ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Χριστόφορο Κοσμίδη, προεδρεύοντα αρεοπαγίτη, Μαρία Νικολακέα, Αρετή Παπαδιά, Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου και Σοφία Τζουμερκιώτη, αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 6η Φεβρουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέα Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ.

Της αναιρεσείουσας: Ι. Ν. του Α., κατοίκου …, που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Ευτυχίου- Δημητρίου Καλαμίδα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Της αναιρεσίβλητης: Εταιρίας με την επωνυμία “…”, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, που εδρεύει στην … και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξούσιας δικηγόρου Διονυσίας Γαμβράκη, η οποία κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31-7-2014 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με αριθμό …-8-2014. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 148/2015 απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως κατ’ αυτής, η 2257/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 8-9-2017 και με αριθμό κατάθεσης …-9-2017 αίτησή της και τον από 29-12-2017 και με αριθμό κατάθεσης …-2018 πρόσθετο λόγο αυτής.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η αρεοπαγίτης, Σοφία Τζουμερκιώτη.

Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αναιρεσίβλητης στα δικαστικά έξοδα.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Η από 8-9-2017 και με αριθμό κατάθεσης …-9-2017 αίτηση αναίρεσης κατά της 2257/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, επί της ασκηθείσας από την εναγομένη έφεσης κατά της 148/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας, επί της από 31-7-2014 (με αριθμό κατάθεσης …-8-2014) αγωγής, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1 και 144).

Συνεπώς, είναι παραδεκτή (ΚΠολΔ 577 παρ.1) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (ΚΠολΔ 577 παρ.3). Με τους λόγους της αίτησης πρέπει να συνεξετασθεί και ο πρόσθετος λόγος αναίρεσης, που ασκήθηκε, με το από 29-12-2017 (με αριθμό κατάθεσης …-2018) ιδιαίτερο δικόγραφο, εμπρόθεσμα και κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 569 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, καθόσον κατατέθηκε στη γραμματεία του Αρείου Πάγου τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης (6-2-2018) και αντίγραφο αυτού επιδόθηκε πριν από την ίδια προθεσμία στην αναιρεσίβλητη (σχετ. η …5-1-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Ι.- Ι. Κ.).

2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ.1 περ. ζ’ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, πρόσθετοι λόγοι έφεσης ασκούνται με ποινή απαραδέκτου με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνονται και επιδίδεται στον αντίδικο τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της έφεσης. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 111 παρ.1 και 2 του ίδιου Κώδικα και 20 παρ.1 του Συντάγματος, προκύπτει ότι η άσκηση των προσθέτων λόγων στις ειδικές διαδικασίες ολοκληρώνεται με την κατάθεση αυτών στη γραμματεία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου τουλάχιστον οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης και την επίδοσή τους στον εφεσίβλητο εντός της ίδιας προθεσμίας. Η παράλειψη της κατάθεσης του δικογράφου των προσθέτων λόγων, αλλά και της επίδοσής του πριν από την ανωτέρω προθεσμία, επάγεται το απαράδεκτο αυτών λόγω έλλειψης προδικασίας, με άμεση συνέπεια την απόρριψή τους. Εξάλλου, το άρθρο ένατο του άρθρου 1 του πιο πάνω νόμου, με τον παράτιτλο “μεταβατικές διατάξεις”, ορίζει στη μεν παρ.2 ότι οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591 έως 645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από την 1-1-2016 ένδικα μέσα και αγωγές, στη δε παρ.4 ότι κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1-1-2016. Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 12 του ΕισΝ ΚΠολΔ, ορίζεται ότι στις δίκες που κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ είναι εκκρεμείς στον πρώτο βαθμό, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από τις διατάξεις του, όσες όμως είχαν ενεργηθεί πριν από την εισαγωγή του ρυθμίζονται από το προγενέστερο δίκαιο. Η διάταξη αυτή, η οποία εφαρμόζεται και στα ένδικα μέσα που είχαν ασκηθεί κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την περί τούτου διάταξη του εδαφίου β’ της παρ.1 του άρθρου 24 του ΕισΝ ΚΠολΔ, αποδίδει γενικότερη αρχή του διαχρονικού δικονομικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία η εγκυρότητα διαδικαστικής πράξης, όπως είναι και η άσκηση προσθέτων λόγων έφεσης, κρίνεται με βάση το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο διενέργειας αυτής. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι, μετά την 1-1-2016, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης στις ειδικές διαδικασίες ασκούνται μόνο με ίδιο δικόγραφο, που κατατίθεται και επιδίδεται οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης και όχι με τις προτάσεις, όπως επιτρεπόταν ειδικά επί εργατικών διαφορών κατά την καταργηθείσα από 1-1-2016 διάταξη του άρθρου 674 παρ.1 ΚΠολΔ, η οποία, κατά το καταργηθέν, επίσης, άρθρο 681 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ, εφαρμοζόταν και στη διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας.

