38/2017 ΠΠΡ ΛΑΡ ( 714842)

(ΕΦΑΔ 2017/559)
Άσκηση ανακοπής για την ακύρωση διαταγής πληρωμής για απαίτηση απορρέουσα από σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό. Οριστικό κατάλοιπο του αλληλόχρεου λογαριασμού. Για την απόδειξη αυτού αρκεί η αναφορά στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής της συμφωνίας μεταξύ της πιστώτριας τράπεζας και του πιστούχου ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται πλήρως από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας. Επισύναψη στη σύμβαση του αποσπάσματος αυτού στο οποίο εμφανίζεται η κίνηση του αλληλόχρεου λογαριασμού. Κώδικας Δεοντολογίας των τραπεζών. Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ιδιωτών και επιχειρήσεων. Τηρητέα διαδικασία από την τράπεζα πριν από την καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης. Υποχρέωση κάθε πιστωτικού ιδρύματος να θεσπίσει λεπτομερώς καταγεγραμμένη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα, πρωτοφειλέτες, συνοφειλέτες και εγγυητές εφόσον διατηρούν το χαρακτηρισμό του «συνεργάσιμου δανειολήπτη». Απορρίπτει την ανακοπή.

ΠΠρΛαρ 38/2017

Πρόεδρος: Στ. Κουταντέλια Εισηγητής: Δ. Βασιλόπουλος Δικηγόροι: Γ. Τσαγκοΰλης

[…] Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες εκθέ¬τουν ότι τόσο η αίτηση για την έκδοση της ανακοπτόμενης διατα¬γής πληρωμής όσο και η διαταγή πληρωμής είναι αόριστες, αφού δεν αναφέρονται σε αυτές οι όροι της σύμβασης πώλησης/εκχώ- ρησης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ της καθής τράπεζας και της εδρεύουσας στο Ηνωμένο Βασίλειο εταιρείας ειδικού οι¬ κονομικού σκοπού με την επωνυμία «…», με Βάση την οποία τιτ- λοποιήθηκαν στις 23.2.2009 οι απαιτήσεις της καθής από τη με αριθμό …/12-5-1995 επίδικη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοι¬ κτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και μεταβιβάστηκαν λόγω πώλη¬σης στην προαναφερόμενη εταιρεία ειδικού σκοπού.
Ο λόγος αυτός της ανακοπής και αληθής υποτιθέμενος δεν είναι νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι αφενός στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το ποσό του κλεισίματος ανοι¬
κτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού μεταξύ της πιστώτριας Τράπε¬ζας και της πιστούχου αρκεί να αναφέρεται ότι ανάμεσα στους διαδίκους συμφωνήθηκε ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών Βιβλίων της αιτούσας, ότι ο λογαρια¬σμός αυτός έκλεισε με ορισμένο υπόλοιπο υπέρ αυτής, που απο- δεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών της Βιβλί¬ων, και ότι το απόσπασμα αυτό στο οποίο εμφαίνεται η κίνηση του αλληλόχρεου (ανοικτού) λογαριασμού και το οποίο αποτελεί έγ¬γραφο επισυνάπτεται στη σύμβαση (άρθρα 623, 624 παρ. 1, 626 παρ. 2 ΚΠολΔ, 361 και 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 ΕμπΝ και 64-67 του ΝΔ 17.7/13.8.1923), και αφετέρου η διαταγή πληρωμής, που δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά μόνο τίτλος εκτελεστός, δεν απαιτείται να περιλαμβάνει πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτι¬ολογίες, αλλά αρκεί ο συνοπτικός προσδιορισμός σε αυτήν του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης, κατά τρόπο ώστε να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητα τούτου και δεν απαιτεί¬ται περιγραφή όλων των περιστατικών που τον συνθέτουν (άρθρο 630 στοιχ γ` και δ` ΚΠολΔ, ΑΠ 1439/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1094/2006 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της αίτησης για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και του περιεχομένου της ίδιας της διαταγής πληρωμής προκύπτει ότι τόσο στην αίτηση όσο και στη διαταγή πληρωμής αναφέρο- νται α) η κατάρτιση της σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλό¬χρεο) λογαριασμό, Β) η παροχή εκ μέρους των δεύτερου και τρί¬του των ανακοπτόντων παροχής εγγύησης για την πληρωμή του καταλοίπου, γ) το κλείσιμο του λογαριασμού και δ) το υπόλοι¬πο που προέκυψε από το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού, στην αίτηση δε παρατίθεται επιπλέον η κίνηση του λογαριασμού από την αναγνώριση του προσωρινού καταλοίπου που εμφάνισε ο λο¬γαριασμός μέχρι το οριστικό του κλείσιμο. Πέραν τούτων αναφέ- ρεται η σύμβαση μεταβίβασης πώλησης και μεταβίβασης των επι¬χειρηματικών απαιτήσεών (τιτλοποίηση, άρθρο 10 Ν 3156/2003) της καθής στην ανωτέρω αλλοδαπή εταιρεία, η καταχώρηση πε¬ρίληψης της σύμβασης στο Βιβλίο του άρθρου 3 του Ν 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (άρθρο 8 Ν 3156/2003), η σύμβα¬ση αναμεταΒίβασης των απαιτήσεων και η εγγραφή της στο ίδιο ως άνω Βιβλίο. Επιπλέον, προσδιορίζεται με σαφήνεια και δεν δη- μιουργείται αμφιβολία από το περιεχόμενο της διαταγής πληρω¬μής ως προς την αιτία της πληρωμής. Λεπτομερέστερη ανάλυση των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την απαίτηση και αποδεικτικές αιτιολογίες δεν απαιτούνται στη διαταγή πληρωμής, όπως στη δικαστική απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, οι ανακόπτο- ντες δεν επικαλούνται ποια δικονομική Βλάβη υφίστανται από την παράλειψη αναφοράς των όρων της σύμβασης πώλησης/εκχώ- ρησης επιχειρηματικών απαιτήσεων, δεδομένου ότι η παράλειψη των αναγκαίων κατά το άρθρο 630 ΚΠολΔ στοιχείων μιας διατα¬γής πληρωμής τότε μόνο μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της με ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ, όταν προκάλεσε στον διάδικο που την προτείνει Βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας σύμφω¬να με το άρθρο 159 παρ. 3 ΚΠολΔ (ΕφΛαρ 361/2007 Δικογραφία 2007.330, ΕφΙωαν 121/1998 ΔΕΕ/1999.93).
