ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 5ο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ 4/2022

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 9η Οκτωβρίου 2020, με δικαστή την Ερσιλία Καζαντζίδου, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα την Ευδοκία Λεουτσάκου, δικαστική υπάλληλο,

για να δικάσει την αγωγή, με ημερομηνία κατάθεσης 28.12.2017,

της ……, κατοίκου ……, η οποία δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, αλλά παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, του πληρεξουσίου της δικηγόρου Ευστρατίου Τζουμαράνη, τον οποίο νομιμοποίησε με το από 5.10.2020 ιδιωτικό έγγραφο παροχής πληρεξουσιότητας,

κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (εφεξής ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (εφεξής Ε.Φ.Κ.Α.), ως οιονεί καθολικού διαδόχου του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων/Τομέα Σύνταξης και Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών» (εφεξής Ε.Τ.Α.Α./Τ.Σ.Α.Υ.), σύμφωνα με τα άρθρα 51 και 53 του ν. 4387/2016 (Φ.Ε.Κ. Α’ – 85), και, ήδη, «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» [άρθρο 51 Α παρ. 1 του ν. 4387/2016, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4670/2020 (Φ.Ε.Κ. Α’ – 43, έναρξη ισχύος από 1.3.2020, σύμφωνα με το άρθρο 108 του ίδιου νόμου), (εφεξής e – Ε.Φ.Κ.Α.)], εκπροσωπούμενου από τον Διοικητή του, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, της πληρεξουσίας του δικηγόρου Αναστασίας Μαργώνη, η οποία νομιμοποιήθηκε με το ……/27.2.2020 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο.

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφτηκε κατά το νόμο

1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, κατόπιν μετατροπής του καταψηφιστικού αιτήματος αυτής σε αναγνωριστικό με το από 8.10.2020 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα (άρθρο 75 παρ. 3 εδ. β’ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας), η ενάγουσα, ιατρός συνταξιούχος του Τ.Σ.Α.Υ. (μετέπειτα Ε.Τ.Α.Α., ακολούθως Ε.Φ.Κ.Α. και, πλέον, e – Ε.Φ.Κ.Α.), επιδιώκει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει, νομιμοτόκως, από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής (βλ. τη με αριθ. ……/29.12.2017 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ……), τα αναλυτικώς αναγραφόμενα στο δικόγραφο της αγωγής ποσά, συνολικού ύψους 9.221,70 ευρώ, τα οποία αντιστοιχούν στις ερειδόμενες σε αντισυνταγματικές και αντίθετες σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, κατά τους ισχυρισμούς της, περικοπές της κύριας σύνταξής της, που έλαβαν χώρα κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2015 έως 31.12.2017, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των ν. 4051/2012 (Φ.Ε.Κ. Α’ – 40) και ν. 4093/2012 (Φ.Ε.Κ. Α’ – 222). Επικουρικώς δε, η ενάγουσα επιδιώκει να αναγνωριστεί η καταβολή του ανωτέρω ποσού, ως αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 – 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα [π. δ/μα 456/1984 (Φ.Ε.Κ. Α’ – 164), εφεξής ΕισΝΑΚ], προς αποκατάσταση της ισόποσης οικονομικής ζημίας που υπέστη.

2. Επειδή, με την εμφάνιση της οξείας δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του έτους 2010, ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έλαβε, έναντι της υποστήριξης αυτής, κυριαρχικώς, σειρά μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών και μειώσεων συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιοδοτουμένων από το Δημόσιο και από τους φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές ξεκίνησαν από τα επιδόματα εορτών και αδείας του Δημοσίου και των οργανισμών κύριας ασφάλισης [άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3833/2010 (Φ.Ε.Κ. Α’ – 140), άρθρο τρίτο παρ. 6, 10-14 του ν. 3845/2010 – Α’ 65, άρθρο μόνο του ν. 3847/2010 (Φ.Ε.Κ. Α’ – 67), αντιστοίχως], συνεχίσθηκαν δε με τη θέσπιση της εισφοράς αλληλεγγύης των συνταξιούχων του Δημοσίου και των λοιπών συνταξιούχων οργανισμών κύριας ασφάλισης [άρθρο 11 του ν. 3865/2010 (Φ.Ε.Κ. Α’ – 120) και άρθρο 38 του ν. 3863/2010 (Φ.Ε.Κ. Α’ – 115), αντιστοίχως], την αναπροσαρμογή και τη συμπλήρωση της εισφοράς αυτής και την επέκτασή της και στην επικουρική ασφάλιση [άρθρο 44 παρ. 10 – 13 του ν. 3986/2011 (Φ.Ε.Κ. Α’ – 152), άρθρο 2 παρ. 13 του ν. 4002/2011 (Φ.Ε.Κ. Α’ – 180)], καθώς και με τις μειώσεις στις συντάξεις των κάτω των 55 ετών συνταξιούχων κατά 40%, για το πέραν των 1.000 ευρώ ποσό αυτών, περαιτέρω δε με μειώσεις στις κύριες και επικουρικές συντάξεις που υπερέβαιναν, αντιστοίχως, τα 1200 και τα 150 ευρώ [άρθρο 1 παρ. 10 και άρθρο 2 παρ. 1 – 5 και 14 του ν. 4024/2011 (Φ.Ε.Κ. Α’ – 226)]. Ακολούθως, ο ν. 4051/2012 προέβλεψε νέες περικοπές για τις συντάξεις του Δημοσίου και για τις κύριες συντάξεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης που υπερέβαιναν τα 1.300 ευρώ (άρθρα 1 παρ. 1 και 6 παρ. 1, αντιστοίχως) καθώς και για τις επικουρικές συντάξεις που υπερέβαιναν τα 250 ευρώ (άρθρο 6 παρ. 2). Περαιτέρω, με το άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ, υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012 προβλέφθηκαν περαιτέρω μειώσεις σε ποσοστά από 5% έως και 20%, για τις από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερέβαιναν είτε αυτοτελώς είτε αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, για το πέραν των 1.000 ευρώ ποσό, καθώς και κατάργηση των δώρων εορτών και των επιδομάτων αδείας των συνταξιούχων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης.

