Σε περίπτωση που από τον χρόνο της πρώτης συζητήσεως μέχρι την πληρωμή της αμοιβής επήλθε πλήρης έκπτωση του νομίσματος, επειδή μηδενίστηκε η εσωτερική αξία της δραχμής ή έστω άγγιξε η υποτίμησή της το όριο της πλήρους έκπτωσής της ως νομίσματος. Δεν υπάρχει ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας, ως προϋποθέσεως ενέργειας του δεδικασμένου (324 ΚΠολΔ), όταν αντικείμενο της προηγούμενης δίκης είναι να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ως εντολείς, να καταβάλουν στους ενάγοντες εντολοδόχους δικηγόρους, δικηγορικές αμοιβές για την επιτυχή διεκπεραίωση δικαστικών υποθέσεων κατά τον Κ.Δ., της δε νέας δίκης είναι η συνέπεια σημαντικής μειώσεως της εσωτερικής αξίας της δραχμής κατά το χρόνο της πρώτης συζητήσεως υποθέσεων που χειρίσθηκαν μέχρι την καταβολή της αμοιβής, καταβολή των εις την δεύτερη αγωγή ποσών ως συμπληρωματική αμοιβή υπό τις προϋποθέσεις της ΑΚ 288, αφού το πραγματικό των εφαρμοζόμενων διατάξεων είναι διαφορετικό στις δύο αυτές περιπτώσεις και έννομες συνέπειες επίσης διαφορετικές. αναπροσαρμογή αμοιβής με συμπλεκτική μέθοδο (σύγκριση τιμής χρυσής λίρας κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης, κατά το χρόνο γέννησης της αξίωσης και κατά το χρόνο απόδοσης της παροχής λαμβάνοντας υπόψη και την εμφιλοχωρείσα αύξηση του δείκτη τιμών καταναλωτή).

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΑΜΟΙΒΩΝ

Αριθμός απόφασης 11/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αλεξάνδρα Νόκα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Μαρία Χορού.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ενάγουσας: …, κατοίκου Αθηνών, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Πουλή.

Των εναγομένων: 1) … και 2) …, υπό την ιδιότητά του ως μοναδικού εξ αδιαθέτου κληρονόμου του πατρός του …, κατοίκων Νέας Σμύρνης Αττικής, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικολάου Ζαρκαδούλα.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 17-12-2017 αγωγή, η οποία κατατέθηκε με αριθμό …/2017 και προσδιορίστηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ, δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ενέργεια του δεδικασμένου σε μεταγενέστερη δίκη προϋπόθετα ότι η νέα αυτή δίκη αναφέρεται στο ίδιο αντικείμενο και στην ίδια ιστορική και νομική αιτία, δηλαδή στο ίδιο νομικό γεγονός το παραγωγικό, τροποποιητικό ή αποσβεστικό της συγκεκριμένης έννομης σχέσης. Ειδικότερα, ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει, όταν τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόστηκε στην προηγούμενη δίκη, είναι τα ίδια με αυτά που συνθέτουν το πραγματικό της διάταξης η οποία πρόκειται να εφαρμοσθεί στη νέα δίκη. Θεμελίωση της νέας αγωγής (άρθρο 216 παρ. 1α’ ΚΠολΔ) σε σύνθεμα πραγματικών περιστατικών, που περιλάμβανα και πρόσθετα περιστατικά και έλκει σε εφαρμογή άλλον κανόνα δικαίου επιτρέπει τη διερεύνηση της έννομης συνέπειας, υπό διαφορετική όμως τώρα νομική εκδοχή, τούτο μάλιστα ισχύει ανεξάρτητα αν τα πρόσθετα αυτά πραγματικά περιστατικά υπήρχαν και ήταν δυνατόν να προταθούν στην προηγούμενη δίκη. Έτσι, δεν υπάρχει ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας, υπό την ανωτέρω έννοια, όταν αντικείμενο της προηγούμενης δίκης είναι να υποχρεωθεί ο εντολέας να καταβάλει στον εντολοδόχο δικηγόρο, δικηγορική αμοιβή για την επιτυχή διεκπεραίωση δικαστικών υποθέσεων κατά τον ΚΑ, της δε νέας δίκης είναι η, συνεπεία σημαντικής μειώσεως της εσωτερικής αξίας της δραχμής από το χρόνο της πρώτης συζητήσεως υποθέσεων που χειρίστηκε ο εντολοδόχος δικηγόρος μέχρι την καταβολή της αμοιβής καταβολή ποσών ως συμπληρωματική αμοιβή, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 288 ΛΚ. αφού το πραγματικό των εφαρμοζομένων διατάξεων είναι διαφορετικό στις δύο αυτές περιπτώσεις και οι έννομες συνέπειες (νομική θεμελίωση) επίσης διαφορετικές (βλ. ΑΠ 415/2004 α’ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΧΡ1Δ 2004.724, ΕΕργΔ 2005.363, ΝοΒ 2005/674, ΔΦΟΡΝ 2005.1366, ΔΙΚΗ 2005309). Περαιτέρω, η θεσμοθετηθείσα με το άρθρο 288 ΑΚ αρχή, κατά την οποία « ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπλήρωσα την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», είναι εφαρμοστέα επί της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων, τόσο του οφειλέτη όσο και του δανειστή, των απορρεουσών από οποιαδήποτε έγκυρη ενοχική σχέση, όταν δεν προβλέπεται από το νόμο άλλη προστασία των προσώπων αυτής, κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους, ή δεν συντρέχουν οι, για την τυχόν προβλεπόμενη προστασία αυτή, απαιτούμενες ειδικές προϋποθέσεις. Η ως άνω αρχή λειτουργεί τόσον ως συμπληρωματική των δικαιοπρακτικών βουλήσεων ρήτρα, όσο και ως διορθωτική αυτών, κατά τις περιπτώσεις εκείνες, που ένεκα συνδρομής ειδικών συνθηκών – τέτοιες αποτελούν και οι νομισματικές εκπτώσεις, υποτιμήσεις ή διακυμάνσεις – μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις εκπληρώσεως εις το συμφωνηθέν μέτρο, των παροχών, είτε αυτές ρυθμίζονται στη σύμβαση είτε στο νόμο. Το τελευταίο είναι δυνατό, διότι η ΑΚ 288 αποτυπώνει γενικότερη αρχή, που έχει προσδιοριστική, άρα και περιοριστική αποστολή για το περιεχόμενο κάθε ενοχικής σχέσεως (όπως και η ΑΚ 281 για το περιεχόμενο των δικαιωμάτων). Παρέχει (η εν λόγω αρχή) δε εις τον δικαστή την δυνατότητα όπως, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων αντλούμενων από την έννομη τάξη και τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις, κατ’ απόκλιση από τα συμφωνηθέντα, προσδιόριζα την εκπληρωτέα παροχή περιστέλλοντας ή επεκτείνοντας το συμφωνηθέν μέγεθος της, ώστε αυτή να ανταποκρίνεται στις κατά το χρόνο εκπληρώσεως της απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστεως (ΟλΑΠ 927/1982 ΝοΒ 31214, T.NJI. ΝΟΜΟΣ). Ειδικά η σύμβαση παροχής δικηγορικών υπηρεσιών, είτε για ένδικες, είτε για εξώδικες ενέργειες, χαρακτηρίζεται έμμισθη εντολή και διέπεται κατά βάση από τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων (ΚΑ), συμπληρωματικά δε από τις περί εντολής διατάξεις (άρθρα 713 επ.) του ΑΚ. Σε περίπτωση ελλείψεως ειδικής συμφωνίας, η ελάχιστη αμοιβή του δικηγόρου για τη σύνταξη της αγωγής και των προτάσεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και του Εφετείου καθορίζεται, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις (άρθρα 100 επ. Κ.