ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 725/2014
Περίληψη
Αποποίηση κληρονομίας – Αποδοχή κληρονομίας – Ακύρωση αποδοχής ή αποποίησης – Ουσιώδης πλάνη – Εικονικότητα αποποίησης κληρονομίας -. Έννοια, προθεσμία και λειτουργία αποποίησης της κληρονομίας. Ρητή και σιωπηρή αποδοχή της κληρονομίας.Δυνατότητα ακύρωσης της αποδοχής ή αποποίησης της κληρονομίας σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις για τις ακυρώσιμες δικαιοπραξίες. Και η πλάνη που οδηγεί σε ακυρωσία της αποδοχής ή της αποποίησης κληρονομίας πρέπει να είναι ουσιώδης, δηλαδή να αναφέρεται σε τόσο σπουδαίο σημείο της αποδοχής ή της αποποίησης, ώστε αν ο κληρονόμος γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα αποδεχόταν ή δεν θα αποποιούνταν την κληρονομία. Έννοια εικονικότητας δήλωσης βούλησης. Απόρριψη της ένδικης αγωγής κατά την κύρια βάση της περί ουσιώδους πλάνης ως προς την περιέλευση της κληρονομικής μερίδας της ενάγουσας στα τέκνα της. Δεκτή η επικουρική βάση της αγωγής περί εικονικότητας της αποποίησης της κληρονομίας
Αριθμός 725/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας – καλούσας: Μ. – Α. Χ. του Κ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Τσιλιμιδό.
Του αναιρεσιβλήτου: Μ. Π. του Δ., ο οποίος, όπως αναφέρεται στην από 9/11/2011 κλήση, απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους 2ο και 3ο των καθών η κλήση.
Της αναιρεσίβλητης – καθής η κλήση: Α. συζ. Χ. Γ., το γένος Δ. Π., κατοίκου … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στυλιανό Καραμαρία.
Των καθών η κλήση: 1) Α. Π. του Μ. και 2) Γ. Π. του Μ., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στυλιανό Καραμαρία.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/6/2006 (με αρ. κατ. 7352/2006) αγωγή και την από 25/7/2006 (με αρ. κατ. 7356/2006) προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν με τις από 21/9/2006 (με αρ. κατ. 8693/2006 και 8731/2006) αγωγές προσώπων που δεν διάδικοι στην δίκη αυτή. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8060/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 6787/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα την από 3/5/2009 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 11/2/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1711 εδ. β’, 1846, 1847, 1848, 1849, 1850, 1851 και 1856 ΑΚ συνάγεται ότι ο κληρονόμος είτε καλείται από διαθήκη, είτε εξ αδιαθέτου, αποκτά αυτοδίκαια την κληρονομία με μόνο το θάνατο του κληρονομουμένου, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ενέργεια από μέρους του, ακόμα και χωρίς τη γνώση ή θέλησή του. Το δικαίωμα όμως αυτό της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομίας είναι προσωρινό και μετακλητό, γιατί τελεί υπό την τιθέμενη από το νόμο διαλυτική αίρεση της εμπρόθεσμης αποποίησης της κληρονομίας (άρθρο 1847 ΑΚ), δηλαδή δικαιούται ο κληρονόμος να αποποιηθεί κατά βούληση την κληρονομία που έχει επαχθεί σ’ αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, οπότε η κτήση αναιρείται εξαρχής και θεωρείται σαν να μην έγινε ποτέ. Ο κληρονόμος κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την επαγωγή μέχρι την αποποίηση μπορεί να ενεργεί επί της κληρονομίας πράξεις διαχείρισης, αρκεί αυτές να μην είναι δηλωτικές αποδοχής της κληρονομίας, ώστε να οδηγούν σε απώλεια του δικαιώματος αποποίησης (άρθρ. 1849 ΑΚ). Η αποποίηση της κληρονομίας είναι δήλωση του προσωρινού κληρονόμου ότι αποκρούει -δεν δέχεται την κληρονομία που έχει επαχθεί σ’ αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου. Η αποποίηση συνιστά μονομερή δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα, μη απευθυντέα σε τρίτο, υποκείμενη σε συστατικό τύπο και είναι ανεπίδεκτη οποιασδήποτε αίρεσης ή προθεσμίας, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών (άρθρο 1851 εδ.