• 18 Οκτωβρίου, 2013

    AΠ 10/2013 – Προσβολή προσωπικότητας των γονέων από εσφαλμένο ιατρικό προγεννητικό έλεγχο όπου δεν διαπιστώθηκε σοβαρή επιβάρυνση του εμβρύου

    Κρίθηκε ότι σε περίπτωση που από ιατρικό σφάλμα δεν διαπιστώθηκε γονιδιακή επιβάρυνση του εμβρύου (ινοκυστική ίνωση) και δεν συστήθηκε διακοπή της κύησης, με συνέπεια να γεννηθεί παιδί με σοβαρές δυσπλασίες, οι γονείς του παιδιού δικαιούνται να στραφούν εξ ιδίου δικαίου κατά των υπεύθυνων του ιατρικού κέντρου και να ζητήσουν χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης (επιδικάστηκε συγκεκριμένα το ποσό των 250.000 ευρώ στον κάθε γονέα), Αριθμός 10/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1′ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ι. Σίδερη, Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη και Δημήτριο Κράνη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1. Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “Ανώνυμη Εταιρεία Υπηρεσιών και Έρευνας στους τομείς της Μοριακής Βιολογίας, Γενετικής και Βιοτεχνολογίας” και το διακριτικό τίτλο “GENOMEDICA Α.Ε.”, που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2. Χ. Κ. του Χ., Μοριακού Βιολόγου και 3. M. P. του G., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Λάμπρο Γεωργακόπουλο, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων: 1. Ι. Χ. του Κ. και 2. Β. Τ. του Α. συζ. Ι. Χ., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους Γεώργιο Τριανταφυλλάκη και Θεόδωρο Κουτσούμπα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21 Αυγούστου 2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4591/2009 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 22/2011 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26 Σεπτεμβρίου 2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Νικόλαος Λεοντής, ανέγνωσε την από 5 Νοεμβρίου 2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της 90/26-9-2011 αιτήσεως για αναίρεση της 22/24.1.2011 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την κρινόμενη 90/26-9-2011 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η 22/24-1-2011 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ’ επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων. Ειδικότερα, με την 7131/24-8-2006 αγωγή εφέρετο προς διάγνωση αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως των δι’ αυτής εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την προσβολή της προσωπικότητάς τους με την αποδιδόμενη στους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων άδικη και υπαίτια, από αμέλεια, πράξη κατά την παροχή ιατρικών υπηρεσιών από τους τελευταίους στο διαγνωστικό εργαστήριο της συνεναγομένης τους ανώνυμης εταιρείας, συνδεόμενοι μετ’ αυτής με την έννομη σχέση της προστήσεως. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε, κατά μερική παραδοχή της, η 4591/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και σε δεύτερο βαθμό, κατ’ αποδοχή της 57/14-1-2010 εφέσεως των εναγομένων, εξαφάνιση της προσβαλλόμενης δι’ αυτής πρωτοβάθμιας αποφάσεως και εξέταση κατ’ ουσίαν της υποθέσεως, η 22/2011 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, κρίση της την οποία στήριξε στις ακόλουθες αναιρετικώς ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της. Ειδικότερα διέλαβε στις αιτιολογίες της, κατ’ ακριβή κατά τούτο αντιγραφή της: “Οι ενάγοντες είναι σύζυγοι, η δεύτερη δε […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 16 Οκτωβρίου, 2013

    AΠ 53/2013 – Ορισμένο του αναιρετικού λόγου για μη λήψη υπόψη αποδείξεων

    AΠ 53/2013 – Ορισμένο του αναιρετικού λόγου για μη λήψη υπόψη αποδείξεων   Σύμφωνα με την απόφαση για να είναι ορισμένο το αναιρετήριο πρέπει να καθορίζονται σε αυτό τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα που δεν έλαβε υπόψη το δικαστήριο, να προσδιορίζεται το περιεχόμενο τους και να αναφέρεται ότι έγινε ή δεν έγινε επίκληση και προσκομιδή τους κατά τη συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ακόμα και αν έπρεπε να ληφθούν υπόψη αυτεπαγγέλτως. Πρέπει ακόμα να καθορίζεται και ο ισχυρισμός, το βάσιμο ή το αβάσιμο του οποίου αποδεικνυόταν με τα αποδεικτικά αυτά μέσα και ο οποίος ισχυρισμός θα πρέπει να είναι ουσιώδης δηλαδή να έχει επίδραση στο διατακτικό.   Αριθμός 53/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ A2′ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο, Κωνσταντίνο Τσόλα, Ευφημία Λαμπροπούλου, Στυλιανή Γιαννούκου και Εμμανουήλ Κλαδογένη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 24 Σεπτεμβρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ε. Τ. του Ε., κατοίκου …, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Παναγιωτόπουλο. Του αναιρεσιβλήτου: Χ. Π. του Σ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρίστο Γκίνη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26 Μαρτίου 2009 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1337/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 5047/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22 -12-2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Στυλιανή Γιαννούκου ανέγνωσε την από 14-9-2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του δεύτερου λόγου της από 22-12-2012 αίτησης για αναίρεση της 5047/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, εκ του άρθρου 559 αρ. 11Γ’ ΚΠολΔ, και την απόρριψη όλων των λοιπών λόγων αυτής. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση περί της αληθείας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Εξ άλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 11 γ ‘ του Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού, για την οποία αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τέτοια αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1506/2006, 1494/2009) πρέπει το αποδεικτικό μέσο να είναι χρήσιμο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη γεγονότων, που συγκροτούν ισχυρισμό λυσιτελή, δηλ. που επιδρά στο διατακτικό, παραδεκτό και νόμω βάσιμο, ή ισχυρισμό περί αρχής εγγράφου αποδείξεως (Ολ.ΑΠ 1190/82). Συνεπώς πρέπει, να καθορίζονται στο αναιρετήριο τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, που δεν έλαβε υπόψη το δικαστήριο, να προσδιορίζεται το περιεχόμενό τους και ν` αναφέρεται ότι έγινε […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 16 Οκτωβρίου, 2013

