Επιεικέστερος, κατά μείζονα, λόγο είναι ο νόμος, όταν με σχετική διάταξη μεταβάλλεται το αξιόποινο μιας πράξης από κακούργημα σε πλημμέλημα, με αποτέλεσμα την ευμενέστερη μεταχείριση του δράστη ως προς την προβλεπόμενη ποινή αλλά και την σμίκρυνση του χρόνου παραγραφής, ή αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την αντικειμενική ή υποκειμενική υπόστασή της. – Η διάταξη του άρθρου 358 του νέου Π.Κ. είναι επιεικέστερη σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 358 παρ. 1 του προϊσχύσαντος.- Για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος προστέθηκε και το στοιχείο της ύπαρξης «εκτελεστού τίτλου», δηλαδή νέο στοιχείο στο πραγματικό του κανόνα δικαίου. – Αναγκαία στοιχεία για στοιχειοθέτηση του εγκλήματος. – Απαιτείται και η υποχρέωση για διατροφή να έχει αναγνωρισθεί, έστω και προσωρινά με εκτελεστό τίτλο και εάν αυτός είναι δικαστική απόφαση πρέπει, επί πλέον, η απόφαση να ισχύει καθόλο το χρονικό διάστημα της παραβίασης της υποχρέωσης, δηλαδή να μην έχει καταστεί εκ των υστέρων ανίσχυρη. – Στο δόλο του δράστη περιλαμβάνεται και η γνώση της περί διατροφής υποχρεώσεως, βάσει όμως ήδη εκδοθείσας σε βάρος του δικαστικής αποφάσεως, χωρίς να απαιτείται και τυπική επίδοση σε αυτόν της αποφάσεως με δικαστικό επιμελητή, καθώς και γνώση ότι ο δικαιούχος θα περιέλθει σε στερήσεις ή θα αναγκασθεί να δεχθεί βοήθεια άλλων για την διατροφή του. – Απαιτείται και ο δικαιούχος να υποστεί πράγματι στερήσεις ή να αναγκασθεί να ζητήσει ή να δεχθεί βοήθεια άλλων. – Οι στερήσεις αναφέρονται γενικά στη διατροφή σε όλη της την έκταση και όχι μόνο στα απολύτως αναγκαία μέσα συντήρησης. – Έννοια «βοήθειας». – Η παραβίαση της υποχρεώσεως προς διατροφή τελείται κατ’ εξακολούθηση για απέχοντα χρονικώς διαστήματα (μηνών). – Αν η στέρηση αφορά περισσότερα από ένα πρόσωπα, όπως δύο ανήλικα τέκνα, πρόκειται για ισάριθμα εγκλήματα σε αληθινή συρροή, δηλαδή για αυτοτελή εγκλήματα (όσα και τα δικαιούχα πρόσωπα), που τελέσθηκε καθένα κατ’ εξακολούθηση. – Η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου δεσμεύει το ποινικό δικαστήριο περί ύπαρξης υποχρέωσης διατροφής, πλην όμως τούτο ερευνά το κύρος και την ισχύ της απόφασης, σε συνάρτηση με τον χρόνο της παραβίασης της υποχρέωσης διατροφής, όχι όμως και την ορθότητά της. – Πότε υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. – Αναιρείται η καταδικαστική απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της επιεικέστερης ποινικής διάταξης του άρθρου 358 του νέου Π.Κ., διότι η απόφαση, από την οποία απέρρεε η σχετική υποχρέωση του κατηγορουμένου για καταβολή διατροφής, ως αναγνωριστική, δεν συνιστά εκτελεστό τίτλο, που αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος.

ΑΠ (Ποιν.) 315/2023 (Τμ. Ζ΄)