β’ ΑΚ). Η σχετική δήλωση αποποίησης γίνεται ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας, μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών, (με τη διαφοροποίηση του άρθρου 1847 παρ. 2 ΑΚ), που αρχίζει από τότε που ο κληρονομούμενος έλαβε γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής. Στην επαγωγή όμως από διαθήκη η προθεσμία δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης (άρθρ. 1847 παρ. 1 εδ. β’ ΑΚ). Η αποποίηση είναι άκυρη, αν είχε προηγηθεί ρητή η σιωπηρή δήλωση αποδοχής της κληρονομίας (άρθρ. 1849 ΑΚ). Ρητή αποδοχή υπάρχει, όταν ο προσωρινός κληρονόμος εκφράζει ευθέως -γραπτά ή προφορικά – τη δήλωσή του να γίνει οριστικός κληρονόμος. Η δήλωση όμως αυτή θα πρέπει αναγκαστικά να απευθύνεται σε πρόσωπο, που έχει συμφέρον από την κληρονομία, όπως σε συγκληρονόμο, σε δανειστή της κληρονομίας κλπ. Δεν αποτελεί αποδοχή ή ανακοίνωση σε τρίτον σκέψης του προσωρινού κληρονόμου ν’ αποδεχθεί αφού εκφράζει μελλοντική πρόθεση και όχι ενεστώσα βούληση του κληρονόμου αποδοχής της κληρονομίας. Σιωπηρή αποδοχή υπάρχει όταν η βούληση του προσωρινού κληρονόμου να γίνει οριστικός, συνάγεται από τη συμπεριφορά του απέναντι στην κληρονομία, δηλ. από πράξεις ή παραλείψεις του, που καθεαυτές εμπεριέχουν εξωτερίκευση της βούλησής του για ανάμειξή του στην κληρονομία και οριστική αποδοχή της. Τέτοιες πράξεις είναι η υποβολή αίτησης για έκδοση κληρονομητηρίου, η άσκηση της περί κλήρου αγωγής, η υποβολή δήλωσης για επιβολή φόρου κληρονομίας κλπ, ενώ άλλες πράξεις, αντίθετα, δεν εκφράζουν καθεαυτές βούληση αποδοχής, όπως είναι πράξεις απλής διαχείρισης της κληρονομίας (άρθρο 1859 ΑΚ) ή και διοίκησή της χάριν και μέλλοντος κληρονόμου. Πότε η συμπεριφορά του κληρονόμου, δηλαδή η ανάμειξή του στην κληρονομία, ενέχει σιωπηρή αποδοχή είναι ζήτημα πραγματικό και κρίνεται, κατά περίπτωση, από το δικαστήριο. Επίσης, από την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας αποποίησης τεκμαίρεται αμαχήτως από το νόμο (άρθρ. 1850 εδ. β’ ΑΚ) η αποδοχή της κληρονομίας. Η δήλωση αποποίησης έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, αφού δημιουργεί μία νέα νομική κατάσταση ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου. Ηη κληρονομία επάγεται σ’ εκείνον που θα είχε κληθεί, αν εκείνος που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, (άρθρ. 1856 ΑΚ). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 1 και 2 ΑΚ, η αποδοχή ή η αποποίηση της κληρονομίας είναι αμετάκλητη, ενώ η αποδοχή ή η αποποίηση που οφείλεται σε πλάνη ή απειλή ή απάτη κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες. Ειδικότερα αποδοχή ή αποποίηση που οφείλεται σε πλάνη ως προς το λόγο της επαγωγής, έστω και αν αναφέρεται στα παραγωγικά αίτια της βούλησης εκείνου που αποδέχθηκε ή αποποιήθηκε είναι άκυρη (άρθρ. 1851 ΑΚ). Δεν αποκλείεται, όμως, παρά το ότι η διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 1 ΑΚ καθιερώνει το αμετάκλητο της αποδοχής ή της αποποίησης ως μονομερούς δικαιοπραξίας με προφανή σκοπό τη δημιουργία βεβαιότητας ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου, η αποδοχή και η αποποίηση να είναι συνέπεια πλάνης που δεν αναφέρεται στο λόγο της επαγωγής ή που είναι αποτέλεσμα απάτης ή απειλής. Στις περιπτώσεις αυτές, η διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 2 ΑΚ παραβλέπει τη δυνατότητα ακύρωσης της απ
οδοχής ή αποποίησης, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις για τις ακυρώσιμες δικαιοπραξίες (άρθρ. 140 επ, 147 επ, 150 επ ΑΚ), που εφαρμόζονται, ενόσω δεν τροποποιούνται από τις ιδιαίτερες ρυθμίσεις των διατάξεων του άρθρου 1857 παρ. 2-4 ΑΚ. Έτσι, αν πρόκειται για δήλωση από πλάνη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 140, 141 και 142 ΑΚ, αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, η δήλωση δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη, με τη βούληση του δηλούντος, αυτός έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Η πλάνη είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο ή ιδιότητα του προσώπου ή του πράγματος τέτοιας σπουδαιότητας για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν ο πλανηθείς γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε την δικαιοπραξία. Πλάνη είναι η εσφαλμένη γνώση της απαιτούμενης για τον προσδιορισμό της βούλησης του δηλούντος πραγματική κατάσταση. Προς την πλάνη, με την παραπάνω έννοια, εξομοιώνεται και η έλλειψη γνώσης (άγνοια) της πραγματικής κατάστασης, όταν δεν είναι συνειδητή από μέρους του δηλούντος, όταν δηλαδή αυτός δεν είναι εν γνώσει ότι αγνοεί την απαιτούμενη πραγματική κατάσταση, γιατί αν έχει πλήρη επίγνωση της άγνοιάς του δεν πλανάται.