    ΑΠ 267/ 2013, Αοριστία της ένστασης συντρέχοντος πταίσματος

    ΑΠ 267/ 2013 – Αοριστία της ένστασης συντρέχοντος πταίσματος   O ισχυρισμός του εναγομένου ότι αποκλειστικά υπαίτιος της ζημίας του είναι ο ενάγων συνιστά άρνηση της βάσης της αγωγής, ενώ ο ισχυρισμός του ιδίου ότι στην επέλευση της ζημίας συνετέλεσε και πταίσμα του ενάγοντος συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό που θεμελιώνει ένσταση από την ΑΚ 300, καταλυτική εν όλω ή εν μέρει της αγωγής, η οποία πρέπει να προτείνεται με ποινή απαραδέκτου κατά τη πρώτη συζήτηση της αγωγής. Ο ισχυρισμός δεν δύναται να θεωρηθεί ότι περιέχεται στον ισχυρισμό περί αποκλειστικής υπαιτιότητας, και για αυτό το λόγο πρέπει να προτείνεται από τον εναγόμενο με πληρότητα, δηλαδή με τα συνιστώντα αυτόν πραγματικά περιστατικά και με σχετικό αίτημα, δεν μπορεί δε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (βλ. σχετικά ΟλΑΠ 1115/86, 423/85 και 763/2000) Αριθμός 267/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1′ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη και Δημήτριο Κράνη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 7 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1. Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, και 2. Μ. Π. του Γ., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Τσαντίνη, ο οποίος προηγουμένως ανακάλεσε την από 4 Ιανουαρίου 2013 δήλωση του, για παράσταση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ. Της αναιρεσιβλήτου: της εδρευούσης στην Σπάρτη “Ενώσεως Αγροτικών Συνεταιρισμών Λακωνίας Συν.Π.Ε”, (πρώην “Ενώσεως Γεωργικών Συνεταιρισμών Λακωνίας Συν. Π. Ε”), νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Κωνσταντίνο Καλαβρό και Σπυρίδωνα Χριστοφοράκο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24 Σεπτεμβρίου 1992 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5374/1994 προδικαστική, 1528/2007 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 1525/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 17 Μαΐου 2010 αίτηση τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωάννης Σίδερης, ανέγνωσε την από 28 Δεκεμβρίου 2012 έκθεση του με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, οι πληρεξούσιοι της αναιρεσιβλήτου την απόρριψη της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στην δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή επί αγωγής αποζημιώσεως, που στηρίζεται σε αδικοπραξία του εναγομένου (αρθρ. 914 ΑΚ), ο ισχυρισμός του τελευταίου ότι αποκλειστικά υπαίτιος της ζημίας του είναι ο ενάγων συνιστά άρνηση της βάσης της αγωγής, ενώ ο ισχυρισμός του ιδίου ότι στην επέλευση της ζημίας συνετέλεσε και πταίσμα του ενάγοντος συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, που θεμελιώνει ένσταση από το άρθρο 300 ΑΚ καταλυτική εν όλω ή εν μέρει της αγωγής, η οποία πρέπει να προτείνεται επί ‘ποινή’ απαραδέκτου, σύμφωνα με το άρθρο 269 Κ.Πολ.Δ. κατά τη πρώτη συζήτηση της αγωγής. Ο ισχυρισμός δεν δύναται να θεωρηθεί ότι περιέχεται στον πρώτο ισχυρισμό περί αποκλειστική υπαιτιότητας, και γι’ αυτό το λόγο πρέπει να προτείνεται από τον εναγόμενο με πληρότητα, δηλαδή με τα συνιστώντα αυτόν πραγματικά περιστατικά και με σχετικό […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 6 Οκτωβρίου, 2013

    ΜΠρ Θεσσ 8499/2013 – Άκυρη η σύμβαση εργασίας με ν.π.δ.δ. όταν γίνεται χωρίς έγγραφο τύπου / ισχύουν διατάξεις αδικαιολόγητου πλουτισμού και όχι της σύμβασης εργασίας και υπάρχει απλή εργασιακή σχέση

