ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΑΝΑΚΟΠΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ

Αριθμός Απόφασης 1446/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την δικαστή Βασιλική Βασιλοπούλου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από την γραμματέα Μαρία Χορού.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, την 20η Σεπτεμβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ – ΑΣΚΟΥΝΤΩΝ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: 1) ., κατοίκου Φιλοθέης Αττικής, με Α.Φ.Μ.: ., 2) ., κατοίκου Φιλοθέης Αττικής, με Α.Φ.Μ.: . και 3) ., κατοίκου Φιλοθέης Αττικής, με Α.Φ.Μ.: ., οι οποίοι άπαντες παραστάθηκαν στο ακροατήριο διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Αναστασίου Σανδαλάκη του Γεωργίου, δικηγόρου Αθηνών, που προσκόμισε, για το παραδεκτό της παράστασης του, τα υπ’ αριθμ. Π. και Π. γραμμάτια προκαταβολής εισφορών ΔΣΑ.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΉΣΗ – ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ – ΚΑΘ’ ΗΣ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», άλλοτε με την επωνυμία «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS Μ.Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», που εδρεύει στην Αθήνα Αττικής, νομίμως εκπροσωπούμενης, με Α.Φ.Μ.: ., Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, αδειοδοτηθείσας από την Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο του Ν. 4354/2015, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 326/2/17.09.2019 απόφασης (ΦΕΚ Β’ 3533/20.09.2019) της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (Ε.Π.Α.Θ.), ενεργούσας με την ιδιότητα της ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «SUNRISE I NPL Finance DESIGNATED ACTIVITY COMPANY”, που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών 675770, νομίμως εκπροσωπούμενης, που κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στην Αθήνα Αττικής, νομίμως εκπροσωπούμενης, κατόπιν μεταβίβασης σε αυτή από την τελευταία απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων, δυνάμει των διατάξεων του Ν. 3156/2003, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Κυριακούλας Ρωμηού του Αντωνίου, δικηγόρου Αθηνών, που προσκόμισε, για το παραδεκτό της παράστασης της, το υπ’ αριθμ. Π. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών ΔΣΑ.

Οι καλούντες – ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 04.05.2022 ανακοπή τους, η οποία κατατέθηκε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./04.05.2022 και προσδιορίσθηκε αρχικά η συζήτηση της για την δικάσιμο της 20ης Απριλίου 2027. Με την από 05.08.2022 κλήση τους, η οποία κατατέθηκε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./08.08.2022, οι καλούντες – ανακόπτοντες επέσπευσαν την συζήτηση της ως άνω ανακοπής, η οποία προσδιορίσθηκε εκ νέου για να συζητηθεί στην δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο. Οι ασκούντες πρόσθετους λόγους ανακοπής ζητούν, ακόμη, να γίνουν δεκτοί οι από 09.09.2022 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής τους, το δικόγραφο των οποίων κατατέθηκε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./09.09.2022, προσδιορίσθηκε η συζήτηση του για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά την συζήτηση της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων ανακοπής στο ακροατήριο, που συνεκφωνήθηκαν από την σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις, που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Νομίμως επισπεύδεται και φέρεται, στην προκείμενη περίπτωση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προς συζήτηση, με την από 05.08.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./08.08.2022 κλήση των καλούντων – ανακοπτόντων, σύμφωνα με το άρθρο 226 παρ. 5 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 230 παρ. 2 ΚΠολΔ, η από 04.05.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./04.05.2022 ανακοπή, η συζήτηση της οποίας είχε αρχικά προσδιορισθεί για την δικάσιμο της 20ns Απριλίου 2027. Περαιτέρω, εισάγονται και εκκρεμούν προς συζήτηση, εκτός από την ως άνω από 04.05.2022 ανακοπή και οι από 09.09.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./09.09.2022 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, που πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν (άρθρο 246 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ), διότι οι πρόσθετοι λόγοι δεν έχουν αυθυπαρξία, αλλά συμπληρώνουν την ανακοπή, αποτελώντας ενιαίο σύνολο με αυτήν, συζητούνται, δε, υποχρεωτικώς μαζί με την ανακοπή (ΑΠ 236/2020 ΝοΒ 2021,1645).

