ΑΠ (Ποιν.) 755/2022 (Τμ. Ζ΄)

Πρόεδρος: Μιλτ. Χατζηγεωργίου (Αντιπρόεδρος)
Εισηγήτρια: Κ. Μαυρικοπούλου (Αρεοπαγίτης)
Εισαγγελέας: Ευδ. Πούλου (Αντεισαγγελέας)
Δικηγόροι: Χ. Τόλος, Ι. Κωνσταντουδάκης

[Σύνοψη: Αυτοτελείς ισχυρισμοί προηγούμενης σύννομης ζωής, καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη και μετεφηβικής ηλικίας. – Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. – Έννοια αυτοτελών ισχυρισμών. – Η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών πρέπει να γίνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, διαφορετικά το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει ή να δικαιολογήσει, ειδικά, την σιωπηρή ή ρητή απόρριψή τους. – Πότε συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη. – Η αιτιολογία περί απορρίψεως του ισχυρισμού αυτού είναι ελλιπής, διότι η απόφαση δεν διέλαβε καθόλου αρνητικά περιστατικά, σκέψεις και συλλογισμούς, προς αντίκρουση των υπό του κατηγορουμένου επικαλουμένων θετικών περιστατικών και ειδικότερα δεν αξιολογεί καθόλου τα προσκομισθέντα από τον κατηγορούμενο έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία περί της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς του. – Ελαφρυντική περίσταση προηγούμενου σύννομου βίου (μετά την απόφαση 2/2022 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου). – «Σύννομη» χαρακτηρίζεται η ζωή του ατόμου, όταν καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του και μέχρι την στιγμή της τέλεσης της αξιόποινης πράξης σέβεται τα έννομα αγαθά με την τήρηση των δικαιικών κανόνων που τα προστατεύουν και κατά την τέλεση πράξεων που ρυθμίζονται από σχετικό νόμο συμμορφώνεται με αυτόν, ώστε το έγκλημα που έχει τελέσει να εμφανίζεται ως εξαίρεση σε αυτή τη σταθερή στάση της ζωής του, ως δυσάρεστη έκπληξη, ως γεγονός που ουδείς περίμενε από τον συγκεκριμένο δράστη. – Ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο αλλά με την από πεποίθηση υποταγή στη νομιμότητα ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας του ατόμου, κατάσταση που δεν εξασφαλίζεται με την ανυπαρξία καταδίκης του για αξιόποινη πράξη. – Αν κάποιος παραβιάζει ή δεν σέβεται αστικούς κανόνες, η συνδρομή στο πρόσωπό του της συγκεκριμένης ελαφρυντικής περίστασης δεν έχει έρεισμα στο νόμο, το δε λευκό ποινικό μητρώο απλά συνεκτιμάται για τον σχηματισμό δικανικής κρίσης. – Για την θεμελίωση του σύννομου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης, λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, και επί πλέον προϋπόθεση της αποδοχής ή μη του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού είναι η επιβλητέα ποινή να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. – Αιτιολογημένα απορρίφθηκε ο αυτοτελής ισχυρισμός ελαφρυντικής περίστασης προηγούμενου σύννομου βίου. – Ελαφρυντικό μετεφηβικής ηλικίας. – Ορθά απορρίφθηκε, αφού με σαφήνεια και πληρότητα εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους έκρινε το Δικαστήριο ότι η εγκληματική συμπεριφορά του κατηγορουμένου αποτελούσε συνειδητή επιλογή και δεν έχει σχέση με τη νεανική ανωριμότητά του ώστε να δικαιολογείται η επιεικής μεταχείρισή του.]

[…] Η, κατά τα άνω επιβαλλόμενη, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας, όπως προαναφέρθηκε, ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠοινΔ, πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 (ήδη 171 παρ. 2) και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη μείωση της ποινής. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει ή να δικαιολογήσει, ειδικά, τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή τους (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 425/2020, ΑΠ 395/2020).