Δ.) και όχι κατώτερη από την προβλεπόμενη ελάχιστη από τις διατάξεις ταυ Κ. Δ., σε ποσοστό επί της πραγματικής αξίας του αντικειμένου της αγωγής κατά το χρόνο της πρώτης μετά την άσκηση της αγωγής συζητήσεως αυτής στο ακροατήριο, διότι κατά το χρόνο αυτό διαμορφώνεται τελικά το αντικείμενο της αγωγής και συνεπώς οι προϋποθέσεις του προσδιορισμού της αξίας του, ενώ η αυξομείωση της πραγματικής αξίας του αντικειμένου της αγωγής κατά τη διάρκεια της δίκης δεν λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της υπολογιζόμενης σε ποσοστό αυτής αμοιβής του δικηγόρου για μεταγενέστερες διαδικαστικές πράξεις. Η χρηματική αυτή παροχή, της αμοιβής, θα εξοφληθεί βάσει της ονομαστικής αξίας της δραχμής. Κατ’ εξαίρεση, όταν από τον χρόνο της πρώτης συζητήσεως μέχρι την πληρωμή της αμοιβής επήλθε πλήρης έκπτωση του νομίσματος επειδή μηδενίστηκε η εσωτερική αξία της δραχμής ή έστω άγγιξε η υποτίμηση της το όριο της πλήρους έκπτωσης της ως νομίσματος, ο δικαιούχος δικηγόρος δικαιούται ν’ αξιώσει, κατ’ εφαρμογή της ΑΚ 288, την καταβολή νομισμάτων όχι ίσων κατά ποσότητα προς τα καθορισμένα το χρόνο που γεννήθηκε η απαίτηση, αλλά αποπληθωρισμένων, δηλαδή τόσων ώστε να έχουν ίση προς εκείνα εσωτερική αξία (ΑΠ 415/2004 όπ.π., ΑΠ 1305/1998 ΕΕΝ 2000.95).

Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι κατά του πρώτου εναγομένου και κατά του πατρός του δεύτερου άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 8-1-2013 αγωγή, με την οποία, μεταξύ άλλων, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν σε αυτήν, εις ολόκληρον ο καθένας για οφειλόμενη δικηγορική της αμοιβή για ενέργειες στις οποίες προέβη σχετικά με την από 2-5-1964 αγωγή περί κλήρου του πατρός του πρώτου και παππού του δεύτερου εκ των εναγομένων, το ποσό των 44.479,18 ευρώ, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ 23%, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 208/2015 απόφαση, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε και κατόπιν ασκήσεως εφέσεως της ενάγουσας ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1869/2016 απόφαση, με την οποία η έφεση έγινε δεκτή τυπικά και κατ’ ουσίαν, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, έγινε εν μέρα δεκτή η αγωγή και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 1.652,90 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση του, πλέον ποσού 380,16 ευρώ για ΦΠΑ. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι επειδή από τον χρόνο της πρώτης συζήτησης της ανωτέρω αγωγής περί κλήρου, που έλαβε χώρα στις 16-2-1970, μέχρι το έτος 2008 (13-10-2008) εντός του οποίου γεννήθηκε η αξίωση της για πληρωμή της δικηγορικής της αμοιβής (δεδομένου ότι το έτος 2008 επήλθε το πέρας του μακροχρόνιου δικαστικού αγώνα επί της από 2-5-1964 αγωγής) και στη συνέχεια μέχρι το έτος 2013 (οπότε ασκήθηκε η προαναφερθείσα αγωγή της ενάγουσας για την καταβολή της δικηγορικής της αμοιβής), επήλθε πλήρης έκπτωση της δραχμής (ήδη ευρώ) και σημαντική αύξηση του τιμαρίθμου, ή έστω η αγοραστική αξία της δραχμής από το έτος 1970 έως το έτος 2008 (μετά από 38 έτη) και έως το 2013 έχει αγγίξει το όριο της πλήρους έκπτωσης της ως νομίσματος, ως εκ τούτου δικαιούται να αξιώσει, κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 288 ΑΚ, την καταβολή αναπροσαρμοσμένων νομισμάτων (ευρώ), ήτοι όχι ίσων κατά ποσότητα προς τα καθορισμένα στο χρόνο που γεννήθηκε η απαίτησή της, αλλά αποπληθωρισμένων, δηλαδή τόσων ώστε να έχουν ίση προς εκείνα (της πρώτης συζήτησης) εσωτερική αξία και ακολούθως ισχυρίζεται ότι προκειμένου να υπολογισθεί το ύψος της αμοιβής της (σε αξίες 2013, οπότε άσκησε την ως άνω από 8-1-2013 αγωγή για την καταβολή της αμοιβής της), όσον αφορά στις ενέργειες στις οποίες προέβη, για τις οποίες η αμοιβή της προσδιορίζεται, σύμφωνα με τον Κώδικα περί Δικηγόρων, με βάση ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης κατά την πρώτη επ’ ακροατηρίω συζήτηση, θα πρέπει η αξία του αντικειμένου κατά το χρόνο της παροχής (πρώτης συζητήσεως στο ακροατήριο) να αναχθεί, με βάση την αρχή της καλής πίστεως, στο ισάξιό της, κατά το χρόνο της αποδόσεως της παροχής (έτος 2013), αφού ληφθεί υπόψη α) η τιμή και η αγοραστική αξία της χρυσής λίρας Αγγλίας σε δραχμές και ήδη σε ευρώ, τόσο κατά το χρόνο της πρώτης επ’ ακροατηρίω συζήτησης όσο και κατά το χρόνο της γέννησης της αξίωσης της και στη συνέχεια της απόδοσης της παροχής (ήτοι τα έτη 2008, οπότε και γεννήθηκε η αξίωση της και 2013, οπότε άσκησε την από 8-1-2013 αγωγή για την καταβολή της δικηγορικής της αμοιβής), και να γίνει μεταξύ τους σύγκριση, αλλά και β) η αύξηση του τιμαρίθμου που επήλθε στο μεταξύ, προς τούτο δε πρέπει να ληφθεί ως βάση η αξία της κληρονομιαίας μερίδας του αρχικού ενάγοντος της από 2-5-1964 αγωγής περί κλήρου, σε τιμές 1970 (πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο) και στη συνέχεια σε τιμές 2008 και 2013, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις αντίστοιχες τιμές της χρυσής λίρας Αγγλίας (κατά τις ως άνω ημερομηνίες) και την επελθούσα μεταβολή του τιμαρίθμου (Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή), ώστε να προκύψει η αναπροσαρμοσμένη αξία του αντικειμένου της ως άνω από 2-5-1964 αγωγής, επί της οποίας πρέπει να υπολογισθούν εκ νέου, και να αναπροσαρμοσθούν, βάσει της διατάξεως του άρθρου 288 ΑΚ, τα σχετικά κονδύλια που επιδικάσθηκαν στην ενάγουσα με την υπ’ αριθμ. 