ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ 2/2020

Πρόεδρος: Ε. Χωριανοπούλου

Δικηγόροι: Θ. Καζαντζίδης, Μ. Σπαθάρα

Ι. Κατά το άρθρο 932 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το Δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηβικής βλάβης. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται με αυτή δυνητική ευχέρεια στο Δικαστήριο να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει το εύλογο ποσό, αφού εκτιμήσει τα υπόψη του τιθέμενα πραγματικά περιστατικά (βαθμό πταίσματος, είδος προσβολής, περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών, επί θανατώσεως τον βαθμό συγγένειας, την ηλικία του θύματος), με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής.

Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μια δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα (ΑΠ 90/2017, ΤΝΠ ΔΣΑ). Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 932 παρ. 3 δεν προσδιορίζεται η έννοια του όρου «οικογένεια του θύματος» γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικώς τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος ως εκ της φύσης του υφίσταται αναγκαία τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις με την πάροδο των ετών. Κατά την αληθή όμως έννοια της εν λόγω διάταξης, που απορρέει από το σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, οι οποίοι δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και στην ανακούφιση του ψυχικού τους πόνου, στοχεύει η διάταξη αυτή, αδιαφόρως αν συζούσαν μαζί του ή διέμεναν χωριστά (ΑΠ Ολ 21/2000, ΝΟΜΟΣ, AΠ 382/2013, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1228/2011, ΝΟΜΟΣ, 2152/2009, ΝΟΜΟΣ).

Υπό την έννοια αυτή στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται ο/η σύζυγος, οι ανιόντες (παππούς-γιαγιά), οι κατιόντες και οι απώτεροι κατιόντες (εγγόνια-δισέγγονα), οι αδελφοί, οι αγχιστείς συγγενείς πρώτου βαθμού, όπως είναι ο πεθερός, η πεθερά, ο γαμβρός από κόρη, η νύφη από γιό, καθώς και τα τέκνα του ενός συζύγου που γεννήθηκαν από άλλο γάμο, τα οποία σε περίπτωση θανάτωσης του συζύγου του δευτερόγαμου γονέα τους δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης (ΑΠ Ολ 21 /2000, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 260/2011, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1362/2007 ΕφΑΔ 2008, 62, ΑΠ 795/2004, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 924/2004 ΕΕμπΔ 2004, 783, ΑΠ 160/2001, ΝΟΜΟΣ).

Η επιδίκαση δε χρηματικής ικανοποίησης στα δικαιούμενα πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, το οποίο εκτιμάται από το Δικαστήριο της ουσίας, της ύπαρξης μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν αυτός ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών, είτε κάποιων, από την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης (ΑΠ Ολ 21/2000, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 260/2011, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 581/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1279/2000, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1077/2009, ΝΟΜΟΣ, AΠ 1362/2007 ΕφΑΔ 2008, 62, ΑΠ 795/2004, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 924/2004, ΕΕμπΔ 2004, 783).

Τίθενται, επομένως, δύο κριτήρια που θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά: α) ο δικαιούχος να είναι συγγενής του θύματος τυπική προϋπόθεση και β) να δοκίμασε πόνο και θλίψη από την απώλειά του ουσιαστική προϋπόθεση. Το πρώτο κριτήριο πληρούται με τη σχέση συγγένειας, που συνδέει το θανόντα με τον δικαιούχο, ενώ το δεύτερο αποτελεί ζήτημα πραγματικό, που κρίνεται κυριαρχικά από το Δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 51/2018 Νόμος), Τέλος, η αξίωση κάθε μέλους της οικογένειας για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης είναι ανεξάρτητη από την ιδιότητα του μέλους ως κληρονόμου του θύματος (Aπ. Γεωργιάδης, σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, υπό αρ. 932, αρ. 20, σ. 819, Γ. Γεωργιάδης, σε Απ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, τ. Ι, 2010, υπό αρ. 932, αρ. 29, σ. 1904). Διχογνωμία επικρατεί, εξάλλου, αναφορικά με την εφαρμογή της ΑΚ 932 εδ. γ’ στην περίπτωση προσώπου που συζεί σε ελεύθερη ένωση με το θανόντα (βλ. Γ. Γεωργιάδη, σε Απ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, τ. I, υπό άρθρο 932, αρ. 26). Κατά την κρατούσα πριν το Ν 4356/2015 άποψη στη νομολογία ούτε το γράμμα ούτε ο σκοπός της ΑΚ 932 επέτρεπαν ανάλογη εφαρμογή αυτής ως προς τα ανωτέρω πρόσωπα.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την πιο πάνω άποψη γίνονταν δεκτά τα ακόλουθα: στην οικογένεια του θύματος, δεν περιλαμβάνονται και τα πρόσωπα εκείνα τα οποία συζούσαν με αυτό σε κατάσταση ελεύθερης συμβίωσης, χωρίς καμία πρόθεση για μελλοντική σύναψη γάμου. Άρα δυνατότητα χορήγησης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης που προκλήθηκε στον επιζώντα από το θάνατο του συντρόφου του δεν προβλέπεται από το νόμο. Ούτε όμως με ανάλογη εφαρμογή εδώ της ως άνω διάταξης του άρθρου 932 εδ. 3 ΑΚ μπορεί να επιδικαστεί τέτοια χρηματική ικανοποίηση για την εξισορρόπηση των δημιουργούμενων από την απώλεια του θύματος δυσμενών καταστάσεων και συνεπειών.

Αντίθετη άποψη θα ήταν contra legem, αλλά και ανατρεπτική του και συνταγματικά κατοχυρωμένου θεσμού του γάμου. Επί πλέον γιατί δεν υπάρχει κάποιο κενό δικαίου, σε σχέση με τη ρύθμιση της παράστασης αυτής και προσώπων που τελούν σε ελεύθερη ένωση. Για πρώτη φορά, μετά την αναμόρφωση των διατάξεων του οικογενειακού δικαίου με το Ν 1329/1983, η “ελεύθερη ένωση”, δηλαδή η εξώγαμη συμβίωση ενός άνδρα και μιας γυναίκας, αναφέρεται ως όρος στο άρθρο 1444 παρ. 2 εδ. α ΑΚ και μάλιστα σαν λόγος παύσης του δικαιώματος διατροφής του διαζευγμένου συζύγου, δηλαδή σαν ένα είδος οιονεί ποινής κατά δικαιούχου διατροφής διαζευγμένου συζύγου, ο οποίος συζεί με κάποιον άλλον σε ελεύθερη ένωση. Παρά ταύτα στη συνέχεια ο Αστικός Κώδικας δεν ρυθμίζει ευθέως τα αποτελέσματά της. Έτσι, η “ελεύθερη ένωση” εντάσσεται στις “de facto οικογενειακές σχέσεις”, δηλαδή στις παράτυπες ή αντικανονικές από νομική άποψη καταστάσεις που βρίσκονται στο περιθώριο της νομικής ζωής.

Περαιτέρω, όπως συνάγεται και από το πλέγμα των διατάξεων των άρθρων 1444 εδ. β΄, 1456, 1457, 1471, 1479, 1350 επ και 1386 επ. ΑΚ, σε συνδυασμό προς το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος, πρόκειται για συνειδητή επιλογή του νομοθέτη, ο οποίος, αν και γνώριζε τον όρο “ελεύθερη ένωση” πριν από το 1983 δεν θέλησε να ρυθμίσει τα θέματα και νομικά ζητήματα που απορρέουν από αυτή την ίδια την ελεύθερη ένωση. Ο Έλληνας νομοθέτης ενσυνείδητα απέφυγε μέχρι σήμερα να ρυθμίσει τα θέματα αυτά, εισάγοντας και στην Ελλάδα το θεσμό “των ληξιαρχικώς καταχωρισμένων σχέσεων” που ισχύει σε ορισμένα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αντίθετα περιορίστηκε απλά σε ρύθμιση θεμάτων που συνδέονται έμμεσα με αυτή, εν όψει της ρύθμισης της τεχνικής γονιμοποίησης και των συνεπειών της στο χώρο της συγγένειας, με βασικό γνώμονα την προστασία του παιδιού που γεννιέται σε μία τέτοια ελεύθερη ένωση. Ο θεσμός του γάμου ρυθμίζεται και προστατεύεται από τις πιο πάνω διατάξεις και γενικά την Ελληνική έννομη τάξη και δεν γνωρίζεται αντίστοιχη και μάλιστα ανάλογη προστασία της εξώγαμης συμβίωσης. Η τελευταία, έστω και αν ήταν η ληξιαρχικώς καταχωρισμένη σχέση, δεν είναι δυνατό να εξομοιωθεί με το θεσμό του γάμου. OΙ δύο θεσμοί, δηλαδή αυτός της “ληξιαρχικώς καταχωρισμένης σχέσης” συμβίωσης μεταξύ ετεροφυλόφιλων και ομοφυλοφίλων και εκείνος του γάμου, διαφέρουν όχι μόνο κατ΄ όνομα αλλά και στην ουσία τους, καθώς δημιουργήθηκαν για να καλύψουν διαφορετικής φύσεως κοινωνικές ανάγκες.

Η ελεύθερη συμβίωση χωρίς τέκνα δεν αναγνωρίζεται από το δίκαιό μας, αφού αυτό δεν αναγνωρίζει έννομα αποτελέσματα στη συγκεκριμένη μορφή εμφάνισής της, έτσι δεν μπορεί κατά συνέπεια να υπαχθεί στην έννοια της οικογένειας, ούτε προστατεύεται, γιατί στην πραγματικότητα όσοι την επιλέγουν δεν επιθυμούν την υπαγωγή τους σε νομικές ρυθμίσεις και άρα δεσμεύσεις, επομένως θα ήταν αντιφατικό να τύχουν μόνο προστασίας. Με όλα αυτά, δεν υφίσταται η απαραίτητη για την αναλογική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 932 εδ. 3 ΑΚ ομοιότητα της τυχόν αρρύθμιστης περίπτωσης προς την ρυθμιζόμενη (βλ. ΑΠ 75/2011, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1141/2007, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1735/2006, ΧρΙΔ 2007, 131, ΛΠ 434/2005, ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 239/2013, ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 591/2008, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 2628/2013, ΝΟΜΟΣ, Κρητικό, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, 2008, παρ. 20/34-35, σ. 406-407)».

Σύμφωνα με την αντίθετη υποστηριζόμενη από τη θεωρία και μέρος της νομολογίας άποψη πριν το Ν 4356/2015 η εφαρμογή της ΑΚ 932 εδ. γ’ επεκτείνεται και σε πρόσωπα, τα οποία κατέχουν de facto θέση ανάλογη με εκείνη των συγγενικών προσώπων υπό τη στενή έννοια της τυπικής συζυγικής οικογένειας, εφόσον κριθεί ότι έχουν υποστεί πράγματι ψυχική οδύνη (βλ. ΕφΔωδ 152/2014, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6862/2007 ΕλλΔνη 2008, 822, 920, Γ. Γεωργιάδη σε Απ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ. τ. Ι, 2010, υπό άρθρο 932, αρ. 26. σ. 1903-1904, Μ. Γεωργιάδου, σε Ι. Καρακωστα, ΑΚ, τ. ΣΤ΄ 2009. υπό αρ. 932, αρ. 35. Σ. 1221).

Εξάλλου, με το νόμο 3719/2008 ρυθμίστηκε η ελεύθερη συμβίωση όχι αποσπασματικά, όπως συνέβαινε στο παρελθόν (π.χ. άρ. 1444 παρ. 2 ΑΚ σχετικά με τη διακοπή διατροφής διαζευγμένων συζύγων, 1456 παρ. 1 ΑΚ με το οποίο παρασχέθηκε στους ετερόφυλους συντρόφους, που ζουν ως άγαμο ζεύγος σε ελεύθερη ένωση, το δικαίωμα απόκτησης τέκνου με μεθόδους ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής), αλλά θέτοντας ένα νομικό πλαίσιο και ρυθμίζοντας συστηματικά αυτή τη μορφή συμβίωσης, οριοθετώντας με τρόπο σαφή τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις των συμβιούντων προσώπων (βλ. αιτιολογική έκθεση του Ν 3719/2008).

Προς τούτο ελήφθη υπόψη ότι αφενός στις σημερινές κοινωνίες της ανεκτικότητας και του σεβασμού στις ελεύθερες επιλογές, η εξώγαμη συμβίωση αναγνωρίζεται ως διαφορετική, πιο χαλαρή μορφή κοινής ζωής και αφετέρου οτι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ), εφαρμόζοντας το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), το οποίο προστατεύει την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, υπάγει στο προστατευτικό πεδίο της διάταξης και την εξώγαμη συμβίωση (υπόθεση Johnston 18.12.1986, υπόθεση Saucedo Gomez 26.01.1999) (βλ. αιτιολογική έκθεση του Ν 3719/2008). Ωστόσο, στον πιο πάνω νόμο δεν συμπεριελήφθη η διάταξη του σχεδίου της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, η οποία προέβλεπε την ανάλογη εφαρμογή όλων των διατάξεων (μισθολογικών, ασφαλιστικών, φορολογικών κ.λπ.) που αναφέρονται στους συζύγους και στα συμβαλλόμενα με το σύμφωνο πρόσωπα (βλ. σχετικά ιδίως Θ. Παπαχρίστου, Κριτικές παρατηρήσεις στο Ν 3719/2008, ΕφΑΔ 2008, σ. 1020).

Πάντως ανεξάρτητα από τη μη αναλογική εφαρμογή των διατάξεων περί γάμου και παρά το γεγονός ότι το σύμφωνο συμβίωσης υποχωρεί ιεραρχικά έναντι του γάμου ως κάτι διαφορετικό και υποδεέστερο, ενόψει του ότι με το Ν 3719/2008 αναγνωρίστηκε νομοθετικά και ρυθμίστηκαν οι έννομες συνέπειές του (προσωπικές, μεικτές και περιουσιακές σχέσεις των μερών, συγγένεια, επώνυμο κ.λπ.), θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι πρόσωπο που συμβιούσε με το θανατωθέντα και είχε συνάψει με αυτόν «σύμφωνο συμβίωσης» εντάσσεται στην έννοια της «οικογένειας» του άρθρου 932 εδ. γ’ ΑΚ και είναι φορείς αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν εκ του θανάτου του (βλ. Γ. Γεωργιάδη, σε Απ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, τ. Ι, 2010, υπό αρ, 932, αρ. 27, σ. 1904, I. Καράκωστας, Το δίκαιο των αδικοπραξιών, 2014, σ. 460. Πρβλ. και Βαφειάδου-Βίτσα, Αυτοκίνητα, 2015, σ 269).

Σημαντικές, ωστόσο, τροποποιήσεις επήλθαν στις ρυθμίσεις για το σύμφωνο συμβίωσης μετά την ισχύ του νόμου 4356/2015. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση αφενός η ισχύς του συμφώνου επεκτάθηκε και στα ομόφυλα ζευγάρια (βλ. ΕΔΔΑ, Βαλλιανάτος κ.α. κατά Ελλάδος (7.11.2013) σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ότι ο Ν 3719/2008 με τον οποίο προβλεπόταν η δυνατότητα σύναψης συμφώνου συμβίωσης μόνο στα ετερόφυλα ζευγάρια αντίκειται στα άρθρα 8 και 14 της ΕΣΔΑ) και αφετέρου η σημασία και οι συνέπειες του συμφώνου ενισχύθηκαν δεδομένου ότι αναγνωρίσθηκαν σαφώς οικογενειακοί δεσμοί μεταξύ των μερών. Επίσης, ενισχύθηκε η ιδιωτική αυτονομία των μερών, ιδίως στις περιουσιακές τους σχέσεις.

Γενικά, ο νέος νόμος επιδίωξε μια ισορροπία μεταξύ αφενός της ιδιωτικής αυτονομίας και αφετέρου της ανάγκης προστασίας των οικογενειακών σχέσεων, με βάση τις αρχές της ισότητας και της αλληλεγγύης, δεδομένου ότι το σύμφωνο συμβίωσης αποτελεί μεν μια σύμβαση, δημιουργούνται, ωστόσο, οικογενειακές σχέσεις μεταξύ των μερών. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν 4356/2015 «Στις προσωπικές σχέσεις των μερών του συμφώνου μεταξύ τους εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τις σχέσεις των συζύγων από το γάμο, εφόσον δεν υπάρχει διαφορετική ειδική ρύθμιση στον παρόντα ή άλλο νόμο.». Η άνω διάταξη αναφέρεται στις αμιγώς προσωπικές σχέσεις για τις οποίες κρίθηκε σκόπιμη η προαναφερόμενη αναλογική εφαρμογή (βλ. Αιτιολογική έκθεση του Ν 4356/2015).

Οι κανόνες που ρυθμίζουν τις προσωπικές σχέσεις των συμβίων κατ’ αναλογία προς τις προσωπικές σχέσεις των συζύγων εισάγουν αναγκαστικό δίκαιο. Η κυριότερη συνέπεια τις σύναψης του συμφώνου όσον αφορά τις προσωπικές σχέσεις των συμβίων είναι η γέννηση της αμοιβαίας υποχρέωσης για συμβίωση (ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1386). Η υποχρέωση προς συμβίωση πάντως γινόταν δεκτή και υπό την ισχύ του Ν 3719/2008, ως προκύπτουσα από τη φύση του πράγματος. Από τη γενική αυτή υποχρέωση, το ειδικότερο περιεχόμενο της οποίας προσδιορίζεται από τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και ήθη υπό το φως των συνταγματικών αρχών της ισότητας (αρ. 4 του Συντάγματος) και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (αρ. 5 παρ. 1 του Συντάγματος), απορρέουν ειδικότερες υποχρεώσεις των συμβίων, όπως η υποχρέωση συγκατοίκησης, η υποχρέωση πίστης κ.λπ. (βλ. Σαϊτάκη, Το νέο σύμφωνο συμβίωσης, σ. 45).

Κατόπιν της πιο πάνω ενίσχυσης της σημασίας και των συνεπειών του συμφώνου συμβίωσης, δεν υφίσταται καμία αμφιβολία ότι τα πρόσωπα που έχουν προβεί στη σύναψή του εντάσσονται στην κατά το άρθρο 932 εδ. γ΄ ΑΚ έννοια της «οικογένειας» (βλ. και Σαϊτάκη, Το νέο σύμφωνο συμβίωσης, 2016, σ. 86). Παραμένει, ωστόσο, το ερώτημα σχετικά με εκείνους που ζουν σε ελεύθερη ένωση χωρίς να έχουν συνάψει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης αλλά έχουν de facto θέση ανάλογη με εκείνη των συγγενικών προσώπων υπό τη στενή έννοια της τυπικής συζυγικής οικογένειας, είτε λόγω της επί μακρώ χρόνο συμβίωσης είτε λόγω της στο πλαίσιο της άνω συμβίωσης απόκτησης τέκνων.

Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να παρατηρηθούν τα ακόλουθα: Η ρύθμιση της ελεύθερης συμβίωσης με τους προαναφερόμενους νόμους, καταδεικνύει την τάση του νομοθέτη, ακολουθώντας το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών δικαιϊκών συστημάτων, να απομακρυνθεί από την παραδοσιακή παραδοχή της διαμόρφωσης οικογένειας μόνο δια μέσου του κατά τις διατάξεις του αστικού κώδικα θρησκευτικού ή πολιτικού γάμου (ΜΠρΑθ 1815/2019, ΤΝΠ ΔΣΑ). Οι ρυθμίσεις αυτές κατέτειναν σε εναρμόνιση με τη νομολογία του ΕΔΔΑ ιδίως μετά την απόφαση της 07.11.2013 επί της υπόθεσης Βαλλιανάτος κ.α. κατά Ελλάδος (7.11.2013) σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ότι ο Ν 3719/2008 με τον οποίο προβλεπόταν η δυνατότητα σύναψης συμφώνου συμβίωσης μόνο στα ετερόφυλα ζευγάρια αντίκειται στα άρθρα 8 και 14 της ΕΣΔΑ. Το ΕΔΔΑ ερμηνεύοντας το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και κοινωνικής ζωής) έχει επανειλημμένα αποφανθεί ότι η έννοια της “οικογένειας” βάσει της διάταξης αυτής δεν περιορίζεται στις σχέσεις γάμου και μπορεί να περιλαμβάνει άλλους de facto “οικογενειακούς δεσμούς” (βλ. απόφαση της 11.10.2001 Sahin κατά Γερμανίας και απόφαση της 22.11.2010 Schalk και Kopf κατά Αυστρίας).

Προϋπόθεση, ωστόσο, για να κριθεί ότι από μία σχέση απορρέει οικογενειακή ζωή που τυγχάνει της κατ΄ άρθρο 8 της ΕΣΔΑ προστασίας είναι η συμβίωση, ενω σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις δύνανται άλλοι παράγοντες να θεμελιώσουν την απαιτούμενη σταθερότητα για την κατάφαση de facto οικογενειακών δεσμών (βλ. ΕΔΔΑ απόφαση της 15.09.2011 Schneider κατά Γερμανίας). Έτσι η επί μακρώ χρόνο συμβίωση δύο προσώπων χωρίς γάμο θεμελιώνει «οικογενειακή ζωή» κατά την έννοια του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 26.01.1999 Saucedo Gomez κατά Ισπανίας).

Εξάλλου, ο νομοθέτης, εμμέσως αναγνωρίζει τη δημιουργία οικογενειακών δεσμών μεταξύ των προσώπων που συμβιώνουν στο πλαίσιο ελεύθερης ένωσης εντάσσοντας αρχικά στο πλαίσιο προστασίας του Ν 3500/2006 περί ενδοοικογενειακής βίας τη «μόνιμη σύντροφο» και εν συνεχείασε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου του ένδικου ατυχήματος με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν 4531/2018 δυνάμει του οποίου προστέθηκε εδ. γ΄ στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του Ν 3500/2006παρέχοντας πλέον ρητώς προστασία στους μόνιμους συντρόφους, στους τέως μόνιμους συντρόφους και στα μέρη συμφώνου συμβίωσης μετά τη λύση του.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, υπό το φως και της ερμηνείας του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, κριτήρια που πρέπει συνδυαστικά να λαμβάνει υπόψη ο Δικαστής για την κρίση του περί της συμπερίληψης ενός προσώπου, το οποίο δεν συνδέεται με τον αποβιώσαντα με κάποια από τις παρατιθέμενες στον αστικό κώδικα παραδοσιακές μορφές συγγενικού δεσμού, είναι η χρονική διάρκεια της σχέσης του θανόντος με τον αιτούντα την χρηματική ικανοποίηση, η συμβίωση και η απόκτηση τέκνων (ΜΠρΑθ 1815/2019, ΤΝΠ ΔΙΑ).

II. Με την υπό κρίση αγωγή της, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου της Δικηγόρου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και με τις προτάσεις της κατ’ άρθρο 224 εδ. β’ ΚΠολΔ ως προς τον ΑΦΜ, ιστορεί η ενάγουσα ότι την … 2016 συνέβη τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα επί οδού … από αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου των εναγομένων, όπως ειδικότερα περιγράφεται στην αγωγή, ο οποίος οδηγώντας αμελώς, την υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας … δίκυκλη μοτοσικλέτα, ασφαλισμένη για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από την κυκλοφορία της στη δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, παρέσυρε το σύννομα διασχίζοντα το οδόστρωμα πεζό, …, σύντροφο της ενάγουσας.

Ότι ο …, εξαιτίας του ατυχήματος, τραυματίσθηκε βαρύτατα συνεπεία δε των προκληθεισών σωματικών βλαβών επήλθε ο θάνατός του. Ότι ο θάνατός του προκάλεσε στην ενάγουσα βαθύτατο πόνο, όπως αναλυτικά εκτίθεται στην αγωγή. Ότι η ενάγουσα και ο… συζούσαν από το έτος 1965 ως σύντροφοι. Ότι ουσιαστικά λειτουργούσαν στις κοινωνικές και τις προσωπικές τους σχέσεις ως έγγαμοι, η δε σταθερή και μακροχρόνια σχέση τους ήταν γνωστή στους συγγενείς τους.

Ότι ο …, δυνάμει της από … ιδιόγραφης διαθήκης του που δημοσιεύθηκε νομίμως κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή εγκατέστησε την ενάγουσα ως μοναδική κληρονόμο στην κινητή και την ακίνητη περιουσία του. Ότι η τελευταία υπέστη ψυχική οδύνη εκ του θανάτου του επί σειράς ετών συντρόφου της με τον οποίο συγκατοικούσε και είχε αναπτύξει κοινή επαγγελματική δραστηριότητα στο ….

Ενόψει δε των ανωτέρω ιστορούμενων, μετά από νόμιμο περιορισμό του αιτήματος της αγωγής στον οποίο (περιορισμό) αυτή προέβη με δήλωση του πληρεξουσίου της Δικηγόρου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (άρθρα 223, 294 εδ. α΄, 295 παρ. 1 εδ. β’ και 297 ΚΠολΔ), αλλά και με τις νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις της, ζητεί η ενάγουσα να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200,000) – επιφυλασσόμενη κατά το πλέον τούτου ποσό των σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ για την άσκηση πολιτικής αγωγής ενώπιον του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απειληθεί κατά του πρώτου των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας και στην αμοιβή του πληρεξουσίου της Δικηγόρου.

III. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (7, 9, 14 παρ. 2, 16 αρ. 11, 22, 35 ΚΠολΔ) κατά την προκείμενη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (αρ. 614 παρ. 6 σε συνδυασμό προς άρθρο 591 ΚΠολΔ, ως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το Ν 4335/2015) και είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298 εδ. α΄, 299, 330 εδαφ. β΄, 346, 481 επ. 914, 932 εδ. γ΄ ΑΚ, 2, 9 του Ν ΓπΝ/1911, 10 παρ. 1 Ν 489/1976, 68, 70, 74, και 176 ΚΠολΔ, πλην των παρεπόμενων αγωγικών αιτημάτων περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και περί προσωπικής κράτησης του πρώτου των εναγομένων, τα οποία (αιτήματα) κατέστησαν μη νόμιμα, μετά την τροπή του αιτήματος της αγωγής απο καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, καθόσον προσωρινά εκτελεστές κηρύσσονται μόνο οι καταψηφιστικές αποφάσεις, για δε το επιτρεπτό της προσωπικής κράτησης απαιτείται εκτελεστό τίτλος (βλ. ΕφΑθ 628/2003, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΠΠρΑθ 31/2015, ΤΝΠ, ΔΣΑ, ΜΠρΑθ 2991/2008, ΕφΑΔ 2009, 707, ΜΠρΑθ 3357/2007, ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, απορριπτέος ως μη νόμιμος τυγχάνει ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι ο επί μακρώ χρόνο σύντροφος του θανατωθέντος σε τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα δεν είναι φορέας της αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης καθόσον δεν εντάσσεται στην οικογένεια αυτού, ήτοι στους εγγυτέρους και στενώς συνδεόμενους συγγενείς του, που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και προς ανακούφιση του ηθικού πόνου αυτών στοχεύει η διάταξη του άρθρου 932 εδ. γ΄ ΑΚ.

Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα αναλυτικά εκτέθηκαν στην υπό στοιχεία ΙΙ μείζονα σκέψη της παρούσας η έννοια του όρου «οικογένεια του θύματος» στην ΑΚ 932 εδ. γ΄ δεν προσδιορίζεται περιοριστικά, γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικώς τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος ως εκ της φύσης του, υφίσταται αναγκαία τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις με την πάροδο των ετών. Ήδη ενόψει του ότι αφενός στις σημερινές κοινωνίες της ανεκτικότητας και του σεβασμού στις ελεύθερες επιλογές, η εξώγαμη συμβίωση αναγνωρίζεται ως μορφή κοινής ζωής και αφετέρου ότι εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, η συμβίωση δύο προσώπων για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς γάμο σημαίνει την ύπαρξη «οικογενειακής ζωής», με συνέπεια τα πρόσωπα αυτά να αποτελούν οικογένεια υπό την έννοια του άρ. 932 εδ. γ΄ ΑΚ.

Την ύπαρξη δε επί μακρώ χρόνο συμβίωσης μεταξύ αυτής και του θανόντος, που είχε ως συνέπεια τη δημιουργία οικογενειακών δεσμών και την ανάπτυξη ιδιαίτερων αισθημάτων αγάπης, εκθέτει η ενάγουσα με την κρινόμενη αγωγή της, ήτοι ιστορεί τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που την καθιστούν φορέα της αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης υπό την ιδιότητα του μέλους της οικογένειας του θανόντος.

Συνεπώς, πρέπει η αγωγή να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, καθ’ ο μέρος κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, λαμβανομένου υπόψη ότι μετά την τροπή του αιτήματος της αγωγής εξ ολοκλήρου από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό δεν απαιτείται η καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου (Βλ. 7 παρ. 3 του ΝΔ 1544/1942, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το αρ. 33 παρ. 1 του Ν 4446/2016, όπως προβλεπόταν άλλωστε και πριν την έναρξη ισχύος του δυνάμει του άρθρου 21 του Ν 4055/2012 για αγωγές που υπάγονταν στην ειδική διαδικασία του άρθρου 681 Α ΑΚ).

IV. Οι εναγόμενοι αρνούνται την ιστορική βάση της αγωγής και με δήλωση της πληρεξούσιας τους Δικηγόρου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και με τις νομίμως κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις τους προέβαλαν τους ακόλουθους ισχυρισμούς: α) ισχυρισμό περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του θανόντος … ως προς την πρόκληση του ένδικου ατυχήματος και τον κατ’ αυτό τραυματισμό του, διότι κατήλθε αιφνίδια και ανέλεγκτα, μεταξύ σταθμευμένων οχημάτων, στο οδόστρωμα κινούμενος εκτός διάβασης πεζών, από αριστερά προς τα δεξιά ως προς την πορεία της δίκυκλης μοτοσικλέτας που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος.

Ο ισχυρισμός περί αποκλειστικού πταίσματος του θανόντος συνιστά, αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής αναφορικά με τη βάση της αυτής που στηρίζεται στις περί αδικοπραξίας διατάξεις του ΑΚ (βλ. ΑΠ 763/2000 ΕλλΔνη 2001, 75) και νόμιμη ένσταση, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 5 του Ν ΓπΝ/1911 και στο άρθρο 38 παρ. 4 περ. ε του Ν 2696/1999, αναφορικά με τη βάση της αγωγής που βρίσκει έρεισμα στον ως άνω νόμο ΓπΝ/1911 και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ΄ ουσίαν και β) επικουρικά ισχυρισμό περί συνυπαιτιότητας του θανόντος στην πρόκληση του ένδικου τροχαίου αυτοκινητικού ατυχήματος και στον κατ’ αυτό τραυματισμό του κατά ποσοστό 95% για τους λόγους που προεκτέθηκαν. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί νόμιμη ένσταση στηριζόμενη στα άρθρα 300 ΑΚ και 38 παρ, 4 περ. ε του Ν 2696/1999 και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

V. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρας απόδειξης και την ανωμοτί κατάθεση του πρώτου των εναγομένων εξεταζομένου ως διαδίκου κατά τις διατάξεις των άρθρων 415 επ. ΚΠολΔ, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, η τήρηση των οποίων έγινε με φωνοληψία (αρθ. 256 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ), από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΚΠολΔ 339, 395) μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα έγγραφα της προηγηθείσας ποινικής διαδικασίας, που εκτιμώνται ελεύθερα στην παρούσα δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΑΠ 1856/2013, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 154/1992 ΕλλΔνη 33, 814, ΑΠ 796/1983 ΕλλΔνη 1983, 1398, ΕφΛαμ 36/2008, ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 9/2007, ΝΟΜΟΣ) και τις εξομοιούμενες με τα έγγραφα ως προς την αποδεικτική τους δύναμη, μη αμφισβητούμενης γνησιότητας φωτογραφίες (ΚΠολΔ 444 αριθμ. 3, 448 παρ. 2. 457 παρ. 4, βλ, ΑΠ 239/2004 ΝοΒ 53, 256) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την … 2016 και περί ώρα … ο … εξήλθε από την οικία του επί της οδού … στη …, προτιθέμενος να διασχίσει κάθετα το οδόστρωμα της πιο πάνω οδού και να διαπεραιωθεί στο έναντι αυτής πεζοδρόμιο. Η οδός … έχει πλάτος οδοστρώματος δέκα (10) μέτρων, είναι μονής κατεύθυνσης, αποτελείται από δύο λωρίδες κυκλοφορίας, χωρίς όμως να υφίσταται οριζόντια διαγράμμιση, ενώ παρουσιάζει ως προς την επιτρεπτή της κατεύθυνση προς την οδό … κατωφέρεια με μέτρια κλίση.

Περαιτέρω κατά τον ένδικο χρόνο ήταν νύχτα, επικρατούσε βροχόπτωση, υπήρχε τεχνητός φωτισμός που είχε τεθεί σε λειτουργία, η δε ορατότητα τόσο των πεζών όσο και των οδηγών δεν περιοριζόταν από κάποιο φυσικό ή τεχνητό εμπόδιο. Επιπλέον, το οδόστρωμα ήταν υγρό λόγω της βροχόπτωσης, η κυκλοφορία των οχημάτων και των πεζών ήταν κανονική και το όριο ταχύτητας ανερχόταν στα πενήντα (50) χλμ ανά ώρα αφού επρόκειτο για κατοικημένη περιοχή.

Εξάλλου, εκατέρωθεν της οδού υπήρχαν σταθμευμένα οχήματα, ήτοι τόσο έξωθεν της κατοικίας του … όσο και παράπλευρα του έναντι αυτής πεζοδρομίου, χωρίς πάντως να αποδεικνύεται ότι περιόριζαν την ορατότητα των χρηστών της οδού και των πεζών, συνεκτιμώμενου και του ότι τα πιο πάνω οχήματα ήταν σταθμευμένα, όπως εμφαίνεται στο υπ’ αριθμ. … σχεδιάγραμμα του Υπαρχιφύλακα … σε ικανή απόσταση το ένα από το άλλο και όχι πυκνά, όπως συνηθίζεται σε αστικές περιοχές. Ο … υπό τις ανωτέρω συνθήκες κατήλθε στο οδόστρωμα, αφηρημένος καί χωρίς να ελέγξει επαρκώς την κίνηση των οχημάτων που κινούνταν επί της οδού … και ξεκίνησε να διασχίζει κάθετα το οδόστρωμα από αριστερά προς τα δεξιά ως προς την επιτρεπτή πορεία των οχημάτων.

Κατά τον ίδιο χρόνο όμως το οικοδομικό αριθμό της οδού … προσέγγιζε ο πρώτος εναγόμενος κινούμενος με την υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας … δίκυκλη μοτοσικλέτα της κυριότητάς του, ασφαλισμένη για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στη δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, κατά την επιτρεπτή κατεύθυνση της οδού … με ταχύτητα που δεν υπερέβαινε το προβλεπόμενο όριο ταχύτητας, ανερχόμενη περί τα 30 έως 35 χλμ. ανά ώρα και έχοντας θέση επί του οδοστρώματος πλησιέστερη προς το δεξιό άκρο της οδού. Ο πρώτος εναγόμενος όμως δεν οδηγούσε με σύνεση ούτε είχε τεταμένη την προσοχή του στην οδήγηση ούτε είχε ρυθμίσει την ταχύτητά του λαμβάνονται υπόψη του τις επικρατούσες συνθήκες βροχόπτωσης και την κατωφέρεια που παρουσίαζε το οδόστρωμακατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματός του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο που μπορεί να προβλεφθεί και το οποίο βρίσκεται στο ορατό από αυτόν μπροστινό τμήμα της οδού, με συνέπεια αν και αντιλήφθηκε από απόσταση τουλάχιστον τα δέκα (10) μέτρα τη διέλευση του πεζού (βλ. την ανωμοτί κατάθεση του ιδίου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου), να επιπέσει στο σώμα του προκαλώντας το σοβαρό τραυματισμό αυτού.

Ειδικότερα, ο πρώτος εναγόμενος αν και αντιλήφθηκε εγκαίρως ότι ο πεζός …, διέσχιζε κάθετα το οδόστρωμα από αριστερά προς το δεξιά σε σχέση με την κατεύθυνση της δίκυκλης μοτοσικλέτας, αντί να προβεί σε αποφευκτικό ελιγμό προς τα αριστερά που ήταν ευχερής λόγω του καταλειπόμενου απο τα σταθμευμένα αυτοκίνητα τμήματος του οδοστρώματος που είχε πλάτος περί τα επτά (7) μέτρα (βλ. ανωμοτί κατάθεση του πρώτου των εναγομένων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου), ενήργησε καθυστερημένα αιφνίδια τροχοπέδηση που είχε ως συνέπεια να απωλέσει τον έλεγχο της πιο πάνω μοτοσικλέτας, αυτή να συρθεί, επί του οδοστρώματος με κατεύθυνση προς τα δεξιά και να προσκρούσει επί του σώματος του πιο πάνω πεζού προκαλώντας τον τραυματισμό του, καταλείποντας επί του οδοστρώματος της οδού … διαγωνίως χαραγές μήκους δέκα (10) μέτρων.

Εξάλλου, κατά το χρόνο που η πιο πάνω δίκυκλη μοτοσικλέτα προσέκρουσε στο σώμα του … αυτός είχε πλέον διασχίσει το μεγαλύτερο μέρος του οδοστρώματος και προσέγγιζε τα έναντι της οικίας του σταθμευμένα οχήματα, όπως καταδεικνύεται από τη θέση των χαραγών που κατέλιπε στο οδόστρωμα η ως άνω δίκυκλη μοτοσικλέτα και οριοθετούν το σημείο πρόσκρουσης. Αντιθέτως δεν αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος κινείτο αντίθετα προς την επιτρεπτή κίνηση της οδού …, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται κυρίως η ενάγουσα.

Σχετικά δε με το γεγονός αυτό με σαφήνεια κατέθεσε ενόρκως στο πλαίσιο της αστυνομικής προανάκρισης ο Υπαρχιφύλακας …., διαλαμβάνοντας τα ακόλουθα: «Σε απάντηση του ερωτήματος της εισαγγελικής παραγγελίας καταθέτω ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του μάρτυρα … ότι ο οδηγός της μοτοσικλέτας …, κινιόταν αντίθετα στο μονόδρομο επί της οδού … στη … διότι η μονοδρόμηση της παραπάνω οδού έχει φορά από πάνω προς τα κάτω και οι χαραγές που άφησε η μοτοσικλέτα κατά την πτώση της διέγραφαν μία πορεία καμπύλης δεξιά προς το πεζοδρόμιο, πράγμα που σημαίνει ότι ο οδηγός της μοτοσικλέτας κινιόταν κανονικά στην πορεία του….» (βλ. την από … έκθεση ένορκης κατάθεσης μάρτυρα).