Με την διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ εισάγεται στην αναγκαστική εκτέλεση το σύστημα του «άνευ επικουρίας δικάζεσθαι», εφόσον η προσβολή των πράξεων της εκτέλεσης καθίσταται όχι απλώς σταδιακή, αλλά υποχρεωτικώς σταδιακή. Συνέπεια της διάταξης αυτής τυγχάνει το αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενο υπόψιν από το δικαστήριο απαράδεκτο των μεταγενεστέρως προτεινόμενων λόγων ανακοπής, διωκόντων την ακύρωση της ήδη προσβληθείσας με ανακοπή πράξης. Έτσι, το άρθρο 935 ΚΠολΔ προϋποθέτει αφενός μεν προϋπάρξασα δίκη, κατόπιν ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αφετέρου, δε, γεννημένους και δυνάμενους να προβληθούν οτην προγενέστερη ανακοπή λόγους. Επομένως, η προσβολή του συστήματος συγκέντρωσης στην αναγκαστική εκτέλεση οδηγεί σε απαράδεκτο της νέας ανακοπής, αν ο λόγος της είχε γεννηθεί και μπορούσε να προταθεί με την πρώτη ανακοπή. Το απαράδεκτο αυτό εκδηλώνεται σε κάθε μεταγενέστερη δίκη, προκαλούμενο από τον ίδιο ανακόπτοντα, στην οποία ανακύπτει ζήτημα κύρους της προσβληθείσας εκτέλεσης, ακόμη και εάν υπάρχει προθεσμία για την άσκηση της νέας ανακοπής. Μάλιστα, η νέα διατύπωση της διάταξης του άρθρου 935 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο 19 παρ. 2 Ν. 4055/2012, διά της προσθήκης της φράσης «της αυτής ή άλλης πράξης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης», απαγορεύει, πλέον, ρητώς την προβολή με διαδοχικές ανακοπές ποικιλόμορφων λόγων κατά συνεχών διαδοχικών πράξεων εκτέλεσης, από την επιταγή προς εκτέλεση έως και τις αλλεπάλληλες και διαδοχικές πράξεις της προδικασίας του πλειστηριασμού, εάν ήταν γεννημένοι, όταν ασκήθηκε η προηγούμενη ανακοπή (ΜΠρΑΘ 1021/2020 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑΘ 195/2020 ΝΟΜΟΣ). Πολύ, δε, περισσότερο δεν είναι δυνατόν να εισαχθούν με νέα ανακοπή και να τεθούν σε νέα κύρια ή παρεμπίπτουσα κρίση, λόγοι ακυρότητας πράξης εκτέλεσης, που έχουν εισαχθεί με προηγούμενη ανακοπή του ιδίου ανακόπτοντος και ανεξαρτήτως από την περάτωση, τελεσίδικη ή όχι, της δίκης που ανοίχθηκε με την προηγούμενη αυτή ανακοπή (ΜΠρΑΘ 143/2021 αδημ.). Βέβαια, οι μεταγενεστέρως προτεινόμενοι λόγοι πρέπει να ήταν γεννημένοι και να μπορούσαν να προταθούν οτην προγενέστερη δίκη, ως τέτοιοι δε νοούνται όχι μόνον οι γνωστοί στον ανακόπτοντα και δυνάμενοι να προταθούν κατά τον χρόνο της προγενέστερης ανακοπής, αλλά και οι άγνωστοι ακόμη σε αυτόν, εφόσον, όμως, υφίοταντο τότε, εκτός και εάν δεν μπορούσαν να προβληθούν από αντικειμενικούς λόγους. Λόγοι ανακοπής, που γεννήθηκαν μετά το χρονικό σημείο, στο οποίο ήταν δυνατή η παραδεκτή κατάθεση του δικογράφου των πρόσθετων λόγων στην προηγούμενη δίκη, δεν υπάγονται στο απαράδεκτο του άρθρου 935 ΚΠολΔ (ΜΠρΑΘ 357/2021 αδημ.).

Με την υπό κρίση ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής, οι ανακόπτοντες -ασκούντες πρόσθετους λόγους ανακοπής ζητούν, για τους λόγους που ειδικότερα εκθέτουν, να ακυρωθεί α) η υπ’ αριθμ. ./21.03.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …, δυνάμει της οποίας επισπεύδεται πλειστηριασμός την 26.10.2022, κατά των περιγραφόμενων σε αυτή ακινήτων, βάσει του πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθμ. ./2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου και β) το υπ’ αριθμ. ./31.03.2022 απόσπασμα κατασχετήριας έκθεσης ακίνητης περιουσίας της ιδίας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας. Τέλος, ζητούν να καταδικασθεί η καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής παραδεκτώς και αρμοδίως (άρθρο 933 παρ. 1 εδ. α’, γ’ και παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως τα εδάφια α’ και γ’ της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου ισχύουν με το άρθρο 1 – άρθρο όγδοο παρ. 2 – Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α’ 87/23.07.2015 και εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 1 – άρθρο ένατο παρ. 3 – Ν. 4335/2015, όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 01.01.2016, όπως, δε, ειδικότερα, η φράση «σε κάθε περίπτωση» προστέθηκε στο ως άνω εδάφιο γ’ με το άρθρο 57 Ν. 4842/2021 – ΦΕΚ Α’ 190/13.10.2021, με έναρξη ισχύος την 01.01.2022 – άρθρο 120 Ν. 4842/2021 και όπως η παράγραφος 3 του εν λόγω άρθρου αντικαταστάθηκε και ισχύει με το άρθρο 207 παρ. 2 Ν. 4512/2018, ΦΕΚ Α’ 5/17.01.2018) εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η εν λόγω παράγραφος του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 59 Ν. 4842/2021 – ΦΕΚ Α’ 190/13.10.2021 και εφαρμόζεται, δυνάμει της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 116 παρ. 6 περ. β’ Ν. 4842/2021, για τις αποφάσεις που δημοσιεύονται μετά από την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου, ήτοι μετά την 01.01.2022 – άρθρο 120 Ν. 4842/2021, σε συνδυασμό με τα άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν με το άρθρο 1 – άρθρο τέταρτο – Ν. 4335/2015), ενόψει του ότι η εκτελεστέα αξίωση, για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, απορρέει