    Περίληψη: Ακυρη σύμβαση εργασίας -. Οι συμβάσεις εργασίας που καταρτίζονται με το δημόσιο ή με ν.π.δ.δ. απαιτούν έγγραφο τύπο, διαφορετικά είναι άκυρες. Η έλλειψη του έγγραφου τύπου μετατρέπει την άκυρη σύμβαση εργασίας σε απλή εργασιακή σχέση, με συνέπεια το ν.π.δ.δ. να είναι υποχρεωμένο να αποδώσει στον εργαζόμενο, βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού την ωφέλεια που αποκόμισε από την εργασία του. ΜονΠρΘεσ 8499/2013 Σύμφωνα με τη διάταξη των άρθρων 3 παρ. 1 και 13 παρ. 1 του ν. 1268/1982 «για τη δομή και λειτουργία των ΑΕΙ» τα ΑΕΙ είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου πλήρως αυτοδιοικούμενα, το δε διδακτικό έργο ασκείται από το διδακτικό ερευνητικό προσωπικό (Δ.Ε.Π.), που αποτελείται από καθηγητές, αναπληρωτές καθηγητές, επίκουρους καθηγητές και λέκτορες. Κατά το άρθρο 25 του ίδιου νόμου το ακαδημαϊκό έτος αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου κάθε χρόνου και λήγει την 31η Αυγούστου του επόμενου. Εξάλλου, με το άρθρο 5 του π.δ. 407/1980 προβλέπεται η πρόσληψη υπό προϋποθέσεις από όλα τα ΑΕΙ της χώρας, με πράξη του οικείου Πρύτανη, επιστημόνων αναγνωρισμένου επιστημονικού κύρους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για τη διεξαγωγή, πλην άλλων, διδακτικού έργου καθοριζόμενου από τη σύμβαση, η διάρκεια της οποίας προσδιορίζεται μέχρι ένα πανεπιστημιακό έτος κατά περίπτωση, δυνάμενη να ανανεώνεται ή να παρατείνεται, πλην όμως ο συνολικός χρόνος πρόσληψης δεν μπορεί να υπερβεί των ν.π.δ.δ.» κάθε σύμβαση για λογαριασμό του νομικού προσώπου, έχουσα αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών ή δημιουργούσα υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται άλλως, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου. Το ποσό τούτο δύναται ν’ αυξομειώνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Η πρόταση κατάρτισης της σύμβασης και η αποδοχή αυτής δύναται να γίνουν και με ιδιαίτερα έγγραφα. Η ακυρότητα από τη μη τήρηση του τύπου της έγγραφης αποδοχής αίρεται σε περίπτωση εκπλήρωσης της σύμβασης. Με την υπ’ αριθ. …/9.7.1992 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β’ 447) αυξήθηκε το χρηματικό ποσό το οριζόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 84 του ν.δ. 321/1969 και του ως άνω άρθρου 41 του ν.δ. 496/1974 σε 150.000 δραχμές. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 158 ΑΚ η τήρηση τύπου για τη δικαιοπραξία απαιτείται μόνον όπου το ορίζει ο νόμος, κατά δε την παράγραφο 1 του άρθρου 159 του ίδιου Κώδικα η δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο υπό του νόμου απαιτούμενος τύπος, εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, είναι άκυρη (ΕφΔωδ 122/2006 Νόμος, Εφθεσ 2420/2003 ΕπισκΕΔ 2003.1207, ΕφΑθ 11549/1995 ΝοΒ 44.1008, ΕφΑθ 1840/1992 ΝοΒ 41.510, ΕφΑθ 8341/1991 ΕλλΔνη 33.875, βλ. και Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Ερμηνεία ΑΚ, άρθρο 159, αριθ. 8). Από το συνδυασμό όλων των ανωτέρω διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι κάθε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, καταρτιζόμενη από ν.π.δ.δ. με εργαζόμενο, υποβάλλεται σε έγγραφο τύπο απαιτούμενο εκ του νόμου, που είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, χωρίς την τήρηση του οποίου είναι άκυρη, η δε ακυρότητα στην περίπτωση αυτήν από την έλλειψη του απαιτούμενου τύπου είναι απόλυτη και λαμβάνεται υπόψη κι αυτεπαγγέλτως, εφόσον προκύπτει από τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά. Η έλλειψη του έγγραφου τύπου μετατρέπει την άκυρη σύμβαση εργασίας σε απλή εργασιακή σχέση, με συνέπεια το ν.π.δ.δ. να είναι υποχρεωμένο να αποδώσει στον εργαζόμενο, βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, την ωφέλεια που αποκόμισε από την εργασία του, […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 6 Οκτωβρίου, 2013

    ΜΠρ Θεσσ 4842/2013 – Λύση της Ο.Ε. με δικαστική απόφαση εξαιτίας ”σπουδαίου λόγου” / Σε τι συνίσταται ο ”σπουδαίος λόγος” ; / Ν. 4072/2012 και δυνατότητα αποκλεισμού εταίρου αντί για λύση της Ο.Ε.

    Περίληψη: Ομόρρυθμη εταιρία – Λύση με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση εταίρου, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος – Εκκαθάριση – Αποκλεισμός εταίρου -. Ο σπουδαίος λόγος κρίνεται κατά τις περιστάσεις και σε συνάρτηση με τη γενικότερη οργάνωση της συγκεκριμένης εταιρίας. Η ύπαρξή του θα πρέπει να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και σημαντικές επιπτώσεις στην ομαλή λειτουργία της εταιρίας. Αυτές οι επιπτώσεις είναι απαραίτητο να παρουσιάζουν το στοιχείο της μονιμότητας και να μην έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Επίσης, ο σπουδαίος λόγος πρέπει κατά βάση να αναφέρεται στις σχέσεις της εταιρίας και όχι στο πρόσωπο των εταίρων, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση τα προσωπικά στοιχεία παίζουν πρωτεύοντα ρόλο. Περιστατικά που συνιστούν σπουδαίο λόγο. Αν οι εταίροι δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, τη λύση της εταιρίας ακολουθεί το στάδιο της εκκαθάρισης, κατά το οποίο εφαρμόζονται, ελλείψει ειδικότερης ρύθμισης, οι διατάξεις των άρθρων 777 επ. ΑΚ για την εταιρία. Αν δεν υπάρχει άλλη συμφωνία των εταίρων, η εκκαθάριση διενεργείται από όλους τους εταίρους, οι οποίοι ενεργούν από κοινού και καλούνται πλέον εκκαθαριστές. Αν οι εταίροι δεν συμφωνούν στο πρόσωπο του εκκαθαριστή, ο κάθε εταίρος έχει δικαίωμα να ζητήσει από το Δικαστήριο τον διορισμό του εκκαθαριστή. Διατυπώσεις διορισμού δικαστικού εκκαθαριστή. Αν συντρέχει στο πρόσωπο ενός εταίρου περιστατικό που θα δικαιολογούσε τη λύση της εταιρίας κατ’ άρθρο 259 παρ. 1 περ. δ’ ν. 4072/2012, το Μονομελές Πρωτοδικείο μπορεί, ύστερα από αίτηση των λοιπών εταίρων, αντί της λύσης της εταιρίας, να διατάξει τον αποκλεισμό του εταίρου (άρθρο 263 ν. 4072/2012). Οι εταιρικές υποχρεώσεις, η παράβαση των οποίων παρέχει το δικαίωμα αποκλεισμού του εταίρου, εφόσον υπάρχει υπαιτιότητα ως προς την παράβαση, είναι δυνατόν να επιβάλλονται από την εταιρική σύμβαση ή τον νόμο. ΜονΠρΘεσ 4842/2013 Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εισάγονται: 1) η με αριθμό κατάθεσης 28180/2012 αίτηση των: 1) … του …, 2) … του … κατά του … του … και 2) η με αριθμό κατάθεσης 21774/2012 αίτηση του … του … κατά των: 1) … του …, 2) … του …, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της συνάφειας που υπάρχει μεταξύ τους, λαμβανομένου υπόψη ότι διεξάγονται ανάμεσα στους αυτούς διαδίκους, δικάζονται με την ίδια διαδικασία και με τη συνεκδίκασή τους αφενός μεν διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης, αφετέρου δε επέρχεται μείωση των εξόδων αυτής (άρθρα 31, 246 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 249, 259, 294, όπως ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 330 ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α 86/11.4.2012), συνάγεται ότι η ομόρρυθμη εταιρία λύεται με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση εταίρου, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος. Η δικαστική λύση της εταιρίας για σπουδαίο λόγο αφορά τόσο την εταιρία αορίστου όσο και την ορισμένου χρόνου. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την αρχή της διατήρησης της επιχείρησης και δεδομένου ότι προβλέπεται και δικαίωμα εξόδου του εταίρου, σύμφωνα με το άρθρο 261 του ως άνω νόμου, το δικαίωμα δικαστικής λύσης της εταιρίας συνιστά έσχατο μέσο αντιμετώπισης της κατάστασης που ανέκυψε με τη συνδρομή του σπουδαίου λόγου και εγείρεται, επομένως, μόνο σε περίπτωση που δεν ανευρέθη άλλος τρόπος άρσης του αδιεξόδου. Ο σπουδαίος λόγος κρίνεται κατά τις περιστάσεις και σε συνάρτηση με τη γενικότερη οργάνωση της συγκεκριμένης εταιρίας. Αυτή η οργάνωση θα αποτελεί τον κύριο οδηγό για την εκτίμηση […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 6 Οκτωβρίου, 2013

