1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/55 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων”, κάθε αξίωση μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία της σχέσης εργασίας είναι απαράδεκτη, εφ’ όσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιήθηκε εντός τρίμηνης ανατρεπτικής προθεσμίας από τη λύση της σχέσης εργασίας. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 263 ΑΚ, που εφαρμόζεται αναλόγως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 279 ΑΚ και επί της αποσβεστικής προθεσμίας, κάθε παραγραφή, που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Ως απόρριψη της αγωγής “για λόγους μη ουσιαστικούς” νοείται η απόρριψη αυτής για λόγους που δεν συνδέονται με το υποστατό της αξίωσης, αλλά ανάγονται σε δικονομική ακυρότητα ή απαράδεκτο, όπως συμβαίνει και όταν η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη. Ως “έγερση και πάλι” νοείται η εκ νέου άσκηση αγωγής, στηριζόμενης στην ίδια ιστορική και νομική αιτία. Η εκ νέου άσκηση, προκειμένου περί αγωγής για την οποία ο νόμος καθιερώνει παραγραφή ή αποσβεστική προθεσμία βραχύτερη των έξι μηνών, πρέπει να γίνει μέσα στο βραχύτερο αυτό χρόνο από την απόρριψη της προηγούμενης (ΑΠ 210/2009, ΑΠ 404/2008). Η νέα αγωγή μπορεί να ασκηθεί και πριν καταστεί τελεσίδικη η απόφαση που απέρριψε την προηγούμενη (ΑΠ 2074/2007). Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπ’ όψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπ’ όψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ.14 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η ακυρότητα πρέπει να έχει λάβει χώρα ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου και να χαρακτηρίζεται ως δικονομική. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: Ότι με το 4995/16-2-2007 έγγραφο της εναγομένης…(ήδη αναιρεσείουσας) ανακοινώθηκε προς τον ενάγοντα υπάλληλο αυτής (ήδη αναιρεσίβλητο) ότι με την 159/14-2-2007 απόφαση του…της ΠΑΣΕΓΕΣ είχε επικυρωθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής απόλυσης, που είχε επιβληθεί στον ενάγοντα αρμοδίως από το…της εναγομένης και ότι η εκτέλεση της πειθαρχικής ποινής επρόκειτο να αρχίσει από 21-2-2007. Ότι ο ενάγων δεν αποδέχθηκε τα ανωτέρω και άσκησε ενώπιον του…126/9-5-2007 αγωγή, η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη την 11-5-2007. Ότι στην αγωγή εκείνη, κατ’ ορθή εκτίμηση του όλου περιεχομένου αυτής, αναφερόταν ότι η εναγομένη με τις ανωτέρω ενέργειές της κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας, ότι η καταγγελία αυτή είναι άκυρη αφ’ ενός μεν ως παράνομη, διότι ο ενάγων ήταν συνδικαλιστής και δεν είχαν τηρηθεί οι προϋποθέσεις των άρθρων 14 και 15 του ν. 1264/1982 και αφ’ ετέρου ως καταχρηστική, διότι έγινε για λόγους εκδικήσεως προς το πρόσωπό του, ότι η εναγομένη δεν αποδέχεται τις νομίμως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος και ότι η ίδια έχει καταστεί υπερήμερη, οφείλοντας τους αιτούμενους μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 21-2-2007 έως και 30-4-2007, συνολικού ποσού 4.778,06 ευρώ. Ότι η αγωγή αυτή ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας από τη λύση της εργασιακής σχέσης, που είχε επέλθει την 21-2-2007 και διέκοψε την εν λόγω προθεσμία ως προς την αξίωση του ενάγοντος για αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, η