από σύμβαση ανοίγματος πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Ασκήθηκαν, δε, νομίμως (άρθρα 585 παρ. 2 και 933 παρ. 1 εδ. γ’ ΚΠολΔ) και εμπροθέσμως, ήτοι α) η μεν ανακοπή ασκήθηκε εντός της προθεσμίας των σαράντα πέντε (45) ημερών, από την ημέρα της κατάσχεσης (και ειδικότερα, από την ημέρα επίδοσης αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης στον οφειλέτη, για λόγους προστασίας του δικαιώματος υπεράσπισης του τελευταίου, βλ. σχετ. ΕφΠειρ 172/2021 ΝΟΜΟΣ, βλ. σχετ. περί τούτου και Στ. – Σκ. Πανταζόπουλο, Αναγκαστική Εκτέλεση, Β’ έκδοση 2022, σελ. 242), του άρθρου 934 παρ. 1 περ. α’ εδ. α’ ΚΠολΔ (όπως το εν λόγω άρθρο ισχύει με το άρθρο 1 – άρθρο όγδοο παρ. 2 – Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α’ 87/23.07.2015 και εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 1 – άρθρο ένατο παρ. 3 – Ν. 4335/2015, όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 01.01.2016), με δεδομένο ότι η υπό κρίση ανακοπή αφορά σε ελαττώματα της διαδικασίας της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, έως και την δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, εφόσον αποδεικνύεται ότι η ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης την 04.05.2022 (βλ. σχετ. την υπ’ αριθμ. ./04.05.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών .), ενώ η ένδικη κατάσχεση ακινήτου, βάσει και προς εκτέλεση του πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθμ. ./2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, έλαβε χώρα, με επίσπευση της καθ’ ης, την 21.03.2022, αντίγραφο, δε, της σχετικώς συνταχθείσας κατασχετήριας έκθεσης επιδόθηκε στους ανακόπτοντες την 22.03.2022 (βλ. σχετ. την επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών . στο επιδοθέν αντιστοίχως στους ανακόπτοντες αντίγραφο της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. ./21.03.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της ιδίας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας) και β) οι πρόσθετοι, δε, λόγοι ανακοπής ασκήθηκαν εντός της προθεσμίας των οκτώ (8) τουλάχιστον ημερών πριν από την συζήτηση (άρθρο 933 παρ. 1 εδ, γ’ ΚΠολΔ), καθ’ όσον το ιδιαίτερο δικόγραφο αυτών κατατέθηκε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 09.09.2022 και επιδόθηκε στην καθ’ ης αυθημερόν (βλ. σχετ. την υπ’ αριθμ. ./09.09.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών .).

Επισημαίνεται, δε, ότι ο ισχυρισμός της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής περί εκπρόθεσμης άσκησης των υπό κρίση πρόσθετων λόγων ανακοπής, καθώς δεν τηρήθηκε και ως προς αυτούς η προθεσμία των σαράντα πέντε (45) ημερών, από την ημέρα της κατάσχεσης, του άρθρου 934 παρ. 1 περ. α’ εδ. α’ ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, διότι, μετά την ισχύ του Ν. 4335/2015, σύμφωνα με τα ως άνω αναφερόμενα και την θέσπιση της ειδικής διάταξης του άρθρου 933 παρ. 1 εδ. γ’ ΚΠολΔ, για την παραδεκτή άσκηση των πρόσθετων λόγων ανακοπής αρκεί η τήρηση της προθεσμίας του εν λόγω άρθρου (ήτοι, της προθεσμίας των οκτώ ημερών πριν την συζήτηση της ανακοπής), χωρίς να απαιτείται συγχρόνως και η τήρηση της προθεσμίας του άρθρου 934 ΚΠολΔ, προς επίλυση της σχετικής διχοστασίας μεταξύ θεωρίας και νομολογίας, υπό το προγενέστερο καθεστώς, προς την κατεύθυνση της θεωρίας και προς τον σκοπό αποφυγής, πλέον, οποιασδήποτε άλλης ερμηνευτικής εκδοχής (βλ. σχετ. αναλυτικώς ΕφΛαρ 250/2022 ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές στη βιβλιογραφία). Ωστόσο, όσον αφορά στον πρώτο και τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, σύμφωνα και με τις ανωτέρω νομικές παραδοχές, απαράδεκτος αυτοί, κατά το άρθρο 935 ΚΠολΔ, προβάλλονται στο πλαίσιο της προκείμενης δίκης εκτέλεσης, του απαραδέκτου αυτού λαμβανόμενου υπόψιν αυτεπαγγέλτως, αλλά και κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού της καθ’ ης, καθ’ όσον οι ίδιοι αυτοί λόγοι προβλήθηκαν, ήδη, από τους ανακόπτοντες – ασκούντες πρόσθετους λόγους ανακοπής, με την από 14.09.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./15.09.2021 ανακοπή τους, την οποία άσκησαν κατά της καθ’ ης, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αιτούμενοι την ακύρωση τόσο της υπ’ αριθμ. ./2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, όσο και της από 05.07.2021 επιταγής προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτωθι του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής και η οποία (ανακοπή) εκκρεμεί προς εκδίκαση κατά την δικάσιμο της 23ns Μαρτίου 2027. Αντιθέτως, οι λοιποί λόγοι της υπό κρίση ανακοπής και των πρόσθετων λόγων ανακοπής, ως οψιγενείς, δεν καταλαμβάνονται, παρά τους αντίθετους περί τούτου ισχυρισμούς της καθ’ ης, από τους περιορισμούς της διάταξης του άρθρου 935 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθούν, περαιτέρω, ως προς την νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων τους, που κρίθηκαν παραδεκτοί.