Με το άρθρο πρώτο του Ν. 4619/2019 (ΦΕΚ Α΄ 95/11.6.2019) κυρώθηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1η Ιουλίου 2019 (άρθρο δεύτερο του άνω νόμου και άρθρο 460 του νέου ΠΚ). Στο άρθρο 2 παρ. 1 του νέου ΠΚ ορίζεται ότι: «Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων αυτών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές. Εάν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής και αν το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι εκείνος που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη, λαμβάνεται κατ’ αρχάς υπόψη το ύψος της απειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, ενώ επί ίσων ποινών στερητικών της ελευθερίας, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή. Πολύ περισσότερο επιεικέστερος τυγχάνει ο νόμος, όταν με σχετική διάταξη αυτού μεταβάλλεται το αξιόποινο μιας πράξεως από κακούργημα σε πλημμέλημα, με αποτέλεσμα την ευμενέστερη μεταχείριση του δράστη ως προς την προβλεπόμενη ποινή αλλά και τη σμίκρυνση του χρόνου παραγραφής ή αξιώνονται περισσότερα πρόσθετα στοιχεία για την αντικειμενική ή υποκειμενική υπόστασή της (ΑΠ 640/2020, ΑΠ 130/2020).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 358 παρ. 1 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την κύρωση του νέου ΠΚ μέχρι 30.6.2019 «Όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής, που του την έχει επιβάλει ο νόμος και έχει αναγνωρίσει, έστω και προσωρινά, το δικαστήριο ή προκύπτει από συμφωνία που έχει επικυρώσει ο συμβολαιογράφος κατά το άρθρο 1441 του Αστικού Κώδικα, με τρόπο τέτοιο ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχθεί βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 358 του ισχύοντος από 1.7.2019 νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019, ΦΕΚ Α΄ 95/11.6.2019), «Όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής, που την επιβάλει σε αυτόν ο νόμος και έχει αναγνωριστεί, έστω προσωρινά, με εκτελεστό τίτλο, με τρόπο τέτοιο, ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχθεί βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση». Από την αντιπαραβολή των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι η τελευταία (και νεότερη) διάταξη είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, αφού πλέον το προβλεπόμενο από το άρθρο 358 ΠΚ ποινικό αδίκημα της παραβίασης της υποχρέωσης διατροφής τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή, δηλαδή ηπιότερα σε σχέση με την προϊσχύσασα ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου, που προέβλεπε μόνο φυλάκιση έως ένα έτος (ΑΠ 1764/2019), ενώ πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι, ενώ στην σχετική αιτιολογική έκθεση του νέου Ποινικού Κώδικα αναφέρεται πως «διατηρείται η ισχύουσα ρύθμιση για την κακόβουλη παραβίαση της υποχρέωσης διατροφής με φραστικές βελτιώσεις», εν τούτοις για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος προστέθηκε και το στοιχείο της ύπαρξης «εκτελεστού τίτλου» δηλαδή προστέθηκε νέο στοιχείο στο πραγματικό του κανόνα δικαίου. Από την τελευταία λοιπόν διάταξη προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος απαιτείται: α) υποχρέωση διατροφής από τον νόμο, που ιδρύεται με βάση το δεσμό του γάμου μεταξύ των συζύγων, διαζευγμένων συζύγων, συγγενών εξ αίματος κατ’ ευθεία γραμμή ή αδελφών και θετών τέκνων, β) η υποχρέωση για διατροφή να έχει αναγνωριστεί, έστω και προσωρινά με εκτελεστό τίτλο και εάν αυτός είναι δικαστική απόφαση θα πρέπει, επί πλέον η απόφαση αυτή να ισχύει καθόλο το χρονικό διάστημα της παραβίασης της υποχρέωσης, δηλαδή να μην έχει καταστεί εκ των υστέρων ανίσχυρη, γ) δόλος, ήτοι δεδηλωμένη παράλειψη του φερόμενου ως υπόχρεου προς διατροφή από κακοβουλία, δηλαδή ενδιάθετη βούληση μη συμμορφώσεως του δράστη προς την υποχρέωση, οφειλόμενη σε κακεντρέχεια και κακή θέληση να στερηθεί ο δικαιούχος τα αναγκαία προς το ζην, παρότι είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει το χρηματικό ποσό που επιδικάσθηκε για την κάλυψη των αναγκών επιβιώσεως του δικαιουμένου προσώπου για το προσδιορισμένο χρονικό διάστημα και δεν αρκεί λησμοσύνη ή οικονομική αδυναμία, ενώ η οικονομική δυνατότητα του υπόχρεου κρίνεται σε σχέση με την οικονομική του κατάσταση και την επαγγελματική του δραστηριότητα. Αρκεί και ενδεχόμενος δόλος. Στο δόλο του δράστη περιλαμβάνεται και η γνώση της περί διατροφής υποχρεώσεως, βάσει όμως ήδη εκδοθείσας σε βάρος του δικαστικής αποφάσεως, χωρίς να απαιτείται και τυπική επίδοση σε αυτόν της αποφάσεως με δικαστικό επιμελητή και γνώση ότι ο δικαιούχος θα περιέλθει σε στερήσεις ή θα αναγκασθεί να δεχθεί τη βοήθεια άλλων για τη διατροφή του και δ) ο δικαιούχος να υποστεί πράγματι στερήσεις ή να αναγκασθεί να ζητήσει ή να δεχθεί βοήθεια άλλων. Οι στερήσεις αναφέρονται γενικά στη διατροφή σε όλη της την έκταση και όχι μόνο στα απολύτως αναγκαία μέσα συντήρησης. Ως «βοήθεια» νοείται η υλική βοήθεια άλλων, έστω και απώτερων υποχρέων προς διατροφή, συγγενών ή μη, φίλων κλπ ή κρατικής κοινωνικής πρόνοιας ή ιδρυμάτων (ΑΠ 572/2021, ΑΠ 914/2020). Περαιτέρω η παραβίαση της υποχρεώσεως προς διατροφή τελείται κατ’ εξακολούθηση για απέχοντα χρονικώς διαστήματα (μηνών) και αν η στέρηση αφορά περισσότερα από ένα πρόσωπα, όπως δύο ανήλικα τέκνα, πρόκειται για ισάριθμα εγκλήματα σε αληθινή συρροή, δηλαδή για αυτοτελή εγκλήματα (όσα και τα δικαιούχα πρόσωπα) που τελέσθηκε το καθένα κατ’ εξακολούθηση. Η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου δεσμεύει το ποινικό δικαστήριο περί της υπάρξεως υποχρεώσεως διατροφής, πλην όμως τούτο ερευνά το κύρος και την ισχύ της αποφάσεως κατά το άρθρο 60 παρ. 1 ΚΠΔ, σε συνάρτηση με το χρόνο της παραβιάσεως της υποχρεώσεως διατροφής, όχι όμως και την ορθότητά της (ΑΠ 1136/2020). Εξάλλου λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠΔ, αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (ΑΠ 1308/2020, ΑΠ 457/2022). Με τον πρώτο λόγο ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένως ερμηνεύθηκε και εφαρμόσθηκε η διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 358 ΠΚ ως προς την ενοχή του για την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη της παραβίασης της υποχρέωσης διατροφής, για την οποίαν καταδικάσθηκε και προσάπτει σ’ αυτήν (την απόφαση) την απορρέουσα από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠΔ, πλημμέλεια. Στην προκειμένη περίπτωση το ως άνω Ζ΄ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ως προς το θέμα της ενοχής του ήδη αναιρεσείοντος για την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη, δέχθηκε ότι από τα μνημονευόμενα σ’ αυτήν κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα προέκυψαν κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του τα εξής: «Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, από την ανάγνωση της εκκαλουμένης και των πρακτικών αυτής, καθώς και από την κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας, που εξετάστηκε νομότυπα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως. προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτής, μόνον όμως για την οφειλόμενη διατροφή για το χρονικό διάστημα από 1.9.2016 έως και 28.2.2018. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, στο … στις 28.2.2018, κακόβουλα παραβίασε την υποχρέωση διατροφής, που του την έχει επιβάλει ο νόμος και έχει αναγνωρίσει το δικαστήριο, με τρόπο ώστε οι δικαιούχοι αυτής να υποστούν στερήσεις και να αναγκαστούν να δεχθούν βοήθεια άλλων. Ειδικότερα, ενώ όφειλε, σύμφωνα με το νόμο να καταβάλλει διατροφή στην εγκαλούσα πρώην σύζυγό του Δ. Φ., για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους Α.