3. Με το άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔ ορίζεται ότι, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις από δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο, ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται μέσω του λόγου του αριθμού 1 (ΟλΑΠ 2/2001). Δικονομικό απαράδεκτο είναι αυτό που δημιουργείται από την παραβίαση δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (ΑΠ 164/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ, διότι εσφαλμένα απέρριψε ως απαράδεκτο τον πρόσθετο λόγο της έφεσης, που άσκησε με τις προτάσεις της ενώπιον του Εφετείου. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (ΚΠολΔ 561 παρ.2) προκύπτει ότι το Εφετείο έκρινε ότι, η εκεί εκκαλούσα με τις από 5-12-2016 έγγραφες προτάσεις της, που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, άσκησε πρόσθετο λόγο έφεσης, με τον οποίο απέδιδε σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση, συνιστάμενο στο ότι επιδίκασε στην ενάγουσα τόκους για το ποσό των 10.480 ευρώ, το οποίο την υποχρέωσε να της καταβάλει και [το Εφετείο έκρινε] ότι ο λόγος αυτός, που ασκήθηκε με τις προτάσεις και όχι, όπως απαιτείται, με ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο έπρεπε να κατατεθεί στη γραμματεία και να επιδοθεί στην εφεσίβλητη οκτώ ημέρες πριν από τη δικάσιμο (6-12-2016), είναι απαράδεκτος και ως τέτοιος απορριπτέος. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο τον πρόσθετο λόγο έφεσης, που ασκήθηκε με τις προτάσεις, όπως προκύπτει από την επισκόπηση αυτών και, συνεπώς, ο εξεταζόμενος λόγος είναι αβάσιμος.

4. Κατά την έννοια του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ, για το παραδεκτό του λόγου αναίρεσης, πρέπει ο ισχυρισμός επί του οποίου στηρίζεται, έστω και αν ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας, να έχει προταθεί νομίμως ενώπιον αυτού και να γίνεται επίκληση στο αναιρετήριο της πρότασης αυτής, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Και στις περιπτώσεις όμως αυτές, για να είναι παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός, ο οποίος προτείνεται για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, όταν αφορά τη δημόσια τάξη ή όταν το σφάλμα προκύπτει από την ίδια την απόφαση, πρέπει τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία στηρίζεται, να είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής (ΟλΑΠ 15/2000).