Συνεπώς και η πλάνη, που οδηγεί σε ακυρωσία της αποδοχής ή της αποποίησης κληρονομίας, κατά τις διατάξεις των πιο πάνω άρθρων 1857 και 140-141 του ΑΚ, πρέπει να είναι ουσιώδης, δηλαδή να αναφέρεται σε τόσο σπουδαίο σημείο της αποδοχής ή της αποποίησης, ώστε αν ο κληρονόμος γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα αποδεχόταν ή δεν θα αποποιούνταν την κληρονομία: Όμως σύμφωνα με το άρθρο 143 του ΑΚ, δεν είναι ουσιώδης η πλάνη που αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης και συνακόλουθα, δεν επιφέρει ακύρωση της δικαιοπραξίας, εκτός αν τα παραγωγικά αίτια συζητήθηκαν πριν από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας και αποτέλεσαν, κατά τη βούληση των μερών, βάση ή προϋπόθεση για τη δικαιοπραξία ή δικαιολογείται τούτο από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, οπότε πλέον πρόκειται για πλάνη ουσιώδη ως προς το περιεχόμενο της βούλησης, καθώς και στις περιπτώσεις που το προβλέπει ρητά ο νόμος, όπως στο άρθρο 1851 του ΑΚ (πλάνη ως προς το λόγο επαγωγής της κληρονομίας), οπότε δεν ισχύει η ρύθμιση του άρθρου 143 του ΑΚ. Από τις προπαρατιθέμενες λοιπόν διατάξεις συνάγεται, ότι η πλάνη εκείνου που αποποιήθηκε την κληρονομία, που αναφέρεται στα αίτια που προκάλεσαν τη δήλωση αυτού για την αποποίηση, δεν είναι ουσιώδης και κατά συνέπεια δεν ενεργεί ακυρωτικά επί της γενομένης αποποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 140 ΑΚ. Ειδικότερα, όταν η δήλωση αποποίησης κληρονομίας γίνεται από τον κληρονόμο μόνο από πλάνη που αναφέρεται στο πρόσωπο στο οποίο θα περιέλθει η κληρονομία του θανόντος μετά την αποποίησή του, δηλαδή όταν ο δηλών προέβη στην αποποίηση, επειδή νόμιζε ότι η περιουσία του κληρονομουμένου θα περιέλθει, κατόπιν αυτής σε ορισμένο πρόσωπο, ενώ τούτο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, η πλάνη αυτή, επειδή αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά της βούλησης αίτια και όχι στο περιεχόμενο της δήλωσής του, που συνίσταται μόνο στην εξωτερίκευση της βούλησής του να μη γίνει κληρονόμος του θανόντος, δεν είναι ουσιώδης και επομένως δεν ενεργεί ακυρωτικά επί της αποποίησης που έγινε, αφού, τις συνέπειες της αποποίησης, τις καθορίζει κυριαρχικά, κατ’ άρθρο 1856 ΑΚ, ο νόμος και δεν μπορεί να τις ρυθμίζει ο αποποιούμενος. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 138 παρ. 1 ΑΚ, δήλωση βουλήσεως που δεν έγινε στα σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για κάθε μονομερή, μη απευθυντέα σε άλλον δικαιοπραξία (ΑΠ 1570/2007), οπότε είναι νοητή εικονικότητα της αποποίησης κληρονομίας, η οποία δεν εμποδίζεται, καθόσον η αρχή που αναλαμβάνει να τη συντάξει είναι απλώς εντεταλμένη για την πιστοποίηση της σχετικής δήλωσης, όπως αυτή εμφανίζεται εξωτερικά και δεν συμπράττει, με τη βούλησή της στη δικαιοπραξία (ΑΠ 615/2007). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ. ΑΠ 4/2005, Ολ. ΑΠ 7/2006). Τέλος κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δικ., η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού της συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότα
σης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει πλήρως και χωρίς αντιφάσεις να καλύπτεται από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μη καταλείπονται αμφιβολίες. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη απόφαση, μεταξύ άλλων, συνεκδικάστηκε και η από 4-2-2008 και με αριθμό πράξ. καταθέσεως 1629/15-2-2008 έφεση της αναιρεσείουσας κατά την αναιρεσίβλητων (και των μη αναιρεσιβλήτων Δ. – Δ. Π. και Κ. Π. Κ.) και της υπ’ αριθμ. 8060/2007 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, μεταξύ άλλων, είχε συνεκδικασθεί η από 8-6-2006 και με αριθμ. πράξ. καταθέσεως 7352/26-7-2006 αγωγή της αναιρεσείουσας κατά των αναιρεσιβλήτων, περί αναγνωρίσεως κληρονομικού δικαιώματος και είχε απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη ως προς όλες τις βάσεις της, κύρια και επικουρική. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.), προκύπτει ότι το Εφετείο μετά τυπική παραδοχή της παραπάνω εφέσεως επικύρωσε κατά τα εκκληθέντα κεφάλαιά της την πρωτόδικη απόφαση απορρίψασα τους οικείους λόγους εφέσεως πλην εκείνου της εικονικότητας κατά το οποίο, δέχθηκε κατ’ ουσίαν την έφεση και αφού δίκασε εκ νέου την αγωγή κατά τη βάση αυτή, την έκρινε, ως νομικά βάσιμη και την απέρριψε στην ουσία της. Ειδικότερα η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής αυτής: “Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη πρώτη πιο πάνω, από 8-6-2006 αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι στην …, στις 4-7-2005, πέθανε, χωρίς ν’ αφήσει διαθήκη, ο δικηγόρος Αθηνών Δ. Σ. Ο., πρώτος εξάδελφός της από τη μητρική γραμμή, ο οποίος ήταν διαζευγμένος και δεν άφησε κατιόντες. Ότι η μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος του – πλησιέστερη συγγενής του Σ. χήρα Α. Δ., το γένος Π. και Π. Λ. (ετεροθαλής αδελφή του), αποποιήθηκε την κληρονομιά του και ότι, κατόπιν αυτού, η ίδια (ενάγουσα) κατέστη εξ αδιαθέτου κληρονόμος του σε ποσοστό 50% της κληρονομιαίας περιουσίας του. Ότι, στη συνέχεια, αποφάσισε και η ίδια να προβεί σε δήλωση αποποίησης της κληρονομιάς αυτής, πιστεύοντας, εξαιτίας των εσφαλμένων νομικών συμβουλών των πληρεξούσιων δικηγόρων της Δ. – Δ. Π. και Κ. Κ., ότι με τον τρόπο αυτόν θα περιερχόταν, χωρίς δαπάνες, η επαχθείσα σ’ αυτή μερίδα επί της κληρονομιάς στα τέκνα της Σ. – ’. και Φ. – Κ. Κ., ενώ το αληθές είναι ότι σε περίπτωση αποποίησης, από μέρους της, της εν λόγω κληρονομιάς, αυτή αποξενώνεται πλήρως από την κληρονομιά και η κληρονομική της μερίδα περιέρχεται, σύμφωνα με το νόμο (άρθρ. 1856 και 1816 ΑΚ), όχι στα τέκνα της αλλά στους εναγομένους, οι οποίοι είναι πρώτα εξαδέλφια, από την πατρική γραμμή, την κληρονομούμενου Δ. Ο.. Ότι, πράγματι, στις 4-10-2005, αποποιήθηκε την παραπάνω κληρονομιά με δήλωση της ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η σχετική 4058/2005 έκθεση αποποίησης κληρονομιάς του γραμματέα αυτού. Ότι η εν λόγω δήλωση αποποίησης κληρονομιάς δεν ανταποκρίνεται στην αληθινή βούλησή της, η οποία ήταν να περιέλθει η κληρονομιά, κατόπιν της δήλωσης της αυτής, στα παραπάνω τέκνα της και ότι, αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση, και συγκεκριμένα τις συνέπειες της δήλωσής της για την αποποίηση της κληρονομιάς, δεν θα προέβαινε σ’ αυτή. Ζητεί, ύστερα απ’ αυτά, 1) ν’ ακυρωθεί η προαναφερόμενη δήλωση της αποποίησης κληρονομιάς, επειδή είναι προϊόν (ουσιώδους) πλάνης της, 2) αλλιώς, επικουρικά, ν’ αναγνωριστεί ότι η δήλωση της αυτή είναι άκυρη, α) ως εικονική, με την, περαιτέρω, επίκληση ότι υπό την εικονική αποποίηση υποκρύπτεται εκποίηση της κληρονομιάς (από την ίδια προς τα τέκνα της), β) αλλιώς, επειδή είχε ήδη αποδεχθεί ρητά, αλλιώς σιωπηρά, την εν λόγω κληρονομιά πριν από την αποποίηση και ειδικότερα είχε προβεί σε ρητή δήλωση αποδοχής της συγκεκριμένης κληρονομιάς, ανακοινώνοντας προς τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Δ. – Δ. Π. και Κ. Κ., στα τέκνα της Σ. – ’. και Φ. – Κ. Κ. και στη νύφη της Ο. Τ. (σύζυγο Σ. – Α. Κ.) ότι επιθυμεί να λάβει τα αναλογούντα σ’ αυτή και στη δική της κληρονομική μερίδα περιουσιακά στοιχεία, προκειμένου να τα μεταβιβάσει στα τέκνα της, ενώ, σε κάθε περίπτωση, αναμείχθηκε στην κληρονομιά αυτή, αφού συναντήθηκε, δύο φορές, στις 19-9-2005 και τέλη Σεπτεμβρίου – αρχές Οκτωβρίου 2005, με τους δικηγόρους Δ. -Δ. Π. και Κ. Κ., στο δικηγορικό τους γραφείο, τους οποίους και διόρισε πληρεξούσιους δικηγόρους της για την προστασία της κληρονομιάς του Δ. Σ. Ο. και, συνακόλουθα, της δικής της κληρονομικής μερίδας (που κινδύνευε από “έκνομες” ενέργειες της δικηγόρου Σ. Κ., συνεργάτη του κληρονομουμένου) και μάλιστα διόρισε δικηγόρο της τον παραπάνω Δ. – Δ. Π
., ως καλύτερο γνώστη της υπόθεσης και της περιουσίας του κληρονομουμένου, επειδή ήταν, επί σειρά ετών, στενός συνεργάτης του, επιπλέον διόρισε τον Κ. Κ. ως “κηδεμόνα της κληρονομιάς” για την προστασία της κληρονομιάς και της δικής της κληρονομικής μερίδας, όπως την παρέπεισαν οι δύο αυτοί δικηγόροι, περαιτέρω δε συνέταξε και παρέδωσε στον πιο πάνω δικηγόρο Δ. – Δ. Π. σημείωμα που εμφάνιζε το γενεαλογικό δέντρο του κληρονομουμένου από την πλευρά της μητέρας του, προκειμένου αυτός να προσδιορίσει την κληρονομική μερίδα, πράγμα που ήταν αναγκαίο, ενόψει του ότι ο εν λόγω δικηγόρος θεωρούσε εσφαλμένα ότι, εκτός από τα πρώτα εξαδέλφια, στην τρίτη τάξη κληρονομούν με αυτά και τα τέκνα πρώτων εξαδέλφων του κληρονομουμένου που είχαν πεθάνει πριν απ’ αυτόν και 3) αλλιώς, ν’ αναγνωριστεί ότι είναι άκυρη η δήλωση της, καθόσον έγινε υπό τη σιωπηρή αίρεση όπως η επίμαχη κληρονομιά περιέλθει ακολούθως στα τέκνα της και; κατόπιν αυτών, ν’ αναγνωριστεί το κληρονομικό της δικαίωμα, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, στην κληρονομιά του Δ. Σ. Ο. και ειδικά στα περιγραφόμενα στην αγωγή ακίνητα. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή αυτή δεν είναι νόμιμη ως προς την κύρια βάση της και ως προς την επικουρική, με στοιχ. 2β, βάση αυτής (ως προς την άλλη επικουρική, με στοιχ. 3, βάση της που απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του ως μη νόμιμη, δεν υποβάλλεται παράπονο από την ενάγουσα και, συνεπώς, η υπόθεση δεν μεταβιβάστηκε στο παρόν Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.. ως προς το μέρος αυτό). Ειδικότερα, 1) ως προς την κύρια βάση της, γιατί η ιστορούμενη, υπό την προαναφερόμενη μορφή, πλάνη της ενάγουσας (που πίστεψε, από πλάνη, ότι με την αποποίηση, από μέρους της, της κληρονομιάς του Δ. Σ. Ο., αυτή θα περιερχόταν, ως προς την κληρονομική της μερίδα, στα τέκνα της), και με την εκδοχή ότι είναι αληθινή, δεν είναι ουσιώδης, αφού αναφέρεται στα παραγωγικά της βούλησης της ενάγουσας αίτια και, συνεπώς, δεν παρέχει δικαίωμα ακύρωσης της δήλωσης αποποίησης, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη. Επισημαίνεται, ότι δε μπορεί να θεμελιωθεί, κατά νόμο, αίτημα ακύρωσης της πιο πάνω δήλωσης, λόγω ουσιώδους πλάνης και “ανατροπής του δικαιοπρακτικού θεμελίου”, όπως υποστηρίζει, επικουρικά, η ενάγουσα (σελ. 33-34 της αγωγής της, αλλά και. 33η σελίδα της έφεσής της), διότι για να συντρέξει τέτοια περίπτωση, απαιτείται, κατ’ αρχάς, σύμβαση και κοινή πλάνη αμφοτέρων των συμβληθέντων μερών ως προς τα παραγωγικά της βούλησης αίτια που αποτέλεσαν, κατά τη βούληση των μερών, το “δικαιοπρακτικό θεμέλιο”, προϋπόθεση, βέβαια, που δεν συντρέχει εδώ και 2) ως προς την επικουρική, με στοιχ. 2β, βάση της, γιατί α) η επικαλούμενη, ρητή, αποδοχή της κληρονομιάς, από μέρους της ενάγουσας δεν έγινε σε πρόσωπα που έχουν συμφέρον από την κληρονομιά αυτή, αλλά σε τρίτους και β) οι προαναφερόμενες πράξεις της ενάγουσας δεν εμπεριέχουν, καθεαυτές, εξωτερίκευση της βούλησής της ν’ αναμειχθεί στην κληρονομιά και να την αποδεχθεί οριστικά. ’λλωστε, η ίδια η ενάγουσα εκθέτει στην αγωγή της ότι δεν ήθελε ν’ αποδεχθεί, για τον εαυτό της, την επίδικη κληρονομιά, αλλά επιθυμούσε αυτή να περιέλθει στα τέκνα της, όπως εξέφρασε την επιθυμία της αυτή, από την πρώτη κιόλας συνάντηση της, στις 19-9-2005, στους δικηγόρους της Δ. – Δ. Π. και Κ. Κ. (βλ. ιδίως τις 5η, 8η και 38η σελίδες της αγωγής της) και, συνακόλουθα, όλες οι ενέργειες της έγιναν χάριν των “μελλοντικών κληρονόμων” – γιων της και δεν εκφράζουν βούληση αποδοχής της ίδιας (για τον εαυτό της) και μάλιστα “ενεστώσα”. Έπρεπε, λοιπόν, ν’ απορριφθεί η αγωγή, ως προς τις βάσεις της αυτές, ως μη νόμιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του κατέληξε στην ίδια κρίση, αν και με συνοπτικότερη αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρ. 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε στην εφαρμογή και ερμηνεία των προπαρατιθέμενων νομικών διατάξεων και όσα για το αντίθετο υποστηρίζει η ενάγουσα με τους σχετικούς Α2 και Α3 λόγους της έφεσης της είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Έσφαλε, όμως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με το να απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη και κατά την επικουρική της βάση με στοιχείο 2α (εικονικότητας), διότι η εικονικότητα είναι νοητή, κατά την κρατούσα άποψη, και στις μονομερείς, μη απευθυντέες σε άλλον, δικαιοπραξίες, όπως είναι εδώ η αποποίηση κληρονομιάς, σύμφωνα με τα όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, με την επισήμανση ότι για την υποκρυπτόμενη, υπό την εικονική αποποίηση, εκποίηση της κληρονομιάς, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα, απαιτείται η τήρηση του συμβολαιογραφικού τύπου κατ’ άρθρ. 1942 παρ. 2 ΑΚ. Κατά συν
έπεια, πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού Α1 λόγου της έφεσης της ενάγουσας, να γίνει δεκτή η έφεση αυτή, ως προς το προαναφερόμενο μέρος της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ως προς το μέρος της αυτό, καθώς και ως προς τη διάταξη της για τη δικαστική δαπάνη στο σύνολο της, ενόψει της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού αυτής για όλα τα κεφάλαια της απόφασης…. Ακολούθως, η αγωγή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα κατά τη βάση της αυτή. Σημειώνεται, ότι η αγωγή αυτή, κατά το μέρος που ζητείται η αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος της ενάγουσας στα περιγραφόμενα κληρονομιαία ακίνητα, έχει καταχωριστεί στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, κατ’ αρθρ. 220 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ….