-Ε. και Π., των οποίων αυτή ασκεί την επιμέλεια, η οποία (διατροφή) είχε αναγνωρισθεί με την με αρ. 494/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Ειδικό Τμήμα Οικογενειακού Δικαίου – Προστασίας Ανηλίκων), ποσού [2701 ευρώ για τον Α. -Ε. και [250] ευρώ για τον Π. και συνολικά ποσού [520] ευρώ μηνιαίως, αυτός (κατηγ/νος) εκ δυστροπίας δεν κατέβαλε στην εγκαλούσα το συνολικό ποσό των [9.360] ευρώ που αφορά οφειλόμενη διατροφή για το χρονικό διάστημα από 1.9.2016 έως την 28.2.2018 (18 μήνες X 520 ευρώ) = 9.360 ευρώ), με αποτέλεσμα τα ανωτέρω ανήλικα τέκνα του που δικαιούνται τη διατροφή, να στερηθούν των απαραιτήτων προς το ζην και να αναγκασθούν να δεχθούν βοήθεια από τρίτους. Αντίθετα, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος για το λοιπό χρονικό διάστημα από 1.3.2018 έως και 23.10.2018, καθόσον η ως άνω υπ’ αριθ. 494/2016 απόφαση αναγνώρισε την υποχρέωση αυτού για καταβολή διατροφής των ανηλίκων τέκνων του μόνο για το χρονικό διάστημα από 1.9.2016 έως και 28.2.2018 και όχι για το επόμενο χρονικό διάστημα». Ακολούθως το ίδιο Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον νομίμως εκπροσωπηθέντα στην παραπάνω δίκη από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του, κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα του ότι: «Στο … στις 23.10.2018: Κακόβουλα παραβίασε την υποχρέωση διατροφής, που του την έχει επιβάλει ο νόμος και έχει αναγνωρίσει το δικαστήριο, με τρόπο ώστε οι δικαιούχοι αυτής να υποστούν στερήσεις και να αναγκαστούν να δεχθούν βοήθεια άλλων. Ειδικότερα, ενώ όφειλε, σύμφωνα με το νόμο να καταβάλλει διατροφή στην εγκαλούσα πρώην σύζυγό του Δ. Φ., για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους Α.-Ε. και Π., των οποίων αυτή ασκεί την επιμέλεια, η οποία (διατροφή) είχε αναγνωρισθεί με την με αρ. 494/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Ειδικό Τμήμα Οικογενειακού Δικαίου-Προστασίας Ανηλίκων), ποσού [270] ευρώ για τον Α.-Ε. και [250] ευρώ για τον Π. και συνολικά ποσού [520] ευρώ μηνιαίως, αυτός (κατηγ/νος) εκ δυστροπίας δεν κατέβαλε στην εγκαλούσα το συνολικό ποσό των [13.520] ευρώ που αφορά οφειλόμενη διατροφή για το χρονικό διάστημα από 1.9.2016 έως την 23.10.2018 (26 μήνες X 520 ευρώ = 13.520 ευρώ), με αποτέλεσμα τα ανωτέρω ανήλικα τέκνα του που δικαιούνται τη διατροφή, να στερηθούν των απαραιτήτων προς το ζειν και να αναγκασθούν να δεχθούν βοήθεια από τρίτους». Με αυτά που δέχθηκε το ως άνω Ζ΄ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφασή του και συγκεκριμένα, ότι η σχετική υποχρέωση του αναιρεσείοντος για την καταβολή διατροφής στην εγκαλούσα πρώην σύζυγό του Φ. Δ. για λογαριασμό των δύο ανηλίκων τέκνων τους Α. – Ε. και Π., απέρρεε από την εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 681Β΄, 666 παρ. 1, 667, 670, 671 παρ. 1 – 3 και 672 – 676 ΚΠολΔ, υπ’ αριθμ. 494/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε την παραπάνω επιεικέστερη ποινική διάταξη του άρθρου 358 του ν. Π.Κ., αφού η ως άνω υπ’ αριθμ. 494/2016 απόφαση ως αναγνωριστική δεν συνιστά εκτελεστό τίτλο, που, όπως ήδη αναφέρθηκε στην προηγηθείσα σχετική νομική σκέψη, αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος. Επομένως, ο (πρώτος) από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠΔ σχετικός λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ποινικής ουσιαστικής διάταξης είναι βάσιμος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρο 518 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠΔ, εφόσον αναιρείται η απόφαση επειδή έχει γίνει εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ο Άρειος Πάγος δεν παραπέμπει την υπόθεση αλλά εφαρμόζει τη σωστή ποινική διάταξη και, αν δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο (ΑΠ 8/2022). Κατά συνέπειαν, αφού δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της ως άνω πράξεως, δηλαδή της παραβίασης της υποχρέωσης διατροφής (άρθρο 358 νΠΚ), δεν πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση στο προαναφερθέν Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αλλά πρέπει ο αναιρεσείων να κηρυχθεί αθώος της ως άνω πράξης, ενώ λόγω της αναιρετικής εμβέλειας του ως άνω δεκτού γενομένου λόγου παρέλκει η εξέταση των άλλων υποβληθέντων αναιρετικών λόγων.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Φωτεινή Κλάδη