    Ειρ Λαυρίου 105/2013 – Απροειδοποίητη αποχώρηση μισθωτή και υποχρέωση καταβολής μισθωμάτων και δαπανών κατανάλωσης ρεύματος – ύδατος

    Περίληψη: Μισθωτικές διαφορές – Μίσθωση κατοικίας – Αποχώρηση μισθωτή χωρίς προειδοποίηση – Υποχρέωση καταβολής μισθωμάτων -. Προφορική σύμβαση μίσθωσης διαμερίσματος. Αποχώρηση του μισθωτή από το μίσθιο χωρίς καμία προειδοποίηση και χωρίς να έχει καταβάλει τα μισθώματα και τις δαπάνες κατανάλωσης ρεύματος-ύδατος. Αποδοχή αγωγής εκμισθωτή για καταβολή των άνω κονδυλίων. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 105/2013 ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΥΡΙΟΥ Ειρηνοδίκης η Μαρία Κουβαρά. Γραμματέας ο Παντελής Πλατανησιώτης. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο της μεταβατικής του έδρας, στην Κερατέα Αττικής στις 7 Ιανουαρίου 2013 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ: Γ.Β. του Χ., κατοίκου Κερατέας Αττικής, οδός ……… αριθμ. …, που στο δικαστήριο εκπροσωπήθηκε από τον Πληρεξούσιο Δικηγόρο του Νεκτάριο Παππά. ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Β.Σ., 2) Τ.Σ., 3) Α.Σ. και 4) Γ.Σ., κατοίκων όλων Κερατέας Αττικής, θέση ………, από τους οποίους οι 1ος, 2η, και 3ος παρουσιάστηκαν αυτοπροσώπως, ο δε τέταρτος ήταν απών. Ο ενάγων με την με ημερομηνία 11 Ιουνίου 2012 (αριθμός πράξεως καταθέσεως 28/2012) αγωγή του και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Για τη συζήτηση της παραπάνω υπόθεσης, ύστερα από δύο (2) αναβολές στις 28-9-2012 και 5-11-2012, ορίστηκε η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή. Ακολούθησε συζήτηση όπως σημειώνεται στα πρακτικά. Μελέτησε τη δικογραφία Σκέφτηκε κατά το Νόμο Με την κρινόμενη αγωγή εκτίθεται ότι ο ενάγων συνήψε με τον α’ εναγόμενο προφορικά σύμβαση μίσθωσης ενός διαμερίσματος, που βρίσκεται στην Κερατέα Αττικής επί της οδού Σ. αρ. 87, στον πρώτο όροφο πολυκατοικίας και αποτελείται από σαλόνι, κουζίνα, μπάνιο, τρεις κρεβατοκάμαρες και δύο χώλ, συνολικής επιφάνειας 110 τμ, έναντι μηνιαίου μισθώματος 350 ευρώ, ότι παρότι ο α’ εναγόμενος έκανε χρήση το μισθίου ακινήτου από 1-1-2012 μέχρι 20-4-2012, που αποχώρησε από το μίσθιο, χωρίς να καταβάλει τα αναλογούντα στον μισθωτικό χρόνο μισθώματα. Επίσης ισχυρίζεται ότι οφείλει πλέον των τεσσάρων μισθωμάτων και τη δαπάνη κατανάλωσης ρεύματος από 480 ευρώ και ύδατος 70 ευρώ. Γι’ αυτό ο ενάγων ζητά να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν αλληλέγγυα καθένας ολόκληρο το ποσό των (4 X 350 + 480 + 70) 1.950 ευρώ με νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να επιβαρυνθούν οι εναγόμενοι με τα δικαστικά έξοδα. Στην αγωγή δεν περιγράφονται στοιχεία της παθητικής νομιμοποίησης των β’, γ’ και δ’ εναγομένων, συνεπώς η αγωγή ως προς αυτούς πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη κατ’ εφαρμογή του άρθρου 118 Κ.Πολ.Δ. Η αγωγή αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρα 14 παρ. 1β και 29 παρ.1 Κ.Πολ.Δ) κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 647 επ Κ.Πολ.Δ, είναι νόμιμη κατ’ άρθρα 574, 361, 346 ΑΚ, 910 και 176 Κ.Πολ.Δ, καταβλήθηκαν τα νόμιμα τέλη για το παραδεκτό της συζήτησης, το ανάλογο δικαστικό ένσημο και προεισπράχθηκε η δικηγορική αμοιβή, συνεπώς η αγωγή πρέπει να εξετασθεί από ουσιαστική άποψη. Από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης που εξετάσθηκε στο ακροατήριο και των εγγράφων που προσκομίσθηκαν προέκυψε κατά την κρίση του δικαστηρίου ότι ο ενάγων έχει εκμισθώσει στον εναγόμενο ένα διαμέρισμα, που βρίσκεται στην Κερατέα Αττικής επί της οδού Σ. αρ. 87, στον πρώτο όροφο πολυκατοικίας και αποτελείται από σαλόνι, κουζίνα, μπάνιο, τρεις κρεβατοκάμαρες και δύο χώλ, συνολικής επιφάνειας 110 τμ, έναντι μηνιαίου μισθώματος 350 ευρώ. Η μίσθωση άρχισε την […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 5 Αυγούστου, 2013

