875/2015 ΑΠ (ΠΟΙΝ) ( 660708)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Ψευδής καταμήνυση. Συκοφαντική δυσφήμιση Α.Ε. Ψευδορκία μάρτυρος. Πραγματικά
περιστατικά. Κατάθεση ψευδούς μηνύσεως από τον κατηγορούμενο εις βάρος ιδιωτικών
υπαλλήλων Α.Ε. πετρελαιοειδών για υπεξαίρεση κακουργηματική και για κακουργηματική απάτη.
Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Απόλυτη ακυρότητα. Αιτίαση περί παράνομης παράστασης
πολιτικής αγωγής. Αστική παραγραφή και ποινική παραγραφή. Παραγραφή εν επιδικία αστικής
αξιώσεως. Μη συνυπολογισμός της αναστολής για τον υπολογισμό της μακρότερης παραγραφής.
Ενσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής στο πρωτοβάθμιο συνεπεία παραγραφής. Αποδοχή της
ενστάσεως και καταδίκη του κατηγορουμένου. Εφεση τόσο του κατηγορουμένου όσο και, του
πολιτικώς ενάγοντος. Αποδοχή της εφέσεως του πολιτικώς ενάγοντος και συμμετοχή του, εν
συνεχεία, στην κατ΄έφεση δίκη. Διακοπή παραγραφής της αξιώσεως του πολιτικώς ενάγοντος
έπειτα από κάθε διαδικαστική πράξη. Προδικαστικά ζητήματα και αναβολή από τον Εισαγγελέα
μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης, κάθε περαιτέρω ενέργεια έως το τέλος της ποινικής
δίωξης που είχε ασκηθεί εις βάρος του νυν πολιτικώς ενάγοντος (για κακουργηματική υπεξαίρεση
κλπ.), σύμφωνα με το άρθ. 59 παρ. 2 ΚΠΔ. Δεν επήλθε διακοπή της παραγραφής με την πράξη
αυτή (αναβολή) του Εισαγγελέως, καθ΄όσον η πράξη αυτή που εκδίδεται κατά τη διάταξη του
άρθ. 59 παρ. 2 ΚΠΔ επιφέρει διακοπή μόνο της ποινικής παραγραφής, και όχι της αστικής. Ως εκ
τούτου επήλθε παραγραφή εν επιδικία της αξιώσεως του πολιτικώς ενάγοντος και εσφαλμένα το
Δικαστήριο αποδέχτηκε την έφεση του πολιτικώς ενάγοντος. Αναιρεί την υπ΄αριθ. 1206/2014
απόφαση του Τριμ. Εφ. (Πλημμ.) Αθηνών για τον ως άνω λόγο, ήτοι για απόλυτη ακυρότητα. Παύει
οριστικά την ποινική δίωξη.
ΑΡΙΘΜΟΣ 875/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Γεωργέλλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία
Βασιλάκη, Χρυσούλα Παρασκευά, Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου-Εισηγήτρια και Αρτεμισία
Παναγιώτου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία
του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του
Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του
αναιρεσείοντα – κατηγορουμένου Σ. Κ. του Κ., κατοίκου …….., που εκπροσωπήθηκε από τον
πληρεξούσιο δικηγόρο του Πέτρο Πανατζή, περί αναιρέσεως της 1206/2014 αποφάσεως του
Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και με πολιτικώς ενάγοντα τον Ν. Μ. του Α., κάτοικο … που
εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κοτύλια.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται
σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που
αναφέρονται στην υπ’ αριθμ. 2109/24-3-2014 αίτησή του αναίρεσης και στους από 7 Μαΐου 2014
προσθέτους λόγους αυτής, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 358/2014.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά
πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτός ο πρόσθετος
λόγος της προκείμενης αίτησης αναίρεσης και να διαταχθεί η αναστολή της ποινής από το παρόν
Δικαστήριο,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη υπ’ αρ. εκθ. κατ. 2109/24-3-2014 αίτηση-δήλωση αναιρέσεως, που ασκήθηκε
εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ.462, 463, 465 παρ. 1, 473 παρ. 1 και 2, 474, 504 παρ. 1 505
παρ. 1 507 παρ. 1 εδ. α! ΚΠΔ) είναι παραδεκτή και πρέπει να συνεκδικασθεί με τους από7-5-2014
εμπροθέσμως και νομοτύπως ασκηθέντες προσθέτους λόγους (509παρ. 2 ΚΠΔ), λόγω της
συναφείας τους, αφού στρέφονται κατά της ιδίας αποφάσεως.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο
αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ, η οποία λαμβάνεται
υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει και η
παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Τέτοια
ακυρότητα υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της
ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις
διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠΔ ή όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία που έπρεπε να
τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και τον χρόνο άσκησης και υποβολής της κατά το άρθρο 68 ΚΠΔ. Εξ
άλλου κατά το άρθρο 63 εδ. α! του ιδίου κώδικα, η πολιτική αγωγή, με την οποία επιδιώκεται
χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τα
πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα αυτό, σύμφωνα με τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, κατά δε το άρθρο
68 παρ. 2 ΚΠΔ δικαστήριο, ωσότου να αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη
προδικασία. Δικαιούχος της χρηματικής αυτής ικανοποιήσεως είναι μόνο ο φορέας του
δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος που έχει προσβληθεί Συνεπώς νομιμοποιείται ενεργητικά σε
άσκηση πολιτικής αγωγής οπωσδήποτε ο παθών αλλά και κάθε άμεσα αδικηθείς και ζημιωθείς από
το διωκόμενο σε βάρος συγκεκριμένου κατηγορουμένου αδίκημα, όχι όμως και ο έμμεσα ζημιωθείς
και αδικηθείς. Δηλαδή, πρέπει η εισαγόμενη πολιτική αξίωση αποζημιώσεως η χρηματικής
ικανοποιήσεως να έχει άμεση σχέση και δη αιτιώδη συνάφεια με την κατηγορία για την οποία ο
κατηγορούμενος διώχθηκε και δικάζεται, τούτο δε κρίνεται κατά τα πραγματικά περιστατικά και
το νομικό χαρακτηρισμό, όπως διατυπώνονται στο κλητήριο θέσπισμα ή στη κλήση του
κατηγορουμένου και σύμφωνα με το προστατευόμενο έννομο αγαθό. Στην πενταετή παραγραφή
του άρθρου 937ΑΚ, υπόκειται και η κατά το άρθρο 932 ΑΚ αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως
λόγω ηθικής βλάβης. Ειδικότερα το ανωτέρω άρθρο (937 Α.Κ.) ορίζει ότι: “η απαίτηση από
αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε τη ζημιά και τον υπόχρεο προς
αποζημίωση, σε κάθε περίπτωση όμως η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών
από την πράξη. Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη, που κατά τον ποινικό νόμο
υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης”. Η δεύτερη
παράγραφος της παραπάνω διατάξεως, υπαγορεύθηκε για το λόγο ότι δε θα ήταν δικαιολογημένη
η κατάλυση μέσω της παραγραφής της προς αποζημίωση αστικής απαιτήσεως, ενόσω ο δράστης
της αδικοπραξίας θα ήταν ακόμη εκτεθειμένος στην βαρύτερα πλήττουσα αυτόν ποινική δίωξη και
στη συνέχεια καταδίκη. Για την εφαρμογή της παρ. 2 του παραπάνω άρθρου πρέπει να
συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις: 1) η αδικοπραξία πρέπει να αποτελεί συνάμα κολάσιμη
κατά τον ποινικό νόμο πράξη. Δεν αποτελεί όμως προϋπόθεση η προηγούμενη άσκηση ποινικής
διώξεως και η τιμωρία του δράστη. Αν δεν έχει προηγηθεί άσκηση ποινικής διώξεως, το πολιτικό
δικαστήριο που κρίνει την αγωγή αποζημιώσεως ερευνά τη συνδρομή των υποκειμενικών και
αντικειμενικών προϋποθέσεων της κολάσιμης πράξεως και 2) η ποινική αξίωση της πολιτείας για
την τιμώρηση της αξιόποινης πράξεως πρέπει να υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή. Για τη
διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξεως είναι ή
όχι μακροτέρα από την αστική παραγραφή της απαιτήσεως από την αδικοπραξία θα ληφθεί υπόψη
ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξης ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η
προβλεπόμενη στον ποινικό νόμο, αναλόγως, ποινική παραγραφή, όπως αυτή ως προς τη διάρκειά
της, καθορίζεται στο άρθρο 111 του Π.Κ. ή σε διάταξη άλλου, ειδικού, ποινικού νόμου, η οποία
προκειμένου περί πλημμελημάτων, που εν προκειμένω ενδιαφέρει, ανέρχεται σε πέντε (5) έτη και
σύμφωνα με το άρθρο 17 του Π. Κ. αρχίζει από το χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή
όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από
την αφετηρία της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως, όπως αυτή προβλέπεται στην παρ. 1 του
άρθρου 937 ΑΚ. Εξάλλου, για τη διακρίβωση αν, προκειμένου περί πλημμελημάτων, είναι ή όχι
μακρότερη η ποινική παραγραφή σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δε συνυπολογίζεται το
οριζόμενο από την παρ. 3 του άρθρου 113 Π. Κ. μέγιστο διάστημα της αναστολής, κατά το οποίο
διαρκεί η κύρια διαδικασία και εωσότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση και το οποίο
ανέρχεται σε τρία (3) έτη. Τούτο δε διότι: α) η αναστολή της ποινικής παραγραφής προϋποθέτει
έναρξη της κύριας διαδικασίας, η οποία εκ των προτέρων δεν είναι γνωστό πότε θα επέλθει και δε
χωρεί αυτοδικαίως εκ του νόμου. Εξάλλου, η ασφάλεια δικαίου ως έκφανση της αρχής του
κράτους δικαίου επιβάλλει να είναι από την αρχή προσδιορισμένη η διάρκεια της παραγραφής. Την
αρχή αυτή δεν ικανοποιεί η άποψη περί συνυπολογισμού στην βασική (in abstracto) πενταετή
ποινική παραγραφή και της τριετίας της αναστολής. Και β) ο συνυπολογισμός της τριετίας της
ποινικής αναστολής προκαλεί και σύγχυση με τη διακοπή και την αναστολή της αστικής
παραγραφής της απαιτήσεως αποζημιώσεως, όπως οι θεσμοί αυτοί ρυθμίζονται στα άρθρα 255 επ.
και 260 επ. του Α. Κ., αφού θα προκληθεί το φαινόμενο στην αστική παραγραφή να εφαρμόζονται
παράλληλα, αφ` ενός η ποινική αναστολή και αφ` ετέρου η αναστολή-διακοπή της παραγραφής
του Α.Κ. Τόσο όμως η ποινική όσο και η αστική παραγραφή αποτελούν σύστημα κανόνων δικαίου,
στο οποίο οι πράξεις που επιφέρουν διακοπή ή αναστολή της παραγραφής κρίνονται αυτόνομα στο
πλαίσιο καθενός από τα συστήματα αυτά. Επομένως, ο νομοθέτης της παρ. 2 του άρθρου 937 Α.Κ.
αναφερόμενος στην μακρότερη ποινική παραγραφή, προδήλως αποβλέπει στην προβλεπόμενη in
abstracto ποινική παραγραφή, άνευ συνυπολογισμού σ` αυτήν και του διαστήματος της
αναστολής (ΟΛ. Α.Π. 21/2003, ΑΠ 994/2010).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, την παραγραφή διακόπτει η έγερση
αγωγής, η δε με τον τρόπο αυτό διακοπείσα παραγραφή αρχίζει και πάλι από την τελευταία
διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, κατά δε το άρθρο 270 ΑΚ, αν η παραγραφή
διακόπηκε ο χρόνος που πέρασε έως τότε δεν υπολογίζεται και αφότου περατώθηκε η διακοπή
αρχίζει νέα παραγραφή. Τέτοια άσκηση αγωγής που διακόπτει την παραγραφή, συνιστά και η κατά
την ποινική διαδικασία με τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής εισαγωγή προς δικαστική
κρίση της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ 617/2010). Η παραγραφή
που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των
διαδίκων ή του δικαστηρίου. Από την τελευταία αυτή διάταξη, συνάγεται ότι αν η παραγραφή
διακόπηκε με την άσκηση της αγωγής, η ίδια παραγραφή, δηλαδή ομοειδής και ισόχρονη με αυτή
που διακόπηκε, αρχίζει σε κάθε περίπτωση – και ανεξαρτήτως από το είδος αυτής ως
βραχυπρόθεσμης ή συνήθους – ευθύς μετά την έγερση της αγωγής και διακόπτεται μετά από κάθε
διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Ετσι επί αξιώσεως που έχει καταστεί επίδικη,
η παραγραφή στην οποία υπόκειται μπορεί να συμπληρωθεί κατά τη διάρκεια της επιδικίας. Ως
διαδικαστική δε πράξη, που συνεπάγεται κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, τη
διακοπή της παραγραφής, θεωρείται κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων και
πληρεξουσίων τους ή της δικαστικής αρχής που περιέχει τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και είναι
αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης. Σύμφωνα με το σκοπό της ίδιας
διάταξης, για να αρχίσει εκ νέου η παραγραφή που διακόπηκε από την τελευταία διαδικαστική
πράξη του δικαστηρίου, πρέπει να είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της υποθέσεως με πράξεις
των διαδίκων. Τούτο δε διότι ο θεσμός της παραγραφής της αξίωσης (ΑΚ 247 επ.) αποτελεί, τη
νομοθετικά προβλεπόμενη κύρωση στην αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της
αξίωσης του και επομένως δεν είναι νοητή η παραγραφή της αξίωσης όταν αυτός έχει ενεργήσει
ό,τι ήταν αναγκαίο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να μη χρειάζεται να επιχειρήσει κάτι
ιδιαίτερα. Γι` αυτό ο νόμος αναγνωρίζει σοβαρούς λόγους, συνεπεία των οποίων η πάροδος του
χρόνου δεν έχει δυσμενείς συνέπειες για το δανειστή. Τέτοιοι λόγοι αναστολής της παραγραφής
είναι κατ` άρθρο 255 ΑΚ το δικαιοστάσιο, η ανωτέρα βία και ο δόλος του υπόχρεου. Στην
προκειμένη περίπτωση, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας για τις
ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου προκύπτουν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’
αρ.21619 /2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καταδικάσθηκε ο
αναιρεσείων -κατηγορούμενος σε συνολική ποινή φυλακίσεως είκοσι επτά (27) μηνών,
ανασταλείσα επί τριετία για τις αξιόποινες πράξεις :α) της ψευδούς καταμηνύσεως, β)
συκοφαντικής δυσφήμησης ανωνύμου εταιρείας, και γ) ψευδορκίας μάρτυρα. Κατά την δίκη
εκείνη, προ πάσης αποδεικτικής διαδικασίας, εμφανίσθηκε ο νομίμως εξουσιοδοτηθείς από τους Ν.
Μ., Ε. Μ. και Γ. Π. συνήγορος τους, και δήλωσε ότι άπαντες οι ανωτέρω παρίστανται ως πολιτικώς
ενάγοντες, ο πρώτος από αυτούς ατομικά για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως
και της ψευδορκίας μάρτυρα, και ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανωνύμου εταιρείας με την
επωνυμία “………………………………” για την συκοφαντική δυσφήμηση της ως άνω ανώνυμης
εταιρείας, η δεύτερη και ο τρίτος για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και
ψευδορκίας μάρτυρα, και αιτούνται χρηματική ικανοποίηση για την ηθική τους βλάβη από την
αδικοπραξία που τέλεσε σε βάρος τους ο κατηγορούμενος το ποσό των 44 Ευρώ με επιφύλαξη.
Κατά της παράστασης αυτής, προβλήθηκε από τον κατηγορούμενο, μέσω του πληρεξουσίου
συνηγόρου του, ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής, λόγω παραγραφής της σχετικής
απαιτήσεως τους, καθόσον οι πράξεις που αποδίδονται στον κατηγορούμενο φέρονται ότι
τελέσθηκαν την 27-6-2005, οι δηλώσαντες παράσταση πολιτικής αγωγής, υπέβαλλαν σε βάρος του
την έγκληση τους, για τα ανωτέρω εγκλήματα την 27-9-2005, οπότε με αυτήν το πρώτον κατά το
στάδιο της προδικασίας, άσκησαν την περί αποζημιώσεως τους αγωγή τους ενώπιον του ποινικού
δικαστηρίου. Από την 27-9-2005 μέχρι την 2-4-2013, ημερομηνία εκδικάσεως της σε βάρος του
κατηγορίας, παρήλθε χρονικό διάστημα μείζον της πενταετίας, με συνέπεια την παραγραφή της
αστικής αυτής αξιώσεως τους. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με παρεμπίπτουσα απόφαση του,
δέχθηκε ως βάσιμη κατ’ ουσία την περί αποβολής της πολιτικής αγωγής ένσταση του
αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου, διέταξε την αποβολή αυτής και μετά την εκδίκαση της
κατηγορίας, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις του και
του επέβαλλε την ως άνω συνολική ποινή. Κατά της αποφάσεως αυτής, ο αναιρεσείων-
κατηγορούμενος άσκησε την υπ’ αρ. 1931/ 18-4-2013 έφεση του, με την οποία μεταβιβάσθηκε
ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου το περί ενοχής της εκκαλουμένης αποφάσεως κεφάλαιο
και ο εγκαλών Ν. Μ. την υπ’ αρ. 2018/2013 έφεση του, με την οποία μεταβιβάσθηκε στο
δευτεροβάθμιο δικαστήριο το περί αποβολής της πολιτικής αγωγής ως προς αυτόν, με την διττή
ιδιότητα του κεφάλαιο, για τους παρακάτω λόγους όπως τους εξέθεσε: ” Η παραγραφή της
επίδικης αξιώσεως μου εκ των τελεσθέντων σε βάρος μου εγκλημάτων, με χρόνο τελέσεως την
27-6-2005, διεκόπη αρχικώς την 27-9-2005, με την προ διαληφθείσα στην έγκληση μου, δήλωση
παράστασης πολιτικής αγωγής. Ακολούθως διεκόπη εκ νέου με την από 8-2-2007 πράξη του
Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, (που επικυρώθηκε την 12-6-2007, από τον Εισαγγελέα
Εφετών Αθηνών ), περί αναβολής κάθε περαιτέρω ενέργειας κατ’ άρθρο 59 παρ. 2 ΚΠΔ έως το
τέλος της ποινικής δίωξης, που είχε ασκηθεί σε βάρος μου κατόπιν της από 27-6- 2005 ψευδούς
καταμηνύσεως μου υπό του κατηγορουμένου. Άρχισε δε να τρέχει νέα πενταετής παραγραφή,
μετά την προαναφερθείσα αμετάκλητη απαλλαγή μου, από τις κατά τα ανωτέρω ψευδώς
αποδοθείσες υπό του κατηγορουμένου σε εμένα αξιόποινες πράξεις και την παραπομπή του δι’
απευθείας κλήσεως στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Συνεπώς, κατά τον χρόνο συζήτησης της υποθέσεως ενώπιον του Δ! Τριμελούς Πλημμελειοδικείου
Αθηνών, την 2-4-2013 δεν είχε συμπληρωθεί η κατ’ άρθρο 937 ΑΚ, πενταετής παραγραφή της
αξιώσεως μου αλλά αντιθέτως αυτή, είχε διακοπεί πλείστες όσες φορές, με τις ανωτέρω
διαδικαστικές πράξεις. Τέλος, σε κάθε περίπτωση λόγω της προαναφερθείσας μεσολαβήσασας
υποχρεωτικής αναβολής -αναστολής της από την αρχική δήλωση της πολιτικής μου αγωγής (27-9-
2005),μέχρι την επανάληψη της στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο αρχικά την
29-1-2013, και ακολούθως την 2-4-2013 (κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση, προκειμένου
να εκδικασθεί και συντελέσθηκε, με τον τρόπο αυτόν η έναρξη της συζητήσεως αυτής), δεν
μεσολάβησε κάποιο διαδικαστικό στάδιο της συγκεκριμένης δίκης κατά το οποίο εγώ, ως
πολιτικώς ενάγων μέσω της οποίας θα μετείχα στην εκκρεμούσα ποινική δίκη αδράνησα.
Σημειώνεται δε ότι, η υπόθεση κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 8-11-2012, αναβλήθηκε
λόγω της αποχής των δικηγόρων από την άσκηση των καθηκόντων τους. Στο ίδιο μάλιστα
αποτέλεσμα, καταλήγει κανείς ακόμη και αν θεωρήσει ότι η σχετική αξίωση μου ανεστάλη, μόνο
κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της κατά το άρθρο 59 παρ. 2 ΚΠΔ αναστολής και μέχρι την
αμετάκλητη απαλλαγή μου, μετά δε από αυτήν συνέχισε να τρέχει ο χρόνος της παραγραφής.
Ειδικότερα όπως προαναφέρθηκε η παραγραφή της αστικής αξιώσεως μου διεκόπη αρχικά την
27-9-2005, με την δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής που περιελήφθη στην με την ίδια
ημερομηνία μήνυση μου. Εκτοτε σύμφωνα με τους κανόνες του αστικού δικαίου άρχισε να τρέχει
νέα πενταετία. Ετσι μέχρι την πράξη αναβολής του κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών (8-2-
2007) διέδραμε χρόνος 16 μηνών και 12 ημερών. Από την ανωτέρω ημερομηνία (8-2-2007) και
μέχρι την αμετάκλητη απαλλαγή μου την 3-9-2009, (οπόταν το υπ’ αρ. 1557/2009 βούλευμα του
Συμβουλίου Εφετών Αθηνών κατέστη αμετάκλητο), μεσολάβησε χρονικό διάστημα 31 μηνών και
22 ημερών, το οποίο δεν προσμετράται στην παραγραφή της αξιώσεως μου, αφού κατ’ αυτό το
διάστημα η παραγραφή ανεστάλη. Έτσι το εναπομείναν προς παραγραφή της αξιώσεως μου,
χρονικό διάστημα, ανερχόταν σε 43 μήνες και 28 ημέρες.
Συνεπώς ακόμα και υπό την προαναφερθείσα εκδοχή, ο χρόνος της παραγραφής της αστικής
αξιώσεως μου, συμπληρωνόταν κατά το εν χρήσει ημερολογιακό έτος την 29-5-2013. Έπρεπε
συνεπώς, το δικαστήριο και μόνον εκ του λόγου αυτού, να θεωρήσει ότι η ως άνω αξίωση μου δεν
είχε υποκύψει σε παραγραφή, αλλ’ ότι αυτή είχε απλώς ανασταλεί κατά το ανωτέρω χρονικό
διάστημα κατ’ άρθρο 255 ΑΚ, λόγω ανωτέρας βίας και να επιτρέψει την δια πληρεξουσίου
δικηγόρου εκπροσώπηση και παράσταση μου. Με άλλα λόγια, έπρεπε το δικαστήριο να απορρίψει
την ένσταση παραγραφής να δεχθεί την αξίωση μου και να χωρήσει στην επιδίκαση του ποσού
των 44 Ευρώ με την επιφύλαξη …”. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ο εγκαλών-
εκκαλών επανέλαβε την δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής δια του συνηγόρου του, για την
οποία κατατέθηκε και έγγραφο σημείωμα που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, και ο
κατηγορούμενος -εκκαλών υπέβαλλε και πάλι ένσταση αποβολής αυτής, ως πρωτοδίκως, με την
συμπροσβαλλόμενη παρεμπίπτουσα απόφαση του,(ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου) δέχθηκε
ως βάσιμη κατ’ ουσία την έφεση του εγκαλούντος -εκκαλούντος με το ακόλουθο σκεπτικό: “Η
παραγραφή της επίδικης αξιώσεως του πολιτικώς ενάγοντος διεκόπη στις 27-9-2005 με την
δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής που περιελήφθη στην έγκληση, που αυτός κατέθεσε στον
Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών. Στη συνέχεια επήλθε διακοπή της παραγραφής στις 8-2-
2007 με την πράξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, που επικυρώθηκε με την από 12-6-2007
πράξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί αναβολής κάθε περαιτέρω ενέργειας κατ’ άρθρο 59
παρ. 2 ΚΠΔ, έως το τέλος της ποινικής δίωξης που είχε ασκηθεί σε βάρος του ήδη εγκαλούντα Ν.
Μ., κατόπιν της από 27-6-2005 ψευδούς καταμηνύσεως του, υπό του κατηγορουμένου Σ. Κ. Από
27-9-2005 έως 8-2-2007 δεν είχε παρέλθει πενταετία, στη συνέχεια δε, δεν υπήρξε αδράνεια εκ
μέρους του δικαιούχου, αφού δεν ήταν δικονομικά δυνατόν να επιχειρήσει κάτι εν όψει της
αναβολής κατ’ άρθρο 59 παρ. 2 ΚΠΔ. Έως το τέλος της άλλης ποινικής δίκης, η οποία
τερματίσθηκε με το 1557/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που δημοσιεύθηκε στις
31-7-2009, (επικύρωσε το 976/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που
αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του Ν. Μ. κλπ για υπεξαίρεση, απάτη, κατ’ εξακολούθηση
άνω των 73000 Ε.), δεν ασκήθηκε δε ένδικο μέσο κατ’ αυτού μέχρι την 9-12-2011. Μέχρι την 31-
7-2009, η παραγραφή της απαίτησης του πολιτικώς ενάγοντα έχει διακοπεί. Η ισόχρονη πενταετής
παραγραφή δεν συμπληρώθηκε μέχρι την 8-11-2012 που εισήχθη προς συζήτηση στο
πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπου διεκόπη και, αφού λόγω της αναβολής της εκδικάσεως της
υποθέσεως εισήχθη εκ νέου στις 29-1-2013και τέλος στις 2-4-2013. Ο πολιτικώς ενάγων υπέβαλλε
στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αντένσταση διακοπής της παραγραφής, κατά τα
άρθρα 255,261,270,59 ΚΠΔ. Επίσης την διακοπή της παραγραφής της αξίωσης για την πολιτική
αγωγή διατύπωσε ως λόγο εφέσεως του. Μετά από αυτά, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και κατ’
ουσίαν η έφεση του πολιτικώς ενάγοντα και να του επιτραπεί η συμμετοχή του στην δίκη “. Στη
συνέχεια διεξήχθη η δίκη με την συμμετοχή σ’ αυτή του πολιτικώς ενάγοντα, καταδικάσθηκε ο
αναιρεσείων-κατηγορούμενος σε συνολική ποινή φυλακίσεως 16 μηνών, για τις αξιόποινες πράξεις
α) ψευδούς καταμήνυσης β) ψευδορκίας μάρτυρα, και υποχρεώθηκε να καταβάλλει στον
πολιτικώς ενάγοντα, ως χρηματική του ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την σε
βάρος του αδικοπραξία του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, το ποσό των 44 Ε.
Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας και συγκεκριμένα με την
παραδοχή ως βάσιμης κατ’ ουσία της έφεσης του πολιτικώς ενάγοντα, που ακολούθως συμμετέσχε
ως πολιτικώς ενάγων στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία, έσφαλε και επήλθε απόλυτη ακυρότητα της
διαδικασίας αυτής, με την επιδίκαση δε σ’ αυτόν του ποσού των 44 Ε., ως χρηματική του
ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη υπερέβη την εξουσία του. Τούτο διότι η παράσταση αυτή της
πολιτικής αγωγής δηλώθηκε νομοτύπως με την υπό στοιχεία ΒΟ5/4252/27-9-2005 έγκληση του
εγκαλούντος Ν. Μ., κατά του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, προς τον Εισαγγελέα
Πλημμελειοδικών Αθηνών, οπότε την ως άνω ημεροχρονολογία ασκήθηκε η κατά το άρθρο 932
ΑΚ, αγωγή του στο ποινικό δικαστήριο, με αποτέλεσμα την διακοπή της παραγραφής αυτής, Στη
συνέχεια σύμφωνα με το άρθρο 59 παρ. 2 ΚΠΔ, διατάχθηκε προκαταρκτική εξέταση μετά το πέρας
της οποίας ο επεξεργασθείς την δικογραφία Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, ανέβαλλε με
την από 8-2-2007 πράξη του, που επικυρώθηκε με την από 12-6-2007 πράξη του Εισαγγελέα
Εφετών Αθηνών, κάθε περαιτέρω ενέργεια έως το τέλος της ποινικής δίωξης, που είχε ασκηθεί σε
βάρος του Ν. Μ. κλπ, κατόπιν της από 27-6-2005 καταμηνύσεως του από τον Σ. Κ. για τα
αδικήματα της κακουργηματικής υπεξαίρεσης από κοινού και της απάτης από κοινού. Την 27-3-
2009 εκδόθηκε το υπ’ αρ. 976/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το
οποίο το ως άνω Συμβούλιο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του Ν. Μ. κλπ για τα
καταγγελόμενα από τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο αδικήματα. Ο τελευταίος άσκησε έφεση
