ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3276/2023
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τις Δικαστές Ειρήνη Μπούρα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νεκταρία Ξελυσσακτή, Πρωτόδικη – Εισηγήτρια, Αιμιλία – Μαρία Δουγέκου, Πρωτόδικη και από τη Γραμματέα Βασιλική Βασιλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσιά στο ακροατήριό του στις 26 Απριλίου 2023 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των κάτωθι:
ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ – ασκούντων πρόσθετους λόγους ανακοπής: 1) ……………………………………………….. άπαντες οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Ιωάννη Λουκαδούνου (ΑΜ/ΔΣΑ: 24854).
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Ή ΚΛΗΣΗ — Η ΑΝΑΚΟΠΗ και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής: ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία …………………… νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία δεν παραστάθηκε.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ: εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία ……………………, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της …………………….
Οι καλούντες – ανακόπτοντες επαναφέρουν προς συζήτηση με την από 25.10.2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ:110018/8.11.2022 και ΕΑΚ: 1313/8.11.2022 κλήση τους, μετά την έκδοση της με αριθμ. 3599/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 11.12.2017 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ: 606351/11.12.2017 και ΕΑΚ: 11172/11.12.2017 ανακοπή και τους από 28.9.2018 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ: 94005/10.10.2018 και ΕΑΚ: 9731/10.10.2018 πρόσθετους λόγους αυτής, κατά της υπ’ αριθμ. 8910/2017 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η συζήτηση της ένδικης κλήσης προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο, της 11.1.2023, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι ως άνω πληρεξούσιοι δικηγόροι, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Με την ένδικη από 25.10.2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ: 110018/8.11.2022 και EAK? 1313/8.11.2022 κλήση φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, μετά την έκδοση της με αριθμ. 3599/2020 παραπεμπτικής λόγω καθ’ ύλην αναρμοδιότητας απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, α) η από 11.12.2017 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ: 606351/11.12.2017 και ΕΑΚ: 11172/11.12.2017 ανακοπή και β) οι από 28.9.2018 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ: 94005/10.10.2018 και ΕΑΚ: 9731/10.10.2018 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, κατά της με αριθμ. 8910/2017 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κατά της πρώτης καθ’ ης η κλήση ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, ενώ η δεύτερη καθ’ ης η κλήση τυγχάνει διαχειρίστρια της ειδικής διαδόχου της καθ’ ης η ανακοπή. Η συζήτηση της ένδικης κλήσης προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 11.1.2023, οπότε αναβλήθηκε η συζήτησή της για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο. Η ως άνω ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της προφανούς συνάφειάς τους (άρθρα 246, 31, 591 παρ. 1, 585 παρ.2 εδ β ΚΠολΔ), διότι η εκδίκασή τους υπάγεται στην ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (αρ. 614 επ. ΚΠολΔ), επιταχύνεται δε και διευκολύνεται μέσω της συνεκδίκασής τους η διεξαγωγή της δίκης, ενώ τοιουτοτρόπως επέρχεται και μείωση των εξόδων.
Με την ένδικη από 25.10.2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ:110018/8.11.2022 και ΕΑΚ: 1313/8.11.2022 κλήση οι ανακόπτοντες επαναφέρουν προς συζήτηση α) την από 11.12.2017 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ: 606351/11.12.2017 και ΕΑΚ: 11172/11.12.2017 ανακοπή και β) τους από 28.9.2018 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ: 94005/10.10.2018 και ΕΑΚ: 9731/10.10.2018 πρόσθετους λόγους ανακοπής, μετά την έκδοση της με αριθμ. 3599/2020 παραπεμπτικής λόγω καθ’ ύλην αναρμοδιότητας απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Προκύπτει όμως ότι η κλήση επαναφοράς προς συζήτηση απευθύνεται τόσο κατά της πρώτης καθ’ ης η ως άνω ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής όσο κατά της δεύτερης καθ’ ης η κλήση, με την ιδιότητα της διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………………………..», ειδικής διαδόχου της πρώτης καθ’ ης η κλήση και η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας. Η ένδική όμως κλήση, κατά το μέρος που απευθύνεται προς τη δεύτερη καθ’ ης είναι απαράδεκτη, καθώς η ως άνω κλήση επαναφοράς προς συζήτηση στρέφεται κατά της ειδικού διαδόχου της καθ’ ης η ανακοπή, πλην όμως η δεύτερη καθ’ ης δεν κατέστη διάδικος στην ίδια δίκη, εφόσον δεν έχει προηγηθεί η άσκηση παραδεκτής παρέμβασης από την τελευταία ή δεν έλαβε χώρα προσεπίκλησή της, κατά τη διάταξη του άρθρου 86 του ΚΠολΔ, από τους ανακόπτοντες (διαδίκους) και, συνακόλουθα, η επίσπευση με κλήση της συζήτησης της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων της κατά της δεύτερης καθ’ ης δεν παρίσταται νόμιμη, εφόσον η
ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι της έχουν ασκηθεί κατά της πρώτης καθ’ ης και η δεύτερη καθ’ ης η κλήση είναι διαχειρίστρια της ^ιδικής διαδόχου της επιδικαζόμενης απαίτησης με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμή, χωρίς να έχει καταστεί διάδικος στην παρούσα δίκη.
