Σύμφωνα με το άρθρο 2 Ν. Γ ΠΟΝ/1912 «περί δικαστικού ενσήμου», όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το Ν.Δ. 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το Ν.Δ. 4189/1961, ο ενάγων, αν παραλείψει την προκαταβολή του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου, δικάζεται ερήμην και η αγωγή του απορρίπτεται. Η λύση αυτή δεν είναι ασυμβίβαστη με την διάταξη του άρθρου 672 ΚΠολΔ η οποία εφαρμόζεται επί αυτοκινητικών διαφορών (681 Α΄ ΚΠολΔ) , κατά την οποία αν κατά την συζήτηση στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος κάποιος από τους διαδίκους, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, καθόσον αυτή αφορά την ερημοδικία, που επέρχεται, όχι λόγω μη προκαταβολής εξόδων και τελών της δίκης – δικαστικού ενσήμου (πλασματική ερημοδικία), αλλά, λόγω μη εμφανίσεως ή μη προσηκούσης εμφανίσεως κάποιου διαδίκου (ΟλΑΠ 642/1970 ΝΟΒ 18,971, ΑΠ 1567/1999 ΕΕργΔ 2001.82, ΕφΑθ 1589/2005 ΕλΔνη 47.241). Ο ενάγων, που παρέλειψε πρωτοδίκως την καταβολή του δικαστικού ενσήμου, μπορεί, εκτός από αιτιολογημένη ανακοπή ερημοδικίας (Σ. Ματθίας σε ΕλΔνη 36, 11), να ασκήσει έφεση κατά της ερήμην του εκδοθείσας απορριπτικής απόφασης, από της δημοσιεύσεως αυτής (άρθρο 513 παρ. 1 β΄ ΚΠολΔ). Η νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση εφέσεως, όταν αποδεικνύεται με την καταβολή δικαστικού ενσήμου, συνεπάγεται την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και νέα συζήτηση της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπου ο ενάγων δικαιούται να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσε να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρθρου 527 αριθ. 3 ΚΠολΔ (Σ. Σαμουήλ η έφεση, εκδ. 1993, σελ. 83-84, ΟλΑΠ 624/1972 ΝΟΒ 21,21, ΕφΑθ 1589/2005 όπ.π.).
inlaw