έρευνα της οποίας έπρεπε να προηγηθεί για να καταστεί δυνατή η επιδίκαση αποδοχών υπερημερίας σ’ αυτόν. Ότι ακολούθησε η εκ μέρους του ενάγοντος άσκηση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου των 190/2007 και 281/2007 αγωγών κατά της εναγομένης, με το ίδιο περιεχόμενο, με τις οποίες ζητήθηκε η επιδίκαση αποδοχών υπερημερίας για μεταγενέστερα χρονικά διαστήματα και μέχρι την 31-10-2007. Ότι το…, με την 72/26-5-2008 απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις τρεις αγωγές και δέχθηκε ότι αντικείμενο αυτών δεν είναι μόνο τα αιτούμενα ποσά των αποδοχών υπερημερίας, αλλά και η ύπαρξη ή μη ισχυρής σύμβασης εργασίας μετά την καταγγελία, για την οποία αρμόδιο είναι το…, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο καθ’ ύλην και παρέπεμψε τις τρεις αγωγές στο…. Ότι, μετά την τελεσιδικία της αποφάσεως αυτής, οι τρεις αγωγές εισήχθησαν στο αρμόδιο Δικαστήριο, το οποίο με την 52/13-3-2009 απόφασή του τις απέρριψε ως απαράδεκτες, λόγω αοριστίας. Ότι ο ενάγων, ακολούθως, άσκησε ενώπιον του…ένδικη, 262/2009 αγωγή, που επιδόθηκε στην εναγομένη την 29-4-2009. Ότι η νέα αγωγή στηρίζεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία με τις τρεις προηγούμενες ενώπιον του…και, ιδίως, με την πρώτη από αυτές, που διέκοψε την τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία, περιέχοντας ως πρόσθετο στοιχείο το ρητό αίτημα της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε εμπρόθεσμα, εντός της τρίμηνης προθεσμίας από την τελεσίδικη απόρριψη της προηγούμενης και απέρριψε την περί απαραδέκτου ένσταση της αναιρεσείουσας. Με αυτά που δέχθηκε, το Εφετείο δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει απαράδεκτο και ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, με το δεύτερο μέρος του οποίου υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Ομοίως, αβάσιμος είναι ο ίδιος λόγος και ως προς το πρώτο μέρος αυτού, με το οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο παρέλειψε να κηρύξει το απαράδεκτο της ένδικης αγωγής λόγω αοριστίας ή, άλλως, έλαβε υπ’ όψη πράγμα μη προταθέν και έχον ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΚΠολΔ 559 αρ.8 ή 14), ως εκ του ότι στην αγωγή δεν γινόταν επίκληση των προϋποθέσεων της συνδικαλιστικής προστασίας του αναιρεσίβλητου, καθώς και του περιστατικού ότι αυτός είχε γνωστοποιήσει προς την αναιρεσείουσα τη συνδικαλιστική του ιδιότητα, αφού από την επισκόπηση του περιεχομένου της αγωγής προκύπτει ότι τα περιστατικά αυτά αναφέρονταν σαφώς στην ενώπιον του πειθαρχικού οργάνου της αναιρεσείουσας απολογία του αναιρεσείοντος, της οποίας το περιεχόμενο παρατίθεται αυτούσιο στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής. 2. Στο άρθρο 38 παρ.1 του ν. 2810/2000 …” (ΑΣΟ) ορίζεται ότι το προσωπικό των ΑΣΟ είναι: α) Τακτικό, που διορίζεται σε θέσεις προβλεπόμενες από τον κανονισμό λειτουργίας τους και καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες της οργάνωσης. β) Με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, που καλύπτει ειδικές, έκτακτες, εποχικές ή πρόσκαιρες ανάγκες της οργάνωσης. Περαιτέρω, ως προς την κατάσταση του εν λόγω προσωπικού και κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 38 παρ.2 του ν. 2810/2000, εκδόθηκε η ΥΑ 52800/2-10-2006 (ΦΕΚ Β’ 1443) “Κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης του προσωπικού των…και της ΠΑΣΕΓΕΣ”, η οποία έχει ισχύ νόμου και σύμφωνα με τις διατάξεις της οποίας: “Η εργασιακή σχέση του προσωπικού λύεται με το θάνατο, την έκπτωση, την αποδοχή της παραίτησης και την απόλυση” (άρθρο 41). “Ο υπάλληλος απολύεται: α) Όταν επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής απόλυσης. β) Για σωματική ή πνευματική ανικανότητα (…). γ) Για επαγγελματική ανεπάρκεια (…), καταγγελλόμενης της σχέσης εργασίας του μετά από απόφαση του…(…). δ) Εάν ο υπάλληλος κριθεί τρεις (3) συνεχείς φορές μη προακτέος. ε) Για κατάργηση θέσης (…). στ) Για συμπλήρωση υποχρεωτικού ορίου ηλικίας, που είναι το 65ο έτος. ζ) Για συμπλήρωση 35 ετών πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας. η) Με κοινή συμφωνία Οργάνωσης και υπαλλήλου, κατόπιν αιτήσεως του υπαλλήλου (…). θ) Για λόγους οικονομοτεχνικούς (…). ι) Για σπουδαίο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του…” (άρθρο 44). “Κάθε υπαίτια και καταλογιστή παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος ή ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του συνεταιριστικού υπαλλήλου συμπεριφορά ή ηθελημένη βλάβη των συμφερόντων της Οργάνωσης, αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα και τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού αυτού” (άρθρο 45 παρ.1). “Οι πειθαρχικές ποινές, που επιβάλλονται στο προσωπικό, είναι: α) Έγγραφη επίπληξη. β) Πρόστιμο μέχρι τις αποδοχές ενός μηνός. γ) Προσωρινή απόλυση μέχρι τρεις (3) μήνες με στέρηση αποδοχών, (…). δ) Οριστική απόλυση. Η υποτροπή θεωρείται ιδιαίτερα επιβαρυντική περίπτωση κατά την επιβολή της ποινής” (άρθρο 46). “Αδικήματα, που τιμωρούνται με οριστική απόλυση είναι κυρίως: α) Αντιπειθαρχική συμπεριφορά εξαιρετικά βαριάς μορφής, η οποία διατάραξε ή μπορεί να διαταράξει τη συνεργασία στις σχέσεις του προσωπικού, την πειθαρχία και την εύρυθμη λειτουργία της Οργάνωσης. Αντιπειθαρχική συμπεριφορά βαριάς μορφής προς τους Προϊσταμένους. β) (…). ια) (…). Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί στον υπάλληλο για οποιοδήποτε παράπτωμα, αν: α) Κατά την προηγούμενη της διάπραξής του διετία, του είχαν επιβληθεί τρεις (3) τουλάχιστον πειθαρχικές ποινές ανώτερες του προστίμου των αποδοχών ενός (1) μηνός ή β) Κατά το προηγούμενο της διάπραξής του έτος είχε τιμωρηθεί για το ίδιο αδίκημα με ποινή ανώτερη του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός” (άρθρο 47). “Πειθαρχική εξουσία στους Υπαλλήλους, ασκούν: α) Ο…. β)…. γ)…της ΠΑΣΕΓΕΣ” (άρθρο 49). “Κανένας δεν τιμωρείται χωρίς να απολογηθεί (…). Η κλήση σε απολογία είναι έγγραφη. Στην κλήση πρέπει να καθορίζεται, με σαφήνεια, ποια είναι η πράξη ή η παράλειψη που συνιστά το πειθαρχικό αδίκημα, το οποίο αποδίδεται στον εγκαλούμενο και να ορίζεται η προθεσμία, για την υποβολή της απολογίας, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των δέκα (10) εργάσιμων ημερών” (άρθρο 54 παρ.1 και 2). “Οι πειθαρχικές αποφάσεις, που επιβάλλουν την ποινή της προσωρινής ή οριστικής απόλυσης, δεν έχουν ισχύ και δεν εκτελούνται εάν δεν τύχουν προηγουμένως της έγκρισης του…που λειτουργεί στην ΠΑΣΕΓΕΣ” (άρθρο 50 παρ.5). “Οι πειθαρχικές αποφάσεις είναι υποχρεωτικές για την Οργάνωση” (άρθρο 52 παρ.4). “Η εκτέλεση των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων καθώς και των αποφάσεων, που εκδόθηκαν από το…, γίνεται με τη φροντίδα της αρμόδιας, κατά περίπτωση, Υπηρεσίας ή όπως ο…της Οργάνωσης ορίζει (…). Οι πειθαρχικές αποφάσεις που επιβάλλουν ποινή προσωρινής ή οριστικής απόλυσης, επιδίδονται από την Οργάνωση στον εγκαλούμενο με δικαστικό Επιμελητή εντός δέκα (10) ημερών αφ’ ότου περιήλθαν σ’ αυτήν” (άρθρο 60 παρ.1 και 4). “Η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από κάθε άλλη δίκη και δεν αναστέλλεται από την ύπαρξή της” (άρθρο 63). 