3. Επειδή, με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι τελευταίες περικοπές των συντάξεων, που επήλθαν, κατ’ εφαρμογή του δεύτερου Μνημονίου Συνεννόησης (ν. 4046/2012, Φ.Ε.Κ. Α’ – 28), με τους ανωτέρω νόμους 4051/2012 και 4093/2012, για τον λόγο ότι δεν προηγήθηκε των εν λόγω περικοπών, οι οποίες θεσπίσθηκαν σε συνέχεια των περιγραφόμενων ανωτέρω προηγούμενων περικοπών των συντάξεων – οι οποίες κρίθηκαν συνταγματικές – και ενώ είχε παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσης, η ειδική μελέτη που περιγράφεται στις ως άνω αποφάσεις. Ειδικότερα, με τις αποφάσεις αυτές κρίθηκε ότι σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών δεν αποκλείεται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η επέμβαση του νομοθέτη για τη μείωση και των απονεμηθεισών ακόμη συντάξεων εφεξής, σε κάθε περίπτωση, όμως, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση, δηλαδή, στο συνταξιούχο τέτοιων παροχών που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια. Προκειμένου, δε, να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος των οικείων νομοθετικών μέτρων από τις ανωτέρω συνταγματικές απόψεις, κρίθηκε ότι ο νομοθέτης, όταν λαμβάνει μέτρα συνιστάμενα σε περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών, οφείλει, ενόψει και της γενικότερης υποχρέωσής του για «προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης» (άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος), να έχει προβεί σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει, αφενός μεν, ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πράγματι πρόσφορα αλλά και αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, ενόψει και των παραγόντων που το προκάλεσαν, έτσι ώστε η λήψη των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη με τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αφετέρου δε, ότι οι επιπτώσεις από τα μέτρα αυτά στο βιοτικό επίπεδο των πληττομένων προσώπων, συνδυαζόμενες με άλλα τυχόν ληφθέντα μέτρα (φορολογικά κ.ά.), αλλά και με το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας, δεν έχουν, αθροιστικά λαμβανόμενες, αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη παραβίαση του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση. Κατόπιν τούτων, κρίθηκε με τις ανωτέρω αποφάσεις ότι οι διατάξεις των ν. 4051/2012 και 4093/2012 που θέσπισαν περικοπές στις συντάξεις αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4, και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που κυρώθηκε, μαζί με την εν λόγω Σύμβαση, με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Φ.Ε.Κ. Α’ – 256) και ότι είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Και τούτο διότι, όπως έγινε δεκτό με τις προαναφερθείσες αποφάσεις, με τις διατάξεις αυτές επιχειρήθηκε νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, χωρίς να έχει προηγηθεί εμπεριστατωμένη μελέτη, με την οποία να διαπιστώνεται και να αναδεικνύεται τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν σύμφωνη με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις που απέρρεαν, μεταξύ άλλων, από τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Με τις ίδιες αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (2287-2288/2015), οι οποίες δημοσιεύθηκαν στις 10.6.2015, το Δικαστήριο όρισε, μετά στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερομένου στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού Κράτους, ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων θα επέλθουν μετά τη δημοσίευση των αποφάσεων αυτών και ότι η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα μόνον για τους ενάγοντες των συγκεκριμένων υποθέσεων και όσους άλλους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι το χρόνο δημοσίευσης των αποφάσεων. Κατά συνέπεια, όπως ρητώς ορίζεται στις αποφάσεις αυτές, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων συνταξιούχων, που αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, συνταξιοδοτικές παροχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσίευσης των αποφάσεων αυτών.

