Κατά τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπό όψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπό όψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα” νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. Επομένως πράγματα υπό την έννοια αυτή, αποτελούν και οι διάφορες βάσεις της αγωγής.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 535 και 536 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι όταν η αγωγή στηρίζεται σε περισσότερες βάσεις και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατόπιν αποδοχής της έφεσης του εναγομένου, απορρίπτει την αγωγή κατά την κύρια βάση της, πρέπει να ερευνήσει και χωρίς ειδικό παράπονο, τις υπόλοιπες επικουρικές βάσεις της, που δεν είχαν εξετασθεί πρωτοδίκως, αφού στη περίπτωση αυτή το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της απόφασης που πλήττονται με την έφεση του εναγομένου, αλλά εκτείνεται και στις μη εξετασθείσες πρωτοδίκως βάσεις και τούτο διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή.
Εάν όμως οι επικουρικές αυτές βάσεις ερευνήθηκαν και απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στερείται εξουσίας για αυτεπάγγελτη έρευνά τους, αλλά στην περίπτωση αυτή απαιτείται υποβολή προσηκόντως παραπόνου έφεσης από τον ενάγοντα εφεσίβλητο με δική του έφεση, έστω και επικουρικού χαρακτήρα, σε σχέση με την τυχόν παραδοχή της έφεσης του εναγομένου.
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, με την αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, οι αναιρεσείοντες ζητούσαν κυρίως να αναγνωρισθεί ότι συμπληρώθηκε στο πρόσωπό τους ο νόμιμος χρόνος κτητικής παραγραφής για την κτήση του δικαιώματος συγκυριότητας στο επίδικο ακίνητο, επικουρικά δε ότι συμπληρώθηκε στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου τους και ακολούθως στο πρόσωπό τους, ως καθολικών διαδόχων αυτού ο νόμιμος χρόνος κτητικής παραγραφής για την κτήση του δικαιώματος ωφέλιμης κυριότητας σ’ αυτό.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ερευνώντας και τις δύο βάσεις δέχθηκε ως νόμιμη κατά ένα μέρος και ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή κατά την κύρια βάση της και απέρριψε αυτήν ως νόμω αβάσιμη κατά την επικουρική της βάση. Κατά της αποφάσεως αυτής οι ήδη αναιρεσίβλητοι-εναγόμενοι άσκησαν έφεση, παραπονούμενοι για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
Το Εφετείο δικάζοντας την έφεση στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος αυτής επανεκτίμησε την υπόθεση και ερευνώντας αυτεπαγγέλτως τη νομική βασιμότητα της αγωγής κατά την κύρια βάση αυτής, που δέχθηκε ως κατ’ ουσίαν βάσιμη το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έκρινε ότι είναι νόμω αβάσιμη και αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή ως προς τη βάση αυτή.
Συνεπώς ο λόγος αυτός της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος, καθ’ όσον το δικαστήριο της ουσίας δεν ενήργησε, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, καθ’ υπέρβαση των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης των εναγομένων, οπότε και μόνον θα ιδρυόταν η σχετική πλημμέλεια.
Απορρίπτει την από 1-7-2013 αίτηση των Π. Μ. κ.λπ. περί αναιρέσεως της 22/2013 απόφασης του Εφετείου Δωδεκανήσου.
areiospagos.gr