κατά του βουλεύματος αυτού, η οποία απορρίφθηκε στην ουσία της με το υπ’ αρ. 1557/2009
βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και επικυρώθηκε το εκκαλούμενο βούλευμα του
Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Το τελευταίο αυτό βούλευμα εκδόθηκε την 30-7-2009 και
κατέστη αμετάκλητο την 9-12-2011. Η εκκρεμούσα υπόθεση, εισήχθη για εκδίκαση ενώπιον του
Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, την 8-11-2012, οπότε δηλώθηκε παράσταση της πολιτικής
αγωγής και αναβλήθηκε για την δικάσιμο της 29-1-2013 οπότε επαναλήφθηκε η δήλωση αυτής. Η
υπόθεση αναβλήθηκε και πάλι για την δικάσιμο της 2-4-2013 που εκδικάσθηκε και καταδικάσθηκε
ως αναφέρθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος. Από την πρώτη όμως δήλωση της παράστασης
πολιτικής αγωγής την 27-9-2005 μέχρι την 8-11-2012, που δηλώθηκε εκ νέου η παράσταση αυτή
ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, επήλθε χρονικό διάστημα μείζον της
πενταετίας με αποτέλεσμα την παραγραφή εν επιδικία της αστικής αυτής αξιώσεως. Η παραγραφή
αυτή δεν διακόπηκε με την έκδοση της από 8-2-2007 πράξεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών
Αθηνών, που επικυρώθηκε με την από 12-6-2007 πράξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών,
καθόσον η πράξη αυτή που εκδίδεται κατά την διάταξη του άρθρου 59 παρ. 2 ΚΠΔ επιφέρει
διακοπή της ποινικής μόνο παραγραφής. Ειδικότερα με το άρθρο 25 του ως άνω νόμου,
αντικαταστάθηκε και η παρ. 3 του άρθρου 113 ΠΚ σύμφωνα με την οποία ο χρονικός περιορισμός
της αναστολής των 5 ετών για τα κακουργήματα, τριών ετών για τα πλημμελήματα και ένα έτος
για τα πταίσματα δεν ισχύει, οσάκις η αναβολή ή αναστολή της ποινικής δίωξης έλαβε χώρα κατ’
εφαρμογή των άρθρων 30 παρ. 2 και 59 του ΚΠΔ. Σε αντίθεση με την αστική παραγραφή, για την
οποία όπως προαναφέρθηκε στην μείζονα νομική σκέψη δεν συνυπολογίζεται για την συμπλήρωση
της ούτε το χρονικό διάστημα των τριών ετών της ανωτέρω ποινικής διατάξεως, κατ’ αναλογία δε
αυτού, ούτε και της αναστολής της ποινικής διώξεως κατ’ άρθρο 59 παρ. 2 ΚΠΔ, αλλά απαιτείται
για την διακοπή αυτής, διαδικαστική πράξη του δικαιούχου όπως εν προκειμένω άσκηση της
αξιώσεως του ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Ούτε εξ άλλου μπορεί να στοιχειοθετήσει η
αναστολή της ποινικής δίκης κατά το άρθρο 59 παρ. 2 ΚΠΔ, λόγο αναστολής της παραγραφής της
αστικής δίκης για ανωτέρα βία, διότι η ποινική αυτή αναστολή της διαδικασίας δεν ανάγεται σε
γεγονός απρόβλεπτο και ακαταμάχητο, αφού είναι προβλεπτή λόγω της υποχρεωτικής εφαρμογής
της ανωτέρω διατάξεως, από την Εισαγγελική αρχή, και είναι μαχητή η διακοπή της αστικής
παραγραφής με αγωγή της αξιώσεως του πολιτικώς ενάγοντος στα πολιτικά δικαστήρια.
Επομένως, αφού ο πολιτικώς ενάγων δεν πρόβαλλε κάποιο άλλο λόγο διακοπής ή αναστολής, της
επελθούσας με την παρέλευση της πεντατετίας αστικής παραγραφής κατ’ άρθρο 261 και 270 ΑΚ, οι
από το άρθρο 510 παρ. 1 Α ` και Η` ΚΠΔ λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναίρεσης, είναι βάσιμοι
κατ’ ουσία και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Μετά ταύτα πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη
απόφαση. Περαιτέρω, επειδή οι αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-
κατηγορούμενος, τελέσθηκαν την 27-6-2005, παρήλθε δε έκτοτε μέχρι και τη συζήτηση της
κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως (11-11-2014), χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας,
έπεται ότι το αξιόποινο αυτών λόγω του πλημμεληματικού χαρακτήρα τους, εξαλείφθηκε δια
παραγραφής και πρέπει να παύσει οριστικά η σε βάρος του αναιρεσείοντος ασκηθείσα ποινική
δίωξη, όπως στο διατακτικό ειδικότερα αναφέρεται, (άρθρα 111, 112, 113 ΠΚ,370 εδ. β! και 511γ!
ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την υπ’ αρ. πρωτ.2109/24-3-2014 αίτηση -δήλωση και τους από 7-5-2014
πρόσθετους λόγους αυτής, του Σ. Κ. του Κ., κατοίκου Παλαιού Φαλήρου, οδός …, για αναίρεση υπ’
αρ. 1206/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Αναιρεί την υπ’ αρ. 1206/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Παύει οριστικά την σε βάρος του ανωτέρω αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ποινική δίωξη για τις
αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μάρτυρα, και ειδικότερα του
ότι: «Στην Αθήνα την 27-6-2005, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα τα οποία
προβλέπονται και τιμωρούνται από τα νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές και δη 1) Εν
γνώσει του κατεμήνυσε ψευδώς ενώπιον της αρχής, ότι τέλεσαν αξιόποινες πράξεις με σκοπό να
προκαλέσει την καταδίωξη τους γι’ αυτές και ειδικότερα με σκοπό να προκαλέσει την ποινική
δίωξη των εγκαλούντων Ν. Μ. του Α., προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της ανωνύμου
εταιρείας με την επωνυμία “…………………”, Ε. Μ. του Κ., αναπληρώτριας διευθύνουσας συμβούλου
της ως άνω εταιρείας, Κ. Μ. του Α., Προέδρου του Δ.Σ. της ως άνω εταιρείας, Α. Μ. του Ν.,
αναπληρωτή διευθύνοντος συμβούλου της ως άνω εταιρείας, Ε. θυγ. Γ. Μ. και Γ. Π. του Π., μελών
του ΔΣ της άνω εταιρείας, καθώς και των Β. Γ. του Ι. και, Β. Κ. του Ε. και Ε. θυγ. Α. Μ., ιδιωτικών
υπαλλήλων της άνω εταιρείας, για τις αξιόποινες πράξεις της υπεξαίρεσης από κοινού και κατ’
εξακολούθηση, με συνολικό αντικείμενο της πράξης που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ε. και της
απάτης από κοινού και κατ’ εξακολούθηση από υπαιτίους που διαπράττουν απάτες κατ’ επάγγελμα
και κατά συνήθεια με συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνει το ποσό
των 73.000 Ε., υπέβαλε ως διαχειριστής της ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία “…….”, αλλά
και ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία “…………”,
η οποία μετέχει με ποσοστό 97% στην ως άνω ετερόρρυθμη εταιρεία, ενώπιον του Εισαγγελέα
Πρωτοδικών Αθηνών τη από 27-6-2005 έγκληση του, (ΑΒΜ Α 2005/2844), με την οποία αιτήθηκε
την ποινική δίωξη αυτών, καταγγέλλοντας εν γνώσει του ψευδώς, ότι οι ανωτέρω κατά το
χρονικό διάστημα από μήνα Μάϊο του 2003 έως μήνα Μάρτιο 2005, ενεργώντας από κοινού και με
σκοπό να αποκομίσει η εταιρεία με την επωνυμία “………………”,την οποία εκπροσωπούσαν
παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψαν την περιουσία της δικής του εταιρείας με την επωνυμία
“…………….”, πείθοντας τον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως
αληθινών, και ειδικότερα παρέστησαν ψευδώς μέσω των ταμειακών λογιστικών εγγράφων της ως
άνω εταιρείας που του επέδειξαν, ότι η εταιρεία που εκπροσωπούσαν οφείλει την πρώτη εταιρεία
……. το ποσό των 289.095,66 Ε., ότι υπό τη ψευδή αυτή παράσταση τον παραπλάνησαν, με
αποτέλεσμα η εταιρεία με την επωνυμία “………..”, να καταβάλει το ποσό αυτό την εταιρεία με την
επωνυμία “…………..”, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί η περιουσία της κατά το ως άνω ποσό, με
αντίστοιχη ωφέλεια της άλλης εταιρείας η οποία ιδιοποιήθηκε παρανόμως το ποσό αυτό, ενώ η
αλήθεια την οποία και γνώριζε είναι ότι το ως άνω ποσό αποτελούσε μέρος ληξιπροθέσμων
οφειλών που είχε η εταιρεία με την επωνυμία “…………..”, έναντι της εταιρείας με την επωνυμία
“………………………………”, από την συνεργασία που είχαν αναπτύξει στην εμπορία πετρελαιοειδών
και δεν αποτελούσε προϊόν παράνομης πράξης. 2) Ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον
αρχής αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα και συγκεκριμένα,
κατά την εγχείρηση ως νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της ετερορρύθμου εταιρείας με την
επωνυμία “………….”, της αναφερόμενης στην υπό στοιχεία 1 πράξη εγκλήσεως, εξεταζόμενος
ενόρκως από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, για βεβαίωση του περιεχομένου της
κατέθεσε ότι αυτό ήταν αληθινό, ενώ γνώριζε ότι οι ισχυρισμοί που διέλαβε σ’ αυτή για τους
εγκαλούντες ήταν ψευδείς, καθόσον οι τελευταίοι ουδέποτε προέβησαν στις καταγγελόμενες σε
βάρος του πράξεις».
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιουλίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Σεπτεμβρίου
2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.