4. Επειδή, περαιτέρω, σε συνέχεια των δεσμεύσεων τις οποίες ανέλαβε η Ελληνική Δημοκρατία με τους νόμους 4334/2015 [«Επείγουσες ρυθμίσεις για τη διαπραγμάτευση και σύναψη συμφωνίας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (Ε.Μ.Σ.)» (Α’ 80)] και 4336/2015 [«Συνταξιοδοτικές διατάξεις – Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης» (Α’ 94)], στο πλαίσιο της συμφωνίας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος, θεσπίσθηκε ο ν. 4387/2016 «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας – Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού συστήματος – Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α’ – 85), ο οποίος άρχισε να ισχύει, κατά το άρθρο 122 αυτού, από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (12.5.2016) και με το σύστημα ρυθμίσεων του οποίου επιχειρήθηκε μείζων μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Η μεταρρύθμιση συνίσταται στη λήψη μέτρων για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, με τον ν. 4387/2016, όπως αναφέρεται και στη με αριθ. 1891/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, μεταβλήθηκε εκ βάθρων το σύστημα υπολογισμού των συντάξεων των ασφαλισμένων στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων, περιλαμβανομένων και όσων ελάμβαναν ήδη σύνταξη πριν από την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου (παλαιών συνταξιούχων). Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του νέου αυτού ασφαλιστικού συστήματος, ιδρύθηκε ενιαίος φορέας απονομής των κύριων συντάξεων, ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.), στον οποίο εντάσσονται αυτοδίκαια οι υφιστάμενοι φορείς κύριας κοινωνικής ασφάλισης (άρθρο 51) και θεσπίσθηκαν ενιαίοι κανόνες για τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών αυτών παροχών, οι οποίες για τους μελλοντικούς συνταξιούχους θα είναι κατά κανόνα μικρότερες από τις καταβαλλόμενες υπό την ισχύ του προγενέστερου ασφαλιστικού συστήματος. Στο πλαίσιο, δε, εφαρμογής των ενιαίων κανόνων του Ε.Φ.Κ.Α. προβλέπεται στον ανωτέρω ν. 4387/2016 ότι οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού επανυπολογίζονται και διαμορφώνονται και αυτές, όπως και οι μελλοντικές, ως άθροισμα εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης. Ειδικότερα, στο άρθρο 14 του νόμου, με τίτλο «Αναπροσαρμογή συντάξεων – προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων», που εντάσσεται στο κεφάλαιο Β’ αυτού («Συντάξεις δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών»), ορίζονται τα εξής: «1. α. Σε εφαρμογή των ενιαίων κανόνων του Ε.Φ.Κ.Α. και των θεμελιωδών αρχών του άρθρου 1, οι ήδη καταβαλλόμενες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, κύριες συντάξεις αναπροσαρμόζονται, σύμφωνα με τα άρθρα 7, 8, 13 και 14, βάσει των διατάξεων των επόμενων παραγράφων. β. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων, έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, συντάξεων, για τον προσδιορισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου κανονίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, με βάση τους κανόνες αναπροσαρμογής των συντάξιμων αποδοχών του Δημοσίου, που ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της διάταξης αυτής. 2. α. Μέχρι την 31.12.2018, οι συντάξεις της προηγούμενης παραγράφου συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31.12.2014, σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες διατάξεις (…) β. Από 1.1.2019, εφόσον το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στο δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του, με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων, όπως αυτή προκύπτει σε εφαρμογή της παραγράφου 3. Εάν το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1, τότε αυτό προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο της διαφοράς σταδιακά και ισόποσα εντός πέντε ετών από την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Τα ανωτέρω στοιχεία αποτυπώνονται από 1.1.2018 για κάθε ασφαλισμένο στο οικείο πληροφοριακό σύστημα (όπως το εδαφ. αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με τις παρ. 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 4472/2017, Φ.Ε.Κ. Α’ – 74). 3. α. Το συνολικό ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος, αυξάνεται από την 1.1.2017 [ήδη από την 1.1.2023, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 4472/2017 και του άρθρου τρίτου του ν. 4475/2017 (Φ.Ε.Κ. Α’ – 83) οι οποίες αντικατέστησαν διαδοχικώς το εν λόγω εδαφ. α’] κατ’ έτος με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του Α.Ε.Π. και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους και δεν υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. β. Οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου με τις οποίες προβλέπεται αναπροσαρμογή ή αύξηση των συντάξεων που καταβάλλονται από αυτό, κατά τρόπο διαφορετικό από τον οριζόμενο στην περίπτωση α’ ή με βάση τις ισχύουσες κάθε φορά μισθολογικές διατάξεις, καταργούνται. 4. (…)». Εξάλλου, με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου, με τίτλο «Αναπροσαρμογή συντάξεων – προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων», που εντάσσεται στο Κεφάλαιο Γ’ αυτού («Ρυθμίσεις ασφαλισμένων του ιδιωτικού τομέα»), θεσπίζεται ο επανυπολογισμός των ήδη καταβαλλομένων κατά την έναρξη ισχύος του νόμου, κύριων συντάξεων των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τον επανυπολογισμό των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων και παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης να καθορίσει με απόφασή του κάθε αναγκαίο θέμα εφαρμογής της διάταξης αυτής. Ειδικότερα, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 33 προβλέπεται ότι: «1. Οι ήδη καταβαλλόμενες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, κύριες συντάξεις, πλην όσων χορηγούνται από τον Ο.Γ.Α., αναπροσαρμόζονται, σύμφωνα με την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 14, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, 8, 27, 28, 30 και 12, βάσει των ειδικότερων ρυθμίσεων της επόμενης παραγράφου [όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 25 του ν. 4445/2016, Φ.Ε.Κ. Α’ – 236]. 2. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων, έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, συντάξεων, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου υπολογίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη (…)».