Με τον έβδομο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρί¬ζονται ότι ο ανοικτός (αλληλόχρεος) λογαριασμός, που τηρήθη¬κε στα πλαίσια λειτουργίας της σύμβασης πίστωσης που συνήψαν η καθής και η πρώτη των ανακοπτόντων πιστούχος εταιρεία και στην οποία (σύμβαση) συμβλήθηκαν ως εγγυητές οι δεύτερος και τρίτος των ανακοπτόντων, δεν τηρήθηκε σύμφωνα τις διατάξεις του Ν 2601/1998, αλλά αντιθέτως έχουν χωρήσει χρεώσεις μη νόμιμες, όπως τόκοι ανά τρίμηνο και τόκοι υπερημερίας των τό¬κων χρονικού διαστήματος μικρότερου των εξαμήνων, με συνέ¬πεια να είναι διάφορο το χρεωστικό υπόλοιπο μετά την αφαίρε¬ση των μη νόμιμων χρεώσεων. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος, διότι περιέχει μόνο γενική και ασαφή αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαρια¬ σμού που τηρήθηκε και λειτούργησε προς εξυπηρέτηση της μετα¬ξύ των διαδίκων σύμβασης παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλλη¬λόχρεο) λογαριασμό και δεν εκτίθεται, κατά τρόπο συγκεκριμέ¬νο, ποιο είναι το υπερβάλλον ποσό κατά το οποίο υπάρχει ακυ¬ρότητα και κατά το οποίο ζητούν οι ανακόπτοντες την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, δεδομένου ότι σε περί¬πτωση άσκησης ανακοπής το δικαστήριο επιλαμβάνεται μόνο αν υπάρχει σχετικός λόγος και κατά την έκταση αυτού του λόγου. Επιπλέον, δεν καθορίζεται το αμφισβητούμενο ποσό των κάθε εί¬δους τόκων στους οποίους αναφέρονται οι ανακόπτοντες (ΕφΑΘ 2788/2009 ΕπισκΕΔ 2010.196).
Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζο¬νται ότι στο κείμενο της σύμβασης παροχής πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό και σε όλες τις πρόσθετες πράξεις αυ¬τής δεν έχει συμπεριληφθεί συμβατική πρόβλεψη με την οποία η καθής να επιφυλάσσει για τον εαυτό της τη δυνατότητα εκχώ¬ρησης της απαίτησης. Ότι με δεδομένο ότι η εκχωρήτρια τράπε¬ζα δεν είχε την εξουσία διάθεσης της συγκεκριμένης απαίτησης, η τιτλοποίηση και η μεταβίβαση από την καθ’ης των απαιτήσεων αυτών στην προαναφερόμενη αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού ήταν παντελώς άκυρη, οι λογαριασμοί εξυπηρέτησης της πίστω¬σης λειτούργησαν αντισυμβατικά για το χρονικό διάστημα μεταξύ μεταβίβασης και αναμεταΒίβασης και η ακυρότητα αυτή δεν θερα¬πεύεται από την αποτιτλοποίηση που έλαβε χώρα στην συνέχεια. Ο λόγος αυτός της ανακοπής και αληθής υποτιθέμενος αλυσιτε- λώς προβάλλεται, αφού σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 8 του Ν 3156/2003 η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαι¬τήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν 2844/2000 τα ουσιώδη στοιχεία αυτή και κατισχύ¬ει των συμφωνιών μεταξύ μεταβιΒάζοντος και τρίτων περί ανεκ- χωρήτου των μεταξύ τους απαιτήσεων. Συνεπώς, η καθής, ανε¬ξαρτήτως του αν η σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό προέβλεπε ή μη τη δυνατότητα εκχώρησης των απαι¬τήσεων, είχε από την άνω διάταξη κάθε δικαίωμα να προΒεί σε τιτλοποίηση και εκχώρηση των απαιτήσεών της έναντι των ανα¬κοπτόντων στην παραπάνω μη αποτελούσα πιστωτικό ίδρυμα αλ¬λοδαπή εταιρεία (ΕφΔυτΜακ 63/2013 Αρμ 2014.89).
Από τα άρθρα 361,874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 ΕμπΝ, 47 και 64-67 του ΝΔ 17.7/13.8.1923, 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ, 623 και 624 του ΚΠολΔ, 361, 873 και 874 ΑΚ προκύπτει ότι, αν ο οφειλέτης του καταλοί¬που κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, με σύμβαση που κα¬τάρτισε με το δανειστή, υποσχέθηκε αφηρημένως, πριν κλείσει ο λογαριασμός, την καταβολή του καταλοίπου που θα προκύψει ή, μετά το κλείσιμο του λογαριασμού, αναγνώρισε την υποχρέωση του προς καταβολή αυτού, τότε ενέχεται από τη σύμβαση αυτή, που είναι αυτοτελής σύμβαση αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, η οποία δημιουργεί ανεξάρτητη από τη Βασική σχέση ενοχή και απο¬τελεί αυτή τη Βάση αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής χρέους που προέρχε¬ται από σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού πρέπει να αναφέρει τα έγγραφα εκείνα, τα οποία αποδεικνύουν τη σχετική σύμβαση, τα κονδύλια των χρεοπιστώσεων του λογαριασμού, το οριστικό κλείσιμο του και το κατάλοιπο. Αν αναγνωρίσθηκε το κατάλοι¬πο, δεν απαιτείται να αναφέρονται τα σχετικά κονδύλια του λο¬γαριασμού, αλλά πρέπει να γίνεται ειδική επίκληση της αναγνώ¬ρισης (ΑΠ 192/2005 ΕλλΔνη 47.458). Στην περίπτωση δε που κα¬τά το περιοδικό ή ενδιάμεσο κλείσιμο του λογαριασμού αναγνω¬ρίστηκε από τον οφειλέτη το προσωρινό κατάλοιπο, που προέ¬κυψε από αυτό, το κατάλοιπο αυτό αποτελεί το πρώτο κονδύλιο του λογαριασμού της νέας περιόδου, με συνέπεια κατά το ορι¬στικό κλείσιμο του λογαριασμού της νέας περιόδου να μην απαι¬τείται εκκαθάριση αυτού και παράθεση στην αίτηση για την έκ¬δοση διαταγής πληρωμής του οριστικού υπολοίπου των κονδυλίων του λογαριασμού για την περίοδο στην οποία αναφέρεται η πιο πάνω αναγνώριση (ΑΠ 1106/1994 ΕλλΔνη 38.1074, Εφθεσ 780/2009 ΔΕΕ 2010.332).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τους πέμπτο και έκτο των λό¬γων της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται τα εξής: (Πέμπτος Λόγος) Για το χρονικό διάστημα από 23.2.2009 μέχρι 28.6.2010 που έλαβε χώρα και λειτούργησε η μεταβίβαση των απαιτήσεων της καθής προς την προαναφερόμενη αλλοδαπή εται¬ρία η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής δεν θα μπορούσε και δεν θα έπρεπε να συμπεριλάΒει, όπως λανθασμένα έγινε, τους παρα- χθέντες τόκους υπερημερίας, τα πόσης φύσεως έξοδα και προ-μήθειες και κάθε άλλη χρέωση, λόγω της έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της καθής ως προς την κάρπωση αυτών, καθώς η καθής κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα των 14 αυτών μηνών δεν ήταν δικαιούχος της απαίτησης και των παρεπόμενων αυτής δικαιωμάτων και ως μη δικαιούχος, δεν νομιμοποιείται να ζητά οτιδήποτε για απαίτηση της οποίας ήταν απλή διαχειρίστρια και όχι δικαιούχος. Περαιτέρω, με δεδομένο ότι οι τόκοι υπολογίζο¬νται τοκαριθμικά, και σύμφωνα με τη σύμβαση τόσο ο τόκος όσο και η προμήθεια λογίζονται ανά τρίμηνο για το ανωτέρω χρονι¬κό διάστημα που έλαβε χώρα η τιτλοποίηση το ποσό των συμ¬