Στη συνέχεια η προσβαλλομένη απόφαση, εκτιμώντας το σύνολο των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ως προς την ουσία της υπόθεσης, αναφορικά με την εν λόγω, περί εικονικότητας βάση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Στις 4-7-2005 πέθανε στην Αθήνα, χωρίς ν’ αφήσει διαθήκη, ο Δ. Σ. Ο., δικηγόρος, ο οποίος ήταν διαζευγμένος και δεν είχε αποκτήσει τέκνα. Πλησιέστερος συγγενής του ήταν η ετεροθαλής αδελφή του Σ. χήρα Α. Δ., το γένος Π. και Π. Λ., ηλικίας 77 ετών, η οποία, στις 21-7-2005, αποποιήθηκε την κληρονομιά (σχετ. η 3135/21-7-2005 έκθεση αποποίησης κληρονομιάς που συντάχθηκε από την αρμόδια γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών). Ακολούθως, στις 18-9-2005, η Α. Ν., που ήταν γραμματέας του αποβιώσαντος από τον Απρίλιο του έτους 1987 μέχρι το θάνατο του, επικοινώνησε τηλεφωνικά με την Μ. – Α. Χ. (ενάγουσα της πρώτης αγωγής και πρώτη εναγομένη των τρίτης και τέταρτης των αγωγών), πρώτη εξαδέλφη του αποβιώσαντος από τη μητρική γραμμή, και της ζήτησε να επισκεφθεί τον πρώην συνεργάτη του αποβιώσαντος Δ. – Δ. Π. (ενάγοντα της τρίτης αγωγής) στο γραφείο του στην … (…) που διατηρεί από τον Απρίλιο του έτους 2002 (μέχρι τότε συστεγαζόταν, ως συνεργάτης, στο γραφείο του αποβιώσαντος στην οδό … επίσης στην Αθήνα), προκειμένου να την ενημερώσει για την τύχη της κληρονομιάς, δεδομένου ότι, μετά την αποποίηση της κληρονομιάς αυτής από την παραπάνω Σ. Δ., Μ. -Α. Χ. κατέστη, μεταξύ άλλων, συγκληρονόμος. Πράγματι, η τελευταία, την επόμενη ημέρα (19.9.2005), συνοδευόμενη από τη νύφη της – μάρτυρά της Ο. Τ., επισκέφθηκε το γραφείο του Δ. – Δ. Π., όπου παρευρίσκονταν και ο Κ. Κ., δικηγόρος (ενάγων της τέταρτης αγωγής) που συστεγαζόταν εκεί και η Α. Ν.. Ο εν λόγω δικηγόρος Δ. – Δ. Π. ενημέρωσε τη Μ. – Α. Χ. για τα στοιχεία της κληρονομίας, δηλαδή το ενεργητικό, αλλά και το παθητικό της, που γνώριζε, σε γενικές γραμμές βέβαια, αφού ήταν επί σειρά ετών σημαντικός συνεργάτης στο δικηγορικό γραφείο του Δ. Ο. και γνώριζε τις υποθέσεις του. Παράλληλα, την ενημέρωσε ότι οι συγκληρονόμοι της – συγγενείς του αποβιώσαντος από την πατρική γραμμή κινούνται για την αποδοχή της κληρονομιάς του με την πληρεξούσια δικηγόρο τους Σ. Κ., επίσης συνεργάτη στο δικηγορικό γραφείο του Δ. Ο., η οποία, μάλιστα, προέβαινε και σε “παράνομες” πράξεις εισπράττοντας αμοιβές που ανήκαν στον αποβιώσαντα Δ. Ο., για χειρισμό δικών του υποθέσεων, με αντίστοιχη βλάβη της κληρονομιαίας περιουσίας. Τότε, η Μ. -Α. Χ. ανέθεσε την εκπροσώπηση της, αναφορικά με την κληρονομιά, στους δύο πιο πάνω δικηγόρους, τους οποίους διόρισε πληρεξούσιους δικηγόρους της, ο πρώτος από τους οποίους της παρέδωσε την επαγγελματική του κάρτα, στην οποία ο δεύτερος ανέγραψε ιδιοχείρως τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου, πιστεύοντας, ειδικά για τον πρώτο Δ. – Δ. Π., ότι, λόγω της στενής σχέσης του με τον κληρονομούμενο, ως συνεργάτης του επί σειρά ετών, ήταν ο καλύτερος γνώστης της υπόθεσης και της περιουσίας του και θα μπορούσε, εξ αιτίας αυτών, να προασπίσει τα συμφέροντα της με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Κατά την ίδια συνάντηση, η Μ. – Α. Χ. εξέφρασε