    AΠ 486/2012: Πτώχευση ή ανάκληση άδειας ασφαλιστικής εταιρίας

      Πτώχευση ή ανάκληση άδειας ασφαλιστικής εταιρίας στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της οποίας υπεισέρχεται αυτοδικαίως το Επικουρικό Κεφάλαιο. «…Επειδή κατά το άρθρο 62 Κ.Πολ.Δ. ικανός να είναι διάδικος είναι αυτός που έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Κατά δε το άρθρο 61 Α.Κ. ένωση προσώπων μπορεί να αποκτήσει προσωπικότητα και να καταστεί νομικό πρόσωπο, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος. Ειδικότερα προκειμένου περί ανώνυμης εταιρίας σύμφωνα με την παρ. 10 του άρθρου 7β του Κ.Ν. 2190/1920 η εταιρία αποκτά νομική προσωπικότητα με την καταχώρηση στο οικείο μητρώο ανωνύμων εταιριών της διοικητικής απόφασης για τη σύσταση της εταιρίας και την έγκριση του καταστατικού της, παύει δε να υπάρχει με την καθ’ οιονδήποτε νόμιμο τρόπο λύση της. Εξάλλου κατά το άρθρο 73 Κ.Πολ.Δ. το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, αν συντρέχει η κατά το άρθρο 62 προϋπόθεση ενόψει και του άρθρου 313 παρ. 1 στ. δ’ του ίδιου κώδικα κατά το οποίο δύναται να επιδιωχθεί με αγωγή ή ένσταση η αναγνώριση της ανυπαρξίας δικαστικής αποφάσεως, αν εκδόθηκε σε δίκη που διεξήχθη κατ’ ανυπάρκτου προσώπου, κατά δε το άρθρο 558 του ίδιου κώδικα, η αναίρεση απευθύνεται κατά εκείνων, οι οποίοι ήσαν διάδικοι στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ή των καθολικών διαδόχων τους ή των κληροδόχων τους. Από τις διατάξεις αυτές, συνάγεται, ότι είναι απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως που απευθύνεται εναντίον νομικού προσώπου, στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του οποίου υπεισήλθε πλέον αυτοδικαίως εκ του νόμου άλλο νομικό πρόσωπο (βλ. Ολ.Α.Π. 27/1987). Περαιτέρω ορίζεται από την παρ. 4 του άρθρ. 25 του Κ.Ν. 489/1976 ότι “από την ημερομηνία που η ασφαλιστική επιχείρηση κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης ή ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της για παράβαση νόμου, το Επικουρικό Κεφάλαιο (Ν.Π.Ι.Δ.) υπεισέρχεται αυτοδίκαια στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης που πηγάζουν από ασφαλιστικές συμβάσεις του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα. Εκκρεμείς δίκες, συνεχίζονται χωρίς άλλο από το Επικουρικό Κεφάλαιο”. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι όταν επέλθει κατά νόμο ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχειρήσεως η τελευταία καθόσον αφορά τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που πηγάζουν από τις προαναφερόμενες συμβάσεις παύει να υπάρχει και στη θέση της υπεισέρχεται αυτοδικαίως το Επικουρικό Κεφάλαιο. Αν λοιπόν στη δίκη ενώπιον του Εφετείου υπήρξε διάδικος ως εναγόμενη η ασφαλιστική επιχείρηση και μετά την έκδοση της αποφάσεως από το Εφετείο επήλθε οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας της, η αίτηση αναιρέσεως από τον νομιμοποιούμενο διάδικο δεν μπορεί να απευθύνεται κατά της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, αλλά πρέπει να απευθύνεται κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου που είναι εκ του νόμου καθολικός αυτής διάδοχος, εκτός αν ο αναιρεσείων αγνοεί την επελθούσα αυτή μεταβολή, οπότε η αναιρετική δίκη διεξάγεται έναντι του Επικουρικού Κεφαλαίου, το οποίο πρέπει να καλείται στη σχετική δίκη (ΑΠ 1755/2002)». (areiospagos.gr)

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 4 Αυγούστου, 2013

    ΑΠ 330/2010: Πότε υπάρχει κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας και άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου

    Η εταιρεία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, υπηρετεί κοινωνικό σκοπό. Η χρησιμοποίηση της εταιρείας για την εξυπηρέτηση διαφορετικών σκοπών και μάλιστα αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Η καταχρηστική συμπεριφορά που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά από το νόμο. Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρ. 281 Α.Κ. και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της καταχρήσεως δικαιώματος (ΑΠ 330/2010). Με την παραπάνω έννοια δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων ΕΠΕ σε ένα μόνο πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996, ΟλΑΠ 17/1994), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία (ανώνυμη, ναυτική και ΕΠΕ, βλ. άρθρ. 47α παρ. 2 Ν. 2190/ 1920, 41 παρ. 2 Ν. 959/1979, ΠΔ 273/1993), η οποία και διατηρεί κατ’ αρχήν την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά επίσης καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν ή περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορροφήσεως των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού τον σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία. Επίσης, η θέση κατά μέρος της νομικής προσωπικότητας νομίμως συσταθείσης και λειτουργούσας ανωνύμου εταιρείας δεν δικαιολογείται μόνο από την ταύτιση των συμφερόντων της εταιρίας προς τα αυτά του κυρίου μετόχου ή από τη συστηματική παροχή εγγυήσεων του προσώπου αυτού για λογαριασμό της εταιρείας ή τέλος από την εμφάνιση τούτου ως του ουσιαστικού φορέα της επιχείρησης με καθοριστική συμβολή στη λήψη των εταιρικών αποφάσεων. Συνεπώς δεν ενεργούν αθέμιτα οι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προσφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι` αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων υποχωρεί όμως όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητας χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστεως, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας με την έννοια ότι οι φερόμενες ως πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται και αντιστρόφως οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή καταχρήσεως του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο ή για να προκαλέσει δολίως ζημιά σε τρίτον ή για να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της καταχρήσεως προβάλλει η άρση ή η κάμψη […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 1 Αυγούστου, 2013

    Mον.Πρωτ.Χανίων 3/2013: Αντίκειται στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ η επέκταση του δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές

      “(…)Η επέκταση του δικαστικού ενσήμου, όμως, και στις αναγνωριστικές αγωγές και μάλιστα πλέον σε ποσοστό διπλάσιο από αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα (άρθρο 6α του ν. 4093/2012), σημαίνει ότι πλέον καθίσταται δικονομική προϋπόθεση του παραδεκτού της παράστασης του διαδίκου, γεγονός προδήλως αντισυνταγματικό, καθώς, καθιστώντας δυσβάσταχτη οικονομικά την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, περιορίζει και σε πολλές περιπτώσεις στερεί το συνταγματικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας. Στα πλαίσια αυτά, ο Άρειος Πάγος με την υπ αριθμ. 675/2010 απόφαση του, έκρινε ότι η υποχρέωση καταβολής αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου στις καταψηφιστικές αγωγές δεν αναιρεί το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας του διαδίκου «λαμβανομένου υπόψη ότι το εν λόγω δικαίωμα ικανοποιητικά προστατεύεται με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής». Είναι προφανές ότι η νομική παραδοχή του Αρείου Πάγου περί της συνταγματικότητας του δικαστικού ενσήμου προϋπέθετε την απωλεσθείσα πλέον δυνατότητα του πολίτη να προσφύγει στα Δικαστήρια με αναγνωριστική αγωγή, η άσκηση της οποίας χωρίς υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου προστατεύει ικανοποιητικά το συνταγματικό δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας. Με την αιτιολογική έκθεση επί του σχεδίου νόμου για το άρθρο 70 φέρεται ως σκοπός της νέας διάταξης η αύξηση των δημοσίων εσόδων, πρόβλεψη που αποτυπώνεται και στην σχετική Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους επί του σχεδίου νόμου. Πλην όμως, σύμφωνα και με τον έντονο νομικό προβληματισμό που διατύπωσε η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής με την έκθεση της επί του συγκεκριμένου νομοσχεδίου και κατά την πάγια νομολογία του ΣτΕ, η επίκληση αμιγώς ταμειακών αναγκών του Δημοσίου χωρίς σύνδεση με τη λειτουργία των Δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης, δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή για τη θέσπιση προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας. Αντίστοιχη είναι και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), κατά την οποία μόνο το δημοσιονομικό συμφέρον του Δημοσίου δεν μπορεί να αφομοιωθεί συλλήβδην σε ένα γενικότερο δημόσιο συμφέρον, το οποίο θα δικαιολογούσε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση την παραβίαση των δικαιωμάτων του πολίτη. Άλλωστε, η υποχρεωτική επιβολή δικαστικού ενσήμου σε όλες τις αγωγές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο ή είναι χρηματικά αποτιμητές δεν συνδέεται με τη λειτουργία των Δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης, ούτε μπορεί να δικαιολογηθεί επαρκώς από τις ταμειακές ανάγκες του δημοσίου από την «κινητοποίηση ενός πολυδάπανου δημόσιου μηχανισμού», όπως αναφέρεται στη σχετική αιτιολογική έκθεση. Πρώτον, διότι το λειτουργικό κόστος της Δικαιοσύνης όχι μόνο δεν έχει αυξηθεί, αλλά αντίθετα έχει περιοριστεί κατά πολύ (όμοια και Γνωμοδότηση Κ. Χρυσόγονου – Α. Καϊδατζή, για τη συνταγματικότητα του σχεδίου νόμου «Έγκριση μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2013-2016» παρ. Γ 7). Δεύτερον, διότι η Δικαιοσύνη δεν αποτελεί «μηχανισμό», όπως εσφαλμένα αναφέρεται στην ως άνω αιτιολογική έκθεση, αλλά αποτελεί δημόσια λειτουργία, συνταγματικά κατοχυρωμένη και χρηματοδοτούμενη από το δημόσιο προϋπολογισμό και δεν λειτουργεί με βάση την αρχή της ανταποδοτικότητας. Τρίτον, διότι θα έπρεπε με την ίδια λογική το σχετικό τέλος να επεκταθεί σε όλες τις αγωγές και όχι μόνο στις χρηματικά αποτιμητές, καθώς οι λοιπές αγωγές κινητοποιούν τον ίδιο πολυδάπανο «μηχανισμό» κατά την έκφραση της αιτιολογικής έκθεσης. Φαίνεται, αντίθετα, ότι η ρύθμιση αποκτά αποτρεπτικό, καταρχήν, και, στη συνέχεια, κυρωτικό χαρακτήρα, ειδικά για τις χρηματικά αποτιμητές αγωγές, καθώς, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, με την επέκταση του δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές επιδιώκεται «να αποτραπεί η συζήτηση προπετών […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 23 Ιουλίου, 2013

