγής προς πληρωμή, κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου αυτής, κατά της οποίας ο τελευταίος άσκησε την από 17.6.2014, με αρ. εκθ. καταθ. …/18-6-2015 ανακοπή, ενώπιον του ΜΠρΚοζάνης και την από 17.6.2014, με αρ. εκθ. καταθ. 133/18-6-2014, αίτηση αναστολής, ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου. Επί των δικογράφων αυτών, εξεδόθησαν, την 27.4.2017, οι εξής αποφάσεις: α) η υπ’ αρίθμ. …/2017 του ΜΠρΚοζάνης, επί της ανακοπής, με την οποία έγινε αυτή δεκτή, ακυρώθηκε η υπ’ αρίθμ. 186/2014 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μ.Π.Κοζάνης και καταδικάστηκε η αιτούσα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του τότε ανακόπτοντος, εκ 3.407,05 ευρώ, β) η υπ’ αρίθμ. 163/2017 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, επί της αίτησης αναστολής, με την οποία έγινε αυτή δεκτή, ανεστάλη η εκτέλεση της υπ’ αρίθμ. 186/2014 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του ΜΠρΚοζάνης και καταδικάστηκε ο τότε αιτών, κατ’ αρθ. 84 Ν 4194/2013, στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της νυν αιτούσας, εκ 2,130 ευρώ.

Στη συνέχεια, με το από με το από 10.7.2017 ιδιωτικό συμφωνητικό, που συνήφθη μεταξύ του … του … και της καθ’ ης, η οποία ήταν η παραστάσα δικηγόρος του, κατά τη διεξαγωγή των άνω δικών, στο ΜΠρΚοζάνης, ο πρώτος εκχώρησε στη δεύτερη, την απαίτηση του σε βάρος της νυν αιτούσας, εκ της δικαστικής δαπάνης που του επιδικάστηκε με την απόφαση με αριθμό 164/2017 ΜΠρΚοζ., γεγονός που αναγγέλθηκε στην νυν αιτούσα, την 20.9.2017, όπως και η ίδια συνομολογεί, στην κρινόμενη αίτησή της (σελ. 4, στιχ. 20). Ήδη όμως, κατ’ εκείνο το χρόνο, η αιτούσα διατηρούσε κατά του εκχωρητή, …, ανταπαίτηση, εκ 2.130 ευρώ, από τα δικαστικά έξοδα τα οποία της είχαν επιδικασθεί, με την υπ’ αρίθμ. 163/2017 απόφαση του ΜΠρΚοζάνης (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων), απαίτηση η οποία είχε γεννηθεί την ίδια ημέρα με την απαίτηση εκ των δικαστικών εξόδων, δυνάμει της απόφασης με αριθμό 164/2017 ΜΠρΚοζ (την 27.4.2017) και ήταν ληξιπρόθεσμη, συνεπώς, κατ’ εκείνο το χρόνο, προ της εκχώρησης, οι άνω αντίθετες απαιτήσεις συνυπήρξαν στο πρόσωπο του εκχωρητή και της αιτούσας, ενώ η τελευταία διατηρούσε σε βάρος του και απαίτηση εκ 106.480,08 CHF, αντιστοιχούντων σε ευρώ, με την ισοτιμία του ελβετικού φράγκου σε ευρώ, κατά την ημέρα της καταβολής, εκ της υπ’ αρίθμ. …/11-1-2008 σύμβασης στεγαστικού δανείου, η οποία (απαίτηση) είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή ήδη από, κατά τα άνω, την 30.9.2013, ότι το χρεωστικό υπόλοιπο του υπ’ αρίθμ. … λογαριασμού, εκ 106.480,08 CHF, μεταφέρθηκε σε λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης. Τούτο δε, δηλαδή το γεγονός ότι η τελευταία απαίτηση ήταν ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, ήδη από την 30.9.2013, είναι ανεξάρτητο της ακύρωσης, δυνάμει της απόφασης με αριθμό 164/2017 του ΜΠρΚοζάνης, της υπ’ αρίθμ. 