5. Επειδή, ακολούθως, με τη 1891/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι δεν κωλυόταν ο νομοθέτης από τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές και αντίθετες προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. οι επίμαχες περικοπές των ν. 4051/2012 και 4093/2012, να προβεί σε νέες ρυθμίσεις ως προς το ύψος των συντάξεων ή ακόμη και να επαναθεσπίσει τις κριθείσες ως παράνομες, κατά τα ανωτέρω, περικοπές, εφόσον λάμβανε υπόψη τα κριτήρια και ικανοποιούσε τις απαιτήσεις που έθεσε με τις ανωτέρω αποφάσεις του το εν λόγω Δικαστήριο κατόπιν ερμηνείας των μνημονευθεισών συνταγματικών διατάξεων, είτε, ακόμη, διατηρώντας τη σχετική προς τούτο ευχέρειά του, να προβεί στη θέσπιση νέου ασφαλιστικού συστήματος, στο πλαίσιο του οποίου, εφόσον επέλεγε να υιοθετήσει εκ νέου τις ανωτέρω κριθείσες ως αντισυνταγματικές περικοπές των συντάξεων στο πλαίσιο του επανυπολογισμού των συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων, όπως και έπραξε, υποχρεούνταν να αιτιολογήσει ειδικώς το λόγο για τον οποίο ήταν τούτο αναγκαίο ενόψει της επιχειρούμενης συνολικής μεταρρύθμισης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Επίσης, κρίθηκε ότι είναι θεμιτή η επιλογή του νομοθέτη να προβεί, στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος και της ίδρυσης ενιαίου φορέα απονομής των κύριων συνταξιοδοτικών παροχών που εφαρμόζει ενιαίους κανόνες ως προς τον τρόπο υπολογισμού των απονεμόμενων στο σύνολο του πληθυσμού συντάξεων, σε επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 συντάξεων. Με την ίδια απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε συμβατή με το Σύνταγμα και αιτιολογημένη η επιλογή του νομοθέτη, προκειμένου να καθορίσει τις καταβλητέες, από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, στους ήδη κατά την δημοσίευσή του συνταξιούχους, συντάξεις, στο πλαίσιο του επανυπολογισμού τους, να ορίσει ότι το ύψος των συντάξεων αυτών, θα ανέρχεται στο ύψος στο οποίο οι εν λόγω συντάξεις είχαν διαμορφωθεί μετά τις περικοπές των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, οι οποίες είχαν κριθεί αντισυνταγματικές με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Και τούτο, αφενός μεν λόγω της ουσιαστικής συνεισφοράς της εν λόγω νομοθετικής επιλογής στη συγκράτηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και, κατ’ επέκταση, στην επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου της διατήρησης της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, αφετέρου δε ώστε να επωμισθούν και οι παλαιοί και όχι μόνον οι νέοι συνταξιούχοι και οι νυν ασφαλισμένοι (με τη θεσπιζόμενη με τον ίδιο νόμο αύξηση των εισφορών και τη μείωση των μελλοντικών συντάξεων) το βάρος της επιχειρούμενης μεταρρύθμισης, για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης και διαγενεακής ισότητας και αλληλεγγύης, δεδομένου ότι και αυτοί ωφελούνται εξ ίσου από την επιδιωκόμενη, με την επιχειρούμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, τη διατήρηση δηλαδή της ικανότητάς του να χορηγεί συντάξεις στους υφιστάμενους και στους μελλοντικούς συνταξιούχους. Κρίθηκε, δηλαδή, συμβατή με το Σύνταγμα η ρύθμιση του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α’ του ν. 4387/2016, σύμφωνα με την οποία οι κύριες συντάξεις που καταβάλλονταν κατά τη δημοσίευση του νόμου (παλαιές συντάξεις) θα ανέρχονται στο ύψος, στο οποίο αυτές είχαν διαμορφωθεί στις 31.12.2014 (με τις περικοπές, δηλαδή, των νόμων 4051/2012 και 4093/2012). Ειδικότερα, με την ίδια απόφαση έγινε δεκτό ότι η ανωτέρω ρύθμιση, η οποία, κατ’ ουσίαν, ισοδυναμούσε με εκ νέου υιοθέτηση με το ν. 4387/2016 των περικοπών για τους ήδη συνταξιούχους κατά τη δημοσίευσή του (παλαιούς συνταξιούχους), οι οποίες είχαν κριθεί ως αντισυνταγματικές με τις αποφάσεις 2287 – 2288/2015 της Ολομέλειάς του, ήταν συνταγματικώς θεμιτή και η θέσπισή της ήταν δικαιολογημένη στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή όχι ως μεμονωμένη, αυτοτελής ρύθμιση, επιφέρουσα οριζόντιες περικοπές στις ήδη καταβαλλόμενες κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 συντάξεις, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν με τη θέσπιση των περικοπών αυτών με τις σχετικές διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, αλλά ως ρύθμιση εντασσόμενη σε ένα ευρύτερο πλέγμα μέτρων και διαρθρωτικών αλλαγών του νέου ριζικώς αναμορφωμένου ασφαλιστικού συστήματος που θεσπίσθηκε με το ν. 4387/2016 και ως τμήμα της εισαχθείσας με αυτόν ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, αποτέλεσμα της οποίας είναι οι μελλοντικοί συνταξιούχοι να λαμβάνουν, κατά κανόνα, μικρότερες, σε σχέση με τους παλαιούς συνταξιούχους, συνταξιοδοτικές παροχές. Συνεπώς, κατά τα κριθέντα με τη 1891/2019 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α’ του ν. 4387/2016 είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και δικαιολογημένη στο πλαίσιο της συνολικής μεταρρύθμισης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που επήλθε με το ν. 4387/2016, κατά την έννοια δε της απόφασης αυτής, είναι σύμφωνη και με την Ε.Σ.Δ.Α. και, επομένως, από τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 και εφεξής οι ως άνω περικοπές έχουν ως νόμιμο έρεισμα τις ανωτέρω διατάξεις του τελευταίου αυτού νόμου, από το χρονικό δε αυτό σημείο (12.5.2016) και εφεξής οι περικοπές αυτές είναι νόμιμες. Σε συνέχεια των παραπάνω δικαστικών κρίσεων, με τη 1891/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε περαιτέρω ότι δεν τεκμηριώνεται το ύψος της συνολικής συνταξιοδοτικής παροχής την οποία χορηγεί το ασφαλιστικό σύστημα του ν. 4387/2016 και ακυρώθηκε και η εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 14 και 33 του ν. 4387/2016, 26083/887/7.6.2016 κοινή απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών «Αναπροσαρμογή κύριων συντάξεων – Προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων» (Φ.Ε.Κ. Β’ – 1605/7.6.2016 και διορθώσεις σφαλμάτων Φ.Ε.Κ. Β’ – 1623/8.6.2016 και Β’ – 1988/1.7.2016). Ωστόσο, στην παραπάνω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (1891/2019) ορίστηκε ως χρόνος έναρξης του ακυρωτικού αποτελέσματος ο χρόνος δημοσίευσής της, ήτοι η 4η.10.2019, κατόπιν συνεκτίμησης των λόγων για τους οποίους χώρησε η ακύρωση της εν λόγω κανονιστικής απόφασης και το μεγάλο αριθμό των καταβαλλομένων κύριων συντάξεων, των οποίων ο επανυπολογισμός θα ετίθετο εν αμφιβόλω με την αναδρομική ακύρωση της απόφασης αυτής και των εκκρεμοτήτων που θα ανακύψουν. Μεταγενέστερα, εξάλλου, δημοσιεύθηκε ο ν. 4670/2020, με το άρθρο 25 του οποίου τροποποιήθηκε το άρθρο 14 του ν. 4387/2016, επιδιώκοντας τη συμμόρφωση με την προμνησθείσα 1891/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