    ΟλΑΠ 624/1972: Σε περίπτωση παράλειψης καταβολής δικαστικού ενσήμου ο ενάγων μπορεί να ασκήσει ένδικα μέσα (αιτιολογημένη ανακοπή ερημοδικίας ή έφεση) κατά της απορριπτικής απόφασης

    Σύμφωνα με το άρθρο 2 Ν. Γ ΠΟΝ/1912 «περί δικαστικού ενσήμου», όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το Ν.Δ. 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το Ν.Δ. 4189/1961, ο ενάγων, αν παραλείψει την προκαταβολή του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου, δικάζεται ερήμην και η αγωγή του απορρίπτεται. Η λύση αυτή δεν είναι ασυμβίβαστη με την διάταξη του άρθρου 672 ΚΠολΔ η οποία εφαρμόζεται επί αυτοκινητικών διαφορών (681 Α΄ ΚΠολΔ) , κατά την οποία αν κατά την συζήτηση στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος κάποιος από τους διαδίκους, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, καθόσον αυτή αφορά την ερημοδικία, που επέρχεται, όχι λόγω μη προκαταβολής εξόδων και τελών της δίκης – δικαστικού ενσήμου (πλασματική ερημοδικία), αλλά, λόγω μη εμφανίσεως ή μη προσηκούσης εμφανίσεως κάποιου διαδίκου (ΟλΑΠ 642/1970 ΝΟΒ 18,971, ΑΠ 1567/1999 ΕΕργΔ 2001.82, ΕφΑθ 1589/2005 ΕλΔνη 47.241). Ο ενάγων, που παρέλειψε πρωτοδίκως την καταβολή του δικαστικού ενσήμου, μπορεί, εκτός από αιτιολογημένη ανακοπή ερημοδικίας (Σ. Ματθίας σε ΕλΔνη 36, 11), να ασκήσει έφεση κατά της ερήμην του εκδοθείσας απορριπτικής απόφασης, από της δημοσιεύσεως αυτής (άρθρο 513 παρ. 1 β΄ ΚΠολΔ). Η νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση εφέσεως, όταν αποδεικνύεται με την καταβολή δικαστικού ενσήμου, συνεπάγεται την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και νέα συζήτηση της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπου ο ενάγων δικαιούται να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσε να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρθρου 527 αριθ. 3 ΚΠολΔ (Σ. Σαμουήλ η έφεση, εκδ. 1993, σελ. 83-84, ΟλΑΠ 624/1972 ΝΟΒ 21,21, ΕφΑθ 1589/2005 όπ.π.). inlaw

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 22 Ιουλίου, 2013

    ΜονΠρωτ 82/2012: Δεν επιτρέπεται πλειστηριασμός με συνένωση απαιτήσεων του ίδιου δανειστή μικρότερων ποσών που υπερβαίνουν αθροιστικά τις 200 χιλ.ευρώ

    Αναστέλλονται οι πλειστηριασμοί για οφειλές σε πιστωτικά ιδρύματα μικρότερες των 200.000 ευρώ. Δεν επιτρέπεται η συνένωση απαιτήσεων του ίδιου δανειστή μικρότερων ποσών που υπερβαίνουν αθροιστικά το ποσό αυτό. (…) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 46 του Ν. 3986/2011 αναστέλλονται για το χρονικό διάστημα από 1η Ιουλίου 2011 έως την 1η Δεκεμβρίου 2011 οι πλειστηριασμοί, (σημείωση: η ρύθμιση εφαρμόζεται και για το έτος 2012 σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν.4047/2012) οι οποίοι επισπεύδονται για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων που δεν υπερβαίνουν το ποσό των 200.000 ευρώ από πιστωτικά ιδρύματα. Ο νομοθέτης με τη θέσπιση της ως άνω διάταξης αποσκοπούσε στην προστασία -ενόψει της βαθύτατης εθνικής οικονομικής κρίσης- των πολιτών που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες για την εξόφληση των χρεών τους και των δανειοληπτών που δε δύνανται να αντιμετωπίσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις (βλ. αιτιολογική έκθεση του Ν. 3986/2011). Σύμφωνα, λοιπόν, με το πνεύμα του νομοθέτη πρέπει να εφαρμοστεί η ανωτέρω διάταξη και ως εκ τούτου κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα δεν επιτρέπεται να επισπευθεί πλειστηριασμός για απαίτηση μικρότερη των 200.000 ευρώ από τις τράπεζες, ανεξαρτήτως αν η συνολική τους απαίτηση έναντι του οφειλέτη υπερβαίνει το ανωτέρω ποσό (βλ. την υπ` αρ. 1/2010 γνωμοδότηση του Αντεισαγγελεα του ΑΠ και την ΜΠρΡεθ 138/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στην περίπτωση που γινόταν δεκτό ότι κρίσιμο στοιχείο για την επίσπευση του πλειστηριασμού είναι το συνολικό ύψος των οφειλών με δυνατότητα συνένωσης περισσότερων απαιτήσεων του ίδιου δανειστή, που είναι κατώτερες του ποσού των 200.000 ευρώ, τούτο θα μπορούσε να οδηγήσει στην καταστρατήγηση της ευνοϊκής δικονομικής μεταχείρισης που προβλέπεται υπέρ του οφειλέτη με το ως άνω άρθρο 46 του Ν. 3986/2011. Πρέπει δε, να επισημανθεί ότι δεδομένου του σκοπού του ως άνω νόμου, ήτοι της παροχής ευκαιρίας και χρόνου στους υπερχρεωμένους οφειλέτες να αναδιοργανώσουν και να ρυθμίσουν τη διευθέτηση των οφειλών τους, επιβάλλεται οι ρυθμίσεις του νόμου αυτού να εφαρμόζονται με το λιγότερο επαχθή για τους οφειλέτες τρόπο, εφόσον βέβαια τούτο δε θίγει τα συμφέροντα τω πιστωτών, το οποίο εν προκειμένω δε συμβαίνει, αφού τηρούνται οι διαδικασίες που ο ίδιος ο νόμος προβλέπει, ενώ καίτοι αναστέλλεται η ικανοποίηση των απαιτήσεως της καθ` ης, τούτο γίνεται με σκοπό την ικανοποίησή της μέσω της διευθέτησης των χρεών του ανακόπτοντος. (δημοσίευση: τνπ Nomos) 