στους δικηγόρους αυτούς την επιθυμία της όπως η κληρονομική της μερίδα από την εν λόγω κληρονομιά περιέλθει στους γιους της Σ. – ’. Κ. και Φ. – Κ. Κ. (δεύτερο και τρίτο των εναγομένων, αντίστοιχα, στις τρίτη και τέταρτη αγωγές), αφού η ίδια, όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε η μάρτυρας της (βλ. 42η και 43η σελίδες πρακτικών της εκκαλουμένης), “δεν ενδιαφερόταν να την κρατήσει”, ενόψει και της μεγάλης ηλικίας της (τότε, 80 ετών). Κατόπιν αυτού, οι δύο δικηγόροι, υπό την προαναφερόμενη πλέον ιδιότητα τους ως πληρεξουσίων της, τη συμβούλευσαν να προβεί σε αποποίηση της κληρονομιάς, διαβεβαιώνοντας την ότι με τον τρόπο αυτό η κληρονομική της μερίδα θα περιέλθει, σύμφωνα με το νόμο, στους γιούς της. Στην ίδια συνάντηση, οι ίδιοι δικηγόροι ανέφεραν στη Μ. – Α. Χ. ότι ήταν αναγκαίο να διοριστεί ο δεύτερος απ’ αυτούς Κ. Κ. ως “κηδεμόνας της κληρονομιάς”, προκειμένου να διαφυλαχθεί και να προστατευθεί η κληρονομιά αυτή και, συνακόλουθα, η δική της κληρονομική μερίδα, μέχρι να βρεθούν όλοι οι κληρονόμοι από τη μητρική πλευρά. Επίσης, της ζητήθηκε απ’ αυτούς να συντάξει το γενεαλογικό δένδρο της οικογένειας Ο. από τη μητρική πλευρά, ώστε να εξευρεθεί η ακριβής κληρονομική της μερίδα και να γίνουν όλες οι απαιτούμενες λοιπές ενέργειες (προκειμένου αυτή να περιέλθει, τελικά, στους γιούς της), αφού, όπως της έλεγαν οι δικηγόροι αυτοί, μαζί με την ίδια (που ήταν η μοναδική στη ζωή πρώτη εξαδέλφη του κληρονομουμένου, από τη μητρική γραμμή), συγκληρονομούσαν και τα τέκνα πρώτων εξαδέλφων του κληρονομουμένου .που είχ
αν πεθάνει πριν απ’ αυτόν. Πράγματι, τις επόμενες ημέρες η Μ. – Α. Χ. συνέταξε και παρέδωσε στους δύο δικηγόρους της έγγραφο σημείωμα, το οποίο εμφάνιζε το γενεαλογικό δένδρο του κληρονομούμενου Δ. Ο. από τη μητρική γραμμή. Επακολούθησε νέα συνάντηση της Μ. – Α. Χ. με τους δύο δικηγόρους της στο ίδιο γραφείο, περί το τέλος Σεπτεμβρίου – αρχές Οκτωβρίου 2005. στην οποία παρευρέθηκαν και οι δύο πιο πάνω γιοί της και η νύφη της Ο. Τ., όπου, για δεύτερη φορά, οι δικηγόροι αυτοί της υπέδειξαν, ως μοναδική λύση για να περιέλθει η κληρονομική της μερίδα, χωρίς καμιά φορολογική επιβάρυνση ή άλλη δαπάνη, στους γιους της, την αποποίηση, από μέρους της, της κληρονομιάς. Κατόπιν αυτών των νομικών συμβουλών που δόθηκαν από τους παραπάνω πληρεξούσιους δικηγόρους της, η Μ. – Α. Χ., συνοδευόμενη από τη νύφη – μάρτυρα της Ο. Τ., προέβη, ενώπιον του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, στις 4-10-2005, σε αποποίηση της κληρονομιάς του Δ. Ο. (σχετ. η …/4-10-2005 έκθεση αποποίησης), με την παρουσία και του δικηγόρου Κ. Κ.. Η δήλωση αυτή της Μ. – Α. Χ. έγινε στα σοβαρά και όχι φαινομενικά (βλ, άλλωστε, και την κατάθεση της δικής της μάρτυρος στη σελ. 62 των πρακτικών της εκκαλουμένης), παρά τα όσα για το αντίθετο υποστηρίζει αυτή με την ένδικη, κύρια, αγωγή της, κατά την επικουρική της βάση για την εικονικότητα (μόνο ως προς την πιο πάνω βάση εξετάζεται πλέον), ενώ είναι αδιάφορο νομικά το ότι αυτή ήθελε να ευνοήσει τους γιους της, προβαίνοντας στην εν λόγω αποποίηση, δεδομένου ότι στην έννοια της εικονικότητας δικαιοπραξίας δεν ανήκει η αφορμή της κατάρτισής της.