6. Επειδή, έπειτα, με τη 1439/2020 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η διαγνωσθείσα με τις 2287-2888/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του ίδιου Δικαστηρίου ουσιαστική αντισυνταγματικότητα των σχετικών διατάξεων των ν. 4051/2012 και 4093/2012 δεν θεραπεύθηκε με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 εδαφ. α’ του ν. 4387/2016, υπό την έννοια ότι η τελευταία αυτή διάταξη, με την οποία, κατ’ ουσίαν, υιοθετήθηκαν εκ νέου, στο πλαίσιο του εισαχθέντος με το νόμο αυτό ασφαλιστικού συστήματος, οι εν λόγω περικοπές για τους ήδη κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού συνταξιούχους (παλαιούς συνταξιούχους), ισχύει από τη δημοσίευση του ως άνω νόμου (12.5.2016) και εφεξής και όχι αναδρομικώς, δεν ανατρέχει, δηλαδή, στο χρόνο θέσπισης των εν λόγω περικοπών. Επίσης, με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι η ανωτέρω ουσιαστική αντισυνταγματικότητα των επίμαχων διατάξεων των ν. 4051/2012 και 4093/2012 δεν θεραπεύθηκε με μεταγενέστερες της δημοσίευσης των ανωτέρω νόμων μελέτες, όπως είναι οι μελέτες που συνοδεύουν το μεταγενέστερο ν. 4387/2016 και ότι ως προς τα αποτελέσματα της αντισυνταγματικότητας αυτής και της παραβίασης του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. ισχύουν τα κριθέντα με τις αποφάσεις 2287 και 2288/2015 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