186/2014 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του ΜΠρΚοζάνης, που είχε εκδοθεί για την τελευταία αυτή απαίτηση. Τις απαιτήσεις της αυτές η νυν αιτούσα, νόμιμα, πρότεινε σε συμψηφισμό, κατά της εκδοχέα – νυν καθ’ ης, κατ’ άρθ. 463 ΑΚ, σύμφωνα με τις, ανωτέρω εκτεθείσες νομικές σκέψεις, εφόσον οι απαιτήσεις αυτές συνυπήρξαν, την 27.4.2017, στο πρόσωπο του εκχωρητή, η απαίτηση εκ των δικαστικών εξόδων, που του επιδικάστηκαν με την με αριθμό 164/2017 απόφαση του ΜΠρΚοζάνης και στο πρόσωπο της αιτούσας, η απαίτηση εκ των δικαστικών εξόδων που της επιδικάστηκαν με την με αριθμό 163/2017 απόφαση του ΜΠρΚοζάνης και η απαίτηση εκ της υπ’ αρίθμ. …/11-1-2008 σύμβασης στεγαστικού δανείου, εφόσον, σύμφωνα με τις, ανωτέρω εκτεθείσες, νομικές σκέψεις, στην περίπτωση αυτή κάμφθηκε, κατ’ εξαίρεση, η αρχή της αμοιβαιότητας των απαιτήσεων (ο οφειλέτης κάθε μιας απαιτήσεως είναι συγχρόνως και δανειστής της άλλης κατά την ΑΚ 440), απορριπτομένων ως αβασίμων, των όσων αντιθέτων ισχυρίζεται η νυν καθ’ ης, η οποία, ωστόσο, στο από 12.1.2018 σημείωμά της, που κατετέθη στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, αποδέχεται ότι μπορεί να προταθεί σε συμψηφισμό, ξένη απαίτηση, σε περίπτωση εκχώρησης (βλ. σελ. 8 του σημείωματος, 3ος στίχος από το τέλος). Τις άνω απαιτήσεις νόμιμα πρότεινε σε συμψηφισμό, κατά της εκδοχέα – νυν καθ’ ης, η αιτούσα, δια της από 3.10.2017 εξωδίκου δηλώσεως συμψηφισμού, η οποία επεδόθη νόμιμα στην καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης η αίτηση αναστολής – εκδοχέα την 4.10.2017 (βλ. την υπ’ αρίθμ. …/4-10-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, … Σημειώνεται ότι ο συμψηφισμός των άνω απαιτήσεων της νυν αιτούσας, με την απαίτηση που εκχωρήθηκε, κατά τα άνω, στην νυν καθ’ ης, πιθανολογείται παρά χρήμα, με την προσκόμιση στο Δικαστήριο τούτο, από την αιτούσα, της άνω, από 3.10.2017 εξωδίκου δηλώσεως συμψηφισμού και της υπ’ αρίθμ. …/4-10-2017 έκθεσης επίδοσης αυτής, του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, … Επισημαίνεται δε, ότι δεν πιθανολογείται αληθής ο ισχυρισμός της νυν καθ’ ης, ότι τελικώς, το υπόλοιπο της απαίτησής της, μετ’ αφαίρεση του ποσού των εξόδων που επιδικάσθηκαν στην αιτούσα, δυνάμει της υπ’ αρίθμ. 163/2017 απόφασης του ΜΠρΚοζάνης (3.407,05 ευρώ – 2.130 ευρώ = 1.277.05 ευρώ), δεν συμψηφίστηκε και δεν πιστώθηκε, τελικά, στο υπόλοιπο της απαιτήσεως σε βάρος του εκχωρητή εκ της υπ’ αρίθμ. …/11-1-2008 σύμβασης στεγαστικού δανείου. Τούτο γιατί, από το προσκομιζόμενο αντίγραφο του αποσπάσματος των μηχανογραφημένων βιβλίων της τράπεζας, υπογεγραμμένο νόμιμα από τους υπαλλήλους αυτής, … και …, του οποίου η γνησιότητα δεν αμφισβητείται, προκύπτει η πίστωση του ποσού των 1.277.05 ευρώ, στο λογαριασμό του οφειλέτη … του …, την 11.10.2017. Σημειώνεται επίσης ότι ο ισχυρισμός της νυν καθ’ ης, ότι καταχρηστικώς συμψηφίστηκαν οι απαιτήσεις της αιτούσας, με την απαίτηση της καθ’ ης σε βάρος της αιτούσας, εκ των επιδικασθέντων δικαστικών εξόδων, με την υπ’ αρίθμ. 