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • 20 Ιουλίου, 2013

    Eφ.Θεσ/νίκης 92/2013: Εκδοση Διαταγής Πληρωμής σε βάρος οφειλέτη Τράπεζας ενόσω ήταν ενεργής η περί διακανονισμού συμφωνία

    Eφ.Θεσ/νίκης 92/2013: Εκδοση Διαταγής Πληρωμής σε βάρος οφειλέτη Τράπεζας ενόσω ήταν ενεργής η περί διακανονισμού συμφωνία και παρήγαγε έννομα αποτελέσματα. Κρίση ότι το δικαίωμα ασκήθηκε πρόωρα. Δεκτός ο σχετικός λόγος ανακοπής. «(…) Η καθ` ης (τράπεζα) αποδέχθηκε την πρόταση αυτή για διακανονισμό της οφειλής με απόφαση του συμβουλίου της, αξιώνοντας την άμεση καταβολή ποσού 2.300 € και κατόπιν την εβδομαδιαία καταβολή ποσού 800 €, όπως αποδεικνύεται από την από 22-6-09 έγγραφη απάντησή της, η οποία κοινοποιήθηκε στην ανακόπτουσα τηναμέσως επόμενη ημέρα, τάσσοντας της συγχρόνως πενθήμερη προθεσμία για να υλοποιηθεί η έγκριση του διακανονισμού, διαφορετικά θα προχωρούσε σε έναρξη δικαστικών ενεργειών, η αποτροπή των οποίων επιδιώκονταν με τη σύναψη της συμφωνίας του διακανονισμού. Μέσα στην προαναφερόμενη προθεσμία ολοκληρώθηκε η συμφωνία μεταξύ των μερών, για τη ρύθμιση του χρέους και στα πλαίσια αυτής και προς υλοποίηση των όρων της η ανακόπτουσα εταιρεία συμμορφούμενη απολύτως σ` αυτούς κατέβαλε στις 2-7-09 το ποσό των 2300 ευρώ, το οποίο έλαβε χωρίς επιφύλαξη η καθ` ης τράπεζα, γεγονός από το οποίο συνάγεται σαφώς ότι ήθελε να εμμείνει στην τήρηση της συμφωνίας και τα αποτελέσματα της, παρά την ολιγοήμερη καθυστέρηση (εννέα ημέρες αντί της ταχθείσας εκ μέρους της πενθήμερης προθεσμίας) αφού ούτως ή άλλως η συμφωνία είχε μεταξύ των διαδίκων μερών «κλείσει» προγενέστερα. Στη συνέχεια η ανακόπτουσα κατέβαλλε σε τακτά χρονικά διαστήματα το ποσό το 800 ευρώ, δόσεις τις οποίες εισέπραττε κάθε φορά η καθ` ης αδιαμαρτύρητα και χωρίς επιφύλαξη. Παρά ταύτα, η καθ` ης κατά παράβαση των συμφωνηθέντων κατέθεσε την 1-7-09 την από 19-6-09 αίτηση, με βάση την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ενόσω δηλ. η περί διακανονισμού συμφωνία ήταν ενεργής και παρήγαγε έννομα αποτελέσματα και κατά τη διάρκεια των περιοδικών καταβολών εκ μέρους της ανακόπτουσας, αφού αυτή την τελευταία δόση την κατέβαλε στις 20-8- 09, αγνοώντας ότι είχε ήδη εκδοθεί η ανακοπτομένη, καθώς όπως καταθέτει ο μάρτυράς της – σύζυγος της νομίμου εκπροσώπου της ανακόπτουσας, έλαβε γνώση για πρώτη φορά με την επίδοση της προς αυτήν (3-9-09) σε αντίθεση με την κατάθεση της μάρτυρος της καθ` ης- υπαλλήλου της, η οποία αορίστως αναφέρει ότι η ανακόπτουσα ήταν ήδη ενημερωμένη για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, χωρίς να καταθέτει παράλληλα και το ακριβές χρονικό σημείο της πληροφόρησης της. Επομένως, το δικαίωμα που άσκησε η καθ` ης προς ικανοποίηση της απαίτησης της από τις προαναφερόμενες επιταγές με την υποβολή της αίτησης προς έκδοση της ανακοπτομένης ασκήθηκε εκ μέρους της πρόωρα, διότι κατά τον κρίσιμο χρόνο (1-7-09) υποβολής της αίτησης αλλά και έκδοσης της διαταγής πληρωμής (3-7-09) δεν είχε εκπνεύσει η προθεσμία, που παρείχε στην ανακόπτουσα προς πληρωμή του χρέους εξ αυτών, αντίθετα ήταν σε ισχύ παράγουσα έννομα αποτελέσματα η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία για τη μη δικαστική επιδίωξη τους, αποκλείοντας αυτήν από τη δυνατότητα δικαστικής επιδίωξης είσπραξης των επίδικων επιταγών. Δε διαφοροποιεί εξάλλου την κρίση του Δικαστηρίου ο ισχυρισμός της ότι όσον αφορά στις πρώτες τουλάχιστον των ανωτέρω επιταγών ελλόχευε ο κίνδυνος της παραγραφής, τον οποίον όφειλε να είχε συνεκτιμήσει η ίδια κατά την κατάρτιση της συμφωνίας και των όρων της περί σταδιακής εξόφλησης του χρέους, πλέον του ότι ο χρόνος παραγραφής διακόπτονταν με την αναγνώριση της οφειλής δια της καταβολής των περιοδικών δόσεων, ενώ σε […]

    ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