7. Επειδή, μετά τη δημοσίευση της 1439/2020 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, δημοσιεύθηκε ο ν. 4714/2020 (Φ.Ε.Κ. Α’ – 148/31.7.2020), στο άρθρο 114 του οποίου ορίστηκε ότι: «1. Ποσά, τα οποία αντιστοιχούν σε περικοπές και μειώσεις κύριων συντάξεων συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες επιβλήθηκαν κατ’ εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 (Α’ 40), της υπ’ αρ. 476/28.2.2012 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας (Β’ 499) και της περ. 1 της υποπαρ. ΙΑ.5 της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Φ.Ε.Κ. Α’ – 222) και αφορούν το χρονικό διάστημα από 11.6.2015 και μέχρι τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 (Α’ 185), καταβάλλονται άτοκα στους δικαιούχους. 2. Τα καταβαλλόμενα ποσά της παρ. 1 είναι ανεκχώρητα και ακατάσχετα στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής και ειδικής διάταξης, δεν δεσμεύονται και δεν συμψηφίζονται με βεβαιωμένα χρέη προς τη Φορολογική Διοίκηση και το Δημόσιο εν γένει, τους Δήμους, τις Περιφέρειες, τα Ασφαλιστικά Ταμεία ή τα Πιστωτικά Ιδρύματα. Κατά την καταβολή των ποσών της παρ. 1 δεν διενεργείται παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με το άρθρο 60 του ν. 4172/2013 (Α’ 167), ούτε παρακράτηση ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 43Α του ν. 4172/2013. 3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ρυθμίζονται ο τρόπος, η διαδικασία και οι λεπτομέρειες καταβολής των προς επιστροφή ποσών, η οποία ολοκληρώνεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020. 4. Με την καταβολή των ποσών της παρ. 1 οι αξιώσεις των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα για ποσά που αντιστοιχούν σε περικοπές, μειώσεις και καταργήσεις κύριων, επικουρικών συντάξεων, επιδομάτων αδείας και εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, κατά το χρονικό διάστημα από τις 11.6.2015 έως τη δημοσίευση του ν. 4387/2016, δυνάμει του ν. 4051/2012 και του ν. 4093/2012, αποσβένονται. 5. Η παρ. 4 δεν καταλαμβάνει τις εκκρεμείς ενώπιον των δικαστηρίων δίκες κατά τον χρόνο της δημοσίευσης του παρόντος, ως προς τις αξιώσεις που υπερβαίνουν το καταβαλλόμενο ποσό της παρ. 1.».

8. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: η ενάγουσα, γεννηθείσα την 21η.5.1948, συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος, σύμφωνα με τη με αριθ. ……/7.9.2010 απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Συντάξεων της Διεύθυνσης Συντάξεων – Προνοίας του πρώην Τ.Σ.Α.Υ., λαμβάνοντας μηνιαίο ποσό κύριας σύνταξης 1.413,25 ευρώ από 1η.1.2010. Τα ποσά, δε, της ως άνω συνταξιοδοτικής παροχής που έλαβε η ενάγουσα, κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2015 έως 31.12.2017, υπέστησαν περικοπές, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 1 του ν. 4051/2012 και πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ.1 του ν. 4093/2012. Ήδη, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αυτή αναπτύσσεται με το από 8.10.2020 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, η ενάγουσα ισχυρίζεται, κατά την ερμηνεία του δικογράφου, ότι οι ως άνω περικοπές που επιβλήθηκαν από το εναγόμενο στην κύρια σύνταξή της, κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2015 έως 31.12.2017, αντίκειται στα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος. Τούτο διότι, κατά την ενάγουσα, ο νομοθέτης προέβη για πολλοστή φορά, σε περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων ατόμων, ενώ πλέον, δεν δικαιολογείτο να προχωρήσει σε αυτές, χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου τους, με τεκμηριωμένη, ειδική μελέτη και αφού θα εξέταζε, ειδικότερα, την αναγκαιότητά τους, την ύπαρξη εναλλακτικών επιλογών και αφού θα συνέκρινε τα οφέλη και τα πλεονεκτήματα των επιλογών αυτών. Επίσης, κατά την ενάγουσα, ο νομοθέτης έπρεπε να εξετάσει αν, μετά από τις περικοπές αυτές, ενόψει και των επιπτώσεων των λοιπών μέτρων που είχαν ήδη ληφθεί, σημειωνόταν ανεπίτρεπτη μείωση του βιοτικού επιπέδου των θιγομένων, σε σημείο που να απειλείται η αξιοπρεπής διαβίωσή τους. Λόγω δε της πραγματοποίησης των περικοπών αυτών χωρίς να διερευνηθούν τα ανωτέρω, παραβιάστηκαν, κατ’ αυτήν, οι ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, όπως άλλωστε κρίθηκε με τις 2287 – 8/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με τα δεδομένα αυτά, κατά αυτήν, με τις εν λόγω περικοπές παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.. Για το λόγο αυτό, η ενάγουσα επιδιώκει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει, νομιμοτόκως, από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής (βλ. τη με αριθ. ……/29.12.2017 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ……), τα αναλυτικώς αναγραφόμενα στο δικόγραφο της αγωγής ποσά, συνολικού ύψους 9.221,70 ευρώ, τα οποία αντιστοιχούν στις ερειδόμενες σε αντισυνταγματικές και αντίθετες σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, κατά τους ισχυρισμούς της, περικοπές της κύριας σύνταξής της, που έλαβαν χώρα, κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2015 έως 31.12.2017, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των ν. 4051/2012 και ν. 4093/2012. Ειδικότερα, το προεκτεθέν αιτούμενο συνολικό ποσό των 9.221,70 ευρώ αναλύεται, κατά τους υπολογισμούς της, ως εξής: Α) για το χρονικό διάστημα από 1.7.2015 έως 31.12.2015, η σύνταξή της μειώθηκε δυνάμει των ν. 4051/2012 και ν. 4093/2012, κατά το ποσό των 1.844,38 ευρώ [ήτοι (81,16 ευρώ x 6 μήνες = 486,96 ευρώ: ν. 4051/2012) + (226,23 ευρώ x 6 μήνες = 1.357,38 ευρώ: ν. 4093/2012)], Β) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 31.12.2016, η σύνταξή της μειώθηκε δυνάμει των ανωτέρω νόμων, κατά το ποσό των 3.688,68 ευρώ [ήτοι (81,16 ευρώ x 12 μήνες = 973,92 ευρώ: ν. 4051/2012) + (226,23 ευρώ x 12 μήνες = 2.714,76 ευρώ: ν. 4093/2012)] και Γ) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 31.12.2017, δυνάμει των ανωτέρω νόμων, κατά το ποσό των 3.688,68 ευρώ [ήτοι (81,16 ευρώ x 12 μήνες = 973,92 ευρώ: ν. 4051/2012) + (226,23 ευρώ x 12 μήνες = 2.714,76 ευρώ: ν. 4093/2012)]. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της επικαλείται και προσκομίζει: α) τη με αριθ. ……/7.9.2010 απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Συντάξεων της Διεύθυνσης Συντάξεων – Προνοίας του πρώην Τ.Σ.Α.Υ. και β) αποδείξεις πληρωμής (εκκαθάρισης) από Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Σ.Α.Υ. της ……, για το χρονικό διάστημα από τον 7ο/2015 έως το 12ο/2016. Αντιθέτως, το εναγόμενο με τη με αριθ. πρωτ. …… /14.5.2020 έκθεση απόψεών του ζητεί την απόρριψη της κρινόμενης αγωγής ως αβάσιμης.

9. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις διατάξεις που εκτίθενται και ερμηνεύονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη: α) ότι με τις 2287 – 8/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν αντίθετες στο Σύνταγμα και στο άρθρο 1 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α. οι προμνησθείσες διατάξεις των άρθρων 6 του ν. 4051/2012 και πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012, διότι με τις εν λόγω διατάξεις επιβλήθηκαν περικοπές σε συνταξιοδοτικές παροχές χωρίς να έχει προηγηθεί η περιγραφομένη στις αποφάσεις αυτές ειδική μελέτη, συγχρόνως δε ορίστηκε ότι η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα μόνο για τους ενάγοντες και όσους άλλους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι το χρόνο δημοσίευσης των αποφάσεων (10.6.2015), β) ότι με τη με αριθ. 1891/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε, καταρχήν, συνταγματικώς θεμιτή και σύμφωνη με το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α. η εκ νέου κατ’ ουσίαν θέσπιση των ως άνω περικοπών στο πλαίσιο επανυπολογισμού κύριων συντάξεων με τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α’ του ν. 4387/2016 και, επομένως, από τη δημοσίευση του ν. 4387/2016, τη 12η.5.2016 και εφεξής, οι ως άνω περικοπές έχουν ως νόμιμο έρεισμα τις προμνησθείσες διατάξεις του τελευταίου αυτού νόμου, από το χρονικό, δε, αυτό σημείο και εφεξής οι περικοπές αυτές είναι νόμιμες, και γ) ότι, συνεπώς, σύμφωνα με τα κριθέντα με τη με αριθ. 1439/2020 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, από τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 και εφεξής, ήτοι από 12.5.2016 και εφεξής, δεν υπάρχει αγώγιμη αξίωση, κατ’ επίκληση των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, κατά του εναγομένου, για την καταβολή αποζημίωσης ισόποσης με τις εν λόγω περικοπές για το χρονικό διάστημα από τη δημοσίευση του ως άνω νόμου και εφεξής, κρίνει ότι, καταρχάς, ενόψει των όσων εκτέθηκαν στις σκέψεις 6 και 7 της παρούσας, οι περικοπές, που υπέστη η κύρια σύνταξη της ενάγουσας δυνάμει των ανωτέρω διατάξεων των ν. 4051/2012 και 4093/2012, είναι, από 12.5.2016, ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 4387/2016, και εφεξής, νόμιμες και ως εκ τούτου, η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που αφορά σε αξιώσεις της ενάγουσας, αναγόμενες στο χρονικό διάστημα από 12.5.2016 έως 31.12.2017, είναι απορριπτέα, ως μη νόμιμη. Αντιθέτως, μη νομίμως, περιορίσθηκαν, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των ν. 4051/2012 και 4093/2012, οι συνταξιοδοτικές παροχές της ενάγουσας, κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2015 έως 11.5.2016, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αγωγή. Ως εκ τούτου, η ενάγουσα δικαιούται τα ποσά που αντιστοιχούν στις περικοπές της κύριας σύνταξής της, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, για το ως άνω χρονικό διάστημα. Ωστόσο, ως προς τον υπολογισμό του ποσού αποζημίωσης που δικαιούται η ενάγουσα, δεδομένου ότι το άρθρο 114 του ν. 4714/2020, το οποίο εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς δίκες, όπως η παρούσα, προβλέπει, μεταξύ άλλων, την άτοκη καταβολή στους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα (στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι ασφαλισμένοι του πρώην Ο.Α.Ε.Ε.), των ποσών των περικοπών των κύριων συντάξεών τους, που επιβλήθηκαν, κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, και περιλαμβάνει το κρίσιμο χρονικό διάστημα (1.7.2015 – 11.5.2016), το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο, προκειμένου να σχηματίσει πλήρη και ασφαλή δικανική πεποίθηση, να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης και να διατάξει τη συμπλήρωση των αποδείξεων, σύμφωνα με τα άρθρα 151 και 155 του Κ.Δ.Δ., κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης.

Υποχρεώνει τον, πλέον, e – Ε.Φ.Κ.Α., ως οιονεί καθολικό διάδοχο του πρώην Ε.Τ.Α.Α./Τ.Σ.Α.Υ., ακολούθως Ε.Φ.Κ.Α., να προσκομίσει στη Γραμματεία του Δικαστηρίου (5ο Τμήμα Μονομελές), εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της παρούσας απόφασης, βεβαίωση του αρμοδίου εκκαθαριστή συντάξεων στην οποία θα πρέπει να αναγράφονται τυχόν ποσά που έλαβε αναδρομικώς η ενάγουσα για το χρονικό διάστημα (1.7.2015 έως 11.5.2016), δυνάμει του άρθρου 114 του ν. 4714/2020, καθώς και ο ακριβής χρόνος καταβολής των ποσών αυτών, με σχετική αναφορά και στις νόμιμες κρατήσεις επί των ποσών αυτών.

Ορίζει νέα δικάσιμο για τη συζήτηση της υπόθεσης την 6η.5.2022, ημέρα Παρασκευή και ώρα 12.30 μ.μ. και τόπο συνεδρίασης στην αίθουσα Ι1 του ισογείου του Δικαστηρίου (οδός Λ. Ριανκούρ αρ. 85).

Διατάσσει την εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο και την επίδοση αντιγράφου της παρούσας απόφασης στους διαδίκους, η οποία (επίδοση) επέχει θέση κλήτευσής τους για παράσταση κατά την ανωτέρω δικάσιμο.

Η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση την 3η.1.2022.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΡΣΙΛΙΑ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΟΥ ΕΥΔΟΚΙΑ ΛΕΟΥΤΣΑΚΟΥ

Ακριβές αντίγραφο

Αθήνα 2022

Η Προϊσταμένη του 5ου τμήματος