3. Η επιβολή πειθαρχικής ποινής από τον εργοδότη ή το πειθαρχικό συμβούλιο της υπηρεσίας ή της επιχείρησής του, που ενεργεί ως όργανό του, όπως είναι και η οριστική απόλυση του εργαζόμενου που προβλέπεται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από τον έχοντα ισχύ νόμου κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης του προσωπικού, συνιστά άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη. Ως εκ τούτου, και η επιβολή πειθαρχικής ποινής, όπως η άσκηση κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του διευθυντικού δικαιώματος. Η υπέρβαση των ορίων αυτών καθιστά απαγορευμένη, ως καταχρηστική και, κατά συνέπεια, άκυρη (ΑΚ 174, 180) την επιβολή της πειθαρχικής ποινής και τη συνακόλουθη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας. Τέτοια κατάχρηση δικαιώματος υπάρχει και όταν η επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απόλυσης έγινε από κακότητα, εχθρότητα ή διάθεση εκδίκησης του εργοδότη προς τον εργαζόμενο, λόγω νόμιμης συμπεριφοράς του τελευταίου, η οποία δεν συνδέεται με την ομαλή και αποδοτική παροχή της εργασίας του, αλλά απαρέσκει στον εργοδότη (ΑΠ 1693/2011). 4. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 και 15 του ν. 1264/1982 “Για τον εκδημοκρατισμό του…και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων”, είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας: α) Των μελών της διοίκησης, σύμφωνα με το άρθρο 92 ΑΚ, της συνδικαλιστικής οργάνωσης. β) Των μελών της προσωρινής, σύμφωνα με το άρθρο 79 ΑΚ, συνδικαλιστικής διοίκησης που διορίζει το δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 69 …γ) των μελών της διοίκησης που εκλέγονται προσωρινά κατά την ίδρυση συνδικαλιστικής οργάνωσης. Η απαγόρευση ισχύει κατά τη διάρκεια της θητείας και ένα χρόνο μετά τη λήξη της, εκτός αν συντρέχει ένας από τους λόγους της παρ.10 και διαπιστωθεί κατά τη διαδικασία του άρθρου 15 (άρθρο 14 παρ.5). Η καταγγελία της σχέσης εργασίας των προσώπων που προστατεύονται σύμφωνα με όσα αναγράφονται στο άρθρο αυτό, επιτρέπεται μόνον: α) Όταν, κατά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας με τον εργοδότη, ο εργαζόμενος τον εξαπάτησε παρουσιάζοντας ψεύτικα πιστοποιητικά ή βιβλιάρια για να προσληφθεί ή να λάβει μεγαλύτερη αμοιβή. β) Όταν ο εργαζόμενος απεκάλυψε βιομηχανικά ή εμπορικά μυστικά ή ζήτησε ή δέχτηκε αθέμιτα πλεονεκτήματα, κυρίως προμήθειες από τρίτους. γ) Όταν ο εργαζόμενος προκάλεσε σωματικές βλάβες ή εξύβρισε σοβαρά ή απείλησε τον εργοδότη ή τον εκπρόσωπό του. δ) Όταν ο εργαζόμενος, επίμονα και αδικαιολόγητα, αρνήθηκε να εκτελέσει την εργασία για την οποία έχει προσληφθεί. ε) Όταν ο εργαζόμενος δεν προσέρχεται αδικαιολόγητα στην εργασία του για περισσότερο από 7 ημέρες διάστημα ή εξακολουθεί να συμμετέχει σε απεργία που κρίθηκε με δικαστική απόφαση μη νόμιμη ή καταχρηστική (μετά την δια του άρθρου 10 του ν. 2224/1994 κατάργηση του άρθρου 1 του ν. 1915/1990, δια του οποίου είχε αντικατασταθεί η αρχική διατύπωση της περ. ε’, η οποία και επανήλθε σε ισχύ). Η συνδρομή κάποιου από τους παραπάνω σπουδαίους λόγους δεν απαλλάσσει τον εργοδότη από τις υποχρεώσεις που έχει σύμφωνα με τις διατάξεις του…και της εργατικής νομοθεσίας σχετικά με την καταγγελία της σχέσεως εργασίας (άρθρο 14 παρ.10). Για την ύπαρξη ενός από τους λόγους του άρθρου 14 παρ.10 πριν από την καταγγελία της σχέσης εργασίας αποφασίζει, κατά πλειοψηφία, Επιτροπή, της οποίας η απόφαση υπόκειται σε έφεση (άρθρο 15 παρ.1). 5. Από το συνδυασμό των διατάξεων που αναφέρονται στις προηγούμενες σκέψεις (αρ.2, 3 και 4) συνάγεται ότι στις…, όπου η κατάσταση του απασχολούμενου προσωπικού διέπεται από κανονισμό εσωτερικής λειτουργίας με ισχύ νόμου, η λύση της συμβάσεως εργασίας είναι δυνατό να επέλθει με περισσότερους από ένα τρόπους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται τόσο η επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απόλυσης, ύστερα από συγκεκριμένη διαδικασία που παρέχει εγγυήσεις για την προστασία του διωκόμενου, όσο και η καταγγελία της συμβάσεως για σωματική ή πνευματική ανικανότητα ή για επαγγελματική ανεπάρκεια ή για άλλο σπουδαίο λόγο. Σύμφωνα με γενικότερη αρχή του εργατικού δικαίου, η πειθαρχική διαδικασία, όπως ρητώς προβλέπεται αυτοτελής έναντι της τυχόν παράλληλης ποινικής διαδικασίας, έτσι είναι και ανεξάρτητη από το δικαίωμα καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του εργοδότη (ΟλΑΠ 43/2002). Ως εκ τούτου, οι περιορισμοί και οι διατυπώσεις, που κατά τις γενικές διατάξεις του ν. 1264/1982 διέπουν την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας των συνδικαλιστικών στελεχών, δεν έχουν εφαρμογή στην κατά τις ειδικές διατάξεις περί ΑΣΟ πειθαρχική διαδικασία, κατά την οποία η επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απόλυσης δεν εναπόκειται στην αναιτιολόγητη κρίση του εργοδότη, αλλά επέρχεται ύστερα από διαδικασία που εξασφαλίζει το δικαίωμα της ακρόασης του εργαζόμενου και του επανέλεγχου της υπόθεσής του από υπερκείμενο πειθαρχικό όργανο, με εχέγγυα αμεροληψίας. Η αντίθετη εκδοχή θα ανέτρεπε τις αρχές του πειθαρχικού δικαίου υπέρ των συνδικαλιστών, διότι θα περιόριζε γι’ αυτούς τα πειθαρχικά παραπτώματα μόνο στις υπό του άρθρου 14 παρ.10 του ν. 1264/1982 προβλεπόμενες περιπτώσεις, με δυσμενή διάκριση για τους υπόλοιπους εργαζόμενους και θα παρέλυε την πειθαρχική διαδικασία, διότι θα εξαρτούσε την αποτελεσματικότητά της από την απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 15 παρ.1 του ν. 1264/1982, αντίθετα προς το γράμμα και το πνεύμα των διατάξεων του κανονισμού εσωτερικής λειτουργίας που αναφέρθηκε. Παρά ταύτα, η λύση της συμβάσεως εργασίας λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απόλυσης, αν και δεν προαπαιτεί την άδεια της ως άνω Επιτροπής όταν αναφέρεται σε προστατευόμενο συνδικαλιστικό στέλεχος, υπόκειται στον έλεγχο της απαγόρευσης της καταχρηστικής ασκήσεως του διευθυντικού δικαιώματος. 6. Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α’ ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, εφ’ όσον πράγματι συντρέχουν, ο λόγος αναιρέσεως θα μπορούσε να κριθεί βάσιμος. Εάν, όμως, το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως θεμελιώνεται επαρκώς σε δεύτερη, επάλληλη αιτιολογία και με την αίτηση αναιρέσεως είτε δεν πλήττεται η αιτιολογία αυτή είτε πλήττεται μεν, αλλά η προσβολή της δεν είναι επιτυχής, η αναιρετική αιτίαση για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κατά τη διατύπωση της πρώτης ελέγχεται ως αλυσιτελής (ΑΠ 258/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι ο ενάγων (ήδη αναιρεσίβλητος) είχε προσληφθεί την 13-2-1987, με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να απασχοληθεί στο εργοστάσιο επεξεργασίας εσπεριδοειδών, που η εναγομένη αγροτική συνεταιριστική οργάνωση (ήδη αναιρεσείουσα) διατηρεί. Ότι την 23-9-2004 ο ενάγων εκλέχθηκε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του σωματείου των εργαζομένων στην επιχείρηση της εναγομένης και άρχισε να αναπτύσσει έντονη συνδικαλιστική δραστηριότητα. Ότι μετά από αναφορές του ενάγοντος προς την αρμόδια…, για παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας που έβλαπταν είτε τον ίδιο είτε άλλους συναδέλφους του, επιβλήθηκαν έξι (6) πρόστιμα σε βάρος της εναγομένης, με ισάριθμες Πράξεις της εν λόγω υπηρεσίας που εκδόθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 7-12-2005 έως 1-3-2007. Ότι η εναγομένη, για να εκδικηθεί και για να εκφοβίσει τον ενάγοντα, άρχισε να ασκεί σε βάρος αυτού πειθαρχικές διώξεις για περιστατικά που είχαν σχέση με τις εν λόγω αναφορές και το περιεχόμενό τους και, ύστερα από την προβλεπόμενη πειθαρχική διαδικασία, επέβαλε σ’ αυτόν α) με την 1223/17-2-2005 απόφαση του αρμοδίου πειθαρχικού οργάνου, ποινή στέρησης αποδοχών ενός μηνός, διότι “με την από 6-12-2004 αίτησή του είχε ζητήσει να σταματήσουν οι απειλές προς τον ίδιο και τους άλλους εργαζόμενους”, β) με την 1255/31-1-2006 απόφαση του αρμοδίου πειθαρχικού οργάνου, ποινή προσωρινής απόλυσης για χρονικό διάστημα δύο μηνών και είκοσι ημερών, διότι “μέσω καταγγελίας προς το συνδικάτο μηχανικών και θερμαστών Πελοποννήσου είχε ισχυρισθεί ότι η εναγομένη εξαναγκάζει τους πρακτικούς μηχανικούς και θερμαστές να προσφέρουν εργασία διαφορετική και υποδεέστερη κατ’ είδος από αυτήν που κατά τον κανονισμό και τους νόμους υποχρεούνται να προσφέρουν”, γ) με την 1265/30-5-2006 απόφαση του αρμοδίου πειθαρχικού οργάνου, ποινή προσωρινής απόλυσης για χρονικό διάστημα δύο μηνών και είκοσι πέντε ημερών, διότι “στην από 3-2-2006 αγωγή του ενώπιον του…, στρεφόμενη κατά της εναγομένης, είχε ισχυρισθεί ότι κατά την εκδίκαση προηγούμενης πειθαρχικής αγωγής εναντίον του δεν του επιτράπηκε να απολογηθεί μαζί με πληρεξούσιο δικηγόρο, ότι του ασκήθηκε ψυχολογική πίεση και ότι η τιμωρία του ήταν προειλημμένη” και δ) με την 1272/5-10-2006 απόφαση του αρμοδίου πειθαρχικού οργάνου, ποινή προσωρινής απόλυσης για χρονικό διάστημα δύο μηνών και είκοσι εννέα ημερών, διότι “ενώ του είχε ανατεθεί υπερωριακή εργασία, δεν διατύπωσε εγγράφως τις αντιρρήσεις του, σύμφωνα με τον Κανονισμό των ΑΣΟ, αλλά κατήγγειλε το γεγονός στην…”. Ότι την 15-11-2005, η συγκρότηση του διοικητικού συμβουλίου του σωματείου των εργαζομένων στην επιχείρηση της εναγομένης κατέστη αδύνατη, λόγω παραιτήσεως τριών τακτικών και απάντων των αναπληρωματικών μελών αυτού. Ότι, κατόπιν αυτού, προσωρινή διοίκηση του σωματείου διορίσθηκε από το αρμόδιο δικαστήριο, χωρίς μεταξύ των μελών αυτής να περιληφθεί ο ενάγων. Ότι νέες