1869/2016 απόφαση του Εφετείου, Αθηνών, ενώ για τα υπόλοιπα επιδικασθέντα κονδύλια, για τα οποία το ύψος της αμοιβής της δεν εξαρτώνται από την αξία του αντικειμένου της από 2-5-1964 αγωγής ισχυρίζεται ότι η αναπροσαρμογή πρέπει να γίνει με βάση το άρθρο 288 ΑΚ, ήτοι με βάση αντικειμενικά κριτήρια και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, αλλά και τον συνολικό χρόνο (άνω των δέκα (10) ετών) που κατανάλωσε για την εν λόγω ένδικη υπόθεση, για την ειδικότερη πολυετή, πολύωρη, πολυδάπανη και επίπονη επιστημονική προσπάθεια και εργασία στην οποία υποβλήθηκε, λαμβανομένων υπόψη τόσο της αμεσότητός της ένεκα του τότε επικείμενου κινδύνου παραγραφής εν επιδικία της υπόθεσης σε συνδυασμό με το επιτευχθέν τελικό αποτέλεσμα υπέρ των εντολέων της. Με βάση τα ανωτέρω ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν σε αυτήν, εις ολόκληρον ο καθένας το συνολικό ποσό των 22.940,03 ευρώ, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ 24%, ήτοι πλέον του ποσού των 5.505,61 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο (άρθρα 16 αρ. 7 και 22 ΚΠολΔ), να δικάσει κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 και 622Α ΚΠολΔ) και είναι πλήρως ορισμένη, παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 288, 340 επ., 345, 346, ΑΚ, 176 907, 908 και 591 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος αναπροσαρμογής των κονδυλίων που επιδικάσθηκαν με την υπ’ αριθμ. 1869/2016 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, για τα οποία το ύψος της αμοιβής της ενάγουσας δεν εξαρτάται από την αξία του αντικειμένου της από 2-5-1964 αγωγής, κατά το μέρος κατά το οποίο η ενάγουσα ζητεί η αναπροσαρμογή να λάβα χώρα, πέραν βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, επιπλέον βάσει του συνολικού χρόνου που κατανάλωσε για την εν λόγω ένδικη υπόθεση, για την ειδικότερη πολυετή, πολύωρη, πολυδάπανη και επίπονη επιστημονική εργασία στην οποία υποβλήθηκε, αίτημα το οποίο είναι μη νόμιμο και απορριπτέο, διότι το εν λόγω ισχυρισμό έπρεπε να προτείνει στην δίκη για τον καθορισμό της αμοιβής της για τις εν λόγω εργασίες της και όχι στην παρούσα δίκη περί αναπροσαρμογής των επιδικασθέντων κονδυλίων. Επιπλέον μη νόμιμο και απορριπτέο είναι και το παρεπόμενο αίτημα για την καταβολή νόμιμων τόκων επί του αναλογούντος στο αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 22.940,03 ευρώ, ΦΠΑ, το οποίο είναι μη νόμιμο για τον χρόνο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής καθόσον το κονδύλιο αυτό δεν καθίσταται απαιτητό πριν από την πλήρη καταβολή του κονδυλίου της αμοιβής είναι όμως νόμιμο για το χρόνο από την πλήρη καταβολή του κονδυλίου της αμοιβής (που ως έλασσον εμπεριέχεται στο αιτούμενο με την αγωγή διάστημα για το οποίο ζητούνται νόμιμοι τόκοι) μέχρι την εξόφληση του. Περαιτέρω ο ισχυρισμός των εναγομένων περί υπάρξεως δεδικασμένου στην παρούσα δίκη, που απορρέει από προγενέστερη αγωγή της ενάγουσας με την οποία ζήτησε την καταβολή της αμοιβής της για τις ανωτέρω αναφερόμενες δικηγορικές υπηρεσίες της επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1869/2016 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, είναι μη νόμιμος και απορριπτέος, διότι, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στην αρχή της παρούσας στην περίπτωση κατά την οποία ασκηθεί αγωγή για την καταβολή αμοιβής δικηγόρου για τις νομικές εργασίες που προσέφερε και στη συνέχεια αγωγή για την καταβολή συμπληρωματικής αμοιβής υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 288 ΑΚ, ήτοι συνεπεία σημαντικής μειώσεως της εσωτερικής αξίας της δραχμής από το χρόνο της πρώτης συζητήσεως υποθέσεων που χειρίστηκε μέχρι την καταβολή της αμοιβής μεταξύ των δύο αυτών αγωγών δεν υπάρχει ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας αφού το πραγματικό των εφαρμοζομένων διατάξεων είναι διαφορετικό στις δυο αυτές περιπτώσεις και οι έννομες συνέπειες (νομική θεμελίωση) επίσης διαφορετικές. Επομένως η αγωγή, κατά το μέρος της κατά το οποίο κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. δεδομένου ότι καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθμ. … ηλεκτρονικό παράβολο).

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος των εναγομένων, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και τα έγγραφα τα οποία οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Κατά του πρώτου εναγομένου και κατά του πατρός του δεύτερου η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 8-1-2013 αγωγή, με την οποία, μεταξύ άλλων, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν σε αυτήν, εις ολόκληρον ο καθένας, για οφειλόμενη δικηγορική της αμοιβή για ενέργειες στις οποίες προέβη σχετικά με την από 2-5-1964 αγωγή περί κλήρου του πατρός του πρώτου και παππού του δεύτερου εκ των εναγομένων, το ποσό των 44.479,18 ευρώ, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ 23%. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 208/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (διαδικασία αμοιβών), με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε. Κατόπιν ασκήσεως της από 5-11-2015 εφέσεως της ενάγουσας (αριθμ. έκθ. κατάθεσης …/5-11-2015) ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1869/2016 απόφαση, με την οποία η έφεση έγινε δεκτή τυπικά και κατ’ ουσίαν, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, έγινε εν μέρα δεκτή η αγωγή και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 1.652,90 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση του, πλέον ποσού 380,16 ευρώ για ΦΠΑ. Ειδικότερα, το Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω υπ’ αριθμ. 