ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Σοφία Ντάντου, Γεώργιο Χοϊμέ και Ναυσικά Φράγκου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Μαρτίου 2017, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Γ. του Ε., κατοίκου … και 2) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Σταυρόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Του αναιρεσιβλήτου: Δ. Λ. του Ι., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αλεξόπουλο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-4-2012 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1811/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5790/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 23-11-2015 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Ναυσικά Φράγκου, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ο από το άρθρ. 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης ιδρύεται, εάν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Εξάλλου επί αγωγής προς αποζημίωση από αυτοκινητικό ατύχημα, που προκλήθηκε από υπαιτιότητα του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, εάν με το δικόγραφο της αγωγής γίνεται επίκληση της αμέλειας του εναγομένου, είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής από το δικαστήριο της ουσίας, με βάση τα ειδικότερα (διευκρινιστικά) περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν την αμέλεια του εναγομένου οδηγού, έστω και εάν τα περιστατικά αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στους αγωγικούς ισχυρισμούς. Κάτι τέτοιο δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ, μεταβολή της βάσεως της αγωγής και δεν ιδρύεται ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 832/2011). Επομένως, ο πρώτος, από το άρθρο 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το δικάσαν Εφετείο προς θεμελίωση της υπαιτιότητας του εναγομένου νυν αναιρεσείοντα έλαβε υπόψη ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπ’ όψιν πράγματα που προτάθηκαν είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, διότι τα αναφερόμενα στις αιτιάσεις του λόγου αυτού περιστατικά, αφορούν περαιτέρω διευκρίνιση και πληρέστερο προσδιορισμό των λεπτομερειών και συνθηκών, που θεμελιώνουν την υπαιτιότητα (αμέλεια) του εναγομένου οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, με βάση όσα προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω δε και εάν τα περιστατικά αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στους αγωγικούς ισχυρισμούς και δεν συνιστούν, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσεως της αγωγής, ούτε ιδρύεται ο παραπάνω λόγος αναίρεσης από τη λήψη υπόψη μη προταθέντων ή μη παραδεκτώς προταθέντων ισχυρισμών. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια της παραβάσεως του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, διότι δεν εφήρμοσε τις διατάξεις του Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ) α) άρθρ. 12 παρ. 1 και β) άρθρ. 17 παρ. 1 και 5.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου εσωτερικού ή διεθνούς. Ο κανόνας παραβιάζεται, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είτε με ψευδή ερμηνεία, η οποία υπάρχει όταν αποδίδεται στον κανόνα δικαίου διαφορετική έννοια από την αληθινή, είτε με μη ορθή εφαρμογή, η οποία συντελείται, όταν εφαρμόζεται κανόνας, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή όταν δεν εφαρμόζεται, ενώ έπρεπε να εφαρμοστεί ή όταν εφαρμόσθηκε εσφαλμένως.

Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται.

Περαιτέρω κατά τις διατάξεις του Ν. 2696/1999: ΚΩΔΙΚΑΣ ΟΔΙΚΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ α) άρθρ. 12 παρ. 1: Αυτοί που χρησιμοποιούν τις οδούς πρέπει να αποφεύγουν οποιαδήποτε συμπεριφορά που είναι ενδεχόμενο να εκθέσει σε κίνδυνο ή να παρεμβάλλει εμπόδια στην κυκλοφορία, να εκθέσει σε κίνδυνο πρόσωπα ή ζώα ή να προκαλέσει ζημιές σε δημόσιες ή ιδιωτικές περιουσίες. Οι οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή, να επιδεικνύουν ιδιαίτερη προσοχή στα παιδιά, στους υπερήλικες, στα άτομα με ειδικές ανάγκες και γενικώς στα πρόσωπα που χρειάζονται βοήθεια και να μην προκαλούν γενικά με τη συμπεριφορά τους τρόμο, ανησυχία ή παρενόχληση στους λοιπούς χρήστες των οδών, στους παρόδιους ή στους κατοικούντες πλησίον αυτών. Και β) άρθρ. 17 παρ. 1 και παρ. 5: Ο οδηγός επιτρέπεται να προσπεράσει προπορευόμενο όχημα μόνον εφόσον μπορεί να το κάνει χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση της κυκλοφορίας και εφόσον προειδοποιήσει έγκαιρα γι’ αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 2 του παρόντος Κώδικα, “Ο οδηγός, κατά το προσπέρασμα, υποχρεούται να αφήνει στο όχημα το οποίο προσπερνά, αρκετό χώρο παραπλεύρως”.

Στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλομένη απόφαση κατά το ενδιαφέρον μέρος της για την έρευνα της βασιμότητας του παραπάνω αναιρετικού λόγου δέχθηκε τα εξής: “Την 3-11-2010 και περί ώρα 17.30 περίπου, ο πρώτος εναγόμενος, Α. Γ., οδηγώντας το υπ’ αριθμό κυκλοφορίας … Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για τις προς τρίτους ζημίες και σωματικές βλάβες στη δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, κινείτο στην οδό … του Δήμου Καματερού Αττικής, με κατεύθυνση από την οδό … προς τη λεωφόρο Δημοκρατίας. Η ως άνω οδός είναι διπλής κατεύθυνσης, χωρίς να υφίσταται επί του οδοστρώματος διαχωριστική γραμμή των αντίθετων κατευθύνσεων, είναι ευθεία και οριζόντια και έχει συνολικό πλάτος οδοστρώματος 8,4 μέτρων και το όριο ταχύτητας είναι πενήντα (50) χιλιόμετρα ανά ώρα, λόγω κατοικημένης περιοχής. Κατά τον ως άνω χρόνο η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν κανονική, ήταν νύχτα, υπήρχε επαρκής δημοτικός ηλεκτροφωτισμός, η ορατότητα ήταν επαρκής, ο καιρός ήταν αίθριος και η κατάσταση της οδού ήταν ξηρά. Την ίδια στιγμή στην ίδια οδό όπισθεν και ομόρροπα του αυτοκινήτου του πρώτου εναγόμενου κινούνταν ο ενάγων οδηγώντας την υπ’ αριθμό κυκλοφορίας … δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας του. Όταν ο ενάγων έφθασε κοντά στον … της ως άνω οδού και λίγα μέτρα μετά την διασταύρωση της εν λόγω οδού … με την οδό …, επιχείρησε υπέρβαση από αριστερά του προπορευόμενου αυτοκινήτου του πρώτου εναγόμενου, αφήνοντας στο όχημα του τελευταίου αρκετό χώρο παραπλεύρως. Κατά την στιγμή όμως που επιχειρούσε ο ενάγων την ως άνω υπέρβαση και τα δύο οχήματα έβαιναν παράλληλα ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος από έλλειψη προσοχής ως προς την οδήγηση, δεν είχε αντιληφθεί την κίνηση της μοτοσικλέτας ενήργησε αιφνίδια ελιγμό προς τα αριστερά με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί στην πορεία του ενάγοντος, ο οποίος χάνοντας την ισορροπία του χτύπησε με το δεξί του χέρι τον ουρανό του εν λόγω αυτοκινήτου. Μόλις τότε ο πρώτος εναγόμενος αντιλήφθηκε τον ενάγοντα από τον ως άνω θόρυβο και στρέφοντας το κεφάλι του έστρεψε απότομα κι άλλο το τιμόνι του προς τα αριστερά με αποτέλεσμα να χάσει πλήρως τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, το οποίο εκτράπηκε προς το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας παρασύροντας την μοτοσικλέτα του ενάγοντος που περιστρεφόμενη χτύπησε στο εμπρόσθιο μεσαίο τμήμα του αυτοκινήτου και στη συνέχεια ανατράπηκε στο οδόστρωμα παρασυρόμενη κατά την φορά του αυτοκινήτου, τα δύο οχήματα δε κατέληξαν στο δεξιό άκρο του οδοστρώματος του αντίθετου ρεύματος κυκλοφορίας της οδού …, ενώ ο ενάγων κατέπεσε επί του πεζοδρομίου σε απόσταση 0,70 μέτρων από το άκρο του, όπου και βρέθηκαν τα ίχνη αίματος αυτού (βλ. την από 3-11-2010 έκθεση αυτοψίας και πρόχειρο σχεδιάγραμμα των αστυνομικών του Τ.Τ. Περιστερίου). Τα ως άνω οχήματα όπως προκύπτει από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα κατέληξαν στο δεξιό άκρο και δη το όχημα του πρώτου εναγόμενου αφού προσέκρουσε με την εμπρόσθια αριστερή γωνία του (στο ύψος του προφυλακτήρα και εμπρόσθιου αριστερού φλας, που αποκολλήθηκε) στην οπίσθια αριστερή γωνία του υπ’ αριθμό κυκλοφορίας … Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, που ήταν σταθμευμένο στο δεξιό άκρου άκρο του οδοστρώματος του ρεύματος κυκλοφορίας προς την οδό … ακινητοποιήθηκε εκεί (στο δεξί άκρο του οδοστρώματος), αντίθετα προς την κατεύθυνση του άνω ρεύματος πορείας και σε μικρή απόσταση μπροστά του ακινητοποιήθηκε η μοτοσικλέτα. Αποκλειστικά υπαίτιος της ως άνω σύγκρουσης είναι ο οδηγός του αυτοκινήτου ήτοι ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος δεν επέδειξε την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια. Δηλαδή την αντικειμενικώς και αφηρημένως λαμβανόμενη επιμέλεια του συνετού ατόμου (οδηγού), μέσα στον κύκλο της εν λόγω δραστηριότητάς του (ΑΠ 1427/1977, 1274/1977 ΝοΒ 28.1036 και 26.1044 αντιστοίχως). Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο πρώτος εναγόμενος κατά την οδήγηση του οχήματός του δεν επέδειξε την προσοχή και επιμέλεια που απαιτείται κατά τη συναλλακτική πίστη στον κύκλο της προεκτιθέμενης δραστηριότητάς του, δηλαδή της οδήγησης, και συμπεριφερόμενος κατά τρόπο αντίθετο από εκείνον που επιβαλλόταν από τις περιστάσεις (άρθρ. 330 εδ. β’ ΑΚ, 12 παρ. 1 ΚΟΚ., βλ., και ΑΠ 477/2001 ΕλλΔνη 43.383, ΑΠ 889/2000 ΕλλΔνη 42.386) και από το καθήκον του να αποφεύγει συμπεριφορά που ήταν ενδεχόμενο να παρεμβάλλει εμπόδια στην κυκλοφορία, να εκθέσει σε κίνδυνο πρόσωπα ή να προκαλέσει ζημίες σε περιουσίες, δεν οδηγούσε με σύνεση (άρθρ. 12 παρ. 1 Κ.Ο.Κ.), ούτε ασκούσε έλεγχο και εποπτεία του οχήματός του, ώστε να είναι σε θέση να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, ενήργησε δε αιφνίδιο και απροειδοποίητο ελιγμό προς τα αριστερά, χωρίς να βεβαιωθεί ότι μπορούσε να το πράξει χωρίς κίνδυνο ή παρακώληση των λοιπών χρηστών της οδού, όπως του ενάγοντος, ο οποίος κινείτο παράλληλα με αυτόν και εκτελούσε υπέρβαση του ως άνω αυτοκινήτου (άρθρο 21 παρ. 1 και 6 Κ.Ο.Κ.) και έτσι να παρεμβληθεί στην πορεία της μοτοσικλέτας του ενάγοντος με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά ο τελευταίος και να προκληθούν υλικές ζημίες στην μοτοσικλέτα που οδηγούσε. Από το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό, προκύπτει ότι οι συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα το εν λόγω ατύχημα, είναι αυτές που εκτίθενται παραπάνω και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ό ισχυρισμός των εκκαλούντων – εναγομένων περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στην πρόκληση του ατυχήματος. Ειδικότερα ότι ο πρώτος εναγόμενος είναι αποκλειστικά υπαίτιος επιδεικνύοντας την προαναφερόμενη αμελή συμπεριφορά προκύπτει από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα και κυρίως από το ως άνω σχεδιάγραμμα και την οικεία έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος στην οποία αποτυπώνονται, τα γυαλιά και θραύσματα που ευρέθησαν στο δεξιό άκρο του οδοστρώματος του αντίθετου ρεύματος κυκλοφορίας της οδού …, τις επιφάνειες των οχημάτων που συγκρούστηκαν και υπέστησαν βλάβες σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και τα διδάγματα της κοινής πείρας. Εξάλλου, δεν βαρύνει κάποια αμέλεια τον εκκαλούντα – εφεσίβλητο – ενάγοντα σχετικά με την πρόκληση του εν λόγω ατυχήματος, διότι αυτός πραγματοποιούσε υπέρβαση αφήνοντας στο όχημα του πρώτου εναγομένου αρκετό χώρο παραπλεύρως ενώ ο αιφνιδιαστικός ελιγμός του αυτοκινήτου του εκκαλούντος – εφεσιβλήτου – πρώτου εναγομένου προς τα αριστερά σύμφωνα με όσα προεκτέθησαν είχαν σαν αποτέλεσμα να παρεμβληθεί αυτό (αυτοκίνητο) στην πορεία της μοτοσικλέτας και να χάσει ο οδηγός της την ισορροπία του και τον έλεγχο του οχήματός του. Από κανένα δε αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχτηκε ότι ο ενάγων οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα. Η κρίση ως προς τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά στηρίζεται σε όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε αποκλειστικά υπαίτιο του ανωτέρω ατυχήματος τον πρώτο εναγόμενο, ενώ απέρριψε τον ισχυρισμό του τελευταίου για συνυπαιτιότητα του ενάγοντος στην πρόκληση του ατυχήματος αυτού σωστά τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε. Γι’ αυτό οι λόγοι έφεσης, των εκκαλούντων – εναγομένων με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι”. Έκρινε λοιπόν το Εφετείο ότι α) η συμπεριφορά του αναιρεσιβλήτου, οδηγού της μοτοσυκλέτας, κατά την οποία κτύπησε με το δεξί του χέρι τον ουρανό του αυτοκινήτου, ακολούθησε και ήταν αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος οδηγού του αυτοκινήτου, κατά την οποία, κατά την στιγμή που επιχειρούσε ο οδηγός της μοτοσυκλέτας υπέρβαση από αριστερά του προπορευομένου αυτοκινήτου, αφήνοντας στο αυτοκίνητο αρκετό χώρο παραπλεύρως, και ενώ τα δύο οχήματα έβαιναν παράλληλα, ο οδηγός του αυτοκινήτου, ο οποίος από έλλειψη της προσοχής ως προς την οδήγηση, δεν είχε αντιληφθεί την κίνηση της μοτοσυκλέτας, ενήργησε αιφνίδια ελιγμό προς τα αριστερά, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί στην πορεία του οδηγού της μοτοσυκλέτας, ο οποίος χάνοντας την ισορροπία του κτύπησε με το δεξί του χέρι τον ουρανό του αυτοκινήτου και β) ότι ο οδηγός της μοτοσικλέτας επιχείρησε υπέρβαση από αριστερά του προπορευομένου αυτοκινήτου, αφήνοντας στο όχημα αυτό αρκετό χώρο παραπλεύρως. Επομένως ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος που υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ως ερειδόμενος επί αναληθούς προϋποθέσεως.