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 133 ΠΚ, όπως ισχύει από 1.7.2019 μετά την τροποποίηση με Ν.4619/2019, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83 ΠΚ) σε όποιον κατά το χρόνο που τέλεσε αξιόποινη πράξη είχε συμπληρώσει το δέκατο όγδοο όχι όμως και το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του. Το δικαστήριο μπορεί: α)να διατάξει τον περιορισμό του σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων (άρθρο 54) εφόσον κρίνει ότι η τέλεση της πράξης οφείλεται στην ελλιπή ανάπτυξη της προσωπικότητά ς του, λόγω της νεαρής ηλικίας του και ότι ο περιορισμός αυτός θα είναι αρκετός για να αποφευχθεί η τέλεση άλλων εγκλημάτων, ή β)να επιβάλει μειωμένη ποινή (άρθρο 83). Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η διάταξη της παρ. 3 εδ. β΄ του άρθρου 130 (ΑΠ 528/2020, ΑΠ 160/2019, ΑΠ 2/2012).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης ο αναιρεσείων δια του συνηγόρου του, πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, υπέβαλε εγγράφως και ανέπτυξε προφορικά πλην άλλων ισχυρισμών και τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του, του ελαφρυντικού της μετεφηβικής ηλικίας (άρθρο 133 ΠΚ) ως ακολούθως «κατά την τέλεση των πράξεων για τις οποίες κατηγορούμαι ήμουν 17 ετών ανήλικος, και, συνεπώς, συντρέχει στην περίπτωσή μου η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου του ΠΚ και, συνεπώς, το δικαστήριό σας συνεκτιμώντας όλες τις περιστάσεις κατά τις οποίες τελέστηκαν τα γεγονότα, μπορεί να μου επιβάλλει μειωμένη ποινή».

Το Δικαστήριο απέρριψε τον ανωτέρω αυτοτελή ισχυρισμό ως αβάσιμο με την εξής κατά λέξη αιτιολογία: «Στην προκειμένη περίπτωση από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος επηρεάστηκε από τυχόν ανωριμότητα της μετεφηβικής ηλικίας ούτε τα εγκλήματα αυτά ανάγονται σε παραβατική συμπεριφορά που χαρακτηρίζει νέους μετεφηβικής ηλικίας. Αντίθετα αποδεικνύεται ότι αυτός ενήργησε κάνοντας συνειδητή επιλογή των πράξεων του και δεν συντρέχει λόγος επιβολής μειωμένης ποινής λόγω μετεφηβικής ηλικίας κατ’ άρθρο 133 ΠΚ». Η αιτιολογία της απορριπτικής αυτής κρίσης του δικαστηρίου είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού με σαφήνεια και πληρότητα εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους έκρινε το δικάσαν δικαστήριο ότι η εγκληματική συμπεριφορά του αναιρεσείντος αποτελούσε συνειδητή επιλογή και δεν έχει σχέση με τη νεανική ανωριμότητά του ώστε να δικαιολογείται η επιεικής μεταχείριση αυτού. Επομένως, ο συναφής από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία της απόφασης σε σχέση με την απόρριψη του ανωτέρω ισχυρισμού του αναιρεσείοντος είναι κατ’ ουσία αβάσιμος και απορριπτέος.