1869/2016 απόφαση, προτού προβεί στον υπολογισμό της οφειλόμενης αμοιβής της ενάγουσας για κάθε δικηγορική της ενέργεια και προκειμένου να υπολογίσει την αξία του αντικειμένου της διαφοράς έκρινε ότι «Κατά συνέπεια δεν θα ληφθεί υπόψη η αξία των κληρονομιαίων ακινήτων κατά των χρόνο παροχής των υπηρεσιών της ενάγουσας, [..], αλλά εκείνη της άσκησης της επίμαχης αγωγής περί κλήρου, εφόσον δεν προβλήθηκε αλλά ούτε και αποδείχθηκε ότι διαφοροποιήθηκε η αξία αυτή κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που έλαβε χώρα στις 16-2-1970. Επομένως η αξία των κληρονομιαίων ακινήτων με βάση την προαναφερόμενη αγωγή (από 2-5-1964 και με αρ. …/1964) ανέρχεται: α) στο ποσόν των 150.000 δραχμών για το επί της οδού … του Δήμου Ν. Σμύρνης ευρισκόμενο οικόπεδο, εμβαδού 245,76 τ.μ., μετά της επ’ αυτού ισογείου οικίας, 2) στο ποσόν των 5.000 δραχμών για ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ενός αγρού, εμβαδού δέκα περίπου στρεμμάτων, κειμένου στη θέση “Φάραγγας” της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Καλύμνου και 3) στο ποσόν των 5.000 δραχμών για ένα αγρό, εμβαδού δυο περίπου στρεμμάτων, κειμένου στη νότια πλευρά της Ποθαίας Καλύμνου. Με βάση τα παραπάνω η αξία της κληρονομικής μερίδας του αρχικού ενάγοντος της αγωγής κλήρου, που αποτελεί τη βάση υπολογισμού των οφειλόμενων στην ενάγουσα αμοιβών ανέρχεται σε ποσοστό 1/3 της συνολικής αξίας των προαναφερόμενων επίδικων κληρονομιαίων ακινήτων, ποσού 160.000 δραχμών και ήδη 469,55 ευρώ, και συγκεκριμένα σε 156,51 ευρώ (=1/3 Χ 469,55). Με βάση λοιπόν τις παραπάνω παραδοχές αποδεικνύεται ότι οφείλονται στην ενάγουσα με βάση τις διατάξεις του ν.δ. 3026/1954 «περί του Κωδικός των Δικηγόρων» για τις κατωτέρω δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, που εκτέλεσε σε σχέση με την προαναφερόμενη υπόθεση, τα εξής ποσά: 1) Για τη σύνταξη της από 16-3-1998 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. …/1999 κλήσης προς τους αντιδίκους των εντολέων της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προκειμένου να εισαχθεί προς μετ’ απόδειξη συζήτηση η από 2-6-1964 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …/1964) αγωγή, της οφείλεται, κατ’ άρθρο 134 παρ. 1 του ν.δ. 3026/1954 «περί του Κωδικός των Δικηγόρων», το ποσό των 8,22 ευρώ (ήτοι 20 δρχ. Χ 140 μον). 2) Για την παράσταση της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη μετ’ απόδειξη συζήτηση της από 2-6-1964 αγωγής (με την ως άνω κλήση) στη δικάσιμο της 1-2-1999, της οφείλεται, σύμφωνα με το άρθρο 109 σε συνδυασμό με το άρθρο 99 του ν. δ, 3026/1954 «περί του Κωδικός των Δικηγόρων», το ποσό των 16,43 ευρώ (40 δρχ. Χ 140 μον=5.600 δρχ και ήδη 16,43 ευρώ), 3} Για τη σύνταξη των από 1-2-1999 προτάσεων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στις οποίες ενσωματώθηκαν οι κατατεθείσες κατά τις προηγούμενες συζητήσεις από 21-9-1964 και 5-3-1973 προτάσεις, το ποσόν των 219,11 ευρώ [1% δεδομένου ότι δεν πρόκειται για την πρώτη συζήτηση Χ 21.911,40 αξία αντικ. δίκης (=156,51 ευρώ η αξία της κληρονομικής μερίδας του ενάγοντος όπως ήδη αναφέρθηκε Χ 140 – άρθρα 100 παρ. 1 και 2,107 παρ. 1 και 2 του ν.δ. 3026/1954 «περί του Κωδικός των Δικηγόρων»)]. Σημειώνεται ότι η ενάγουσα δεν ζητεί αμοιβή πέραν εκείνης που προκύπτει με βάση του υπολογισμούς της κρινόμενης αγωγής ως ποσοστό επί της αξίας της κληρονομικής μερίδας του δικαιοπαρόχου των εναγομένων, μολονότι ισχυρίζεται ότι κατανάλωσε αρκετό χρόνο λόγω των ιδιαζουσών περιστάσεων δηλαδή ισχύος τοπικού εθίμου στην Κάλυμνο γνωστού ως «το γονικό στο γονικό». 4) Περαιτέρω μετά την έκδοση της 5038/1999 απόφασης του παραπάνω Δικαστηρίου με την οποία, αφού αναγνωρίστηκαν η ακυρότητα της διαθήκης του …, και το κληρονομικό δικαίωμα του αρχικού ενάγοντος κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου στα κληρονομιαία ακίνητα και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενες στην απόδοση του, αναβλήθηκε ως προς το αίτημα διανομής η έκδοση απόφασης προκειμένου να διενεργηθεί η ήδη διαταχθείσα με την παρεμπίπτουσα 9853/1973 απόφαση του ίδιου παραπάνω Δικαστηρίου πραγματογνωμοσύνη. Προς τούτο η ενάγουσα αιτήθηκε την αντικατάσταση του διορισθέντος με την τελευταία απόφαση πραγματογνώμονα, για δε τη σύνταξη της σχετικής από 16-11-1969 αίτησης αντικατάστασης (661/1999) δικαιούται 2,05 ευρώ (700 δραχμές = 5 δραχμές Χ 140 μονάδες – άρθρο 117 παρ. 4 του ν.δ. 3026/1954 «περί του Κωδικός των Δικηγόρων»). 5) Για την παράσταση της κατά τη συζήτηση της παραπάνω αίτησης δικαιούται σύμφωνα με το άρθρο 109 σε συνδυασμό με το άρθρο 99 του ν.δ. 3026/1954 «περί του Κωδικός των Δικηγόρων», το ποσό των 16,43 ευρώ (40 δρχ Χ 140 μον = 5.600 δραχμές και ήδη 16,43 ευρώ)? 6) Για τη σύνταξη της προς την Εισηγήτρια Δικαστή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από 10-1-2000 (18/2000) αίτησης αντικατάστασης του διορισθέντος με την 572/1999 απόφαση της Εισηγήτριας Πρωτοδίκη Αθηνών πραγματογνώμονα δικαιούται το ποσόν των 2,05 ευρώ (700 δραχμές = 5 δραχμές Χ 140 μονάδες – άρθρο 117 παρ. 4 του ν.δ. 3026/1954 «περί του Κωδικός των Δικηγόρων»), 7) Για την παράσταση της κατά τη συζήτηση της παραπάνω αίτησης δικαιούται σύμφωνα με το άρθρο 109 σε συνδυασμό με το άρθρο 99 του Κώδικα περί Δικηγόρων, το ποσό των 16,43 ευρώ (40 δρχ Χ 140 μον = 5.600 δραχμές και ήδη 16,43 ευρώ), 8) Για τη σύνταξη της προς την Εισηγήτρια Δικαστή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από 1-3-2000 (429/2000) αίτησης όρκισης του ορισθέντος με την 112/2000 πράξη της πραγματογνώμονα Βασιλείου Κανελλόπουλου δικαιούται 2,05 ευρώ (700 δραχμές = 5 δραχμές Χ 140 μονάδες – άρθρο 117 παρ. 4 του ν.δ. 3026/1954 «περί του Κωδικός των Δικηγόρων»), 9) Για τη σύνταξη της από 19-12-2001 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. …/2001 κλήσης προς τους αντιδίκους των εντολέων της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προκειμένου μετά τη διεξαγωγή της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης (κατατέθηκε με αρ. 153/2001 στη Γραμμ. Πρωτ. Αθηνών) να εισαχθεί προς μετ απόδειξη συζήτηση η από 2-6-1964 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. …/1964) αγωγή, της οφείλεται, κατ’ άρθρο 134 παρ. 1 του ν.