Συνεπώς, η αγωγή αυτή είναι απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά την πιο πάνω βάσης της”. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση ως προς τα κεφάλαια της εκκαλουμένης που αφορούσαν την κύρια βάση της αγωγής περί αποποιήσεως της κληρονομιάς λόγω ουσιώδους πλάνης και την υπό στοιχ. 2β επικουρική βάση της αγωγής περί ακυρότητας της αποποιήσεως της κληρονομιάς λόγω προηγηθείσας αποδοχής, τις οποίες έκρινε, όπως και η εκκαλουμένη ως νομικά αβάσιμες, ενώ δέχθηκε ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την έφεση ως προς το εκκληθέν κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που αφορούσε την υπό στοιχ. 2α επικουρική βάση της αγωγής, περί εικονικότητας της αποποίησης της κληρονομιάς και αφού εξαφάνισε, κατά τούτο, την εκκαλουμένη, δίκασε εκ νέου την αγωγή και αφού την έκρινε νομικά βάσιμη, την απέρριψε στην ουσία της. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ως προς την εν λόγω αγωγή της αναιρεσείουσας, δεν παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1846, 1849, 1857, 1942, 1955 του ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, καθόσον δέχθηκε ότι η ιστορούμενη στην κύρια βάση της αγωγής πλάνη της ενάγουσας – και πίστεψε πεπλανημένες κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ότι με την αποποίηση από μέρους της, της κληρονομιάς του Δ. Δ. Ο., αυτή (κληρονομιά) θα περιερχόταν, ως προς την κληρονομική της μερίδα στα τέκνα της – δεν είναι ουσιώδης, ως αναφερομένη στα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως και ως εκ τούτου δεν παρείχε δικαίωμα ακύρωσης της δήλωσης αποποίησης, ενώ το επικαλούμενο “δικαιοπρακτικό θεμέλιο” απαιτεί αμφοτεροβαρή σύμβαση, για δε την 2β επικουρική βάση της αγωγής δέχθηκε ότι η επικαλούμενη ρητή αποδοχή δεν έγινε σε πρόσωπα που έχουν συμφέρον από την κληρονομιά, δηλαδή σε νόμιμους μεριδούχους, ενώ οι επικαλούμενες πράξεις, που όπως εκτίθεται στην αγωγή έγιναν για τους γυιούς της ενάγουσας και όχι για την ίδια, δεν εκφράζουν βούλησή της και μάλιστα “ενεστώσα” για αποδοχή της κληρονομιάς. Περαιτέρω με τις προεκτεθείσες παραδοχές το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 138 παρ. 1 ΑΚ, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, δεχθέν ότι η διάταξη αυτή ισχύει και επί μονομερών δικαιοπραξιών, που γίνονται ενώπιον αρχής εντεταλμένης απλώς να πιστοποιεί τη δήλωση, χωρίς να συμπράττει, με τη βούλησή της σ’ αυτήν, όπως είναι η κατά το άρθρο 1848 ΑΚ αποποίηση κληρονομίας, ενώ δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού με σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της ως άνω ουσιαστικής διατάξεως, δέχθηκε ότι η δήλωση της ενάγουσας-αναιρεσείουσας περί αποποιήσεως της ένδικης κληρονομιάς, έγινε στα σοβαρά και όχι φαινομενικά, καθόσον στην έννοια της εικονικότητας δεν ανήκει η αφορμή της κατάρτισής της, όντος νομικά αδιάφορου του ότι η αναιρεσείουσα με την αποποίηση ήθελε να ευνοήσει τους γυιούς της. Ενόψει τούτων οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα, με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. πρώτος, τρίτος, πέμπτος και έκτος και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου τέταρτος από τους λόγους της αναίρεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δικ. ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην σύμβαση της δίκης. Ως “πράγματα” κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, νοούνται οι ασκούντες ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο οδηγεί, κατά νόμο στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση ή την αντένσταση δικαιώματος, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση αυτοτέλειας του ισχυρισμού. Ενόψει τούτων δεν αποτελούν “πράγματα” με την παραπάνω έννοια οι ισχυρισμοί που αποτελούν αιτιολογημένες αρνήσεις ή επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της προλαβούσας διατάξεως του αριθμού 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι έλαβε υπόψη τον μη προταθέντα από την αναιρεσείουσα, ισχυρισμό κατά τον οποίο αυτή “δεν ήθελε να αποδεχθεί για τον εαυτό της την επίδικη κληρονομιά, αλλά επιθυμούσε να περιέλθει αυτή στα τέκνα της” ενώ δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της ότι “όχι μόνο δεν επιθυμούσε να αποποιηθεί την κληρονομιά” όπως εσφαλμένα δέχεται η απόφαση, αλλά αντίθετα “ότι επιθυμούσε να την αποκτήσει και περαιτέρω, ενόψει της μεγάλης ηλικίας της να τη μεταβιβάσει στα παιδιά της, τα οποία την στήριζαν σε όλη της τη ζωή οικονομικά …”. Ο λόγος αυτός ως αιτίαση από την παραπάνω διάταξη είναι απαράδεκτος γιατί οι επικαλούμενοι ισχυρισμοί δεν είναι “πράγματα” υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά επιχειρήματα της αναιρεσείουσας προς στήριξη του νομικά βασίμου του καταγομένου σε δίκη δικαιώματος και σε εκτιμήσεις από το δικαστήριο της ιστορικής βάσης της αγωγής. Τούτο ανεξάρτητα από το ότι οι επικαλούμενοι ισχυρισμοί, που κατά την έννοιά τους και μάλιστα υπό αρνητική διατύπωση ο πρώτος και υπό θετική ο δεύτερος, ταυτίζονται, αφενός μεν αναφέρονται στην αγωγή, αφετέρου δε λήφθηκαν υπόψη και εκτιμήθηκαν για το νόμω βάσιμό της. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων οι δεύτερος και τρίτος από τους οποίους συνεχίζουν την κατά του αρχικού αναιρεσιβλήτου πατέρα τους, Μ. Π. του Δ., δίκη, στη θέση του οποίου υπεισήλθαν ως μοναδικοί από ιδιόγραφη διαθήκη κληρονόμοι του, μετά την αποποίηση της με ίδια διαθήκη εγκατασταθείσας ως συγκληρονόμου μητέρας της Α. Π. (άρθρ. 176 και 183 Κ.Πολ.Δικ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3-5-2009 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 6787/2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
areiospagos.gr