Περαιτέρω, αυτοτελής ισχυρισμός, είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για συνδρομή στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής (ΑΠ 433/2020, ΑΠ 189/2020). Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α) η υπό στοιχείο α’, το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρύ πλημμέλημα» και β) η υπό στοιχείο ε’, το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του. Κριτήριο για τη συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ, πλέον είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου. Κατά την γραμματική ερμηνεία της κρίσιμης για την εφαρμογή της διάταξης λέξης «Σύννομη» έτσι χαρακτηρίζεται η ζωή του ατόμου όταν το τελευταίο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και μέχρι την στιγμή της τέλεσης της αξιόποινης πράξης, σέβεται τα έννομα αγαθά με την τήρηση των δικαιικών κανόνων που τα προστατεύουν, κατά την τέλεση πράξεων που ρυθμίζονται από σχετικό νόμο συμμορφώνεται μ’ αυτόν ώστε το έγκλημα που έχει τελέσει να εμφανίζεται ως εξαίρεση σε αυτή τη σταθερή στάση της ζωής του, ως δυσάρεστη έκπληξη, ως γεγονός που ουδείς περίμενε από τον συγκεκριμένο δράστη. Έτσι ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο αλλά με την από πεποίθηση – υποταγή στη νομιμότητα ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς του, κατάσταση που δεν εξασφαλίζεται με την ανυπαρξία καταδίκης του για αξιόποινη πράξη. Άλλωστε το μεν η παραβίαση των νόμων δεν θεμελιώνει πάντοτε αξιόποινη πράξη το δε πολλάκις αξιόποινες πράξεις παραμένουν στην αφάνεια. Συνακόλουθα αν κάποιος παραβιάζει ή δεν σέβεται, αστικούς κανόνες η συνδρομή στο πρόσωπό του της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν έχει έρεισμα στο νόμο, το δε λευκό ποινικό μητρώο απλά συνεκτιμάται από το Δικαστήριο στα πλαίσια που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 177 και 178 ΚΠΔ για τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης για την ύπαρξη του σύννομου βίου προκειμένου ν’ αποφανθεί επί του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού. Από τον συνδυασμό όλων όσων προεκτέθηκαν είναι φανερό πως για την θεμελίωση του σύννομου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κηρυχθέντος ενόχου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη και επί πλέον προϋπόθεση της αποδοχής ή μη του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού είναι η επιβλητέα σε εκατέρα των περιπτώσεων ποινή να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 2/2022).

Εξάλλου, για να συντρέξει η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, πρέπει να διαπιστώνεται θετική και επωφελής για το κοινωνικό σύνολο στάση και συμπεριφορά του κατηγορουμένου, με κριτήριο την αντίστοιχη του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της πράξης για την οποία καταδικάσθηκε, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης εκ μέρους του των συνεπειών της πράξης του και σταθερής εναρμονίσεως του προς τις επιταγές της έννομης τάξης.

Ακολούθως, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως ο αναιρεσείων, μεταξύ άλλων, πρόβαλε και τον αυτοτελή ισχυρισμό περί συνδρομής στο πρόσωπο του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α΄ και ε΄ ΠΚ. Προς θεμελίωση του πρώτου ισχυρισμού επικαλέσθηκε τα ακόλουθα: «… δεδομένου ότι έζησα ως το χρόνο που έγινε το επίδικο συμβάν, έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, όπως αποδεικνύεται από το λευκό ποινικό μου μητρώο, αλλά και από τις θετικές για την κοινωνία πράξεις, όπως αυτές επιβεβαιώνονται και μαρτυρούνται από την επιστολή, προς εσάς, της εργοδότριάς μου C. M.G. και του J. G. που εξαίρουν το χαρακτήρα μου και επιβεβαιώνουν τις επιδόσεις μου. Επίσης την ένορκη βεβαίωση του αυτόπτη μάρτυρα J. M. W. και το πιστοποιητικό γέννησης της κόρης μου». Προς θεμελίωση του δεύτερου ισχυρισμού επικαλέστηκε τα ακόλουθα: «… δεδομένου ότι συμπεριφέρθηκα καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη μου, εργάζομαι, την 1η Φεβρουαρίου 2010 απέκτησα το πρώτο μου παιδί, η γυναίκα μου γέννησε την κόρη μας δέκα τεσσάρων μηνών σήμερα. Στα χρόνια που μεσολάβησαν έγινα ένας φθασμένος καλλιτέχνης, όπως αναλυτικά αναφέρει η εργοδότριά μου. Είμαι τακτικό μέλος της εκκλησίας και, γενικότερα δεν έχω προκαλέσει το οτιδήποτε μεμπτό…».