Στη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 7 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει, ρυθμίζεται η ερημοδικία του ανακόπτοντος. Στην ως άνω διάταξη, όμως, δεν προβλέπονται οι συνέπειες σε περίπτωση που απουσιάζει ο καθ’ ου η ανακοπή. Ελλείψει ειδικότερης ρύθμισης και κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 591 παρ. 1 εδ α του ΚΠολΔ, εφαρμοστέα είναι η διάταξη του άρθρου 271 του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το ν. 4335/2015) και οι ισχυρισμοί του ανακόπτοντος θεωρούνται ομολογημένοι από τον ερημοδικαζόμενο καθ’ ου η ανακοπή. Ειδικότερα, το Δικαστήριο ερευνά και στην περίπτωση αυτή αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση. Αν τη συζήτηση της ανακοπής επισπεύδει ο ανακόπτων και ο καθ’ ου η ανακοπή έχει κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα για τη συζήτησή της και δεν εμφανιστεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, μετά την εξέταση του παραδεκτού και νομικά βάσιμου των λόγων της ανακοπής, οι περιεχόμενοι σε αυτούς πραγματικοί ισχυρισμοί του ανακόπτοντος θεωρούνται ομολογημένοι. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη με αριθμ. 11.789Β/11.11.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Χρήστου Μπουτεράκου, ακριβές αντίγραφο της ένδικης από 25.10.2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ:110018/8.11.2022 καιΈΑΚ: 1313/8.11.2022 κλήσης, με πράξη προσδιορισμού δικασίμου για τη συζήτηση/της υπόθεσης κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 11.1.2023, οπότε αναβλήθηκέ’η συζήτησή της για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πρώτη καθ’ ης η κλήση – καθ’ ης η ανακοπή λόγοι αυτής. Ωστόσο, κατά τη σημερινή δικάσιμο, κατά την οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, η πρώτη καθ’ ης η κλήση – καθ’ ης η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και συνεπώς, πρέπει αυτή να δικαστεί ερήμην, σύμφωνα με το άρθρο 271 παρ.2 εδ.β’ ΚΠολΔ, εφόσον αυτή όφειλε να εμφανιστεί χωρίς κλήση, κατά την εκφώνηση της ένδικης κλήσης, διότι η εγγραφή στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (αρ. 226 παρ. 4 εδ. δ’ ΚΠολΔ).
Με την ένδικη ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής επιδιώκεται, για τους λόγους που εκτίθενται σ’ αυτήν και τους πρόσθετους λόγους της, να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 89102017 διαταγή πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε μετά από αίτηση της καθ’ ης (πρώτης καθ’ ης η κλήση). Με την ανακοπτόμενη διατάχθηκαν οι ανακόπτοντες να καταβάλουν εις ολόκληρον στην καθ’ ης το ποσό των 4.397.533,83 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Η ανακοπή εισάγεται παραδεκτώς, προκειμένου να εκδικαστεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκασή της κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ [αρ. 14 παρ. 2, 18, 591 παρ. 1 εδ. α’ και 632 παρ. 1 εδ. α και παρ. 2 εδ. β’ ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015]. Περαιτέρω, η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, με δεδομένο ότι η προθεσμία άσκησής της ορίζεται σε δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοση της διαταγής πληρωμής (αρ. 632 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ), στην οποία προθεσμία δεν συμπεριλαμβάνονται τα Σάββατα (αρ. 144 παρ. 3 ΚΠολΔ). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 22.11.2017 (βλ. επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά Άννας Αλεβίζου – Σιδέρη επί του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανακοπτόμενης που επιδόθηκε στους ανακόπτοντες), ενώ η ανακοπή ασκήθηκε, κατά τα άρθρα 215 παρ. 1 εδ. α’, 217 ΚΠολΔ και 591 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, με την επίδοσή της στην καθ’ ης στις 11.12.2017 (βλ. τη με αριθμ. 7403Β 711.12.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών Χρήστου Μπουτεράκου). Περαιτέρω, οι πρόσθετοι λόγοι της ένδικης ανακοπής έχουν επίσης ασκηθεί εμπρόθεσμα, διότι επιδόθηκαν στην καθ’ ης στις 23.10.2018 (βλ. τη με αριθμ. 8492Β723.10.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών Χρήστου Μπουτεράκου), ήτοι εντός προθεσμίας οκτώ (8) ημερών πριν από τη συζήτηση της ανακοπής. Επομένως, πρέπει η υπό κρίση ανακοπή κατά της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους.