βατικών τόκων, αλλά και των τόκων υπερημερίας που προέκυ- ψαν ως απαιτητά και στην συνέχεια ανατοκίστηκαν είναι απαίτη¬ση της παραπάνω αλλοδαπής εταιρίας και όχι της ανομιμοποίη- της (για το διάστημα αυτό) καθής τράπεζας. Συνεπώς, η απαίτη¬ση της καθής είναι αβέβαιη και ανεκκαθάριστη και δεν συντρέ¬χουν οι προϋποθέσεις έκδοσης διαταγής πληρωμής. (Έκτος Λό¬γος) Κατά το χρονικό διάστημα της τιτλοποίησης από 23.2.2009 μέχρι 28.6.2010, στο οποίο η Τράπεζα ήταν απλή διαχειρίστρια της απαίτησης, η καταχώριση χρεωπιστωτικών κονδυλίων, προ¬ερχόμενων από τόκους και πόσης φύσεως έξοδα σε Βάρος των ανακοπτόντων και η εμφάνιση επί των εμπορικών Βιβλίων της τράπεζας του επιστρεπτέου άληκτου κεφαλαίου δεν είναι νοη¬τή, καθόσον ως απλή διαχειρίστρια η καθής δεν μπορούσε να εμ¬φανίζει στο λογαριασμό του δανείου- την απαίτηση ως δική της και για αυτή την αιτία να χρεώνει τον δανειακό λογαριασμό, του οποίου μπορούσε μόνο να διαχειρίζεται τις διενεργούμενες πιστώ¬σεις στο όνομα και για λογαριασμό της αλλοδαπής εταιρείας. Οι χρεωπιστώσεις τόκων κάθε φύσης και εξόδων δεν αφορούν τον αρχικό λογαριασμό, αλλά τον λογαριασμό που θα έπρεπε να τη¬ρεί η αλλοδαπή εταιρεία και ο οποίος δεν αφορά την επίδικη σύμ¬βαση πίστωσης, αλλά τη μεταΒιΒασθείσα επιχειρηματική απαίτη¬ση. Περαιτέρω, η καθής για το επίμαχο χρονικό διάστημα που η απαίτηση ήταν τιτλοποιημένη, προκειμένου να επιτύχει την έκδο¬ση διαταγής πληρωμής, θα έπρεπε να προσκομίσει: (ί) είτε σχετι¬κή εξοφλητική απόδειξη από την αλλοδαπή εταιρία, με την οποία να αποδεικνύεται ότι η καθής κατέβαλλε εξ ιδίων κεφαλαίων τους τόκους υπερημερίας και τα πάσης φύσεως έξοδα που Βαρύνουν τον δανειολήπτη και έτσι υποκατέστησε την αλλοδαπή εταιρεία στο δικαίωμα απολήψεως των κονδυλίων αυτών, (ίί) είτε στη με¬ταξύ αλλοδαπής εταιρείας και τράπεζας σύμβαση να γίνεται σχε¬τική υπόμνηση ότι δικαιούχος των τόκων υπερημερίας, για όσες ημέρες η απαίτηση ήταν τιτλοποιημένη, παραμένει η καθής και όχι η αλλοδαπή εταιρεία. Με Βάση τα ανωτέρω ζητεί την ακύρω¬ση της διαταγής πληρωμής.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα οι κρινόμενοι δύο λόγοι πρέ¬πει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1, 217, 583, 585 και 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι. για το ορισμένο τους δεν μνη¬μονεύονται, κατά τις κείμενες οικείες διατάξεις, τα ποσά των τό¬κων ή των επιπρόσθετων επιβαρύνσεων που χρεώθηκαν παρά¬νομα από την καθής κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, ώστε να προσβάλλεται συγκεκριμένο κονδύλιο της απαίτησης της κα¬θής και να προσδιορίζεται το (νόμιμο) ύψος της οφειλής (ΕφΑΘ 227/2012 ΧρηΔικ 2012.262, ΕφΠατρ 195/2007 Αρμ 2008.921), ούτε προσδιορίζουν ποιο είναι το υπερβάλλον ποσό που επιδικά¬στηκε υπέρ της καθής και για το οποίο αυτοί ζητούν την ακύρω¬ση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, παρά μόνο προβάλ¬λεται μία γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του εν λόγω αλλη¬λόχρεου λογαριασμού που τηρήθηκε προς εξυπηρέτηση της σύμ¬
βασης παροχής πίστωσης, που λειτούργησε μεταξύ των διαδί- κων. Ακόμη, όμως, και αν ήθελε θεωρηθούν ορισμένοι και νόμι¬μοι, οι εν λόγω ισχυρισμοί αλυσιτελώς προβάλλονται, αφού για το επίμαχο χρονικό διάστημα της μεταβίβασης των επιχειρηματι¬κών απαιτήσεων οι ανακόπτοντες προέβησαν σε αναγνώριση της οφειλής τους. Ειδικότερα, από τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα και τις περιεχόμενες στα πρακτικά του Δικαστηρίου ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις αποδείχθηκαν τα εξής, όσον αφορά τον λόγο αυτό της ανακοπής: Σύμφωνα με τον 5° όρο της μεταξύ της καθής και της πρώτης των ανακοπτό¬ντων πιστούχου εταιρείας σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλλη¬λόχρεο) λογαριασμό, το απόσπασμα των λογιστικών Βιβλίων της καθής, που τηρούνται με το μηχανογραφικό σύστημα στη μνήμη των ηλεκτρονικού υπολογιστή από τον οποίον εξάγονται και εμ¬φανίζουν την κίνηση των λογαριασμών της πίστωσης, αναγνω¬ρίζεται ότι αποτελεί πλήρη απόδειξη της απαίτησης της τράπε¬ζας κατά της οφειλέτριας πιστούχου και κάθε από την πιστούχο αναγνώριση χρεωστικού σε Βάρος της υπολοίπου σε καμία πε¬ρίπτωση δεν θα αποτελεί ανανέωση χρέους. Στην άνω σύμβα¬ση συμβλήθηκαν εγγράφως ως εγγυητές οι δεύτερος και τρίτων των ανακοπτόντων, εγγυώμενοι την εμπρόθεσμη και ολοκληρω¬τική κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα εξόφληση κάθε χρεωστι¬κού υπολοίπου της πίστωσης, ενεχόμενοι εις ολόκληρον με την πιστούχο ως αυτοφειλέτες και δηλώνοντας ότι κάθε αναγνώριση από την πιστούχο εταιρεία υποχρεώνει και αυτούς. Την 