Το Δικαστήριο της ουσίας με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό. «Ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί αναγνωρίσεως συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 α του Π.Κ., κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσία, καθώς, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, δεν αρκεί το «λευκό» ποινικό μητρώο, το οποίο στη προκειμένη περίπτωση δεν αποδεικνύει το σύννομο βίο του κατηγορουμένου, για ικανό μακρύ χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι ήταν ακόμα ανήλικος κατά το χρόνο τέλεσης των εγκλημάτων του και επομένως στο ποινικό μητρώο του δεν ήταν δυνατόν να καταγράφεται οποιαδήποτε έκνομη συμπεριφορά του. Εξάλλου δεν αποδείχθηκε η συνδρομή θετικών περιστατικών έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς, που ορίζονται στην περίπτωση α΄ της διατάξεως του άρθρου 84 παρ. 2 Π.Κ., αντιθέτως προέκυψε ότι η συμπεριφορά του ήταν έκνομη αφού από νωρίς ο κατηγορούμενος ήταν στην πατρίδα του μέλος ομάδας νέων ατόμων που προέβαιναν στην τέλεση αξιόποινων πράξεων, ανεξάρτητα αν είχε καταδικαστεί γι’ αυτές αμετάκλητα, ενώ το προηγούμενο βράδυ της τέλεσης των προαναφερομένων πράξεων είχε δημιουργήσει με την παρέα του αντίστοιχη συμπλοκή και φασαρία». Η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει κατ’ είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη της, χωρίς να εξαιρέσει κανένα και χωρίς να απαιτείται να αναφέρει συγκεκριμένα τι προέκυψε από το καθένα χωριστά, η δε ιδιαίτερη μνεία ορισμένων δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε απαιτείται η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση μεταξύ των αποδεικτικών μέσων. Επομένως οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ΄ και Ε΄ του ΚΠΔ λόγοι της αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία της αποφάσεως σε σχέση με την απόρριψη του ανωτέρω αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου είναι κατ’ ουσίαν αβάσιμοι.

Όμως, όσον αφορά τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου περί αναγνωρίσεως σ’ αυτόν της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 ε΄ ΠΚ, το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την ακόλουθη αιτιολογία: «Περαιτέρω από την κύρια αποδεικτική διαδικασία, τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και την εν γένει συζήτηση της υπόθεσης δεν αποδείχθηκαν πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσης του κατηγορουμένου καθώς η απόκτηση τέκνου και οι δεξιότητές του στην ψυχαγωγία δεν αποδεικνύουν τη σαφή μεταστροφή του χαρακτήρα του, δεδομένοι ότι μέχρι σήμερα όχι μόνο δεν αποδέχθηκε τις πράξεις που διέπραξε, αλλά ούτε και έδειξε οποιαδήποτε μεταμέλεια ή προσέγγιση στην οικογένεια του θύματος που να υποδηλώνει την αληθινή ψυχική μεταβολή προς το καλύτερο…». Η απόρριψη όμως του ισχυρισμού αυτού, έπρεπε να αιτιολογηθεί ιδιαιτέρως, αφού προβλήθηκε στο ακροατήριο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με την παράθεση των περιστατικών που τον θεμελιώνουν. Η ως άνω παρατιθέμενη αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως περί απορρίψεως του ισχυρισμού αυτού είναι ελλιπής, καθόσον δεν διέλαβε καθόλου αρνητικά περιστατικά, σκέψεις και συλλογισμούς, προς αντίκρουση των υπό του κατηγορουμένου επικαλουμένων θετικών τοιούτων και ειδικότερα δεν αξιολογεί καθόλου τα προσκομισθέντα από τον κατηγορούμενο έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία περί της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς αυτού, τα οποία αναγνώσθηκαν αλλ’ ούτε και τις επιστολές της εργοδότριάς του C.M.G. και του J.G. καθώς και την ένορκη βεβαίωση του αυτόπτη μάρτυρα J.M.W.. Έτσι, όμως, που έκρινε το Δικαστήριο, υπέπεσε στην εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ΄ ΚΠΔ πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού της αναγνώρισης στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 ε΄ Π.Κ. και είναι βάσιμος ο σχετικός λόγος αναίρεσης.

Κατά συνέπεια πρέπει, κατά παραδοχή του ως άνω λόγου, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση και δη ως προς την απορριπτική του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού διάταξη της, αναγκαίως δε και ως προς τη διάταξη της για την επιβολή ποινών, και να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠΔ, η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρα 519 και 522 ΚΠοινΔ, όπως το δεύτερο τροποποιήθηκε με το άρθρο 159 του ν. 4855/2021), προκειμένου να κρίνει για τη συνδρομή ή όχι της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 ε΄ ΠΚ και, αναλόγως προς την επ’ αυτής παραδοχή του, να επιμετρήσει την αρμόζουσα ποινή, απορριπτόμενης κατά τα λοιπά της ενδίκου αιτήσεως αναιρέσεως.