Συνεπώς, αν προσβάλλεται απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και αναιρεσείων είναι ο εκκαλών, που είχε ηττηθεί πρωτοδίκως, για την πληρότητα του σχετικού λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να αναφέρεται ότι ο ισχυρισμός, στον οποίο ο λόγος αναίρεσης στηρίζεται, είχε προταθεί από τον αναιρεσείοντα στο Εφετείο με λόγο της έφεσής του ή ότι συντρέχει κάποια εξαιρετική περίπτωση από τις προαναφερθείσες (ΑΠ 1091/2007, ΑΠ 552/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αίτησης, κατά το δεύτερο μέρος, η αναιρεσείουσα προβάλλει την αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, με το να την υποχρεώσει να καταβάλει τόκους επί του επιδικασθέντος κεφαλαίου από τη σχετική προς αυτήν όχληση, που έγινε την 17-6-2014, εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 340 ΑΚ, την οποία δεν έπρεπε να εφαρμόσει, διότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, καθόσον η μη καταβολή του ποσού της απαίτησης δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητά της, ώστε να καταστεί υπερήμερη και να οφείλει τόκους υπερημερίας, αλλά στη μη έκδοση των σχετικών αποδείξεων παροχής υπηρεσιών. Ο εξεταζόμενος λόγος είναι απαράδεκτος, διότι ο ανωτέρω ισχυρισμός της αναιρεσείουσας, στον οποίο αυτός στηρίζεται, δεν προτάθηκε από αυτή νομίμως στο Εφετείο, δηλαδή με λόγο της έφεσής της. Με τον ίδιο λόγο, κατά το πρώτο μέρος, αποδίδεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 12 και 19 του ν. 3842/2010, με τις οποίες καταργήθηκε η απαλλαγή από το ΦΠΑ των υπηρεσιών των δικηγόρων, καθώς και την 4/28-11-2012 αγορανομική διάταξη, με την οποία ορίσθηκε ότι ο καταναλωτής δεν υποχρεούται να καταβάλει το αντίτιμο, εάν δεν λάβει το νόμιμο παραστατικό, τις οποίες έπρεπε να εφαρμόσει, καθόσον η μη έκδοση των σχετικών αποδείξεων παροχής υπηρεσιών εκ μέρους της ενάγουσας συνιστά έλλειψη απαραίτητης νόμιμης προϋπόθεσης για τη δικαστική επιδίωξη της ικανοποίησης της αξίωσής της για την καταβολή της δικηγορικής αμοιβής. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, σε σχέση με τον ισχυρισμό της εκεί εκκαλούσας, που προτάθηκε με τις προτάσεις της, ότι η αγωγή, κατά το μέρος που αξιώνεται με αυτή αμοιβή για τις παρασχεθείσες δικηγορικές υπηρεσίες που αναφέρονται στους πίνακες …, είναι απαράδεκτη, επειδή η ενάγουσα δεν είχε εκδώσει γι’ αυτές αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, το Εφετείο, αφού ερεύνησε αυτεπαγγέλτως τον εν λόγω ισχυρισμό, τον έκρινε αβάσιμο και ως εκ τούτου απορριπτέο, με την αιτιολογία ότι η έκδοση απόδειξης παροχής υπηρεσιών δεν αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής, ώστε η έλλειψή της να καθιστά την αγωγή απαράδεκτη, αλλά η σχετική παράβαση ελέγχεται από την αρμόδια φορολογική αρχή και, σε περίπτωση διαπίστωσής της, επιβάλλονται οι ανάλογες κυρώσεις. Με την κρίση αυτή και ανεξάρτητα του ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν προτάθηκε με λόγο έφεσης, αλλά με τις προτάσεις, πλην όμως ερευνήθηκε αυτεπαγγέλτως, το Εφετείο ορθώς δεν εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες δεν ήταν εφαρμοστέες, καθόσον η μη έκδοση απόδειξης παροχής υπηρεσιών για δικηγορικές υπηρεσίες δεν αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής για την καταβολή της σχετικής αμοιβής και, συνεπώς, ο εξεταζόμενος δεύτερος λόγος, κατά το πρώτο μέρος, είναι αβάσιμος.

5. Ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ ιδρύεται και όταν η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου αφορά τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, με τους οποίους αίρονται οι ασάφειες ή πληρούνται τα κενά που διαπιστώνονται στις δικαιοπρακτικές δηλώσεις βούλησης των μερών. Ειδικότερα, παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, που περιέχονται στα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, υφίσταται όταν το δικαστήριο της ουσίας, είτε προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες προς συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι, κατά την ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του, δέχθηκε ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερμηνευτικούς κανόνες, καίτοι ανέλεγκτα, επίσης, διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων, οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης συμπλήρωσης ή ερμηνείας με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Η διαπίστωση, εξάλλου, από το δικαστήριο της ουσίας κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία μπορεί να αναφέρεται ρητά στην απόφασή του, αρκεί όμως να προκύπτει και έμμεσα από αυτή, όπως συμβαίνει όταν, παρά την έλλειψη σχετικής διαπίστωσης στην απόφαση ή ακόμη και παρά τη ρητή διαβεβαίωση της ανυπαρξίας της, το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, γεγονός που αποκαλύπτει ακριβώς ότι το δικαστήριο αντιμετώπισε κενό ή ασάφεια στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων, που το ανάγκασαν να καταφύγει στη συμπλήρωση ή, ανάλογα, στην ερμηνεία τους. Παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των ανωτέρω διατάξεων συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή τους, με την έννοια της ευθείας κατ’ αρχήν παράβασης των κανόνων αυτών στην περίπτωση που το σχετικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο ως προς την ερμηνεία ή τη συμπλήρωση της δικαιοπραξίας, δεν είναι σύμφωνο με τα κριτήρια της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 672/2014, ΑΠ 1098/2011). 6.

Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με το μοναδικό λόγο αναίρεσης του προσθέτου δικογράφου αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, που συνίσταται στην παραβίαση των ερμηνευτικών των δικαιοπραξιών διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, επειδή το Εφετείο, μολονότι δέχθηκε την ύπαρξη κενού και αμφιβολίας ως προς την έννοια του όρου 2.4 του από 15-3-2012 ιδιωτικού συμφωνητικού, παρέλειψε να προσφύγει στις διατάξεις αυτές. Ο λόγος αυτός αρμόζει αποκλειστικά στην παραδοχή της αγωγής κατά το κεφάλαιο που αφορά την επιδικασθείσα στην ενάγουσα δικηγορική αμοιβή για τις σχετικές ενέργειες που δεν περιλαμβάνονταν στο εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο συνέχεται αναγκαστικά με το κεφάλαιο των τόκων, που προσβάλλεται με λόγο του κυρίου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (ΚΠολΔ 561 παρ.2) προκύπτει ότι το Εφετείο, εκτιμώντας το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, που παραδεκτά προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι, δέχθηκε, σε σχέση με το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης, τα εξής ουσιώδη: Ότι με το από 15-3-2012 ιδιωτικό συμφωνητικό, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας (ήδη αναιρεσίβλητης) δικηγορικής εταιρίας και της εναγομένης (ήδη αναιρεσείουσας), ρητά συμφωνήθηκε με το κεφάλαιο Δ.2.4 αυτού ότι “…η ως άνω συμφωνία για αμοιβή δεν περιλαμβάνει αμοιβές για τυχόν διεξαγωγή ποινικών, φορολογικών ή διοικητικών διαδικασιών ή τυχόν εξώδικες ενέργειες, οι οποίες δεν συνάπτονται προς την πρόοδο του δικαστικού αγώνα καθ’ εαυτόν και δεν αποσκοπούν στην επιδίωξη της είσπραξης των ποσών της απαίτησης, που περιγράφονται στο κεφάλαιο Α’ του παρόντος και κάθε άλλα πάσης φύσεως μέτρα, τα οποία με κοινή απόφαση της εντολοδόχου και της εντολέως τυχόν θα ληφθούν παρεμπιπτόντως του δικαστικού αγώνα, για τα οποία η αμοιβή θα καθορίζεται με ειδική, κατά περίπτωση, συμφωνία πριν από την έναρξη οποιασδήποτε ενέργειας από την πλευρά της εντολοδόχου”. Ότι η εναγομένη, μετά την υπογραφή του πιο πάνω συμφωνητικού, ήτοι μέχρι τα τέλη Μαρτίου 2012, ανέθεσε στην ενάγουσα προφορικά και εκείνη ανέλαβε να διεκπεραιώσει και τις πιο κάτω υποθέσεις που αφορούσαν: α) διαφορές της εναγομένης με τους συγγενείς της (μητέρα και αδέλφια), που προέκυψαν από τη συγκατοίκηση με τη μητέρα της στο ίδιο συγκρότημα κατοικιών στη …, κυρίως για το θέμα της κεντρικής θέρμανσης και της προμήθειας πετρελαίου, β) διαφορές σχετικά με την τακτοποίηση αυθαιρέτων κατασκευών και την έκδοση άδειας λειτουργίας του εργοστασίου της εταιρίας στα …, γ) υπόθεση σχετική με την υποβολή μήνυσης σε βάρος της εναγομένης από την μητέρα της για παράνομη χρήση εταιρικού τηλεφώνου και δ) υπόθεση σχετική με παραβάσεις της νομοθεσίας περί προστασίας του περιβάλλοντος από τη λειτουργία του προαναφερθέντος εργοστασίου. Ότι, ενόψει του ότι οι διάδικοι προβάλλουν αντίθετους ισχυρισμούς περί του αν οι ως άνω υποθέσεις περιλαμβάνονται ή όχι στο από 15-3-2012 ιδιωτικό συμφωνητικό, κρίσιμο θέμα για την επίλυση της ένδικης διαφοράς είναι το αν οι παραπάνω ενέργειες συνάπτονται ή όχι με την πρόοδο του δικαστικού αγώνα και αποσκοπούν ή όχι στην επιδίωξη των ποσών της απαίτησης, που αναφέρεται στο ιδιωτικό συμφωνητικό, ώστε σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, η ενάγουσα να δικαιούται γι’ αυτές πρόσθετης αμοιβής. Ότι το ζήτημα αυτό θα κριθεί από το δικαστήριο με βάση τη φύση των ενεργειών, χωρίς να υπάρχει ανάγκη προσφυγής στις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, αφού αυτό δεν εξαρτάται από το περιεχόμενο των δηλώσεων βούλησης των συμβαλλομένων, αλλά, αντίθετα, είναι πλήρης και σαφής η βούλησή τους να μην