Προσέτι με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως από τον αριθμ. 1 εδ. β’ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. προσάπτεται η πλημμέλεια ότι το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας που αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς, με τις παραδοχές α) ότι δεν υπήρξε σύγκρουση των δύο οχημάτων κατά την χρονική στιγμή της παρεμβολής του αυτοκινήτου στην πορεία της μοτοσικλέτας και β) ότι ο οδηγός της μοτοσικλέτας κτύπησε με το δεξί του χέρι τον ουρανό του αυτοκινήτου λόγω του ότι έχασε την ισορροπία του. Ο λόγος αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι, όπως από το προδιαληφθέν περιεχόμενό του σαφώς προκύπτει, η προσβαλλόμενη αναιρετική πλημμέλεια αναφέρεται ευθέως στην παραβίαση διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών γεγονότων και όχι στην ερμηνεία, μη προσδιοριζόμενων άλλωστε, προδήλως για το λόγο αυτόν, κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ’ αυτούς πραγματικών γεγονότων.

Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297, 300, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι απαραίτητη προϋπόθεση της ευθύνης προς αποζημίωση σε περίπτωση σύγκρουσης αυτοκινήτων είναι η υπαιτιότητα του οδηγού του αυτοκινήτου που προκάλεσε τη ζημία, καθώς και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της πράξεως ή παραλείψεως του οδηγού και της σύγκρουσης από την οποία προκλήθηκαν οι ζημίες. Επίσης μόνη η παραβίαση των διατάξεων του Κ.Ο.Κ. (Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας), δεν θεμελιώνει αυτή καθ’ αυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης παράβασης και του επελθόντος αποτελέσματος. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚπολΔ, ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης της αποφάσεως ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά τα αναγκαία για την κρίση στην συγκεκριμένη περίπτωση ως προς τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή για τη μη συνδρομή τους που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Αντίθετα δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος.