Σε αντιστοιχία προς την διεξαγωγή της διαγνωστικής δίκης, έτσι και για την διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης, με οποιοδήποτε μάλιστα μέσο, απαιτείται η συνδρομή της διαδικαστικής προϋπόθεσης της νομιμοποίησης, δηλαδή της εξουσίας, που παρέχεται από τον νόμο ή από τον εκτελεστό τίτλο σε ορισμένο πρόσωπο, να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση (ενεργητική νομιμοποίηση) και να την κατευθύνει εναντίον ορισμένου προσώπου (παθητική νομιμοποίηση). Την συνδρομή της νομιμοποίησης αποδεικνύει ο επισπεύδων δανειστής (ΕφΑΘ 3577/2022 ΤΝΠ ΔΣΑ). Με βάση, δε, την διάταξη του άρθρου 919 ΚΠολΔ προσδιορίζεται η έκταση των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας όσων προσώπων μετέχουν στην διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ειδικότερα, κατά μεν την περίπτωση 1 του άρθρου 919 ΚΠολΔ, η αναγκαστική εκτέλεση, όταν πρόκειται για δικαστικές και διαιτητικές αποφάσεις, γίνεται υπέρ και κατά των προσώπων, έναντι των οποίων ισχύει το δεδικασμένο, καθώς και κατά των προσώπων εκείνων, τα οποία απέκτησαν την νομή ή την κατοχή του επίδικου πράγματος κατά την διάρκεια της δίκης ή μετά το τέλος αυτής, κατά δε την περίπτωση 2, όμως, του ιδίου ως άνω άρθρου, που αφορά σε όλους τους άλλους εκτελεστούς τίτλους (πλην των αποφάσεων), η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται υπέρ των δικαιούχων και κατά των υπόχρεων που αναφέρονται σε αυτούς, υπέρ και κατά των προσώπων, τα οποία αναφέρονται στα άρθρα 325 έως 327 ΚΠολΔ, καθώς και κατά των προσώπων, τα οποία απέκτησαν την νομή ή την κατοχή του πράγματος, μετά την σύνταξη του εγγράφου ή την έκδοση του τίτλου (ΕφΑθ 1858/2022 ΝΟΜΟΣ). Κατ’ εξαίρεση, νομιμοποιούνται και πρόσωπα που δεν είναι φορείς της ουσιαστικής εκτελούμενης αξίωσης, όπως συντρέχει στην περίπτωση των μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων (π.χ. σύνδικος πτώχευσης, εκκαθαριστής κληρονομιάς κ.λπ.) (βλ. σχετ. Στ. – Σπ. Πανταζόπουλο, Αναγκαστική Εκτέλεση, Β’ έκδοση 2022, σελ. 157). Όλα τα ανωτέρω πρόσωπα αποτελούν τα υποκείμενα της αναγκαστικής εκτέλεσης. Πέρα από τα ανωτέρω καθοριζόμενα στον τίτλο ή στον νόμο πρόσωπα, τρίτοι δεν μπορούν να αποτελέσουν υποκείμενα της εκτελεστικής διαδικασίας. Η χορήγηση εξουσιοδότησης στον τρίτο να επισπεύσει αυτός στο όνομα του αναγκαστική εκτέλεση, ως εκούσιος αντιπρόσωπος του φορέα της απαίτησης, δεν συμβιβάζεται με την αυστηρή τυποποίηση και την ασφάλεια της εκτελεστικής διαδικασίας. Δικαιοπρακτική θεμελίωση της νομιμοποίησης προς διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης θα πρέπει να αποκλεισθεί. Ο νόμος, που προβλέπει (επιτρέπει) την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση προσώπου τρίτου προς τους φορείς της ουσιαστικής έννομης σχέσης, ως μη δικαιούχου διαδίκου, προσδιορίζει και το περιεχόμενο των παρεχόμενων εξουσιών, το εύρος αυτών, καθώς και τον χαρακτήρα της κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης, δηλαδή αν είναι συντρέχουσα (με την παράλληλη νομιμοποίηση του κατά κανόνα νομιμοποιούμενου) ή αποκλειστική. Τα ανωτέρω δεν μπορεί να τροποποιήσει σύμβαση, που ενδεχομένως συνάπτεται μεταξύ του δικαιούχου και του μη δικαιούχου διαδίκου, διότι πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου. Η σύμβαση θα περιορισθεί στην αναφορά εκείνων των δικονομικών εξουσιών, που ο νόμος προβλέπει για τον κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενο, ο οποίος επιλέγεται ως τέτοιος, αν φυσικά δεν τον προκαθορίζει δεσμευτικά ο ίδιος ο νόμος. Περαιτέρω, συνέπεια του ανεπίτρεπτου της διεξαγωγής της δίκης από εκούσιο αντιπρόσωπο συνιστά το απαράδεκτο των διαδικαστικών πράξεων που αυτός ενήργησε, έστω και με πληρεξούσιο δικηγόρο. Θεραπεία του απαράδεκτου με την συναίνεση ή έγκριση του δικαιούχου του δικαιώματος δεν είναι δυνατή, διότι τα άρθρα 236 και 238 ΑΚ αναφέρονται σε δικαιοπραξίες και όχι στην θεραπεία δικονομικών απαραδέκτων ή ακυροτήτων (ΕφΑθ 3577/2022 ΤΝΠ ΔΣΑ). Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 Ν. 3156/2003, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων, λόγω πώλησης, με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών, οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων, που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως «ιδιωτική τοποθέτηση» θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. «Μεταβιβάζων», κατά την παράγραφο 2 του ιδίου ως άνω άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και «αποκτών» νομικό μόνο πρόσωπο – ανώνυμη εταιρεία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (εταιρεία ειδικού σκοπού). Η εταιρεία καταβάλλει το τίμημα και «τιτλοποιεί» τις απαιτήσεις, εκδίδοντας αξιόγραφα «ομολογίες», ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000,00 ευρώ η κάθε μία (άρθρο 10 παρ. 5 Ν. 3156/2003). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πώλησης) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρείας προς μια άλλη εταιρεία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου, που η λήπτρια εταιρεία εκδίδει για τον σκοπό αυτό. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (άρθρο 10 παρ. 6 Ν. 3156/2003). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 Ν. 2844/2000 (άρθρο 10 παρ. 8 Ν. 3156/2003). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης και η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (άρθρο 10 παρ. 9 Ν. 3156/2003). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 Ν. 2844/2000, σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 8 του ιδίου ως άνω όρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται ένανπ τρίτων δικαιώματα, που απορρέουν από την μεταβίβαση (εκχώρηση), λόγω πώλησης. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίσθηκε με την υπ’ αριθμ. 161338/30.10.2003, ΦΕΚ Β’ 1688/2003, Υπουργική Απόφαση και ήδη, με την υπ’ αριθμ. 20783/09.11.2020, ΦΕΚ Β’ 4944/09.11.2020, Υπουργική Απόφαση) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία, δε, έως την ίδρυση τους με Π.Δ., ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλόμενων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσά του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μίας τέτοιας μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατόν να ανατεθεί με έγγραφη σύμβαση, η οποία σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 Ν. 2844/2000 (άρθρο 10 παρ. 16 Ν. 3156/2003), η διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, το οποίο, στην περίπτωση που η εταιρεία ειδικού σκοπού (απόκτησης) δεν εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα. Ειδικότερα, για την ως άνω σύμβαση διαχείρισης, η οποία, κατά τα εννοιολογικά της στοιχεία, ταυτίζεται με την σύμβαση εντολής (άρθρα 713 επ. ΑΚ) και αντιπροσώπευσης (άρθρα 211 επ. ΑΚ), η παράγραφος 14 του ως άνω άρθρου 10 Ν. 3156/2003, ορίζει τα ακόλουθα: «Με σύμβαση, που συνάπτεται εγγράφως, η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες, σύμφωνα με τον σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένος με την διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν την μεταβίβαση τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διαχειριστή». Από τα παραπάνω, είναι σαφές ότι η ως άνω εταιρεία διαχείρισης ενεργεί πράξεις διαχείρισης ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού (απόκτησης). Ο νόμος, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση, κατά τους ορισμούς του Ν. 3156/2003, δεν απονέμει στην εταιρεία διαχείρισης (με την οποία συμβάλλεται η εταιρεία απόκτησης) την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα, χωρίς πανηγυρική διατύπωση, ώστε η τελευταία να ασκεί ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα, ενώπιον των δικαστηρίων, για τα δικαιώματα της εταιρείας απόκτησης, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομα του, όπως ρητώς πράττει για τις εταιρείες διαχείρισης του Ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 παρ. 4 αυτού. Με άλλα λόγια, δεν της απονέμει ενεργητική κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση, ρυθμίζει, δε, απλώς τους όρους και το πλαίσιο της εκτέλεσης εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων, με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες. Εξάλλου, η ανάγκη αποσυμφόρησης και απαλλαγής των ελληνικών συστημικών τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια πελατών τους υπήρξε πιεστική και έτσι εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με τον Ν. 4354/2015 (ΦΕΚ Α’ 176/16.12.2015) (άρθρα 1 – 3) μία νέα, εντελώς διάφορη από την προηγούμενη, διαδικασία μεταβίβασης, απόκτησης και διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων και αργότερα και εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων και πιστώσεων. Ωστόσο, με τον Ν. 4354/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με τον Ν. 3156/2003 δυνατότητα απόκτησης και διαχείρισης επιχειρηματικών δανείων κ.λπ. με τιτλοποίηση, που εξακολούθησε και εξακολουθεί να ισχύει για τις μεταβιβάσεις απαιτήσεων, που λαμβάνουν χώρα με τους δικούς του όρους και διαδικασία. Μάλιστα, για να μην υπάρξει σύγχυση για τις εφαρμοζόμενες σε κάθε περίπτωση νομοθετικές ρυθμίσεις, ρητώς ορίσθηκε στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. δ’ Ν. 4354/2015 ότι «Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 3156/2003 (Α’ 157), 1905/1990 (Α’ 147), 1665/1986 (Α’ 194), 3606/2007 (Α’ 195) και 4261/2014 (Α’ 107)» (ΑΠ 822/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 909/2021 ΤΝΠ ΔΣΑ). Περαιτέρω, με τον Ν. 4354/2015 εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα, οι «εταιρείες απόκτησης» (ΕΑΑΔΠ) και οι «εταιρείες διαχείρισης» απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενο τους (1 παρ. 1 στοιχ. α’, β’, 1 παρ. 1 στοιχ. γ’, 2 παρ. 1 Ν. 4354/2015 κ.ά.). Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. β’ Ν. 4354/2015, συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση πώλησης μπορούν να είναι μόνον πιστωτικά ιδρύματα ως πωλητές και μόνον «ΕΑΑΔΠ» ως αγοραστές. Αντιστοίχως, στη σύμβαση διαχείρισης δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ιδρύματα ή «ΕΑΑΔΠ» και αφετέρου «ΕΔΑΔΠ». Ειδικότερα, οι «ΕΔΑΔΠ» είναι ανώνυμες εταιρείες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα και οφείλουν να λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος. Αντικείμενο της δραστηριότητας τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (άρθρο 1 παρ. Ια’ Ν. 4354/2015), οι οποίες μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Το άρθρο 2 παρ. 1 – 3 Ν. 4354/2015 προβλέπει ότι στις Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 4354/2015, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 5 περ. 6 Ν. 4261/2014). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της, ήτοι, αφενός, ε§ουσιοδοτών μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή «ΕΑΑΔΠ», ενώ διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον αδειοδοτημένη «ΕΔΑΔΠ» (1 παρ. 1 στοιχ. α’ Ν. 4354/2015). Αντιστοίχως, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστωτικές συμβάσεις που ρυθμίζεται στο άρθρο 3 Ν. 4354/2015, μπορεί να γίνεται μόνον προς αδειοδοτημένη «ΕΑΑΔΠ» (ή αλλοδαπή ανάλογη εταιρεία, που έχει εγκατασταθεί νομίμως στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1β’ στοιχ. ββ’ και γγ’ Ν. 4354/2015). Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο (2 παρ. 2 εδ. α’ Ν. 4354/2015) και περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, την διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και την σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού, κατά την έννοια των άρθρων 871 – 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών, σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθμ. 116/25.08.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 Ν. 4224/2013, (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης (ΑΠ 822/2022 ΝΟΜΟΣ). Ενόψει όλων των ανωτέρω, συνάγεται ότι οι διατάξεις του Ν. 4354/2015 και όσα αυτές προβλέπουν για την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση (ως μη δικαιούχων διαδίκων) των εταιρειών διαχείρισης δανείων κ.λπ. που αυτός καθιερώνει, δεν εφαρμόζονται επί των εταιρειών διαχείρισης του Ν. 3165/2003. Ειδικότερα, τέτοια εξουσία κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης μη δικαιούχου διαδίκου δεν απονέμει στις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, που μεταβιβάσθηκαν κατά τους όρους του Ν. 3156/2003 και η ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 δεν εφαρμόζεται σε αυτές. Η εταιρεία, στην οποία η εταιρεία ειδικού σκοπού (απόκτησης με τιτλοποίηση απαιτήσεων) του άρθρου 10 Ν. 3156/2003 αναθέτει με σύμβαση εντολής την διαχείριση των αποκτώμενων απαιτήσεων, δεν έχει ορισθεί εκ του νόμου μη δικαιούχος, κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενος, διάδικος και επομένως, δεν νομιμοποιείται να ενεργεί διαδικαστικές πράξεις για λογαριασμό της εντολέως της εταιρείας, ούτε η μεταξύ τους σύμβαση και η παροχή πληρεξουσιότητας μπορεί να καθιδρύσει κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση. Κατ’ ακολουθίαν, διαδικαστική ενέργεια, που επιχειρεί αυτή για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού απόκτησης απαιτήσεων, τυγχάνει απαράδεκτη, λόγω έλλειψης νομιμοποίησης (ΕφΑΘ 3577/2022 ΤΝΠ ΔΣΑ).

Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, οι ανακόπτοντες – ασκούντες πρόσθετους λόγους ανακοπής ζητούν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. ./21.03.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ., καθώς και το υπ’ αριθμ. ./31.03.2022 απόσπασμα κατασχετήριας έκθεσης ακίνητης περιουσίας της ιδίας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας, για τον λόγο ότι τυγχάνουν άκυρες και απαράδεκτες οι ως άνω προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, καθ’ όσον δεν νομιμοποιούνταν ενεργητικώς να τις επιχειρήσει η καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, δεδομένου ότι η μεταβίβαση της ένδικης απαίτησης έλαβε χώρα στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων του Ν. 3156/2003, το άρθρο 10 του οποίου δεν επιτρέπει στις προβλεπόμενες σε αυτό εταιρείες διαχείρισης να επιχειρούν δικαστικές ενέργειες, στο όνομα της αποκτώσας εταιρείας, εναντίον των οφειλετών για την είσπραξη των απαιτήσεων αυτών, ούτε ήταν δυνατόν να της προσδοθεί συμβατικώς η ιδιότητα του μη δικαιούχου, κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου, διαδίκου. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας, παραδεκτός και νόμιμος, ερειδόμενος στις διαλαμβανόμενες στην ανωτέρω μείζονα σκέψη διατάξεις και επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από όλα τα νομίμως και μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, μετά της νόμιμης μετάφρασης τους στην ελληνική γλώσσα, επικυρωμένης από αρμόδιο, κατ’ όρθρο 454 ΚΠολΔ, πρόσωπο, καθώς και τα έγγραφα, που προσκομίζονται από την καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής το πρώτον με την προσθήκη – αντίκρουση επί των προτάσεων της, προς αντίκρουση των ισχυρισμών, που προτάθηκαν για πρώτη φορά κατά την συζήτηση (άρθρο 591 παρ. 1 περ. στ’ ΚΠολΔ), άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψιν προς άμεση απόδειξη, ενώ άλλα λαμβάνονται υπόψιν προς έμμεση απόδειξη και εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι δικαστικές αποφάσεις, που εκδόθηκαν στο πλαίσιο άλλων πολιτικών δικών μεταξύ των ίδιων ή άλλων διαδίκων (ΑΠ 128/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1286/2003 ΕλλΔνη 2005,417), καθώς και οι ένορκες βεβαιώσεις, που λήφθηκαν εξ αφορμής άλλης (πολιτικής) δίκης (ΑΠ Ολ. 8/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 621/2014 ΝΟΜΟΣ), μερικά μάλιστα από τα οποία (έγγραφα), λόγω της ιδιαίτερης σημασίας τους, μνημονεύονται ειδικότερα παρακάτω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτυα1] δύναμη των λοιπών (ΑΠ 76/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 139/2009 ΝΟΜΟΣ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης: Κατά των ανακοπτόντων – ασκούντων πρόσθετους λόγους ανακοπής, ως εγγυητών και της ανώνυμης εταιρείας «ΕΜΚΑΤ Α.