Περαιτέρω, το Δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι ο …, που γεννήθηκε την … κατήλθε αιφνίδια στο οδόστρωμα, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι και κατέθεσε ανωμοτί εξεταζόμενος ως διάδικος ο πρώτος εξ αυτών. Προς τούτο συνεκτιμάται αφενός η ηλικία του κατά το χρόνο επέλευσης του ατυχήματος (σχεδόν … ετών) που καθιστούσε δυσχερείς τις αιφνίδιες κινήσεις και αφετέρου το γεγονός ότι εξακολούθησε να κινείται στο οδόστρωμα από το χρόνο που έγινε αντιληπτός από τον πρώτο εναγόμενο από απόσταση περί τα δέκα (10) μέτρα έως και την πρόσκρουση της συρόμενης μοτοσικλέτας στο σώμα του. Εξάλλου, αν και αποδείχθηκε ότι ο … λάμβανε φαρμακευτική αγωγή λόγω κατάθλιψης, δεν προέκυψε όμως ότι το γεγονός αυτό επέδρασε κατά οποιονδήποτε τρόπο στην επέλευση του ένδικου ατυχήματος.

Υπό τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, στην παράσυρση του πεζού συνετέλεσε κυρίως το γεγονός ότι ο πρώτος εναγόμενος-οδηγός, κατά την οδήγηση δεν κατέβαλε την προσοχή και επιμέλεια που θα κατέβαλε ο κάθε μέσος συνετός οδηγός υπό ανάλογες περιστάσεις (άρθρ. 330 εδ. β΄ ΑΚ) και συγκεκριμένα δεν οδηγούσε με σύνεση και έχοντας διαρκώς τεταμένη την προσοχή του (παράβαση άρθρου 12 παρ. 1 του Ν 2696/1999), αλλά δίχως να έχει τον πλήρη έλεγχο της δίκυκλης μοτοσικλέτας του, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς (παράβαση άρθρου 19 παρ. 1 του Ν 2696/1999), ούτε ρύθμισε την ταχύτητά του, ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο μπορεί να προβλεφθεί και το οποίο βρίσκεται στο ορατό από αυτόν μπροστινό τμήμα της οδού (παράβαση άρθρου 19 παρ. 2 Ν 2696/1999), αν και κινείτο σε κατοικημένη περιοχή, όπου είναι αναμενόμενη η διάσχιση του οδοστρώματος από πεζούς, ούτε μείωσε την ταχύτητά του, αν και ήταν νύχτα, επικρατούσε βροχόπτωση και η οδός παρουσίαζε μέτρια κατωφέρεια (παράβαση αρ. 19 παρ. 3 Ν 2696/1999), αλλά και όταν αντιλήφθηκε την κίνηση του ως άνω πεζού, ο οποίος είχε διασχίσει περί το ήμισυ του οδοστρώματος, δεν επιχείρησε εγκαίρως αποφευκτικό ελιγμό, αλλά αιφνίδια τροχοπέδηση, με συνέπεια να απωλέσει τον έλεγχο της δίκυκλης μοτοσικλέτας του, αυτή να συρθεί στο οδόστρωμα και εν συνεχεία προσκρούσει στο σώμα του πεζού επιφέροντας το βαρύτατο τραυματισμό του.

Όμως, στην επέλευση του ατυχήματος και δη ανεξαρτήτως της αμελείας του ανωτέρω οδηγού, συνετέλεσε και πταίσμα του παθόντος που δεν κατέβαλε την προσοχή και επιμέλεια που θα κατέβαλε ο κάθε μέσος συνετός πεζός υπό ανάλογες περιστάσεις (άρθρ. 330 εδ. β ΑΚ), το οποίο (πταίσμα) συνίσταται στο ότι κατά παράβαση του άρθρου 38 παρ. 4 στοιχ. ε του Ν 2696/1999, κατήλθε στο οδόστρωμα αν και επικρατούσαν δυσμενείς καιρικές συνθήκες και ήταν νύχτα, αφηρημένος και χωρίς να ελέγξει την κυκλοφορία των οχημάτων και να βεβαιωθεί ότι με την ενέργειά του αυτή δε θα παρεμποδίσει την κυκλοφορία τους, αλλά και ότι δε θα θέσει σε κίνδυνο και τη δική του σωματική ακεραιότητα.

Επιπλέον, ουδόλως αντιλήφθηκε την κίνηση της πιο πάνω μοτοσικλέτας που τον προσέγγιζε, αλλά συνέχισε την πορεία του ανεξάρτητα από το γεγονός ότι παρεμβαλλόταν σε εκείνη του προαναφερόμενου οχήματος. Το ποσοστό συνυπαιτιότητας εκάστου, υπό τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, καθορίζεται, σε εξήντα τοις εκατό (60%) για τον πρώτο εναγόμενο-οδηγό και σαράντα τοις εκατό (40%) για τον πεζό … κατά μερική ουσιαστική παραδοχή της νομίμου προβληθείσας ένστασης εκ μέρους των εναγομένων (άρθρο 300 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 38 παρ. 4 στοιχ. ε του Ν 2696/1999), ενώ ο ισχυρισμός των εναγομένων περί αποκλειστικής υπαιτιότητας … στην πρόκληση του ατυχήματος και στον κατ’ αυτό τραυματισμό του πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.

Μετά το ατύχημα ο … διακομίσθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο …, όπου αρχικά διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί αιμορραγικές θλάσεις μετωπιαία αμφω και κάταγμα ινιακού οστού. Ακολούθως, την …, μετά από νεότερη αξονική τομογραφία εγκεφάλου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί ευμεγέθες αιμάτωμα στον οπίσθιο κρανιακό βόθρο αριστερά, υδροκέφαλο, ενδοκοιλιακή αιμορραγία και αύξηση της υπαραχνοειδούς αιμορραγίας. Λόγω της πιο πάνω επιδείνωσης πραγματοποιήθηκε άμεσα επέμβαση αφαίρεσης του αιματώματος και παροχεύτευσης. Η κατάσταση της υγείας του, ωστόσο, δεν παρουσίασε ιδιαίτερη βελτίωση και την … παρατηρήθηκε αύξηση της υπαραχνοειδούς αιμορραγίας βρεγματικά. Την … πραγματοποιήθηκε διαδερμική τραχειοστομία και διακόπη η χρήση κατασταλτικών. Εξήλθε δε από την ΜΕΘ του ως άνω νοσοκομείου την …. Ωστόσο, την … παρουσίασε αιμοδυναμική αστάθεια και επανεισήχθη στη ΜΕΘ. Παρά δε τις προσπάθειες των θεραπόντων ιατρών του απώλεσε τη ζωή του την … λόγω σηπτικής καταπληξίας, πολυοργανικής ανεπάρκειας, ενδοεγκεφαλικής αιμορραγίας και υπαραχνοειδούς αιμορραγίας.