υπάγονται στη συμφωνηθείσα αμοιβή οι εν λόγω ενέργειες, εφόσον δεν συνάπτονται με την πρόοδο του δικαστικού αγώνα και την επιδίωξη είσπραξης της απαίτησης. Ότι η παράλειψη καθορισμού εκ των προτέρων της αμοιβής της ενάγουσας για τις ενέργειες αυτές, δεν σημαίνει άνευ άλλου τινός, ότι η παράλειψη αυτή οδηγεί στην παραδοχή ότι οι εν λόγω ενέργειες βρίσκονται εντός του πεδίου εφαρμογής του ανωτέρω συμφωνητικού. Ότι, όπως ρητά αναγράφεται στο πιο πάνω συμφωνητικό, κύριο περιεχόμενο της ανατεθείσας στην ενάγουσα εντολής ήταν η με κάθε νόμιμο τρόπο, δικαστικώς και εξωδίκως, επιδίωξη ικανοποίησης ή και είσπραξης της απαίτησης, που προσδιορίζεται στο εν λόγω συμφωνητικό και απορρέει αποκλειστικά από τα δικαιώματα της εναγομένης ως μετόχου της εταιρίας “…” και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου, κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου, του αποβιώσαντος πατέρα της, ο οποίος ήταν ιδρυτής και μέτοχος της εν λόγω εταιρίας, στρέφεται δε κατά της ανωτέρω εταιρίας, της μητέρας της Μ.- Ι. Ν. και των αδελφών της Π. Ν. και Π. Ν.. Ότι οι αναφερόμενες στους πίνακες … της αγωγής ενέργειες, που δέχθηκε η πρωτόδικη απόφαση ότι έγιναν, χωρίς να προσβάλλεται κατά τούτο με λόγο έφεσης, αφορούν αποκλειστικά τις αναφερόμενες ανωτέρω υποθέσεις (υπό στοιχεία α, β, γ και δ). Ότι οι ενέργειες αυτές βρίσκονται εκτός του πεδίου εφαρμογής του από 15-3-2012 ιδιωτικού συμφωνητικού, μη συνδεόμενες με την πρόοδο του δικαστικού αγώνα για την είσπραξη της αναφερόμενης σε αυτό απαίτησης και επομένως, ενόψει του ότι δεν συμφωνήθηκε ειδικά γι’ αυτές αμοιβή, η ενάγουσα δικαιούται την ελάχιστη, προβλεπόμενη από τον Κώδικα Δικηγόρων, νόμιμη αμοιβή, την οποία επιδίκασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δεν προσβάλλεται ως προς το ύψος της με λόγο έφεσης. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο δεν δέχθηκε, ούτε έμμεσα ούτε σιωπηρά, ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στις δηλώσεις βούλησης των διαδίκων αναφορικά με τον όρο Δ.2.4 του από 15-3-2012 ιδιωτικού συμφωνητικού, ώστε να προσφύγει στην εφαρμογή των ερμηνευτικών διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ για να ερμηνεύσει το σαφές, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, περιεχόμενο της δήλωσης βούλησης των διαδίκων, δεχόμενο ότι είναι πλήρης και σαφής η δήλωσή τους να μην υπάγονται στη συμφωνηθείσα αμοιβή οι προαναφερόμενες δικηγορικές ενέργειες, αφού δεν συνάπτονται με την πρόοδο του δικαστικού αγώνα και την επιδίωξη είσπραξης της απαίτησης, που αναφέρεται στο εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό, τα δε αναφερόμενα στην απόφαση επιχειρήματα ουδόλως αναδεικνύουν προσπάθεια ερμηνείας της δήλωσης βούλησης των συμβαλλομένων. Επομένως, ενόψει του ότι η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι η δήλωση βούλησης είναι σαφής και δεν έχει ανάγκη ερμηνείας, αποτελεί εκτίμηση πραγμάτων και συνεπώς δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, ο εξεταζόμενος πρόσθετος λόγος από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, που συνίσταται στην παραβίαση των ερμηνευτικών των δικαιοπραξιών διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, ελέγχεται αβάσιμος.

7. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση, κατά τους κύριους και τον πρόσθετο λόγους της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 8-9-2017 και με αριθμό κατάθεσης …-9-2017 αίτηση για αναίρεση της 2257/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

Και

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 7η Ιουνίου 2018.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 5η Ιουλίου 2018.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
oenet.gr/