αρχαιρεσίες έγιναν το Φεβρουάριο 2006, κατά τις οποίες ο ενάγων δεν εξελέγη. Ότι παρά ταύτα, επικαλούμενος την ιδιότητα του συνδικαλιστή στο ως άνω σωματείο, ο ενάγων υπέβαλε προς την αρμόδια…από 27-12-2005 αίτηση, με την οποία ζήτησε να ελεγχθεί η εναγομένη για δεκατρείς, κατά τη γνώμη του, παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας, μεταξύ των οποίων και για το ότι δεν καταβαλλόταν το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας στον εργαζόμενο…, ως απασχολούμενο σε ψυκτικούς θαλάμους. Ότι επί του ιδίου θέματος, ο ενάγων επανήλθε την 18-8-2006 με νέα αίτηση. Ότι ύστερα από μήνυση της εναγομένης, ο ενάγων καταδικάσθηκε με την 1369-1447/2009 απόφαση του…για το ότι εν γνώσει του ανέφερε ψευδώς προς την αρμόδια αρχή ότι είναι συνδικαλιστής και ότι ο ως άνω εργαζόμενος απασχολείτο σε ψυκτικούς θαλάμους. Ότι για την υποβολή των από 27-12-2005 και 18-8-2006 αιτήσεων – καταγγελιών, τις οποίες η εναγομένη θεώρησε ψευδείς και συνιστώσες το πειθαρχικό παράπτωμα της ασυμβίβαστης προς την ιδιότητα του συνεταιριστικού υπαλλήλου ηθελημένης βλάβης των συμφερόντων της συνεταιριστικής οργάνωσης, ασκήθηκε νέα πειθαρχική δίωξη κατά του ενάγοντος και, μετά την απολογία του, επιβλήθηκε σ’ αυτόν, με την 1286/15-1-2007 απόφαση του αρμοδίου πειθαρχικού οργάνου, η ποινή της οριστικής απόλυσης, κυρίως, διότι διαπιστώθηκε η τέλεση του εν λόγω πειθαρχικού παραπτώματος και, επικουρικώς, διότι ο ενάγων ήταν υπότροπος, ως καταδικασθείς κατ’ επανάληψη στις ως άνω πειθαρχικές ποινές της προσωρινής απόλυσης. Ότι, στη συνέχεια, η απόφαση επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απόλυσης επικυρώθηκε με την 159/14-2-2007 απόφαση του…της ΠΑΣΕΓ…με το 4995/16-2-2007 έγγραφο της εναγομένης, επιδόθηκε στον ενάγοντα η επικυρωτική απόφαση και γνωστοποιήθηκε ότι η εκτέλεση της ποινής του θα αρχίσει την 21-2-2007. Ότι ο ενάγων, από την 30-10-2006, ήταν μέλος του εννεαμελούς διοικητικού συμβουλίου του κλαδικού σωματείου με την επωνυμία …-…”, έχοντας εκλεγεί πέμπτος κατά σειρά επιτυχίας, ιδιότητα που είχε γνωστοποιηθεί προς την εναγομένη την 10-11-2006. Ότι η επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απόλυσης έγινε χωρίς να τηρηθούν οι προϋποθέσεις και η διαδικασία του ν. 1264/1982 και, ως εκ τούτου, είναι άκυρη. Ότι, σε κάθε περίπτωση, η επιβολή της ως άνω πειθαρχικής ποινής, η οποία κατ’ αποτέλεσμα ταυτίζεται με την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, έγινε από αντίδραση της εναγομένης στη νόμιμη, συνδικαλιστική δράση του ενάγοντος. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας αναγνώρισε “ότι είναι άκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος από την εναγομένη, η οποία έγινε με το 4995/16-2-2007 έγγραφο της εναγομένης σε εκτέλεση της 159/14-2-2007 απόφασης του…της ΠΑΣΕΓΕΣ, με την οποία επικυρώθηκε η 1286/15-1-2007 απόφαση του…της εναγομένης”. Με τα όσα δέχθηκε, το Εφετείο εφάρμοσε εσφαλμένα τις διατάξεις που αναφέρθηκαν στο μέτρο, κατά το οποίο απαίτησε για την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απόλυσης σε εργαζόμενο αγροτικής συνεταιριστικής οργάνωσης, που έχει και την ιδιότητα του συνδικαλιστή, την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 14 παρ.5 και 10 και του άρθρου 15 παρ.1 του ν. 1264/1982, ενώ οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται στην πειθαρχική διαδικασία που καθορίζεται για το προσωπικό των ΑΣΟ από τις ισχύ νόμου έχουσες διατάξεις της ΥΑ 52800/2-10-2006 (ΦΕΚ Β’ 1443). Περαιτέρω, όμως, με δεδομένο το ότι στην ένδικη αγωγή, προς θεμελίωση της ακυρότητας της λύσεως της συμβάσεως εργασίας, γινόταν, παράλληλα, επίκληση (βλ. παραπάνω, σκέψη αρ.1) καταχρηστικής ασκήσεως του διευθυντικού δικαιώματος της αναιρεσείουσας κατά την επιβολή στον αναιρεσίβλητο της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απολύσεως, ως γενομένης από λόγους εκδίκησης κατ’ αυτού για την προηγηθείσα νόμιμη συνδικαλιστική του δραστηριότητα, το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως θεμελιώνεται επαρκώς στην προαναφερθείσα, επάλληλη παραδοχή του Εφετείου περί των στοιχειοθετούντων την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της αναιρεσείουσας περιστατικών. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται αληθές σφάλμα ως προς την ερμηνεία των διατάξεων που διέπουν την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απολύσεως σε συνδικαλιστικό στέλεχος (ΚΠολΔ 559 αρ.1), ελέγχεται κατ’ αποτέλεσμα αβάσιμος, ως αλυσιτελής, διότι η ως προς την ακυρότητα της λύσεως της συμβάσεως εργασίας κρίση του δικαστηρίου της ουσίας θεμελιώνεται επαρκώς στην κατάχρηση δικαιώματος. 7. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης “αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.20 ΚΠολΔ, παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας από κακή ανάγνωση του περιεχομένου αποδεικτικού εγγράφου, στο οποίο αποκλειστικώς ή προεχόντως στήριξε την κρίση του, απέδωσε σ` αυτό περιεχόμενο καταδήλως διάφορο του αληθινού. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι η σύμβαση εργασίας του αναιρεσίβλητου λύθηκε κατόπιν επιβολής σ’ αυτόν, με απόφαση του αρμοδίου πειθαρχικού οργάνου της αναιρεσείουσας, της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απολύσεως, η οποία, ως προς το αποτέλεσμα, δεν διέφερε από τη λύση της συμβάσεως λόγω καταγγελίας εκ μέρους του εργοδότη και ως προς την οποία θα έπρεπε να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις περί προστασίας των συνδικαλιστικών στελεχών. Ανεξάρτητα προς το σφάλμα της ερμηνείας αυτής, περί της οποίας έγινε ήδη λόγος (βλ. παραπάνω, σκέψεις αρ.5 και 6), η αιτιολογία αυτή δεν ενέχει αντίφαση, αφού, σε κάθε περίπτωση, το ζητούμενο είναι η διαπίστωση του κύρους ή της ακυρότητας της λύσεως της συμβάσεως εργασίας, προς την οποία συνδέονται οι ένδικες αξιώσεις. Και περαιτέρω, η εκ μέρους του Δικαστηρίου της ουσίας αναφορά στο 4995/16-2-2007 έγγραφο της αναιρεσείουσας, με το οποίο γνωστοποιήθηκε στον αναιρεσίβλητο η επικύρωση της ως άνω πειθαρχικής ποινής εκ μέρους του πειθαρχικού συμβουλίου της ΠΑΣΕΓΕΣ και η εκτέλεση της ποινής αυτής από 21-2-2007, ουδεμία παραμόρφωση του περιεχομένου αυτού συνιστούσε. Επομένως, οι τρίτος και τέταρτος λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.19 και 20 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. 8. Σύμφωνα με τα παραπάνω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 22-12-2010 αίτηση περί αναιρέσεως της 350/ 2010 αποφάσεως του…. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 29η…2012. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα την 28η Ιουνίου 2012. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