164/2017 απόφαση του ΜΠρΚοζάνης, πιθανολογείται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον, ούτε μακρά αδράνεια της αιτούσας πιθανολογείται, την 27.4.2017 συνυπήρξαν οι εκατέρωθεν απαιτήσεις στο πρόσωπο του εκχωρητή και της αιτούσας και την 4.10.2017 επήλθε ο συμψηφισμός των απαιτήσεων της αιτούσας, με την απαίτηση που εκχωρήθηκε στην καθ’ ης, ούτε ότι η αιτούσα, δια της συμπεριφοράς της, δημιούργησε στην καθ’ ης την εντύπωση ότι δεν πρόκειται να ασκήσει το σχετικό δικαίωμά της. Τούτο γιατί προσκομίζονται, μεν, μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, από 28.6.2017 και 25.7.2017, προς την καθ’ ης, από πρόσωπο με στοιχεία …, η οποία είναι η εκπροσωπήσασα δικηγόρος, στο ΜΠρΚοζάνης, τη νυν αιτούσα, κατά τη διεξαγωγή των άνω δικών, όμως, από τα μηνύματα αυτά ουδόλως προκύπτει η πρόθεση της αιτούσας να παραιτηθεί από την αξίωσή της, από τη δικαστική δαπάνη που της επιδικάστηκε με την απόφαση με αριθμό ΜΠρΚοζ 163/2017, αλλά στα μηνύματα αυτά η άνω … προτρέπει την καθ’ ης να επιδώσει στη νυν αιτούσα, αντίγραφο της υπ’ αρίθμ. 164/2017 απόφασης του ΜΠρΚοζ, για να τελεσιδικήσει και ζητά από τη νυν καθ’ ης το αντίγραφο του υπ’ αρίθμ. …/27-9-2007 πληρεξουσίου.

Με αυτά τα δεδομένα πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει ο σχετικός λόγος, περί συμψηφισμού, της από 10.10.2017 (αρ. εκθ. καταθ. …/2017) ασκηθείσης, στο Δικαστήριο τούτο, ανακοπής, της νυν αιτούσας. Περαιτέρω πιθανολογείται ότι από τη μη συνέχιση της εκτέλεσης, που άρχισε με την επίδοση στην αιτούσα, την 9.10.2017, της από 4.10.2017 επιταγής προς πληρωμή, κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’ αρίθμ. 164/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, η καθ’ ης δεν θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη, δεδομένου ότι, η αιτούσα, ως τράπεζα, διαθέτει οικονομική ρευστότητα και δυνατότητα, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι, η συζήτηση της άνω ανακοπής προσδιορίστηκε εντός σύντομου χρόνου (την 22.5.2018). Αντίθετα, πιθανολογείται ότι η συνέχιση της εκτέλεσης θα προκαλέσει στην αιτούσα ανεπανόρθωτη βλάβη, καθόσον δεν θα είναι ευχερής η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, εφόσον γίνει δεκτή η ανακοπή. Με αυτά τα δεδομένα, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναστολής, ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να ανασταλεί η εκτέλεση που άρχισε με την επίδοση στην αιτούσα, την 9.10.2017, της από 4.10.2017 επιταγής προς πληρωμή, κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’ αρίθμ. 164/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 10.10.2017 (αρ. εκθ. καταθ. …/2017) ασκηθείσης, στο Δικαστήριο τούτο, ανακοπής, της νυν αιτούσας, υπό τον όρο συζήτησης αυτής, κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 22.5.2018. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης πρέπει να επιδικασθούν σε βάρος της αιτούσας (άρθρο 84 του Ν 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3 του Ν 4236/2014), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

nomotelia.gr