ΜονΠρΘεσ 1610/16 : Αλληλόχρεος λογαριασμός – έννοια. Εν προκειμένω εκτιμάται ότι δεν πρόκειται για αλληλόχρεο λογαριασμό αλλά για απλό δοσοληπτικό λογαριασμό μεταξύ των διαδίκων, αφού ρητά αναφέρεται στην αγωγή ότι η πρώτη εναγομένη έφερε την ιδιότητα της αγοράστριας που παρήγγειλε και αγόραζε εμπορεύματα και εντεύθεν της οφείλέτιδας του καταβλητέου τιμήματος που καταχωρούνταν στο λογαριασμό, ο δε ενάγων έφερε την ιδιότητα του πωλητή και εντεύθεν δανειστή του τιμήματος. Οφειλέτης σε βάρος του οποίου γίνονταν οι χρεώσεις στον επίδικο λογαριασμό ήταν μόνο η πρώτη εναγομένη και όχι ο ενάγων, ενώ πουθενά δεν αναφέρεται ούτε συνάγεται κατ’ εκτίμηση από το περιεχόμενο της αγωγής, ότι παρασχέθηκε στα μέρη η δυνατότητα αμοιβαίων χρεοπιστώσεων και αποστολών και από τις δύο πλευρές, αντίθετα ο ενάγων ήταν πάντα πιστωτής και ποτέ οφειλέτης, η δε πρώτη εναγομένη πάντα οφειλέτιδα και ποτέ πιστώτρια. Επιπροσθέτως, η αγωγή τυγχάνει και ενεργητικά ανομιμοποίητη ως προς τους 2° (ατομικά), 3η και 4η εναγομένους. Απορρίπτει την αγωγή.

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1610/2016
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Σεμέλη Ορφανίδου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Ελένη Κουρτίδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 6.11.2015 για να δικάσει τη με αριθμό κατάθεσης ….. αγωγή από αλληλόχρεο λογαριασμό και από πώληση:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Σ. του Δ., κατοίκου …. Θεσσαλονίκης, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας του δικηγόρου ΜΘ (ΑΜΔΣΘ ………), η οποία κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) της υπό εκκαθάριση τελούσας εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «Γ. …….Ε.Π.Ε. – ΕΜΠΟΡΙΑ ….. ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ» και το διακριτικό τίτλο «……..» που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα από τον εκκαθαριστή αυτής Γ., 2) του Γ., κατοίκου ……… Θεσσαλονίκης, ατομικά και ως ειδικού εκκαθαριστή της πρώτης εναγομένης, οι οποίοι παραστάθηκαν διά της πληρεξούσιας τους δικηγόρου ΣΚ (ΑΜΔΣΘ ………..), η οποία κατέθεσε προτάσεις, και 3) της Ε. του Α., κατοίκου …… Θεσσαλονίκης και 4) της Μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……. Ε.Μ.Ε.Π.Ε. με то διακριτικό τίτλο «..Ε.Π.Ε.» που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα από τη διαχειρίστρια της Γ., ως εταίρου της πρώτης εναγομένης, οι οποίες παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου τους δικηγόρου ΜΒ (ΑΜΔΣΘ …….), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η συζήτηση της αγωγής προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 28.3.2014 και κατόπιν αναβολών για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η αναγραφή δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται, και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Η έλλειψη ή η ανεπαρκής ή η ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά καθιστά το δικόγραφο απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, του απαραδέκτου αυτού ερευνωμένου και αυτεπαγγέλτως, ως αναγόμενου στην προδικασία, η οποία αφορά στη δημόσια τάξη (βλ. σχετ. ΑΠ 1042/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1342/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 1363/1997 ΕλλΔνη 39.325, ΕφΘεσ 2923/2006 ΕΕμπΔ 2007.168).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 361, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ προκύπτει ότι αλληλόχρεος ή ανοικτός λογαριασμός υπάρχει όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, συμφωνούν να καταχωρίζουν τις μεταξύ τους δοσοληψίες σε κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, τα οποία, μολονότι διατηρούν το νομικό τους χαρακτήρα, αποβάλλουν από την καταχώρηση τους την αυτοτέλεια τους και δεν μπορούν να επιδιωχθούν ή διατεθούν χωριστά, με αποτέλεσμα να οφείλεται μόνο το κατάλοιπο, που προκύπτει κατά το κλείσιμο του λογαριασμού με την αντιπαραβολή των κονδυλίων. Ο λογαριασμός κλείνει περιοδικά κάθε εξάμηνο εκτός αντίθετης συμφωνίας και οριστικά με καταγγελία της σύμβασης κατ’ άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ. Για να υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός χρειάζεται να υφίσταται τουλάχιστον δυνατότητα αποστολών και από τα δύο μέρη. Για τη θεμελίωση της αγωγής, που στηρίζεται σε σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, αρκεί να εκτιμάται από το περιεχόμενο της, ότι παρασχέθηκε στα μέρη η δυνατότητα αμοιβαίων χρεοπιστώσεων, να αναφέρεται το κλείσιμο του λογαριασμού και αν μεν η αγωγή στηρίζεται στην αναγνώριση του καταλοίπου, να καθορίζεται το ποσό της αναγνώρισης, κατά τους όρους των άρθρων 873, 874 ΑΚ, ενώ αν δεν υπάρχει τέτοια αναγνώριση, να παρατίθενται όλα τα κονδύλια του λογαριασμού, από τα οποία προκύπτει το κατάλοιπο, το οποίο ζητείται, ώστε εάν το τελευταίο αμφισβητηθεί, να γίνουν αντικείμενο απόδειξης τα επικαλούμενα κονδύλια του λογαριασμού και συνακόλουθα η ορθότητα του εξαγόμενου υπολοίπου (βλ. ΑΠ 1022/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1795/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 78/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 216/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2783/2005 ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσ 718/2009 ΝΟΜΟΣ). Ο αλληλόχρεος λογαριασμός καταρτίζεται με σύμβαση, έστω και άτυπη (ΕφΑθ 6072/1998 Δνη 41,458). Μόνη η συμφωνία των συμβαλλομένων δεν μπορεί να προσδώσει σε κάποια σύμβαση το νομικό χαρακτήρα του αλληλόχρεου λογαριασμού, αν δεν συντρέχει και η δυνατότητα αποστολών και από τις δύο πλευρές (ΑΠ 79/1995 ΝοΒ 44,628), έτσι ώστε να μην είναι εκ των προτέρων γνωστό ποιο από τα δύο θα είναι οφειλέτης ή πιστωτής κατά την εκκαθάριση των δοσοληψιών τους (ΑΠ 1524/1991 Δνη 34,313, ΑΠ 680/1986 Δνη 28,839), έστω και αν δεν υλοποιηθεί από τα πράγματα η δυνατότητα αυτή (ΕφΑθ 2355/1999 Δνη 41,144). Συνεπώς, δεν υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός όταν, από τη φύση της σύμβασης, ο ένας συμβαλλόμενος γίνεται μόνο πιστωτής και ποτέ οφειλέτης και ο άλλος μόνο οφειλέτης και ποτέ πιστωτής, δικαιούμενος απλώς να εξοφλήσει το χρέος του με τμηματικές καταβολές, που γίνονται προς αντίστοιχη απαλλαγή του από το χρέος (ΑΠ 680/1986 ΝοΒ 35,723, ΕφΟεσ 2554/2006 Αρμ 2007,869). Ειδικότερα, στη σύμβαση πώλησης, δεν υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός όταν ο πελάτης εμπόρου αγοράζει εμπορεύματα με πίστωση του τιμήματος (ολική ή μερική) και καταβάλλει, σε εξόφληση του πιστωμένου τιμήματος, διάφορα χρηματικά ποσά, διότι, στην περίπτωση αυτή, υπάρχουν περισσότερες πωλήσεις, ανεξάρτητες μεταξύ τους, με πίστωση του τιμήματος, το οποίο είναι καταβλητέο τμηματικά (ΕφΛαρ 576/2003 ΝΟΜΟΣ, Εφθεσ 860/2000 Αρμ 56,1029).
Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων, με την κρινόμενη αγωγή του και κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, εκθέτει ότι από τις 2.11.2011 μέχρι τις 24.5.2013 πωλούσε στην πρώτη εναγομένη μετά από παραγγελίες της και η τελευταία αγόραζε από αυτόν διάφορα εμπορεύματα, με πίστωση του τιμήματος και με τη συμφωνία τήρησης ανοικτού λογαριασμού για τις οφειλές της αγοράστριας πρώτης εναγομένης, η οποία κατά τη συμφωνία τους θα κατέβαλε σε αυτόν χρήματα ή επιταγές έναντι του εκάστοτε υπολοίπου οφειλόμενου τιμήματος, ενώ το κατάλοιπο του λογαριασμού, του οποίου παρατίθεται η κίνηση από 2.11.2011 μέχρι 24.5.2013, ανήλθε στις 24.5.2013 σε 130.057,65 ευρώ, το οποίο οι εναγόμενοι αναγνώριζαν, πλην όμως ουδέποτε κατέβαλαν. Ότι πώλησε και παρέδωσε στην πρώτη εναγομένη τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή κατ’ είδος, ποσότητα, τιμή μονάδος και συνολική αξία αναφερόμενα εμπορεύματα, τα οποία η πρώτη εναγομένη παρέλαβε ανεπιφύλακτα και για τα οποία εκδόθηκαν τα συνημμένα σαν ένα σώμα στην αγωγή τιμολόγια, το υπόλοιπο εξόφλησης των οποίων ανέρχεται σε 130.057.65 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον ευθυνόμενοι να του καταβάλουν το ποσό των 130.057,65 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (14 παρ. 2, 22 ΚΠολΔ). Ωστόσο, η αγωγή, με την οποία διώκεται η καταβολή του υπολοίπου ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού είναι αόριστη, στο μέτρο που θεμελιώνεται σε σύμβαση τέτοιου λογαριασμού, και τούτο διότι δεν αναφέρεται ρητά ούτε συνάγεται από το περιεχόμενο της ή από την επισυναπτόμενη σαν ένα σώμα στην αγωγή κίνηση του λογαριασμού ότι ο λογαριασμός έκλεισε, παρά αόριστα αναφέρεται ότι το υπόλοιπο ανερχόταν στις 24.5.2013 στο αιτούμενο ποσό, χωρίς όμως να συνδέεται ουδόλως αυτή η χρονολογία με κλείσιμο του λογαριασμού, στοιχείο που είναι απαραίτητο για το ορισμένο της αγωγής, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Εξάλλου, η αγωγή είναι και νόμω αβάσιμη, διότι από το σύνολο του περιεχομένου της εκτιμάται ότι δεν πρόκειται για αλληλόχρεο λογαριασμό αλλά για απλό δοσοληπτικό λογαριασμό μεταξύ των διαδίκων, αφού ρητά αναφέρεται στην αγωγή ότι η πρώτη εναγομένη έφερε την ιδιότητα της αγοράστριας που παρήγγειλε και αγόραζε εμπορεύματα και εντεύθεν της οφείλέτιδας του καταβλητέου τιμήματος που καταχωρούνταν στο λογαριασμό, ο δε ενάγων έφερε την ιδιότητα του πωλητή και εντεύθεν δανειστή του τιμήματος, μόνος οφειλέτης σε βάρος του οποίου γίνονταν οι χρεώσεις στον επίδικο λογαριασμό ήταν η πρώτη εναγομένη και όχι ο ενάγων, ενώ πουθενά δεν αναφέρεται ούτε συνάγεται κατ’ εκτίμηση από το περιεχόμενο της αγωγής, ότι παρασχέθηκε στα μέρη η δυνατότητα αμοιβαίων χρεοπιστώσεων και αποστολών και από τις δύο πλευρές, αντίθετα ο ενάγων ήταν πάντα πιστωτής και ποτέ οφειλέτης, η δε πρώτη εναγομένη πάντα οφειλέτιδα και ποτέ πιστώτρια (βλ. ΕφΑθ 4058/2012 ΔΕΕ 2013,149). Επιπροσθέτως, η αγωγή τυγχάνει και ενεργητικά ανομιμοποίητη ως προς τους 2° (ατομικά), 3η και 4η εναγομένους, διότι μόνη αντισυμβαλλόμενη αγοράστρια του πωλητή ενάγοντος και οφειλέτιδα αυτού ήταν, κατά τα ιστορούμενα στο δικόγραφο, η πρώτη εναγομένη ΕΠΕ, η οποία έχει νομική προσωπικότητα και είναι αυτοτελώς φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ευθυνόμενη μόνο η ίδια και σαφώς διακρινόμενη τόσο από τον εκ των εταίρων της και εκκαθαριστή της 2° εναγόμενο ατομικά, όσο και από την εκ των εταίρων της 4η εναγομένη, νομίμως εκπροσωπούμενη από την εταίρο της Зη εναγομένη, ενώ δεν αναφέρονται οποιαδήποτε περιστατικά που συνιστούν λόγους άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, ήτοι περιστατικά από τα οποία συνάγεται ότι τα μέλη του νομικού προσώπου, καταχρώμενα του εταιρικού τύπου, ενεργούν προς καταστρατήγηση του νόμου ή με σκοπό πρόκλησης δολίως ζημίας σε τρίτους ή αποφυγής των υποχρεώσεων τους (ΑΠ 309/2009 Αρμ 2009,1529). Απαραδέκτως δε εισφέρονται τέτοια περιστατικά στη δίκη από τον ενάγοντα το πρώτον διά της προσθήκης που κατέθεσε στις προτάσεις του μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο, διότι αυτό συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής (ΜΠρΑΘ 571/2010 ΝΟΜΟΣ). Με αυτές τις σκέψεις, η αγωγή, η οποία στηρίζεται σε σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, πρέπει να απορριφθεί. Εάν δε ήθελε θεωρηθεί ότι η αγωγή θεμελιώνεται επικουρικά στη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως, των οποίων ζητείται το οφειλόμενο τίμημα, αυτή τυγχάνει ομοίως απορριπτέα ως αόριστη, διότι ο ενάγων ζητεί το προαναφερόμενο συνολικό υπόλοιπο τιμήματος το οποίο παραμένει οφειλόμενο, μετά από καταβολές που πραγματοποίησε η πρώτη εναγομένη έναντι της οφειλής της, χωρίς όμως να προσδιορίζει, ούτε μπορεί να προσδιοριστεί κατ’ εκτίμηση από το δικόγραφο της αγωγής, ποιο ακριβώς ποσό παραμένει οφειλόμενο από κάθε τιμολόγιο. Από δε την καρτέλα πελάτη που τηρούσε ο ενάγων για τις συναλλαγές του με την πρώτη εναγομένη, η οποία αποτελεί τον επικαλούμενο ως άνω αλληλόχρεο λογαριασμό, δεν μπορεί να συναχθεί ποιο τιμολόγιο αφορά η κάθε καταβολή, στο μέτρο ιδίως που ούτε οι εκάστοτε πιστώσεις στο λογαριασμό, ούτε τα εκάστοτε εκδοθέντα πιστωτικά τιμολόγια, σχετίζονται με συγκεκριμένο τιμολόγιο πώλησης. Πα να είναι η αγωγή ορισμένη θα έπρεπε ο ενάγων να εκθέτει αναλυτικά ποιο ποσό καταβλήθηκε έναντι κάθε τιμολογίου και με ποιο τρόπο, ώστε να προκύπτει το οφειλόμενο υπόλοιπο τιμήματος που ζητείται συλλήβδην. Επομένως, η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη και κατά την ως άνω εκτιμώμενη επικουρική της βάση από τις διαδοχικές συμβάσεις πώλησης. Συνεπώς, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της, κατά τις βάσιμες αιτιάσεις των 1ης και 2ου εναγομένων, τυχόν δε ομολογία των ιστορούμενων πραγματικών περιστατικών εκ μέρους των λοιπών εναγομένων δεν αναιρεί τα παραπάνω, αφού η ομολογία ανάγεται στην κατ’ ουσίαν έρευνα της υπόθεσης, η οποία έπεται της έρευνας του παραδεκτού, του ορισμένου και του νόμω βάσιμου της αγωγής. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν, το μεν μεταξύ του ενάγοντος και της 3ης εναγομένης λόγω της μεταξύ τους σχέσης ως συζύγων (βλ. προτάσεις του ενάγοντος), το δε μεταξύ των υπολοίπων διαδίκων λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων που εφαρμόστηκαν (179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στη Θεσσαλονίκη, στις 19 Φεβρουαρίου 2016.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

http://lawtakpap.blogspot.gr/