Ε.», ως πιστούχου, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ./25.06.2018 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, δυνάμει της οποίας επιδικάσθηκε στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» η ένδικη απαίτηση, για την οποία επισπεύδεται η προσβαλλόμενη αναγκαστική εκτέλεση και η οποία απέρρεε από την υπ’ αριθμ. ./16.09.2003 σύμβαση ανοίγματος πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, μετά των πρόσθετων πράξεων αυτής. Ακριβές, δε, φωτοτυπικό αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής, μετά της από 27.07.2018 επιταγής προς πληρωμή, επιδόθηκε νομίμως, την 30.07.2018, από την ανωτέρω τραπεζική εταιρεία στους ανακόπτοντες – ασκούντες πρόσθετους λόγους ανακοπής (βλ. σχετ. αντιστοίχως τις υπ’ αριθμ. .Γ/30.07.2018, .Γ/30.07.2018 και .Γ/30.07.2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών .), μετά ταύτα, δε, οι τελευταίοι άσκησαν κατά της παραπάνω διαταγής πληρωμής και της αντίστοιχης επιταγής προς πληρωμή την από 30.08.2018 ανακοπή (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./03.09.2018), επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 374/2021 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που την απέρριψε, επικυρώνοντας τόσο την ως άνω υπ’ αριθμ. ./2018 διαταγή πληρωμής, όσο και την από 27.07.2018 επιταγή προς πληρωμή. Εν συνεχεία, δε, κατά τα κρίσιμα για την παρούσα δίκη πραγματικά περιστατικά, αποδεικνύεται ότι, ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής, επιδόθηκε, εκ νέου, μετά της από 05.07.2021 επιταγής προς πληρωμή, την 09.07.2021, από την καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής στους ανακόπτοντες – ασκούντες πρόσθετους λόγους ανακοπής (βλ. σχετ. αντιστοίχως τις υπ’ αριθμ. .Γ/09.07.2021, .Γ/09.07.2021 και .Γ/09.07.2021 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών .), προκειμένου να καταστεί σε αυτούς γνωστή η μεταβίβαση της ένδικης απαίτησης προς την αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «SUNRISE I NPL Finance DESIGNATED ACTIVITY COMPANY». Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι, μεταξύ αφενός της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος Εταιρεία», ως οιονεί καθολικής διαδόχου της ως άνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», λόγω διάσπασης, διά της απόσχισης του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και αφετέρου της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «SUNRISE I NPL Finance DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών ., συνήφθη η από 16.03.2021 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία καταχωρίσθηκε την 17.03.2021 στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 Ν. 2844/2000, όπως προβλέπει το άρθρο 10 παρ. 8 Ν. 3156/2003, ήτοι στο ειδικό βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στον τόμο ., με αύξοντα αριθμό . (βλ. σχετ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. ./17.03.2021 απόσπασμα εκ του τηρούμενου ειδικού βιβλίου του Ν. 2844/2000 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών). Δυνάμει, δε, της εν λόγω σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταβιβάσθηκαν από την ως άνω τραπεζική εταιρεία στην παραπάνω εταιρεία ειδικού σκοπού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 Ν. 3156/2003 και 455 επ. ΑΚ, τιτλοποιημένες απαιτήσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και η απορρέουσα από την ανωτέρω υπ’ αριθμ. ./16.09.2003 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό απαίτηση (βλ. σχετ. το από 28.04.2021 αντίγραφο του υπ’ αριθμ. πρωτ. ./17.03.2021 παραρτήματος εκ του τηρούμενου ειδικού βιβλίου του Ν. 2844/2000 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών). Από την καταχώριση, δε, στο ως άνω ειδικό βιβλίο επήλθε, κατά τα προρρηθέντα, η μεταβίβαση της εν λόγω απαίτησης προς την παραπάνω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού, η οποία, ούτως, κατέστη ειδική διάδοχος της ως άνω τραπεζικής εταιρείας, καθώς, σύμφωνα με τα άρθρα 10 παρ. 6 και 9 Ν. 3156/2003, η μεταβίβαση αυτή έχει αποτελέσματα εκχώρησης, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 10 Ν. 3156/2003, η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο έχει αποτελέσματα αναγγελίας της εκχώρησης στον οφειλέτη. Επιπροσθέτως, δυνάμει της από 16.03.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που συνήφθη μεταξύ της παραπάνω εταιρείας ειδικού σκοπού (δικαιούχου της απαίτησης) και της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, η τελευταία ανέλαβε, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 14 Ν. 3156/2003, την εν γένει διαχείριση και είσπραξη των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, που εκχωρήθηκαν στην παραπάνω εταιρεία ειδικού σκοπού, με βάση την ως άνω από 16.03.2021 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων. Ομοίως, δε, η ανωτέρω σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίσθηκε την 17.03.2021 στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 Ν. 2844/2000, όπως προβλέπει το άρθρο 10 παρ. 16 Ν. 3156/2003, ήτοι στο ειδικό βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στον τόμο ., με αύξοντα αριθμό . (βλ. σχετ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. ./17.03.2021 απόσπασμα εκ του τηρούμενου ειδικού βιβλίου του Ν. 2844/2000 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών), με συνέπεια, έκτοτε, η καθ’ ης να ενεργεί με την ιδιότητα της διαχειρίστριας της απαίτησης, δυνάμει ειδικότερα και του από 11.06.2021 ειδικού πληρεξουσίου της ανωτέρω εταιρείας ειδικού σκοπού προς την ίδια, συνταχθέντος από την Συμβολαιογράφο Ιρλανδίας … Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι, με επίσπευση της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, διά της υπ’ αριθμ. ./21.03.