Με τον ένατο πρόσθετο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, κατ’ εκτίμησή του, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η ανακοπτόμενη είναι ακυρωτέα, διότι δεν προκύπτει το ληξιπρόθεσμο της επιδικαζόμενης απαίτησης λόγω αναρμοδιότητας των προσώπων που υπέγραψαν την εξώδικη δήλωση – καταγγελία της ένδικης σύμβασης πίστωσης που είχε συναφθεί μεταξύ των διαδίκων. Ότι, ειδικότερα, η καταγγελία αυτή είναι άκυρη, διότι έγινε από αναρμόδια πρόσωπα που δεν αποδεικνύουν την πληρεξουσιότητά τους από την πρώτη καθ’ ης να προβούν σε αυτή με την επίκληση σχετικού πληρεξουσίου εγγράφου. Ότι, επιπλέον, η ανακοπτόμενη είναι ακυρωτέα, λόγω έλλειψης πληρεξουσιότητας από την πρώτη καθ’ ης του δικηγόρου που αιτήθηκε την έκδοση της ανακοπτόμενης. Ο λόγος αυτός, κατά το σκέλος που αναφέρεται στην ακυρότητα της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης πίστωσης από την οποία απορρέει η επιδικαζόμενη απαίτηση είναι απορριπτέος ως αόριστος, διότι δεν γίνεται επίκληση σε αυτόν της απόκρουσης από τους ανακόπτοντες της ως άνω καταγγελίας χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στοιχείου που απαιτείται για την πλήρωση του πραγματικού της διάταξης του άρθρου 226 του ΑΚ (βλ. ΕφΑθ 465/2018, ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται πότε επιδόθηκε η ως άνω καταγγελία και ότι από την επίδοση αυτής μέχρι την υποβολή της αίτησης για την έκδοση της ανακοπτόμενης αυτοί την απέκρουσαν, επικαλούμενοι την ακυρότητά της λόγω άσκησης της από αναρμόδια πρόσωπα. Κατά το σκέλος όμως, που αμφισβητείται η πληρεξουσιότητα του υπογράφοντας δικηγόρου την αίτηση για την έκδοση της ανακοπτόμενης, ο ως άνω λόγος ανακοπής είναι ορισμένος και νόμιμος και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Λόγω της ερημοδικίας όμως της καθ’ ης η ανακοπή και πρόσθετοι λόγοι της, ο ανωτέρω λόγος ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός ως κατ’ ουσία βάσιμος (άρθρο 271 §3 σε συνδυασμό με το άρθρο 352§ 1 ΚΠολΔ).

Συνεπώς, κατά αποδοχή του ως άνω πρόσθετου λόγου της ανακοπής κατά της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, πρέπει η ανακοπή να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη, όπως ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Μετά την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, παρέλκει η εξέταση της ν°μικήζ βασιμότητας των υπολοίπων λόγων ανακοπής (κύριων και πρόσθετων) που κατατείνουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την καθ’ ης ανακοπή [πρώτη καθ’ ης η κλήση] (άρθρα 501, 502 και 505 §2, 591 παρ. 1,7 ΚΠολΔ) και η καθ’ ης (πρώτη καθ’ ης η κλήση) να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων λόγω της ήττας της (176 του ΚΠολΔ), υπολογιζόμενα, με βάση φθίνουσα κλίμακα συντελεστών, οι οποίοι αντιστοιχούν στα κατά αύξοντα κλίμακα ποσοτικά τμήματα του οικονομικώς αποτιμητού αντικειμένου της δίκης (βλ. ΟλΑΠ 8/2021, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα www.areiospagos.gr), σύμφωνα με το διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ α) την από 11.12.2017 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ: 606351/11.12.2017 και ΕΑΚ: 11172/11.12.2017 ανακοπή και β) τους από 28.9.2018 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ: 94005/10.10.2018 και ΕΑΚ: 9731/10.10.2018 πρόσθετους λόγους ανακοπής, ερήμην της καθ’ ης, πρώτης καθ’ ης η κλήση.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250 €) .
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ένδικη κλήση ως προς τη δεύτερη καθ’ ης.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ τη με αριθμό 8910/2017 διαταγή πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης (πρώτη καθ’ ης η κλήση) στα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων, τα οποία καθορίζει στο ποσό των πενήντα οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα τριών ευρώ (58.493 €).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα