ΑΡΙΘΜΟΣ 2/2011
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β’ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ (ΠΟΙΝΙΚΗ)
 
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο (κωλυομένου του Προέδρου του Αρείου Πάγου), ως ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αντιπρόεδρος, Εμμανουήλ Καλούδη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Ελισάβετ Μουγάκου – Μπρίλλη και Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αντιπροέδρους. Αθανάσιο Κουτρομάνο, Ανδρέα Τσόλια, Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Λεοντή, Αντώνιο Αθηναίο, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Κωνσταντίνο Φράγκο – Εισηγητή, Νικόλαο Πάσσο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Δημήτριο Τίγγα, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Κωνσταντίνο Τσόλα, Ανδρέα Ξένο, Κυριακούλα Γεροστάθη, Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Δημήτριο Κόμη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ιωάννα Πετροπούλου, Αρεοπαγίτες.
 
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Μαρτίου 2011, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Άρτας, περί αναιρέσεως της 1183/2010 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Άρτας, η οποία εισάγεται στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, κατόπιν εκδόσεως της 2063/2010 αποφάσεως του ΣΤ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου. Με κατηγορούμενο τον Κ. Π. του Ν., κάτοικο …, που δεν παρέστη στο ακροατήριο.
Το ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας Πρωτοδικών Άρτας ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 1/14-6-2010 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Δικαστικού Γραμματέα των Πλημμελειοδικών Άρτας Λάμπρου Γιαννάκη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 897/1010.
 
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγεται στη Β’ Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ.1 και 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν.1756/1998) και άρθρ. 3 παρ.2 του Ν.3810/1957, ο για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως περί παραγραφής του εγκλήματος καθυστέρησης καταβολής χρεών προς το Δημόσιο ( άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ) μοναδικός λόγος της από 14 Ιουνίου 2010 αιτήσεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Άρτας, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1183/2010 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Άρτας, που δέχθηκε παραγραφή του ανωτέρω διωκόμενου πλημμελήματος.
 
Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την υπ’ αριθμ.2063/2010 απόφαση του ΣΤ’ Ποινικού Τμήματος, επειδή ο λόγος αυτός περί μη παραγραφής, απορρίφθηκε ως αβάσιμος με πλειοψηφία μίας ψήφου.
Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που έχει δεχθεί ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Κατά το άρθρο 86 του ν. 2362/1995, περί Δημοσίου Λογιστικού κλπ, “καμμία χρηματική απαίτηση του Δημοσίου δεν υπόκειται σε παραγραφή πριν να βεβαιωθεί πράγματι προς είσπραξη ως δημόσιο έσοδο στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία ή το αρμόδιο Τελωνείο. Ο κανόνας αυτός δεν αλλοιώνεται από την τυχόν βραδεία βεβαίωση(παρ.1). Η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μετά των συμβεβαιουμένων προστίμων παραγράφεται μετά πενταετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή εννοία και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη(παρ.2).”
Κατά το άρθρο 19 παρ.6 του ν. 1968/1991, ” Στο άρθρο 25 του ν. 1882/1990 , μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής κλπ, προστίθεται παράγραφος 7, που έχει ως εξής: Οι αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται από το άρθρο αυτό υπάγονται στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου”.
Κατά το άρθρο 25 παρ.1 του ν. 1882/1990, όπως αντικ. με το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2523/1997, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων ή, προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ, σε καθυστέρηση πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται, ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους, και τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως, κατά τις διακρίσεις των επόμενων εδαφίων της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού, ανάλογα με το είδος του οφειλομένου χρέους και το ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής.
Με τη διάταξη αυτή προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις ενάρξεως της ποινικής ευθύνης από τη μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, ήτοι αυτή της μη καταβολής του χρέους που η εξόφληση του έχει ρυθμισθεί σε δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσεως και εκείνη της μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Έτσι για την καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές απαιτούνται διαφορετικά στοιχεία για τη συγκρότηση της αντίστοιχης αξιόποινης πράξεως.
Κατά την παρ.7 του ιδίου ως άνω άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ.1 του ν. 2523/1997, ορίζεται ότι ” ο χρόνος παραγραφής του αδικήματος συμπληρώνεται μετά την παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής. Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση”.
Περαιτέρω, με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2523/11-9-1997 αντικαταστάθηκε το ως άνω άρθρο 25 του ν. 1882/1990 και, αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία, αφετέρου δε αυξήθηκε το ύψος του ποσού, το οποίο, όταν οφείλεται, καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής του και έτσι οι πράξεις που προηγουμένως ήταν αξιόποινες καθίστανται πλέον ανέγκλητες, αν το ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής δεν υπερβαίνει το όριο του 1.000.000 δρχ. προκειμένου για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα 2.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά. Επομένως, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.1 του Ν. 2523/1997 εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, είναι: 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος τούτου, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ, ή της κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος (χρόνος καταβολής) δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ο νόμος ως βεβαίωση χρεών εννοεί εκείνη που γίνεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του.
Εξάλλου, με το άρθρο 34 παρ.1 του ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι “Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της ΔΟΥ ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ.
Τέλος, με την παρ.2 του ιδίου άρθρου 34 του ν. 3220/2004, η παράγραφος 7 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, αντικαθίσταται ως εξής: “7. Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Ο χρόνος παραγραφής του χρέους δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής.”
Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι διαχωρίζεται σαφώς η παραγραφή της οφειλής και των χρεών των φορολογουμένων προς το Δημόσιο από την παραγραφή του ως άνω σε βαθμό πλημμελήματος διωκόμενου ειδικού αδικήματος καθυστέρησης καταβολής των βεβαιωμένων στις ΔΟΥ και τα Τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο. Ενώ κατά την παρ.7 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όπως αντικ. με το άρθρο 23 του ν. 2523/1997, οριζόταν ότι ο χρόνος παραγραφής του αδικήματος συμπληρώνεται μετά παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής (εδάφ.α) και η υποβολή της αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση(εδάφ. β), με την τελευταία αντικατάσταση της παραγράφου αυτής 7, με το προπαρατεθέν άρθρο 34 παρ.2 του ν. 3220/2004, το παραπάνω πρώτο εδάφιο περί έναρξης παραγραφής του αδικήματος μετά παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής, απαλείφθηκε εντελώς, στο δε δεύτερο εδάφιο προστέθηκε η φράση “Ο χρόνος παραγραφής του χρέους δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής.” Με τη νέα αυτή διάταξη δεν υπάρχει πλέον ειδική ρύθμιση, ως προς το θέμα της παραγραφής του αδικήματος του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 και συνεπώς ισχύουν οι κοινές περί του χρόνου τελέσεως και περί του χρόνου έναρξης της παραγραφής των εγκλημάτων διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του ΠΚ, ενώ δε μπορεί να γίνει λόγος για από παραδρομή απάλειψη του ανωτέρω πρώτου εδαφίου, το δε άρθρο 86 του ν. 2362/1995 περί δημοσίου λογιστικού κλπ, διαλαμβάνει μόνον περί παραγραφής των χρηματικών απαιτήσεων του Δημοσίου και όχι περί παραγραφής του αδικήματος της καθυστέρησης καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Άρτας που δίκασε σε πρώτο βαθμό, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης 1183/2010 αποφάσεώς του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, που στήριξε στα αναφερόμενα κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα, ότι το επίδικο χρέος του αναιρεσείοντος προς το Δημόσιο βεβαιώθηκε στις 28-2-2003, κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό στις 28-6-2003 και χρόνος τελέσεως του αδικήματος, μετά παρέλευση τεσσάρων μηνών, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ.1 του ν. 1882/1990, είναι η 28-6-2003. Περαιτέρω δέχθηκε ότι εφόσον το κλητήριο θέσπισμα για την διωκόμενη αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο επιδόθηκε στον κατηγορούμενο την 21-7-2009, ήτοι μετά την παρέλευση πενταετίας, το εν λόγω αδίκημα καίτοι τελεσθέν υπό την ισχύ του ν. 2523/1997, ως μη εφαρμοζομένης της παρ.7 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όπως είχεν προ της τροποποιήσεώς της από το άρθρο 34 παρ.2 του ν, 3220/2004 περί παραγραφής του αδικήματος, αλλά των κοινών διατάξεων του ΠΚ περί παραγραφής, ως ευμενέστερων για τον κατηγορούμενο, κατ’εφαρμογή του άρθρου 2 παρ.1 του ΠΚ, λόγω της προαναφερθείσας, με το άρθρο 34 παρ.2 του ν. 3220/2004, κατάργησης του πρώτου εδαφίου της παρ.7 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή και έπαυσε οριστικά την ασκηθείσα ποινική δίωξη λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου συνεπεία παραγραφής.
Έτσι που έκρινε το Δικαστήριο, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προπαρατεθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 25 παρ.7 του ν. 1882/1990, όπως ισχύει μετά την αντικ. με το άρθρο 34 παρ.2 του ν. 3220/2004 και εκείνες των άρθρων 2 παρ.1, 11, 112 και 113 του ΠΚ και επομένως, ο με την ΑΠ 2063/2010 απόφαση του ΣΤ’ Τμήματος παραπεμφθείς στην Ολομέλεια από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως της εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Άρτας, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών, ως άνω, ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
 
 
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθμό εκθ. 1/14-7-2010 αίτηση αναιρέσεως της εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Άρτας, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1183/2010 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Άρτας.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2011.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Ιουνίου 2011.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