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ., κατασχέθηκαν, βάσει και προς εκτέλεση του πρώτου απογράφου εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, τα ειδικότερα περιγραφόμενα στην εν λόγω έκθεση ακίνητα (οριζόντιες ιδιοκτησίες) των ανακοπτόντων – ασκούντων πρόσθετους λόγους ανακοπής, κείμενα άπαντα στο Νέο Ψυχικό Αττικής. Δυνάμει, δε, της ανωτέρω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης επισπεύδεται πλειστηριασμός (με ηλεκτρονικά μέσα), κατά των παραπάνω ακινήτων, την 26.10.2022, ημέρα Τετάρτη, από την 10η πρωινή έως και την 12η απογευματινή της ιδίας ημέρας. Ακολούθως, δε, εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./31.03.2022 απόσπασμα της παραπάνω κατασχετήριας έκθεσης ακίνητης περιουσίας της ιδίας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας ., σύμφωνα με τις διατυπώσεις του άρθρου 995 παρ. 4 ΚΠολΔ. Ωστόσο, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας, στις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, που μεταβιβάσθηκαν κατά τους όρους του Ν. 3156/2003, δηλαδή στο πλαίσιο τιτλοποίησης, ο νόμος αυτός δεν προσδίδει την ιδιότητα του μη δικαιούχου (ή μη υπόχρεου), κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου, διαδίκου και εξ αυτού του λόγου, δεν παρέχεται σε αυτές νομιμοποίηση, για την διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, παρά μόνον εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων, με σκοπό την είσπραξη, για λογαριασμό της εντολέως της δικαιούχου (εταιρείας ειδικού σκοπού). Οι διατάξεις, δε, του ετέρου Ν. 4354/2015 και όσα αυτές προβλέπουν για την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση (ως μη δικαιούχων διαδίκων) των εταιρειών διαχείρισης δανείων, που αυτός καθιερώνει, δεν εφαρμόζονται επί των εταιρειών διαχείρισης του Ν. 3165/2003, με δεδομένο ότι πρόκειται για διαφορετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, που εξακολουθούν να ισχύουν παράλληλα για τις μεταβιβασθείσες απαιτήσεις, που λαμβάνουν χώρα κατά τους όρους και την διαδικασία του κάθε ενός ως άνω νόμου. Κατά συνέπεια, στην προκείμενη περίπτωση, η καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, στην οποία η προαναφερόμενη αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού (απόκτησης με τιτλοποίηση απαιτήσεων) του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 ανέθεσε με σύμβαση την διαχείριση των αποκτώμενων απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων και της ένδικης απαίτησης, δεν έχει ορισθεί εκ του νόμου μη δικαιούχος διάδικος και κατ’ επέκταση, αυτή δεν νομιμοποιείται να ενεργεί διαδικαστικές πράξεις, για λογαριασμό της εν λόγω εταιρείας ειδικού σκοπού, που κατέστη δικαιούχος της ένδικης απαίτησης, ούτε η μεταξύ τους σύμβαση και η παροχή πληρεξουσιότητας είναι δυνατόν να καθιδρύσει τέτοια νομιμοποίηση, καθ’ όσον η ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, όπως προαναφέρθηκε, δεν μπορεί να προσδοθεί με σύμβαση ή άλλως, να στηριχθεί σε δικαιοπρακτικό θεμέλιο, παρά μόνον να χορηγηθεί δυνάμει νομοθετικής ρύθμισης, όπως τούτο, άλλωστε, προβλέφθηκε ειδικώς μόνο στον Ν. 4354/2015, που δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής δεν νομιμοποιούνταν ενεργητικώς στην επίσπευση της ένδικης αναγκαστικής εκτέλεσης και επομένως, οι προσβαλλόμενες (διαδικαστικές) πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι η υπ’ αριθμ. ./21.03.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ., καθώς και το υπ’ αριθμ. ./31.03.2022 απόσπασμα κατασχετήριας έκθεσης ακίνητης περιουσίας της ιδίας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας, τυγχάνουν απαράδεκτες, ελλείψει νομιμοποίησης. Κατόπιν τούτου, δε, ο ως άνω (πρόσθετος) λόγος της ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός και ως κατ’ ουσίαν βάσιμος. Επισημαίνεται, δε, ότι, δεκτού γενομένου του ως άνω λόγου, παρέλκει η εξέταση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των λοιπών λόγων της υπό κρίση ανακοπής, καθ’ όσον με την ευδοκίμηση του κριθέντος λόγου ανακοπής ικανοποιείται πλήρως το έννομο συμφέρον των ανακοπτόντων – ασκούντων πρόσθετους λόγους ανακοπής (ΕφΛαρ 260/2020 Δικογραφία 2020,632). Ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής να γίνουν δεκτές ως κατ’ ουσίαν βάσιμες και να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ, ./21.03.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ., συνακόλουθα, δε και η συμπροσβαλλόμενη πράξη εκτέλεσης, ήτοι το υπ’ αριθμ. ./31.03.2022 απόσπασμα κατασχετήριας έκθεσης ακίνητης περιουσίας της ιδίας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας. Όσον αφορά, δε, στα δικαστικά έξοδα, πρέπει αυτά να συμψηφισθούν, στο σύνολο τους, μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόσθηκαν στην προκείμενη υπόθεση, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ TOYΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους ανακοπής, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους ανακοπής.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθμ. ./21.03.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ., καθώς και το υπ’ αριθμ. ./31.03.2022 απόσπασμα κατασχετήριας έκθεσης ακίνητης περιουσίας της ιδίας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα, στο σύνολο τους, μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 24-10-22.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

dsanet.gr