δ. 3026/1954 «περί του Κωδικός των Δικηγόρων» το ποσό των 8,22 ευρώ (ήτοι 20 δρχ.Χ 140 μον). 10) Για τη σύνταξη των από 23-9-2002 προτάσεων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στις οποίες ενσωματώθηκαν οι κατατεθείσες κατά τις προηγούμενες συζητήσεις από 21-9-1964, 5-3- 1973 και 1-2-1999 προτάσεις με τις επ’ αυτών προσθήκες, το ποσόν των 219,11 ευρώ [ 1 % δεδομένου ότι δεν πρόκειται για την πρώτη συζήτηση Χ 21.911,40 αξία αντικ. δίκης (156,51 ευρώ η αξία της κληρονομικής μερίδας του ενάγοντος όπως ήδη αναφέρθηκε Χ 140 – άρθρα 100 παρ. 1 και 2,107 παρ. 1 και 2 του ν.δ. 3026/1954 «περί του Κωδικός των Δικηγόρων»), 11) Για τη σύνταξη της από 25-9-2002 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. …/2002) κλήσης προς τους αντιδίκους των εντολέων της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προς μετ’ απόδειξη συζήτηση της από 2-6-1964 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. 7301/1964) αγωγής προκειμένου να γίνει δεκτό το αίτημα διανομής των κληρονομιαΐων ακινήτων, της οφείλεται, κατ’ άρθρο 134 παρ. 1 του ν.δ. 3026/1954 «περί του Κωδικός των Δικηγόρων» το ποσό των 8,22 ευρώ (ήτοι 20 δρχ. Χ 140 μον), 12) Για τη σύνταξη των από 8-12-2003 προτάσεων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την από 15-1-2004 προσθήκη, στις οποίες ενσωματώθηκαν οι κατατεθείσες κατά τις προηγούμενες συζητήσεις από 21-9-1964, 5-3-1973, 1-2-1999 και 23-9-2002 προτάσεις με τις επ’ αυτών προσθήκες το ποσόν των 219,11 ευρώ [1 % δεδομένου ότι δεν πρόκειται για την πρώτη συζήτηση Χ 21.911,40 αξία αντικ. δίκης (156,51 ευρώ η αξία της κληρονομικής μερίδας του ενάγοντος όπως ήδη αναφέρθηκε Χ 140 – άρθρα 100 παρ. 1 και 2,107 παρ. 1 και 2 του ν.δ. 3026/1954 «περί του Κωδικός των Δικηγόρων»)], 13) Για τη σύνταξη των από 16-11-2006 προτάσεων των εναγομένων ενώπιον του Εφετείου Αθηνών προς αντίκρουση της κατ’ αυτών στρεφόμενης από 5-5-2005 και με αριθμό 4130/10-5-2005 έφεσης, που οι καθολικοί διάδοχοι της …, αρχικής εναγομένης της από 7-5-1964 αγωγής περί κλήρου άσκησαν κατά της εκδοθείσης επ’ αυτής 4396/2004 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με οποία είχε διαταχθεί η δια πλειστηριασμού πώληση των κληρονομιαίων ακινήτων η ενάγουσα δικαιούται αμοιβή ποσού 438,22 ευρώ [2% Χ 21.911,40 αξία αντικ. δίκης (156,51 ευρώ η αξία της κληρονομικής μερίδας του ενάγοντος όπως ήδη αναφέρθηκε Χ 140 – άρθρα 100 παρ. 1, 107 παρ. 1 του ν.δ. 3026/1954 «περί του Κωδικός των Δικηγόρων»)], 14) Για τη σύνταξη των από 16-11-2006 προτάσεων των εναγομένων ενώπιον του Εφετείου Αθηνών προς αντίκρουση της από 9-11-2004 και με αριθμό 9423/2004 έφεσης κατά της ίδιας παραπάνω 4396/2004 απόφασης που οι καθολικοί διάδοχοι της αρχικώς εναγομένης της από 7-5-1964 αγωγής περί κλήρου, η ενάγουσα δικαιούται την ίδια παραπάνω αμοιβή ποσού 438,22 ευρώ [2% Χ 21.911,40 αξία αντικ. δίκης (156,51 ευρώ η αξία της κληρονομικής μερίδας του ενάγοντος όπως ήδη αναφέρθηκε Χ 140 – άρθρα 100 παρ. 1, 107 παρ. 1 του ν.δ. 3026/1954 «περί του Κωδικός των Δικηγόρων»)], και τέλος 15) Για τη σύνταξη της από 27-7-2007 αίτησης περί προτιμήσεως ορισμού δικασίμου της από 2-7-2007 (αρ. 804/2007) αίτησης αναίρεσης της 740/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών με την οποία διατάχθηκε η δια εκουσίου πλειστηριασμού εκποίηση των επίδικων κληρονομιαίων ακινήτων, ώστε κάθε ομάδα των κληρονόμων κάθε αρχικού διαδίκου να λάβει το 1/3 του πλειστηριάσματος, η ενάγουσα δικαιούται 41,08 ευρώ (14.000 δραχμές = 100 δραχμές Χ 140 μονάδες κατ’ άρθρο 114 παρ. 4 πρώτο και τελευτ. εδάφια του ν.δ. 3026/1954 «περί του Κωδικός των Δικηγόρων») […]. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται ως αμοιβή της για τις προαναφερόμενες ενέργειες της το συνολικό ποσόν των 1.652,90 ευρώ (=8,22 + 16,43 + 219,11 + 2,05 + 16,43 + 2,05 + 16,43 + 2,05 + 8,22 + 219,11 + 8,22 + 219,11 + 438,22 + 438,22 + 41,08), αξίωση που δεν έχει παραγραφεί]. Περαιτέρω, από το από 22-11-2016 έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος, προκύπτει ότι ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) ήταν 1,4 τον Φεβρουάριο του 1970, ανήλθε σε 99,9 τον Οκτώβριο του 2008 και σε 109 τον Ιανουάριο του 2013, επίσης από το υπ’ αριθμ. …/22-11-2016 έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος προκύπτει ότι η τιμή της χρυσής λίρας Αγγλίας στις 16-2-1970 ήταν 286 δραχμές, στις 13-10-2008 ήταν 168,19 ευρώ και στις 22-1-2013 ήταν 347,41 ευρώ και από το από 6-2-2018 έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος προκύπτει ότι μεταξύ Μαΐου 1964 και Φεβρουαρίου 1970 η ποσοστιαία μεταβολή του επιπέδου των τιμών όπως αυτό καταγράφεται από τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) ήταν 12,8%, μεταξύ Φεβρουαρίου 1970 και Οκτωβρίου 2008 η ποσοστιαία μεταβολή του ΔΤΚ ήταν 7.027% και μεταξύ Οκτωβρίου 2008 και Ιανουαρίου 2013 η ποσοστιαία μεταβολή του ΔΤΚ ήταν 9,1%. Από τα παραπάνω έγγραφα αποδεικνύεται ότι από τον χρόνο της πρώτης συζήτησης της από 2-5-1964 αγωγής περί κλήρου, που έλαβε χώρα στις 16-2-1970, μέχρι το έτος 2008 (13-10-2008) εντός του οποίου γεννήθηκε η αξίωση της ενάγουσας για πληρωμή της δικηγορικής της αμοιβής (δεδομένου ότι το έτος 2008 επήλθε το πέρας του μακροχρόνιου δικαστικού αγώνα επί της από 2-5-1964 αγωγής) και στη συνέχεια μέχρι το έτος 2013 (οπότε ασκήθηκε η προαναφερθείσα από 8-1-2013 αγωγή της ενάγουσας για την καταβολή της δικηγορικής της αμοιβής), επήλθε σημαντική μείωση της εσωτερικής αξίας της δραχμής (και ήδη ευρώ) και σημαντική αύξηση του τιμαρίθμου, ως αναλύεται κατωτέρω, επομένως η ενάγουσα δικαιούται, κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 288 ΑΚ. την καταβολή αναπροσαρμοσμένων νομισμάτων (ευρώ), ήτοι όχι ίσων κατά ποσότητα προς τα καθορισμένα στο χρόνο που γεννήθηκε η απαίτηση της αλλά αποπληθωρισμένων, δηλαδή τόσων ώστε να έχουν ίση προς εκείνα (της πρώτης συζήτησης δηλαδή) εσωτερική αξία. Περαιτέρω, για να υπολογισθεί η αξία της αμοιβής της ενάγουσας σε αξίες του έτους 2013, για τις ενέργειες της, η αμοιβή των οποίων υπολογίζεται με βάση ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης κατά την πρώτη επ’ ακροατηρίω συζήτηση, ήτοι για τα ανωτέρω υπ’ αριθμ. 