Παρατηρήσεις

Η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη

Φωτεινή Κλάδη

Πρέπει να επισημανθεί ότι με την ανωτέρω δημοσιευόμενη, πρακτικώς σημαντική και ιδιαζόντως λειτουργική σε επίπεδο Νομικής Πράξης, απόφασή του ο Άρειος Πάγος δέχθηκε ότι είναι σαφής και ορισμένη η προβολή αυτοτελούς ισχυρισμού ελαφρυντικής περίστασης καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη, με την επίκληση πραγματικών περιστατικών, τα οποία:

i.Αφορούν στην εργασία του κατηγορουμένου μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης («εργάζομαι»).

ii.Αφορούν στην οικογενειακή κατάσταση του κατηγορουμένου μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης (“απέκτησα το πρώτο μου παιδί, η γυναίκα μου γέννησε την κόρη μας δέκα τεσσάρων μηνών σήμερα».

iii. Αφορούν στην επαγγελματική εξέλιξη και πρόοδο του κατηγορουμένου μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης («στα χρόνια που μεσολάβησαν έγινα ένας φθασμένος καλλιτέχνης, όπως αναλυτικά αναφέρει η εργοδότριά μου»).

iv. Αφορούν σε κοινωνικές δραστηριότητες του κατηγορουμένου («είμαι τακτικό μέλος της εκκλησίας»).

v. Aφορούν στον σύννομο και αρμονικό με τους συγκοινωνούς βίο του («γενικότερα δεν έχω προκαλέσει το οτιδήποτε μεμπτό»).

Συνεπώς, κατά την δημοσιευόμενη απόφαση του Αρείου Πάγου, δεν είναι αναγκαία ιδιαίτερη συμπεριφορά, κρινόμενη με αυστηρότερα ποιοτικά κριτήρια, που να υπερβαίνει την ανωτέρω κοινωνικώς φυσιολογική συμπεριφορά του κατηγορουμένου μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης.

Σύμφωνα με τη δημοσιευόμενη απόφαση, δεν αρκεί για την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού της ελαφρυντικής περίστασης η παρατιθέμενη στην απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας «αιτιολογία» ότι «δεν αποδείχθηκαν πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσης του κατηγορουμένου καθώς η απόκτηση τέκνου και οι δεξιότητές του στην ψυχαγωγία δεν αποδεικνύουν τη σαφή μεταστροφή του χαρακτήρα του, δεδομένοι ότι μέχρι σήμερα όχι μόνο δεν αποδέχθηκε τις πράξεις που διέπραξε, αλλά ούτε και έδειξε οποιαδήποτε μεταμέλεια ή προσέγγιση στην οικογένεια του θύματος που να υποδηλώνει την αληθινή ψυχική μεταβολή προς το καλύτερο».

Αντίθετα, κατά τον Άρειο Πάγο, η απόρριψη του συγκεκριμένου αυτοτελούς ισχυρισμού έπρεπε να αιτιολογηθεί ιδιαιτέρως, αφού προβλήθηκε στο ακροατήριο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με την παράθεση των περιστατικών που τον θεμελιώνουν, και η αιτιολογία έπρεπε να διαλαμβάνει αρνητικά περιστατικά, σκέψεις και συλλογισμούς, προς αντίκρουση των επικαλούμενων από τον κατηγορούμενο θετικών πραγματικών περιστατατικών.

Σημαντικό σε επίπεδο Νομικής Πράξης είναι και το ότι ο Άρειος Πάγος δέχεται ότι η απόφαση πρέπει να αξιολογεί όλα τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία προσκομίζει ο κατηγορούμενος προς απόδειξη της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς του, ακόμη και όταν πρόκειται για απλές επιστολές ή ένορκες βεβαιώσεις. Αλλιώς η απόφαση του Δικαστηρίου δεν έχει (και εξ αυτού του λόγου) την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.

https://www.sakkoulas-online.gr/