1.7.2015 η πιστούχος εταιρεία, πέντε δηλαδή έτη μετά την αναμεταΒίΒα- ση (στις 28.6.2010) από την προαναφερόμενη αλλοδαπή εταιρεία «…» στην καθής του συνόλου των επιχειρηματικών απαιτήσεων που της ανήκαν, οι ανακόπτοντες, κατ’ εφαρμογή του παραπάνω όρου της σύμβασης, αναγνώρισαν το προσωρινό κατάλοιπο των με αριθμούς… και… λογαριασμών που τηρήθηκαν για την παρα¬κολούθηση της πίστωσης, οι οποίοι εμφάνιζαν κατά το χρονικό σημείο της αναγνώρισης (1.7.2015) περιοδικά κατάλοιπα ύψους 372.394 ευρώ και 19.972,18 ευρώ αντίστοιχα. Στην αίτηση προς έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, μεταξύ των εγ¬γράφων που επισυνάφθηκαν, από τα οποία προκύπτει η απαίτη¬ση της καθής και το ποσό της, είναι και αποσπάσματα των τηρουμένων μηχανογραφικά Βιβλίων της καθής, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή στον υπολογιστή της, στα οποία εμφανί¬ζονται οι κινήσεις των προαναφερόμενων δύο λογαριασμών από την αναγνώριση της 1.7.2015 μέχρι το οριστικό κλείσιμό τους και οι κινήσεις των με αριθμούς… και… λογαριασμών καθυστέρησης. Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην πιο πάνω νομική σκέψη, δεν απαιτούνταν η αναφορά και η επισύναψη στην αίτηση για την έκ¬δοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής του αποσπάσμα¬τος των. εμπορικών Βιβλίων της καθής για τα επιμέρους κονδύ¬λια της περιόδου που αναγνωρίστηκε, δηλαδή της περιόδου πριν την 1.7.2015, αφού για τα κονδύλια αυτά δεν είναι αναγκαία λό¬γω της αναγνώρισης η απόδειξή τους.
Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν 4224/2013 θεσπίστη¬κε για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ιδιωτών και επιχειρήσεων απο την Τράπεζα-της-Ελλάδος-(«ΤτΕ») με τήν απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ Β 2289/27.8.2014) («ΕΠΑΘ 116/25.8.2014» ή «Κώδικας») ο Κώδικας Δεοντολογίας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 31.12.2014 και έχει ήδη τροποποιηθεί δύο φορές με αντίστοιχες αποφάσεις της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων με αρ. 129/2/16.2.2015 (ΦΕΚ Β` 486/31.3.2015) και 148/10/5.10.2015 (ΦΕΚ Β` 2219/15.10.2015). Βασική υποχρέωση που συνεπάγεται η εφαρμογή του Κώδικα αποτελεί η τηρησηΤων διαδικασιών του, πριν την τυχόν καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης. Ο Κώδικάς πρέπέι να τηρείται από κάθε πιστωτικό και χρηματοδο¬τικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ και εφαρμόζεται σε κάθε μορφής οφειλή με καθυστέρηση άνω των 30 ημερολογιακών ημερών έναντι κάθε ιδρύματος που εφαρμό¬ζει τον Κώδικα. Κάθε ίδρυμα σύμφωνα με τον Κώδικα υποχρεούται, μεταξύ άλλων, να θεσπίσει λεπτομερώς καταγεγραμμένη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ), στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα, πρωτοφειλέτες, συνοφειλέτες και εγγυητές, εφόσον διατηρούν τον χαρακτηρισμό του «συνεργάσιμου δανειολήπτη» όπως ορίστηκε με απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης ιδιωτικού Χρέους του Ν 4224/2013. Ειδικότερα, ένας δανειολήπτης είναι συνεργάσιμος έναντι των δανειστών του όταν: (ϊ) παρέχει πλήρη και επικαιρο- ποιημένα στοιχεία επικοινωνίας στους δανειστές, (ιι) είναι διαθέ¬σιμος σε επικοινωνία με τον δανειστή και ανταποκρίνεται με ειλι¬κρίνεια και σαφήνεια σε κλήσεις και επιστολές των ανωτέρω εντός 15 εργασίμων ημερών, (ιιι) προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή γνω¬στοποίηση πληροφοριών προς το ίδρυμα αναφορικά με την τρέ¬χουσα οικονομική του κατάσταση εντός 15 εργασίμων ημερών από την ημέρα μεταβολής της ή από την ημέρα που θα του ζητη¬θούν ανάλογες πληροφορίες από τους ανωτέρω, (iv) προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών, οι οποίες θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην μελλοντική οικονομική του κα¬
τάσταση εντός 15 εργασίμων ημερών από την ημέρα που θα πε¬ριέλθουν σε γνώση του και (ν) συναινεί σε διερεύνηση εναλλα¬κτικής πρότασης αναδιάρθρωσης σύμφωνα με τα προΒλεπόμενα στον κώδικα. Η ΔΕΚ του Κώδικα αποτελείται από πέντε στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο το ίδρυμα, μεταξύ άλλων, επικοινωνεί με τον πρωτοφειλέτη και, αν υπάρχει, τον εγγυητή, αποστέλλοντάς τους γραπτή ειδοποίηση εντός των επόμενων 15 ημερολογιακών ημερών, με την οποία, μεταξύ άλλων, αυτοί ενημερώνονται για τα στοιχεία της ληξιπρόθεσμης οφειλής και την ένταξή τους στη ΔΕΚ, λαμβάνουν το «Ενημερωτικό Φυλλάδιο προς τους Δανειολή¬πτες με οικονομικές δυσχέρειες» και, αν είναι φυσικά πρόσωπα, την «Τυποποιημένη Κατάσταση Οικονομικής Πληροφόρησης» (ΤΥ.Κ.Ο.Π.) ή, αν είναι νομικά πρόσωπα, το τυποποιημένο έντυ¬πο του ιδρύματος για την υποβολή πληροφόρησης από νομικά πρόσωπα και καλούνται να συμπληρώσουν με ακρίβεια και πλη¬ρότητα το αντίστοιχο έντυπο και να το προσκομίσουν στο ίδρυμα εντός 15 εργασίμων ημερών, προκειμένου στη συνέχεια να έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν στο Στάδιο 2 της ΔΕΚ. Αν ο δανειο-λήπτης δεν ανταποκριθεί εμπρόθεσμα στην ανωτέρω ειδοποίηση, τότε χαρακτηρίζεται ως «μη συνεργάσιμος» και το ίδρυμα δύνα- ται να καταγγείλει τη σύμβαση και να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώ- ματά του χωρίς περαιτέρω προειδοποίηση. Κατά το δεύτερο στά¬διο γίνεται συγκέντρωση οικονομικών και λοιπών πληροφοριών του δανειολήπτη. Κατά το τρίτο στάδιο γίνεται αξιολόγηση των υποβληθέντων οικονομικών στοιχείων. Ειδικότερα, για κάθε κα¬τηγορίας δανειολήπτη και εγγυητή, αξιολογούνται ενδεικτικά, στοιχεία όπως η οικονομική του κατάσταση, το συνολικό ύψος και η φύση των χρεών του, η τρέχουσα ικανότητά του για απο¬πληρωμή των οφειλών του, το ιστορικό της οικονομικής του συ-μπεριφοράς και η προΒλεπόμενη ικανότητα αποπληρωμής των οφειλών. Αν, ειδικότερα, ο δανειολήπτης ή ο εγγυητής αποτελεί επιχείρηση, επιπροσθέτως αξιολογούνται, ανεξάρτητα από τη νο¬μική μορφή της επιχείρησης, στοιχεία όπως το υποΒληθέν επιχει¬ρηματικό σχέδιο ή σχέδιο. Το ίδρυμα, καθ’ όλη τη διάρκεια του σταδίου της αξιολόγησης, οφείλει να καταβάλει κάθε εύλογη προ¬σπάθεια για να συνεργαστεί με το δανειολήπτη προκειμένου να προσδιορίσει με ακρίβεια την ικανότητά του για αποπληρωμή του χρέους, με στόχο να καταλήξουν σε μια κατάλληλη λύση. Επιπρο- σθέτως, το ίδρυμα οφείλει να προβεί σε αξιολόγηση της αξίας τυ¬χόν εμπράγματης εξασφάλισης (ή άλλου περιουσιακού στοιχείου που θα μπορούσε με τη συναίνεση του δανειολήπτη να αποτελέ- σει πρόσθετη εξασφάλιση). Κατά το τέταρτο στάδιο γίνεται πρό¬ταση κατάλληλων λύσεων στο δανειολήπτη (λύση ρύθμισης, λύ¬ση οριστικής διευθέτησης). Από το ίδρυμα θα πρέπει να επιλέγε¬ται η καταλληλότερη, κατά περίπτωση, λύση. Για τους σκοπούς του Κώδικα ως «κατάλληλη λύση» θεωρείται εκείνη που διασφα¬λίζει τη συμμόρφωση του ιδρύματος προς τις εποπτικές του υπο¬χρεώσεις. Ειδικότερα, για την αξιολόγηση της καταλληλότητας κάθε λύσης, λαμβάνονται υπόψη, σε κάθε περίπτωση, η ανάγκη συμμόρφωσης του ιδρύματος προς ισχύουσες εποπτικές απαιτή¬σεις, καθώς και οι ειδικότερες για τη διαχείριση των καθυστερή¬σεων κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες η ΤτΕ έχει θέσει με την ΠΕΕ 42/30.5.2014 στα εποπτευόμενα από αυτή ιδρύματα για το σχεδίασμά και αξιολόγηση βιώσιμων τύπων ρύθμισης. Το πέμπτο στάδιο περιλαμβάνει τη διαδικασία εξέτασης των ενστάσεων. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο Κώδικας επιβάλλει στα ιδρύματα που δεσμεύονται από αυτόν την τήρηση, μεταξύ άλλων, των πέντε σταδίων της ΔΕΚ του Κώδικα πριν το ίδρυμα προβεί σε καταγγε¬λία της οικείας σύμβασης και εκκινήσει νομικές ενέργειες ανα¬γκαστικής είσπραξης της καθυστερούμενης απαίτησης. Τίθεται ζήτημα κατά πόσο η μη τήρηση της ΔΕΚ από υπόχρεο στην τήρη¬ση του Κώδικα ίδρυμα καθιστά, άνευ ετέρου, την καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης άκυρη ως αντίθετη, κατά την ΑΚ 174, σε απαγορευτική διάταξη νόμου. Κατ’ αρχάς, από καμία ρύθ¬μιση του Κώδικα δεν προκύπτει ότι στον προστατευτικό του σκο¬πό εμπίπτει και ο έλεγχος του κύρους των επιχειρουμένων (συμ¬
βατικά προβλεπόμενων) καταγγελιών, των οποίων άλλωστε το περιεχόμενο δεν αποδοκιμάζεται από το νόμο, αντίθετα, σκοπός του (Κώδικα) είναι η επιλογή της «καταλληλότερης» κατά περί¬
πτωση λύσης για τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό πιστώσεων σε καθυστέρηση, αφού ληφθεί από τα ιδρύματα υπόψη η υποχρέωση τους για συμμόρφωση προς τις ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές της Τράπεζας της Ελλάδος («ΤτΕ»). Η τελευταία, άλλωστε, ορίζεται, σύμφωνα με τον Κώδι¬κα ως η αρμόδια αρχή για την παρακολούθηση και τον έλεγχο του τρόπου εφαρμογής του, για την πλήρη και αποτελεσματική ρύθμιση των οικείων συστημάτων από τα υπόχρεα ιδρύματα, κα¬θώς και η μόνη δυνάμενη να απαιτεί τα απαραίτητα κατά την κρί¬ση της διορθωτικά μέτρα και να επιβάλλει τις κατά νόμο κυρώ¬σεις στο μη συμμορφούμενο ίδρυμα, σε περίπτωση συστηματικής μη εφαρμογής του Κώδικα και αδυναμιών των συστημάτων δεν δύναται όμως να παρεμβαίνει ή να επιλαμβάνεται εξατομικευμέ- νων διαφορών μεταξύ ιδρύματος και δανειολήπτη. Συνεπώς, και από το γράμμα του Κώδικα καθίσταται σαφές ότι η μη τήρηση της ΔΕΚ από υπόχρεο ίδρυμα συνιστά αθέτηση εποπτικής υποχρέω¬σης, παρέχουσα στην ΤτΕ ως ελέγχουσα αρχή τη δυνατότητα να απαιτεί από το μη συμμορφούμενο ίδρυμα τη λήψη των απαραί¬τητων μέτρων και να του επιβάλλει κυρώσεις, χωρίς να προκύ¬πτει ότι ο Ν 4224/2013 ή ο Κώδικας αποβλέπει και στην επαγω¬γή ακυρότητας στις περιπτώσεις όπου η καταγγελία έλαβε χώρα χωρίς την τήρηση της ΔΕΚ. Τέλος, και στο πλαίσιο εφαρμογής της Πράξης του Διοικητή της ΤτΕ (ΠΔ/ΤΕ) 2501/31.10.2002 και της κανονιστικής απόφασης 178/19.7.2004 της Επιτροπής Τραπεζι¬κών και Πιστωτικών Θεμάτων (ΕΤΠΘ) της ΤτΕ, οι οποίες επιβάλ¬λουν στα δεσμευόμενα από αυτές ιδρύματα συγκεκριμένες υπο¬χρεώσεις ενημέρωσης των συναλλασσομένων με αυτά, γίνεται δεκτό ότι η αθέτηση των υποχρεώσεων αυτών συνεπάγεται μόνο εποπτικής φύσεως συνέπειες, χωρίς να έχει τεθεί ζήτημα ακυρό¬τητας συμβατικών όρων αποκλειστικά λόγω της αντίθεσης του περιεχομένου τους προς τις ανωτέρω κανονιστικές πράξεις. Ενό- ψει των ανωτέρω, από τον σκοπό και το κείμενο του Κώδικα συ¬νάγεται ότι τυχόν παράβασή των κανόνων που συγκροτούν τη ΔΕΚ συνεπάγεται μόνον εποπτικής φύσεως κυρώσεις και, συνε¬πώς, η μη τήρηση της ΔΕΚ από τα υπόχρεα ιδρύματα, δεν επιφέ¬ρει κατά την ΑΚ 174 αυτοδίκαιη ακυρότητα της πραγματοποιηθεί- σας καταγγελίας. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τους στόχους του
Κώδικα, αλλά και την προηγηθείσα παράθεση των 5 Σταδίων της ΔΕΚ, ο Κώδικας εξειδικεύει τις σχετικές με την καταγγελία υπο¬χρεώσεις που απορρέουν από την αντικειμενική (συναλλακτική) καλή πίστη κατά το στάδιο που προηγείται της άσκησης του δι¬καιώματος καταγγελίας (ΑΚ 281), όπως το περιεχόμενο της συ¬ναλλακτικής καλής πίστης διαμορφώθηκε ειδικότερα στο χώρο των πιστωτικών συναλλαγών υπό τη σοβούσα οικονομική κρίση που οδήγησε στην αλματώδη αύξηση του αριθμού των καθυστερούμενων οφειλών. Επομένως, σε περίπτωση καθυστέρησης δα¬
νειολήπτη να καταβάλει συγκεκριμένο ποσό σε χρηματοδοτικό ή πιστωτικό ίδρυμα κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέ- ντων, η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας, χωρίς την προη¬γούμενη, εν όλω ή εν μέρει, τήρηση της ΔΕΚ του Κώδικα από το ίδρυμα, θα μπορούσε να αποκρουσθεί κατά την ΑΚ 281 ως κατα¬χρηστική (Βλ. Διονυσίου Φλάμπουρα «Η καταγγελία των πιστώ¬σεων ενόψει του Κώδικα Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλά¬δος» σε ΧρΙΔ τευχ. Απριλ. 2016). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 623 επ. ΚΠολΔ, 361, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 ΕμπΝ και 64-67 του ΝΔ από 17.7/13.8.1923 προκύπτει ότι διαταγή πλη¬ρωμής μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλ¬ληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνησή του, το κλεί¬σιμο και το κατάλοιπο αυτού. Εξάλλου ναι μεν κατά το άρθρ. 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος, όπως αυτό της καταγγελίας της σύμβασης, απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικο¬νομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει Βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρα¬κτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συν¬
δυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανει¬στής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος, ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμ¬φέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα καταρχήν αποφασί¬ζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρ¬βαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώ¬ματος. Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστη¬μα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δα¬νειστής δεν. θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκη¬
σε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Ειδικότερα οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων από αυτές επιχειρή¬σεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδο¬τικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστο¬σύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πί¬στης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφε¬ρόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για τον λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφο¬ρά τους. Έτσι, σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της Τρά¬πεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική
σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευ¬ρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σε αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παρο¬χής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική κα¬ταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οι¬κονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμέ¬νη καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης και το κλεί¬σιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού τους, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπι¬κές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση από αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι πα¬ραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1352/2011 ΕΕμπΔ2012, 417).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τους πρώτο και δεύτερο των λό¬γων της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται τα εξής: (Πρώτος λόγος) Μολονότι αυτοί ζήτησαν από την καθής τράπε¬ζα με τρεις έγγραφες αιτήσεις τους να εφαρμόσει τη διαδικασία επίλυσης καθυστερήσεων του Κώδικα Δεοντολογίας, ο οποίος θε¬σπίστηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος και δεσμεύει την καθής, εντούτοις η καθής τράπεζα δεν τήρησε την εν λόγω διαδικασία, αλλά προέβη στην καταγγελία της σύμβασης πίστωσης με ανοι¬κτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που συνήψε η καθής με την πι- στούχο πρώτη των ανακοπτόντων και στην οποία συμβλήθηκαν ως εγγυητές οι δεύτερος και τρίτος των ανακοπτόντων και, ακο¬λούθως, ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της προσβαλλόμενης δι¬αταγής πληρωμής, και ως εκ τούτου πρέπει να ακυρωθεί η τε¬λευταία. (Δεύτερος λόγος) Περαιτέρω, οι ανακόπτοντες ισχυρί¬ζονται ότι ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η μη τήρηση της ΔΕΚ δεν καθιστά κατά το άρθρο 174 ΑΚ την καταγγελία άκυρη, η καθής τράπεζα καταχρηστικούς άσκησε το δικαίωμα της να καταγγείλει τη μεταξύ τους σύμβαση, αφού καταστρατήγησε πλήρως τις αρ¬χές και τον σκοπό υιοθέτησης του Κώδικα Δεοντολογίας των Τρα- πεζών και προέβη παντελώς αδικαιολόγητα, κάνοντας επίδειξη δύναμης και καταχρώμενη την από τη σύμβαση θέση υπεροχής της έναντι των ανακοπτόντων που μαστίζονται από την οικονομι¬κή κρίση, στην καταγγελία της μεταξύ τους συναφθείσας σύμβα¬σης, παρά το ότι αυτοί είχαν αιτηθεί πολλαπλώς προς την καθής την έναρξη των διαδικασιών του Κώδικα δεοντολογίας, με σκο-πό την ανεύρεση μιας συμφέρουσας λύσης με επιδίωξη την Βιω¬σιμότητα της πρώτης των ανακοπτόντων επιχείρησης, τη διάσω¬ση των θέσεων εργασίας αλλά και την εξυπηρέτηση των συμφε¬ρόντων της καθής τράπεζας, προκειμένου και η τελευταία να μην απολέσει τις απαιτήσεις της.
Ο πρώτος λόγος της ανακοπής, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, είναι μη νόμιμος και συνεπώς απορριπτέος, διό¬τι η μη τήρηση της διαδικασίας επίλυσης καθυστερήσεων (ΔΕΚ), την οποία προβλέπει ο Κώδικας Δεοντολογίας που θέσπισε η Τρά¬πεζα της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν 4224/2013, δεν καθιστά, άνευ ετέρου, άκυρη ως αντίθετη κατά το άρθρο 174 ΑΚ σε απαγορευτική διάταξη νόμου την εκ μέρους της καθής τράπεζας καταγγελία της συναφθείσας μεταξύ των διαδίκων σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, αφού η μη τήρηση της ΔΕΚ από την τράπεζα κατά την καταγγελία της πιστωτικής σύμβασης συνιστά μόνο αθέτηση της υποχρέωσης που υπέχει έναντι της εποπτεύουσας ΤτΕ, που ελέγχει την τήρη¬ση του Κώδικα και επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τον Κώδικα. Περαιτέρω, ο δεύτερος λόγος της ανακοπής είναι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην παραπά¬νω νομική σκέψη, νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις που ανα¬φέρθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, πλην όμως πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αΒάσιμος, διότι δεν αποδείχθηκε ότι η καθής άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμα καταγγελίας. Ειδικότε¬ρα, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκαν, όσον αφορά τον λόγο αυτό της ανακοπής, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πιστούχος εταιρεία, από το 2011 που αντιμετώπι¬ζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, έπαυσε να εξυπηρετεί τους προαναφερόμενους λογαριασμούς της σύμβασης πίστωσης. Με επιστολή της, που εστάλη στην καθής τράπεζα στις 22.12.2014, η πιστούχος ζήτησε από την καθής να προβεί στην έναρξη της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων του Κώδικα Δεοντολογίας που θέσπισε η ΤτΕ. Η καθής δεν προέβη στην έναρξη της ΔΕΚ και στις 16.3.2015 επέδωσε με δικαστικό επιμελητή επιστολή στους ανακόπτοντες, στην οποία τους ενημέρωνε για τη μη εξυπηρέτη¬ση των ανωτέρω λογαριασμών και για τη μη επάρκεια των υφι¬στάμενων εξασφαλίσεων των απαιτήσεων που απέρρεαν από τη σύμβαση πίστωσης, και τους καλούσε να της καταβάλουν τα ανα- φερόμενα στην επιστολή της ποσά, με σκοπό τη μείωση των προ¬σωρινών καταλοίπων των δύο λογαριασμών που τηρούνταν για την εξυπηρέτηση της σύμβασης πίστωσης, όπως επίσης να προ- Βούν στις απαιτούμενες ενέργειες για την εκ μέρους τους παρο¬χή εμπραγμάτων εξασφαλίσεων με προσημειώσεις υποθηκών επί ακινήτου της πιστούχου εταιρείας ή των εγγυητών για συνολικό ποσό 170.000 ευρώ, ή/και ενέχυρα επιταγών πελατείας τους, συ¬νολικού ύψους 170.000 ευρώ. Οι ανακόπτοντες δεν προέβησαν σε κάποια ενέργεια, όσον αφορά αυτά που ζητούσε η καθής τρά¬πεζα, και με την από 1.4.2015 δεύτερη επιστολή τους επανέλα- Βαν το αίτημά τους για έναρξη της ΔΕΚ και ζήτησαν να τους χο¬ρηγηθούν αντίγραφα της σύμβασης πίστωσης και των μεταγενέ-στερων αυτής τροποποιητικών και αυξητικών πράξεων. Η καθής, τις επόμενες ημέρες επικοινώνησε τηλεφωνικά δια του αρμόδι¬ου υπαλλήλου της με τον δεύτερο των ανακοπτόντων-νόμιμο εκ¬πρόσωπο της πιστούχου εταιρείας, καλώντας τον να παραλάβει τα αιτηθέντα αντίγραφα των συμβάσεων, πλην όμως αυτός δεν εμφανίστηκε. Η καθής, λόγω μη προσέλευσής του δεύτερου ανακόπτοντος στο κατάστημα, απέστειλε στους ανακόπτοντες στις 2.6.2015 και σχετικό έγγραφο, ζητώντας τους να προσέλθουν για να παραλάβουν τα άνω αντίγραφα, τα οποία τελικά παρέλαβε ο δεύτερος των ανακοπτόντων περίπου κατά τον μήνα Ιούλιο. Στις
27.8.2015 η καθής διά του αρμόδιου υπαλλήλου της ζήτησε τηλεφωνικώς από τον νόμιμο εκπρόσωπο της πιστούχου οικονομι¬κά στοιχεία, και συγκεκριμένα ισολογισμό 2014 και αποτελέσμα¬τα χρήσεως πλέον προσαρτήματος και οικονομικής έκθεσης ΔΣ, ισοζύγιο 2015 και ισοζύγιο 2014 και πρόσφατη φορολογική και ασφαλιστική ενημερότητα, απέστειλε δε στις 2.9.2015 και σχετι¬κό έγγραφο προς τους ανακόπτοντες. Οι ανακόπτοντες δεν αντα- ποκρίθηκαν στο αίτημα της καθής και στις 6.11.2015 απέστειλαν στην καθής νέα επιστολή, ζητώντας ξανά την έναρξη της ΔΕΚ. Με¬τά από αυτά στις 25.11.2015 η καθής με την από 9.11.2015 εξώ- δικη δήλωσή της κατήγγειλε τη σύμβαση πίστωσης και έκλεισε τους τηρούμενους προς εξυπηρέτησή της λογαριασμούς, ενώ στις 29.2.2016 προέβη σε ορθή επανάληψη της από 9.11.2015 εξώδικής δήλωσής της, ζήτησε δε την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής στις 19.7.2016, δηλαδή μετά την παρέλευση ενάμιση περίπου έτους από τότε που οι ανακόπτοντες ζήτησαν για πρώ¬τη φορά την έναρξη της ΔΕΚ. Εν τω μεταξύ, μετά την καταγγελία οι ανακόπτοντες ήρθαν σε επικοινωνία με την καθής μέσω ενός συμβούλου επιχειρήσεων και ζήτησαν προφορικά τη ρύθμιση της οφειλής τους, χωρίς όμως να υποβάλουν και γραπτό αίτημα και να εκδηλώσουν περαιτέρω ενδιαφέρον για πιθανή ρύθμιση. Από τα παραπάνω σαφώς συνάγεται ότι, μολονότι δεν ανταποκρίθη- κε στο αίτημα των ανακοπτόντων για έναρξη της ΔΕΚ και δεν τή¬ρησε τα στάδια της εν λόγω διαδικασίας προτού καταγγείλει τη σύμβαση πίστωσης, η καθής τράπεζα, επιθυμώντας την ανεύρε¬ση μίας λύσης ρύθμισης ή διευθέτησης της πολυετούς και υψηλής
οφειλής της πιστούχου προς αυτήν, προσπάθησε δια των αρμο¬δίων υπαλλήλων της προφορικώς και γραπτώς να έρθει σε επα¬φή με τους δεύτερο και τρίτο των ανακοπτόντων και να λάβει οι¬
κονομικά στοιχεία της πιστούχου εταιρείας, έτσι ώστε ενδεχομέ¬νως, μετά από διαπραγματεύσεις, τα μέρη να οδηγούνταν σε μία ικανοποιητική λύση, έστω και χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας.
Αντιθέτως, οι ανακόπτοντες αρνήθηκαν να έρθουν σε επαφή με την καθής και να δώσουν τα οικονομικά στοιχεία, καθυστέρησαν να λάβουν τα αντίγραφα των συμβάσεων που ζητούσαν με τη δεύ¬τερη επιστολή τους και περιορίστηκαν στην αποστολή των προ- αναφερόμενων τριών επιστολών, ζητώντας την έναρξη της ΔΕΚ, όπως ορίζει ο Κώδικας Δεοντολογίας. Η συμπεριφορά τους αυτή δεν καταδεικνύει την επιθυμία τους να συνεργαστούν με την κα¬θής και να ρυθμίσουν τη μη εξυπηρετούμενη για πολλά έτη υψη¬λή οφειλή της πιστούχου εταιρείας, αλλά το ότι το αίτημά τους για έναρξη της ΔΕΚ ήταν προσχηματικό και ότι ήθελαν να καθυ-στερήσουν την πιθανή καταγγελία της σύμβασης από την καθής, στην οποία και τελικά αυτή προέβη, αφού οι ανακόπτοντες πα¬ρουσίαζαν συμπεριφορά μη συνεργάσιμου δανειολήπτη. Πέραν τούτων αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος των ανακοπτόντων, ενόσω λειτουργούσε η επίδικη σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλό¬χρεο λογαριασμό) και είχαν ήδη ξεκινήσει τα οικονομικά προβλή¬ματα της πιστούχου και η αδυναμία της να εξυπηρετεί την επίδι¬κη σύμβαση πίστωσης, μεταβίβασε στη θυγατέρα του λόγω γονι¬κής παροχής με νομίμως μεταγεγραμμένο συμβόλαιο τον Μάρτιο του 2011 διαμέρισμα με αποθήκη και χώρο στάθμευσης, που βρί¬σκονται σε οικοδομή στη γωνία… και… στη συνοικία… της Λάρι¬σας, αντικειμενικής αξίας 58.668 ευρώ, με αποτέλεσμα να παρα- μείνει στην περιουσία του ακίνητο στη θέση … στη συμβολή των οδών …,… και ανώνυμης οδού στην πόλη της Λάρισας, επιβαρυ¬μένο με προσημείωση υποθήκης από άλλη τράπεζα. Ήδη η καθής με την υπ’ αριθμ. καταθ. …/2016 αγωγή της κατά του δεύτερου των ανακοπτόντων και της θυγατέρας του ζητεί τη διάρρηξη της άνω δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής. Παρά τη συμπεριφορά αυτή των ανακοπτόντων, η καθής δεν προέβη αμέσως στην έκ¬δοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, αλλά, όπως προ- αναφέρθηκε, ζήτησε την έκδοσή της στις 19.7.2016. Επομένως, εφόσον α) η οικονομική αδυναμία της πιστούχου ήταν πολυετής και όχι πρόσκαιρη, Β) η πιστούχος δεν όφειλε μόνο στην καθής τράπεζα, αλλά είχε οφειλή μεγάλου χρηματικού ποσού και προς μία ακόμη τουλάχιστον τράπεζα, την Τράπεζα …, γ) η απαίτηση της καθής δεν ήταν εμπραγμάτως εξασφαλισμένη, δ) παρήλθαν πέντε έτη περίπου από τότε που η πιστούχος εκδήλωσε την αδυ¬ναμία της να είναι συνεπής στις οικονομικές υποχρεώσεις ένα¬ντι της καθής και ε) ο δεύτερος των ανακοπτόντων, νόμιμος εκ¬πρόσωπος της πιστούχου πρώτης ανακόπτουσας και εγγυητής επί της επίδικης σύμβασης πίστωσης, προέβη στην παραπάνω απαλλοτρίωση του ακίνητου περιουσιακού του στοιχείου, η άσκη¬ση του δικαιώματος καταγγελίας εκ μέρους της καθής τράπεζας, χωρίς την τήρηση προηγουμένως της ΔΕΚ, δεν υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλει η συναλλακτική καλή πίστη και δεν μπορεί να χα¬ρακτηριστεί καταχρηστική.
Με Βάση τις σκέψεις αυτές, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η ανακοπή να απορριφθεί στο σύνολό της και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Τα δικαστικά έξοδα της καθής η ανακοπή πρέπει λόγω της ήττας των ανακο¬πτόντων να επιβληθούν σε Βάρος των τελευταίων, κατά παρα¬δοχή σχετικού νόμιμου αιτήματος της καθής (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1ίΒ`, 65 και 68 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγό¬ρων), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. […]

nomos.gr