3, 10,12,13 και 14 κονδύλια που αναφέρονται στην ως άνω υπ’ αριθμ. 1869/2016 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, πρέπει η αξία του αντικειμένου κατά το χρόνο της παροχής (πρώτης συζητήσεως στο ακροατήριο) να αναχθεί, με βάση την αρχή της καλής πίστεως, στο ισάξιο της κατά το χρόνο της αποδόσεως της παροχής (έτος 2013 που άσκησε την από 8-1-2013 αγωγή για την καταβολή της αμοιβής της), αφού ληφθεί υπόψη α) η τιμή και η αγοραστική αξία της χρυσής λίρας Αγγλίας σε δραχμές και ήδη σε ευρώ, τόσο κατά το χρόνο της πρώτης επ’ ακροατηρίω συζήτησης όσο και κατά το χρόνο της γέννησης της αξίωσης της και στη συνέχεια της απόδοσης της παροχής (ήτοι τα έτη 2008, οπότε και γεννήθηκε η αξίωση της και 2013, οπότε άσκησε την από 8-1-2013 αγωγή για την καταβολή της δικηγορικής της αμοιβής), και να γίνει μεταξύ τους σύγκριση, αλλά και β) η αύξηση του τιμαρίθμου που επήλθε στο μεταξύ (ΌλΑΠ 927/1982 όπ.π., ΑΠ 1233/2009 T.NU. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 713/2002 TNΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1013/1996 ΕλλΔνη 1998.844). Συνεπώς, πρέπει να υπολογισθεί η αναπροσαρμοσμένη και αποπληθωρισμένη αξία του αντικειμένου της από 2-5-1964 αγωγής αρχικά κατά το χρόνο της πρώτης στο ακροατήριο συζήτησης, ήτοι στις 16-2-1970 και στη συνέχεια να αναχθεί η αξία αυτή σε τιμές Οκτωβρίου 2008 και στη συνέχεια σε τιμές Ιανουαρίου 2013 με βάση την τιμή της χρυσής λίρας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και την εμφιλοχωρείσα κατά τα ως άνω έτη (1970 έως 2008 και στη συνέχεια έως το 2013) διαφορά του τιμαρίθμου. Περαιτέρω, η αξία της κληρονομιαίας μερίδας του αρχικού ενάγοντος της από 2-5-1964 αγωγής περί κλήρου, που αποτελεί τη βάση υπολογισμού των οφειλομένων στην ενάγουσα ως άνω αμοιβών, ανερχόταν στο ποσοστό του 1/3 της συνολικής αξίας του αντικειμένου της εν λόγω αγωγής ήτοι σε ποσοστό 1/3 επί του ποσού των 160.000 δραχμών, στο οποίο κρίθηκε ότι ανερχόταν η αξία της κληρονομιαίας περιουσίας, με την ανωτέρω υπ’ αριθμ. 1869/2016 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Επομένως το ποσό αυτό των 160.000 δραχμών πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν για την αναπροσαρμογή των σχετικών αμοιβών της ενάγουσας και όχι το ποσό των 377.000 δραχμών, όπως αβάσιμα εκθέτει η ενάγουσα, ισχυριζόμενη ότι για τον προσδιορισμό της εν λόγω αξίας (της κληρονομιαίας περιουσίας) πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν το αίτημα της αγωγής αυτής, η οποία αφορούσε τόσο στην αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος του ενάγοντος επί των τριών κληρονομιαίων ακινήτων, τα οποία στην από 2-5-1964 αγωγή προσδιορίζονται, από τον ενάγοντα, ως συνολικής αξίας 160.000 δραχμών (150.000 + 5.000 + 5.000)], όσο και στην συνεισφορά των αναλυτικώς στην ίδια αγωγή αναφερομένων προικόων (συνεισεκτέα περιουσία) που είχε λάβει, δια προικοσυμφώνου, η αδερφή του ενάγοντος …., η αξία των οποίων (προικόων – συνεισεκτέων), κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς ανερχόταν τότε στο ποσό των 177.000 δραχμών (=150.000 + 5.000 + 5.000 + 5.000 + 12.000), ως εκ τούτου η πραγματική αξία του αντικειμένου της από 2-5-1964 αγωγής ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 377.000 δραχμών (=160.000 τα τρία κληρονομιαία ακίνητα + 177.000 η αξία της συνεισεκτέας – προικώας – περιουσίας). Η εν λόγω όμως αξία δεν πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν για τον υπολογισμό του ύψους της αναπροσαρμογής των ανωτέρω αμοιβών της ενάγουσας διότι με την προαναφερθείσα απόφαση του Εφετείου κρίθηκε τελεσίδικα η αξία της κληρονομιαίας περιουσίας ήτοι η αξία του αντικειμένου της εν λόγω αγωγής με βάση την οποία έπρεπε να προσδιορισθεί το ύψος της αμοιβής της ενάγουσας για τις ανωτέρω εργασίες της. Στην συνέχεια, για να υπολογιστεί η αναπροσαρμοσμένη και αποπληθωρισμένη αξία του αντικειμένου της από 2-5-1964 αγωγής πρέπει να υπολογισθεί το ποσοστό του 1/3 της αναπροσαρμοσμένης εσωτερικής αξίας των 160.000 δραχμών του έτους 1964 σε τιμές 1970 (πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο) και στη συνέχεια σε τιμές 2008 (έτος που γεννήθηκε και έπρεπε να αποδοθεί η αμοιβή της) και 2013 (έτος άσκησης της από 8-1-2013 αγωγής), λαμβάνοντας υπόψη τις αντίστοιχες τιμές της χρυσής λίρας Αγγλίας (κατά τις ως άνω ημερομηνίες) και την επελθούσα μεταβολή του τιμαρίθμου (Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή). Ειδικότερα, το ποσό των 160.000 δραχμών κατά τις 7-5-1964 (κατάθεση της από 2-5-1964 αγωγής περί κλήρου) θα αναχθεί στο ισάξιο του κατά την 16-2-1970 (ημ/νία πρώτης συζήτησης στο ακροατήριο), σύμφωνα με την, εν τω μεταξύ, επελθούσα αύξηση του τιμαρίθμου (12,8/100), σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος. Για το λόγο αυτό πρέπει να πολλαπλασιασθεί το ποσό των 160.000 δραχμών Χ 12,8/100 = 20.480 δραχμές. Στο ποσό αυτό των 20.480 δρχ. πρέπει να προστεθεί το αρχικό ποσό των 160.000 δραχμών και το σύνολο των 180.480 (160.000 + 20.480) αποτελεί το ισάξιο των 160.000 δραχμών κατά τις 16-2-1970. Κατά τις 16-2-1970 το ποσό των 180.480 δραχμών ισοδυναμούσε με 609,73 χρυσές λίρες (1 χρυσή λίρα = 296 δραχμές). Στη συνέχεια το ποσό των 180.480 δρχ. (άλλως 609,73 χρυσών λιρών) πρέπει να