Πρέπει να επισημανθεί ότι, με την δημοσιευόμενη απόφαση του Αρείου Πάγου, γίνεται δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 358 εδ. α΄του νέου Ποινικού Κώδικα είναι επιεικέστερη σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 358 παρ. 1 του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα και διότι για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, με τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα, προστέθηκε στο πραγματικό του κανόνα Δικαίου και το νέο στοιχείο της ύπαρξης «εκτελεστού τίτλου», η προσθήκη δε πρόσθετων στοιχείων στην αντικειμενική ή υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος καθιστά την διάταξη, με τα πρόσθετα στοιχεία, επιεικέστερη.

Συνεπώς, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 358 εδ. α΄ του νέου και ισχύοντος Ποινικού Κώδικα, απαιτείται πλέον η υποχρέωση για διατροφή να έχει αναγνωρισθεί, έστω και προσωρινά, με εκτελεστό τίτλο.

Εάν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση είναι νομικώς αναγκαίο, επί πλέον, η συγκεκριμένη δικαστική απόφαση να κέκτηται νομική ισχύ καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της παραβίασης της υποχρέωσης διατροφής.

Συνεπώς δεν πρέπει η δικαστική απόφαση να έχει καταστεί εκ των υστέρων ανίσχυρη κατά κανένα τρόπο.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, η δικαστική απόφαση, στην οποία θεμελιώνεται η σχετική υποχρέωση του κατηγορουμένου για καταβολή διατροφής, δεν αρκεί και δεν πρέπει να είναι αναγνωριστική. Πρέπει να είναι καταψηφιστική, διότι η αναγνωριστική απόφαση δεν συνιστά εκτελεστό τίτλο. Όμως η ύπαρξη εκτελεστού τίτλου αποτελεί πλέον στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος.

Συνεπομένως σε επίπεδο υποκειμενικής υπόστασης, στον δόλο του κατηγορουμένου πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και η γνώση της υποχρέωσης περί διατροφής, η οποία θεμελιώνεται όμως σε δικαστική απόφαση που εκδόθηκε σε βάρος του (χωρίς όμως, κατά τον Άρειο Πάγο, να απαιτείται και τυπική επίδοση της απόφασης στον κατηγορούμενο με δικαστικό επιμελητή, ούτε και γνώση ότι ο δικαιούχος θα περιέλθει σε στερήσεις ή θα αναγκασθεί να δεχθεί βοήθεια άλλων για την διατροφή του).

Εάν δεν συμπεριλαμβάνεται στον δόλο του κατηγορουμένου και η γνώση της υποχρέωσης περί διατροφής, η οποία να θεμελιώνεται σε δικαστική απόφαση που εκδόθηκε σε βάρος του, δεν στοιχειοθετείται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος.

Πρέπει να επισημανθεί ότι η απόφαση του Αστικού Δικαστηρίου δεσμεύει το Ποινικό Δικαστήριο ως προς την ύπαρξη της υποχρέωσης διατροφής, όμως το Ποινικό Δικαστήριο ερευνά και πρέπει να ερευνά το κύρος και την ισχύ της απόφασης του Αστικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 60 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο προβλέπει ότι το ποινικό δικαστήριο κρίνει και για τα ζητήματα αστικής φύσης που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της δίκης.

Το Ποινικό Δικαστήριο ερευνά και πρέπει να ερευνά το κύρος και την ισχύ της απόφασης του Αστικού Δικαστηρίου σε συνάρτηση με τον φερόμενο ως χρόνο της παραβίασης της υποχρέωσης διατροφής.

Το Ποινικό Δικαστήριο όμως δεν μπορεί και δεν δικαιούται να ερευνήσει την ορθότητα της απόφασης του Αστικού Δικαστηρίου, η οποία δεσμεύει το Ποινικό Δικαστήριο.

//www.sakkoulas-online.gr/