Τέλος με τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 1 και 21 παρ. 1 Ν. 2696/1999 ορίζεται ότι: Αυτοί που χρησιμοποιούν τις οδούς πρέπει να αποφεύγουν οποιαδήποτε συμπεριφορά που είναι ενδεχόμενο να εκθέσει σε κίνδυνο ή να παρεμβάλλει εμπόδια στην κυκλοφορία, να εκθέσει σε κίνδυνο πρόσωπα ή ζώα ή να προκαλέσει ζημιές σε δημόσιες ή ιδιωτικές περιουσίες. Οι οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν σύνεση και με διαρκώς τεταμένη προσοχή, να επιδεικνύουν ιδιαίτερη προσοχή στα παιδιά, στους υπερήλικες, στα άτομα με ειδικές ανάγκες και γενικώς στα πρόσωπα που χρειάζονται βοήθεια και να μην προκαλούν γενικά με τη συμπεριφορά τους τρόμο, ανησυχία ή παρενόχληση στους λοιπούς χρήστες των οδών, στους παρόδιους ή στους κατοικούντες πλησίον αυτών… Ο οδηγός που προτίθεται να εκτελέσει ελιγμό, οφείλει προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση των λοιπών χρηστών της οδού, οι οποίοι κινούνται πίσω, μπροστά ή πλάι του, ή ετοιμάζονται να προσπεράσουν, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση, την κατεύθυνση και την ταχύτητά τους. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση του, της οποίας η αιτιολογία έχει ήδη εκτεθεί κατά πιστή μεταφορά παραπάνω, δεν παραβίασε τις ανωτέρω διατάξεις, ούτε τις διατάξεις των άρθρων 330 εδ. β’ ΑΚ, 12 παρ. 1, 21 παρ. 1 και 6 ν. 2696/1999, διέλαβε δε στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς την κρίση του, ότι αποκλειστικός υπαίτιος της ένδικης συγκρούσεως είναι ο αναιρεσείων, δεχόμενο ότι αυτός ενήργησε αιφνίδιο και απροειδοποίητο ελιγμό προς τα αριστερά χωρίς να βεβαιωθεί ότι μπορούσε να το πράξει χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση των λοιπών χρηστών της οδού, και δη του αναιρεσιβλήτου ο οποίος εκινείτο παράλληλα με αυτόν και εκτελούσε υπέρβαση του ως άνω, αυτοκινήτου και έτσι να παρεμβληθεί στην πορεία της μοτοσικλέτας του ενάγοντος με αποτέλεσμα το ένδικο ατύχημα. Επομένως ο τρίτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια των διατάξεων του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, και με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος παρέστη και κατέθεσε προτάσεις (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ). Τέλος πρέπει να διαταχθεί να εισαχθεί το παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 4 εδ. ε’ ΚπολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 23-11-2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. …27-5-2016) αίτηση για αναίρεση της 5790/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.

Και

Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το παράβολο με αριθμούς … (Δημοσίου), και … (ΤΑΧΔΙΚ).

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Φεβρουαρίου 2018.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Φεβρουαρίου 2018.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
oenet.gr