αναχθεί στο ισάξιο του κατά τις 13-10-2008 (ημέρα που γεννήθηκε και άρα έπρεπε να καταβληθεί στην ενάγουσα η δικηγορική της αμοιβή, λόγω πέρατος του δικαστικού αγώνα των εντολέων της), σύμφωνα με την επελθούσα αύξηση του τιμαρίθμου \από 16-2-1970 έως 13-10-2008 (7.035,7/100), ήτοι 180.480 Χ 7.035,7/100-12.698.031,36 δρχ. Στο ποσό αυτό πρέπει να προστεθεί το αρχικό ποσό των 180.480 δρχ και το σύνολο των 12.878.511,36 (12.698.031,36 + 180.480) και ήδη 37.794,60 ευρώ αποτελείτο ισάξιο των 180.480 δρχ κατά τις 13-10-2008. Στη συνέχεια, το ποσό των ευρώ 37.794,60 ευρώ πρέπει να διαιρεθεί με την αξία της χρυσής λίρας Αγγλίας κατά τις 13-10-2008 (1 χρυσή λίρα Αγγλίας = 168,19 ευρώ), στο δε πηλίκον των 224,71 (37.794,60 : 168,19) πρέπει να προστεθεί το αρχικό ποσό των 609,73 χρυσών λιρών, και, έτσι, προκύπτει το ισάξιο των 180.480 δρχ. σε χρυσές λίρες Αγγλίας συμπλεκτικά με τον τιμάριθμο στις 13-10-2008, ήτοι 834,44 χρυσές λίρες Αγγλίας (224,71 + 609,73) ή άλλως 140.344,46 ευρώ (834,44 Χ 168,19 ευρώ). Ακολούθως, το ποσό των 834,44 χρυσών λιρών Αγγλίας πρέπει να αναχθεί στο ισάξιο του κατά τις 22-1-2013 (ημέρα επίδοσης της από 8-1-2013 αγωγής της ενάγουσας κατά των εναγομένων) σύμφωνα με την επελθούσα αύξηση του τιμαρίθμου από 13-10-2008 έως 22-1-2013 (9,11/100), ήτοι 834,44 Χ 9,11/100 – 76,02 χρυσές λίρες. Στο ποσό αυτό (76,02) πρέπει να προστεθεί το αρχικό ποσό των 834,44 χρυσών λιρών Αγγλίας και το σύνολο των 910,46 (834,44 + 76,02) χρυσών λιρών Αγγλίας αποτελεί το ισάξιο των 180.480 δρχ. σε χρυσές λίρες Αγγλίας συμπλεκτικά με τον τιμάριθμο στις 22-1-2013. Η αξία (τιμή πώλησης) της χρυσής λίρας Αγγλίας κατά την ως άνω ημερομηνία, ανερχόταν στο ποσό των 347,41 ευρώ και συνεπώς το ποσό των 910,46 χρυσών λιρών Αγγλίας ισοδυναμούσε (κατά τις 22-1-2013) με 316.302,91 ευρώ (910,46 Χ 347,41), ποσό το οποίο αποτελεί την αναπροσαρμοσμένη αξία του αντικειμένου της ως άνω από 2-5-1964 αγωγής, δεδομένου ότι αποτελεί το ισάξιο του ποσού των 180.480 δρχ. (του 1970) υπολογισμένο και αποπληθωρισμένο συμπλεκτικά με τον τιμάριθμο και την τιμή της χρυσής λίρας Αγγλίας κατά τις 22-1-2013. Ως εκ τούτου, το 1/3 επί του ως άνω ποσού των 316.302,91 ευρώ, ήτοι το ποσό των 105.434,30 ευρώ (316.302,91:3) αποτελεί και την αναπροσαρμοσμένη και αποπληθωρισμένη αξία της κληρονομικής μερίδας (1/3) του πατρός του πρώτου και παππού του δεύτερου εκ των εναγομένων επί της οποίας πρέπει να υπολογισθούν εκ νέου και να αναπροσαρμοσθούν, βάσει της διατάξεως του άρθρου 288 Α Κ, τα ως άνω υπ’ αριθμ. 3, 10, 12, 13 και 14 κονδύλια που επιδικάσθηκαν στην ενάγουσα με την υπ’ αριθμ. 1869/2016 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα: Α) για τη σύνταξη των από 1-2-1999 προτάσεων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στις οποίες ενσωματώθηκαν οι κατατεθείσες κατά τις προηγούμενες συζητήσεις από 21-9-1964 και 5- 3-1973 προτάσεις πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα το ποσό των 1.054,34 ευρώ [1% δεδομένου ότι δεν πρόκειται για την πρώτη συζήτηση Χ 105.434,30], Β) για τη σύνταξη των από 23-9-2002 προτάσεων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στις οποίες ενσωματώθηκαν οι κατατεθείσες κατά τις προηγούμενες συζητήσεις από 21-9-1964,5-3-1973 και 1-2-1999 προτάσεις με τις επ’ αυτών προσθήκες πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα το ποσό των 1.054,34 ευρώ [ 1% δεδομένου ότι δεν πρόκειται για την πρώτη συζήτηση Χ 105.434,30], Γ) για τη σύνταξη των από 8-12-2003 προτάσεων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την από 15-1-2004 προσθήκη, στις οποίες ενσωματώθηκαν οι κατατεθείσες κατά τις προηγούμενες συζητήσεις από 21-9-1964, 5-3-1973, 1-2-1999 και 23-9-2002 προτάσεις με τις επ’ αυτών προσθήκες πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα το ποσό των 1.054,34 ευρώ [1% δεδομένου ότι δεν πρόκειται για την πρώτη συζήτηση Χ 105.434,30], Δ) για τη σύνταξη των από 16-11-2006 προτάσεων των εναγομένων ενώπιον του Εφετείου Αθηνών προς αντίκρουση της κατ’ αυτών στρεφόμενης από 5-5-2005 και με αριθμό 4130/10-5-2005 έφεσης, πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα το ποσό των 2.108,69 ευρώ [2% Χ 105.434,30] και Ε) για τη σύνταξη των από 16-11-2006 προτάσεων των εναγομένων ενώπιον του Εφετείου Αθηνών προς αντίκρουση της από 9-11-2004 και με αριθμό 9423/2004 έφεσης κατά της ίδιας παραπάνω 4396/2004 απόφασης, πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα το ποσό των 2.108,69 ευρώ [2% Χ 105.434,30]. Για τα υπόλοιπα δέκα υπ’ αριθμ. 1,2,4 έως και 9,11 και 15 επιδικασθέντα κονδύλια η αναπροσαρμογή τους πρέπει να γίνει κατ’ άρθρο 288 ΑΚ. βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και των χρηστών συναλλακτικών ηθών και αναλογικά με την αναπροσαρμογή των ως άνω κονδυλίων. Ειδικότερα: 1) για την σύνταξη της από 16-3-1998 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. …/1999) κλήσης προς τους αντιδίκους των εναγομένων, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προκειμένου να εισαχθεί προς μετ’ απόδειξη συζήτηση η από 2-6-1964 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …/1964) αγωγή, πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα το ποσό των 39,55 ευρώ, 2) για την παράσταση της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη μετ’ απόδειξη συζήτηση της από 2-6-1964 αγωγής (με την ως άνω κλήση) στη δικάσιμο της 1-2-1999, πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα το ποσό των 79,10 ευρώ, 3) για την σύνταξη της σχετικής από 16-11-1999 αίτησης αντικατάστασης (661/1999) πραγματογνώμονα, πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα το ποσό των 9,86 ευρώ, 4) για την παράσταση της κατά την συζήτηση της παραπάνω αίτησης, θα πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα το ποσό των 79,10 ευρώ, 5) για την σύνταξη της προς την Εισηγήτρια