Ο θάνατος δε του … συνδέεται αιτιωδώς με το ένδικο ατύχημα αφού επήλθε λόγω του τραυματισμού του κατά αυτό, δεδομένου ότι μετά την επέλευση του ατυχήματος δεν ανέκαμψε η υγεία του, παρά την εξακολούθηση της νοσηλείας του σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Εξάλλου, ο θανών, ηλικίας σχεδόν … ετών κατά το χρόνο του ατυχήματος, ήταν επί σειρά ετών σύντροφος της ενάγουσας ζώντας με αυτή σε ελεύθερη συμβίωση τουλάχιστον από το έτος 1967 (βλ. την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης). Ειδικότερα, ο … και η ενάγουσα στο πλαίσιο της σχέσης που είχαν δημιουργήσει συγκατοικούσαν και είχαν αναπτύξει κοινή επαγγελματική … δραστηριότητα.

Παράλληλα η πιο πάνω σχέση ήταν γνωστή στα μέλη της οικογένειάς τους, αλλά και στον ευρύτερο κοινωνικό του περίγυρο, που τους αντιμετώπιζαν ως συζύγους. Οι στενοί δε δεσμοί που τους συνέδεαν προκύπτουν και από το γεγονός ότι διατηρούσαν κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς, καθώς και από το ότι ο θανών δυνάμει της ιδιόγραφης διαθήκης του όρισε την ενάγουσα ως μοναδική του κληρονόμο (βλ. το υπ’ αριθμ. … πρακτικό δημοσίευσης ιδιόγραφης διαθήκης του). Και ναι μεν η αξίωση κάθε μέλους της οικογένειας για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης είναι ανεξάρτητη από την ιδιότητα του μέλους ως κληρονόμου του θύματος (Απ. Γεωργιάδης, σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, υπό αρ. 932, αρ. 20, σ. 819, Γ. Γεωργιάδης, σε Απ. Γεωργιάδη ΣΕΑΚ τ-Ι, 2010, υπό αρ. 932, αρ. 29, σ. 1904), ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση καταδεικνύει την ύπαρξη στενής συναισθηματικής σύνδεσης λόγω της προαναφερόμενης ελεύθερης συμβίωσης μεταξύ της ενάγουσας και του θανόντος συντρόφου της.

Συνεπώς, αν και ζούσαν σε ελεύθερη ένωση, χωρίς να προβούν σε ρύθμιση της σχέσης αυτής ή στην τέλεση γάμου, λόγω της επί μακρώ χρόνο συμβίωσής τους, η ενάγουσα έχει de facto θέση ανάλογη με εκείνη των συγγενικών προσώπων υπό tη στενή έννοια της τυπικής συζυγικής οικογένειας. Εξάλλου, η ενάγουσα διατηρούσε με το θάνατο τουλάχιστον από το έτος 1967 άριστες σχέσεις και συνδέονταν μαζί του με μεγάλο δεσμό αγάπης και αφοσίωσης, ομοιάζουσα με εκείνη των συζύγων. Ο αδόκητος θάνατός του, την συγκλόνισε και της προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, έντονα συναισθήματα θλίψης και πόνου. Πρέπει λοιπόν να της επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστη.

Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη α) την ηλικία του θύματος (… ετών), β) τη συνήθη κατάσταση της υγείας του σε σχέση με την ηλικία του πριν τον τραυματισμό του, γ) το βαθμό συναισθηματικής σύνδεσης της ενάγουσας με το θύμα σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, δ) την ένταση και τη διάρκεια του ψυχικού της άλγους, ε) τον προαναφερόμενο βαθμό της αμέλειας του πρώτου εναγόμενου, στ) την συνυπαιτιότητα του θύματος στην πρόκληση του ατυχήματος και στην έκταση των σωματικών βλαβών που υπέστη, ζ) την οικονομική κατάσταση του θύματος, η) την κοινωνική και οικονομική κατάσταση της ενάγουσας που είναι συνήθης και θ) την οικονομική και κοινωνική κατάσταση του πρώτου των εναγομένων (μερικώς απασχολούμενος στο χώρο της εστίασης), πλην της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, η ευθύνη της οποίας είναι εγγυητική, κρίνει ότι η ενάγουσα δικαιούται να λάβει το κατωτέρω εύλογο και ανάλογο ποσό, ανεξαρτήτως του ποσού για το οποίο άσκησε πολιτική αγωγή ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου, ήτοι το ποσό των δέκα χιλιάδων (10,000) ευρώ, απορριπτομένου του πλέον τούτου αιτούμενου.

Συνεπεία των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι αυτής υποχρεούνται εις ολόκληρον να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, με τους νόμιμους τόκους από την επομένη ημέρα από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, σύμφωνα με τη διάταξη άρθρου 346 ΑΚ όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 Ν 4055/2012 και ισχύει από 02.04.2012, η οποία αφορά και την αναγνωριστική κατόπιν περιορισμού του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό αγωγή, αφού δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει εξαιρετική περίπτωση για την καταβολή απο τους εναγόμενους τόκων υπολογιστέων στο χαμηλότερο επιτόκιο αυτό της υπερημερίας, απορριπτομένου του παραδεκτώς υποβαλλόμενου με δήλωση της πληρεξούσιας τους Δικηγόρου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και με τις προτάσεις νόμιμου αιτήματός τους, βλ. ΑΠ 1207/2017, ΝΟΜΟΣ ΕφΑθ 1153/2016, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜΠρΠειρ 3971/2015, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 780/2014, ΤΝΠ ΔΣΑ, Contra ΜΠρΑθ 189/2016 ΝοΒ 2016, 887). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα μεταξύ της ενάγουσας και των εναγομένων πρέπει να συμψηφισθούν λόγω των πολλαπλών νομικών ζητημάτων που αντιμετωπίσθηκαν (αρ. 179 ΚΠολΔ).

nomotelia.gr