Δικαστή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από 10-1-2000 (18/2000) αίτησης μου για αντικατάσταση του διορισθέντος με την 572/1999 απόφαση της Εισηγήτριας Πρωτοδίκη Αθηνών πραγματογνώμονα, πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα το ποσό των 9,86 ευρώ, 6) για την παράσταση της κατά την συζήτηση της παραπάνω αίτησης πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα το ποσό των 79,10 ευρώ, 7) για την σύνταξη της προς την Εισηγήτρια Δικαστή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από 1-3-2000 (429/2000) αίτησης όρκισης του ορισθέντος με την 112/2000 πράξη της πραγματογνώμονα … πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα το ποσό των 9,86 ευρώ, 8) για την σύνταξη της από 19-12-2001 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. …/2001) κλήσης προς τους αντιδίκους των εναγομένων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προκειμένου μετά τη διεξαγωγή της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης (κατατέθηκε με αρ. ../2001 στη Γραμμ. Πρωί. Αθηνών) να εισαχθεί προς μετ’ απόδειξη συζήτηση η από 2-5-1964 αγωγή, πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα το ποσό των 39,55 ευρώ, 9) για την σύνταξη της από 25-9-2002 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. …/2002) κλήσης προς τους αντιδίκους των εναγομένων, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προς μετ’ απόδειξη συζήτηση της από 2-5-1964 αγωγής προκειμένου να γίνει δεκτό το αίτημα διανομής των κληρονομιαΐων ακινήτων, πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα το ποσό των 39,55 ευρώ και 10) για την σύνταξη της από 27-7-2007 αίτησης περί προτιμήσεως ορισμού δικασίμου της από 2-7-2007 (αρ. …/2007) αίτησης αναίρεσης της 740/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών με την οποία διατάχθηκε η δια εκουσίου πλειστηριασμού εκποίηση των επίδικων κληρονομιαΐων ακινήτων, ώστε κάθε ομάδα των κληρονόμων κάθε αρχικού διαδίκου να λάβει το 1/3 του πλειστηριάσματος πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα το ποσό των 197,67 ευρώ. Επομένως η αμοιβή της ενάγουσας για το σύνολο των ανωτέρω ενεργειών της πρέπει να ανέλθει στο ποσό των 7.963.60 ευρώ (1.054,34 + 1.054,34 + 1.054,34 + 2.108,69 + 2.108,69 + 39,55 + 79,10 4- 9,86 + 79,10 + 9,86 + 79,10 + 9,86 + 39,55 + 39,55 + 197,67). Οι εναγόμενοι, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο και με τις έγγραφες προτάσεις τους υπέβαλαν ένσταση παραγραφής των απαιτήσεων της ενάγουσας ισχυριζόμενοι ότι οι ανωτέρω ενέργειες τις ενάγουσας έχουν λάβει χώρα προ του έτους 2008, επομένως έκτοτε και μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής το έτος 2017 έχει παρέλθει πενταετία από το έτος της κάθε μερικότερης αλλά και συνολικά όλων των απαιτήσεων της ενάγουσας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 190 του ν.δ. 3026/1954 και 250 ΑΚ. Η εν λόγω ένσταση είναι μη νόμιμη και απορριπτέα, διότι οι ανωτέρω απαιτήσεις της ενάγουσας στηρίζονται στην διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ και όχι στις ανωτέρω διατάξεις περί αμοιβής της ενάγουσας για τις υπηρεσίες που προσέφερε. Επίσης οι εναγόμενοι με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο και με τις έγγραφες προτάσεις τους ισχυρίζονται ότι η υπό κρίση αγωγή ασκείται καταχρηστικά, διότι στην προηγούμενη αγωγή της με την οποία ζητούσε την καταβολή της αμοιβής της για τις ανωτέρω ενέργειες της ουδόλως ανέφερε ότι η αμοιβή της έπρεπε να αναπροσαρμοσθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω, ενώ έχει ήδη λάβει την επιδικασθείσα, με την ως άνω υπ’ αριθμ. 1869/2016 απόφαση του Εφετείου αμοιβή, με την τελευταία δε απόφαση οριοθετήθηκε το αντικείμενο της δίκης. Η εν λόγω ένσταση επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στην διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. είναι μη νόμιμη και απορριπτέα, διότι, σύμφωνα και με όσα έχουν ήδη αναφερθεί, η υπό κρίση αγωγή στηρίζεται στην διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, ήτοι σε διαφορετική νομική βάση στην οποία στηρίχθηκε η προγενέστερη αγωγή της ενάγουσας, η τελευταία δε έχει το δικονομικό δικαίωμα να ασκήσει τις δυο αυτές αγωγές, αξιώνοντας με την δεύτερη, λόγω έκπτωσης του νομίσματος, την καταβολή νομισμάτων όχι ίσων κατά ποσότητα προς τα καθορισμένα το χρόνο που γεννήθηκε η απαίτηση, αλλά αποπληθωρισμένων. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρα δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 7.963,60 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και τον αναλογούντα σε αυτό ΦΠΑ 24%, ήτοι το ποσό των 1.911,26 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την πλήρη καταβολή του ποσού των 7.963,60 ευρώ μέχρι την εξόφληση. Το αίτημα να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι ή ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκάλεσα σημαντική ζημία στην ενάγουσα. Τέλος οι εναγόμενοι πρέπει να καταδικασθούν σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, ανάλογο με την εν μέρα νίκη και ήττα του καθενός (άρθρ. 178 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρα την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους να καταβάλουν στην ενάγουσα εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των επτά χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα τριών ευρώ και εξήντα λεπτών (7.963,60 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και το ποσό των χιλίων εννιακοσίων έντεκα ευρώ και είκοσι έξι λεπτών (1.911,26), με το νόμιμο τόκο από την πλήρη καταβολή του κονδυλίου των επτά χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα τριών ευρώ και εξήντα λεπτών (7.963,60 ευρώ) μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων των εναγομένων, στην Αθήνα, στις 07-01-2019.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

dsa.gr