ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ 280/2022

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη Βασιλική Μαντζάρη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης, παρουσία και της γραμματέως Χαρίκλειας Τράϊκου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, στις 17 Μαϊου 2022 για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Χ. Β. του Κ., κατοίκου Δήμου …. Π.Ε. Θεσσαλονίκης, οδός …. αριθ. …, κατόχου του ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε στο δικαστήριο μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου Πέτρου Σαμαρά (ΑΜΔ.Σ.Θ …).

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Δ. συζ. Π. Π., το γένος Δ. Γ., κατοίκου Δήμου …, οδός …. αριθ. …, κατόχου του ΑΦΜ … και 2) Π. Π. του Π., κατοίκου Δήμου …. ΠΕ. Θεσσαλονίκης, οδός … αριθ. …, κατόχου του ΑΦΜ …, οι οποίες δεν παραστάθηκαν στο δικαστήριο.

Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου τη με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ …/2021 ΕΑΚ …/2021 αγωγή ζητώντας να γίνει δεκτή για τους επικαλούμενους με αυτήν λόγους. Δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 22-02-2022 και εν συνεχεία, κατόπιν αναβολής, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία οι διάδικοι παραστάθηκαν ως άνω αναφέρεται και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις κατατεθείσες στην έδρα προτάσεις του.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Η σύμβαση μεσιτείας ρυθμίζεται, εφόσον πρόκειται για νόμιμα διορισμένους μεσίτες, από τις διατάξεις των σχετικών με την άσκηση του επαγγέλματος του μεσίτη νόμων, ήδη δε από τις διατάξεις του ν. 4072/2012. Παράλληλα όμως, ισχύουν συμπληρωματικά οι σχετικές με τη μεσιτεία διατάξεις των άρθρων 703-708 του Α.Κ. Κατά το άρθρο 703,

εκείνος που υπόσχεται αμοιβή σε κάποιον (μεσίτη) για την μεσολάβηση ή υπόδειξη ευκαιρίας για τη σύναψη σύμβασης, έχει υποχρέωση να πληρώσει μόνον αν η σύμβαση καταρτίστηκε ως συνέπεια αυτής της μεσολάβησης ή υπόδειξης. Από την εν λόγω διάταξη σαφώς προκύπτει ότι για να δικαιούται ο μεσίτης να απαιτήσει την υποσχεθείσα σ’ αυτόν αμοιβή πρέπει να έχει υποδείξει απλά την ευκαιρία για τη σύναψη της συμβάσεως, ή να μεσολαβήσει ο ίδιος μεταξύ των ενδιαφερομένων και να καταρτίστηκε η σύμβαση, για την οποία υπάρχει η υπόσχεση για αμοιβή, συνεπεία της υποδείξεως ή της μεσολαβήσεως (ΑΠ 1141/1998 ΕλλΔνη 40.339). Εάν η σύμβαση μεσιτείας αποβλέπει στην υπόδειξη ευκαιρίας προς σύναψη σύμβασης, οποιαδήποτε ενέργεια του μεσίτη, έστω και με την παρεμβολή τρίτου προσώπου που ενεργεί καθ’ υποκατάσταση του μεσίτη, θεωρείται ότι συνιστά υπόδειξη ευκαιρίας, αρκεί μεταξύ της ενέργειας αυτής και της πραγμάτωσης της σύμβασης να υπάρχει σχέση αιτιατού προς αποτέλεσμα. (ΑΠ 484/1999 ΕΕΝ 65.579, ΕφΘεσ 2880/2002 ΑΡΜ 2003/1423). Ως ενέργειες του μεσίτη, κατά την ανωτέρω έννοια, που να αποτελούν υπόδειξη ευκαιρίας, μπορεί να θεωρηθούν και οι πληροφορίες που προέρχονται από το μεσίτη, αρκεί αυτές να υπήρξαν η κυρία αιτία της σύναψης της σύμβασης (ΑΠ 973/1999 ΕλλΔνη 41.109, ΑΠ 484/1997 ΕλλΔνη 39.364). Κύριες δε προϋποθέσεις για την εφαρμογή αυτής είναι: α) η υπόσχεση αμοιβής για την μεσολάβηση ή την υπόδειξη ευκαιρίας προς σύναψη σύμβασης, β) μεσιτική δραστηριότητα με οποιαδήποτε μορφή {μεσολάβηση ή υπόδειξη ευκαιρίας), γ) σύναψη της σκοπούμενης κύριας σύμβασης και δ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της μεσιτικής δραστηριότητας και της σύναψης της σύμβασης, για την οποία δόθηκε η εντολή (ΑΠ 1037/2006, Νόμος). Η ύπαρξη τέτοιας αιτιώδους συνάφειας σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, είναι καθαρά πραγματικό ζήτημα και κρίνεται από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1604/2006, Νόμος). Το ποσό της αμοιβής του μεσίτη μπορεί να οριστεί σε ποσοστό της αξίας του αντικειμένου της σύμβασης ή σε αριθμητικά καθορισμένο ποσό (Α.Π. 977/1993 ΕλλΔνη 1995, ΕφΑΘ. 2368/1998 ΕλλΔνη 1999.419, ΜΠρδερ. 27/2000 Αρμ. 2001.197, Καυκά Ενοχικό Δίκαιο, 4η έκδοση υπ’ άρθρ. 705 παρ.2).

Όπως προκύπτει από τις με αριθμό …./12-07-2021 και …/12-07-2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης, Α. Κ., που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 22ας-02-2022, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στις εναγόμενες. Επομένως, αφού οι τελευταίες δεν παραστάθηκαν στο δικαστήριο όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και κατά τη συζήτηση της, πρέπει να δικαστούν ερήμην, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ σε συνδ. με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, όπως τα άρθρα αυτά αντικαταστάθηκαν με τον ν. 4335/2015, μη απαιτουμένης νέας κλητεύσεως αυτών για τη μετ’αναβολήν δικάσιμο, καθόσον αυτή αναπληρώνεται με την αναγραφή της υποθέσεως στο σχετικό πινάκιο (άρθρο 226 παρ. 4 σε συνδ. με άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την κρινόμενη αγωγή εκτίθεται ότι μεταξύ του ενάγοντος, ο οποίος ασκεί το επάγγελμα του μεσίτη αστικών συμβάσεων και είναι εγγεγραμμένος στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης και της δεύτερης εναγομένης, η οποία ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης μητέρας της, ιδιοκτήτριας διαμερίσματος εμβαδού 188,80 τ.μ. στον τρίτο όροφο οικοδομής επί της οδού …. αριθ. …, στη Θεσσαλονίκη, καταρτίστηκε η από 07-09-2016 έγγραφη σύμβαση μεσιτείας αορίστου διάρκειας, δυνάμει της οποίας αυτός ανέλαβε την υποχρέωση να υποδείξει σε αυτήν ενδιαφερόμενο αγοραστή προκειμένου να πωληθεί το ανωτέρω ακίνητο, αντί ελαχίστου τιμήματος 500.000 ευρώ, με υπόσχεση καταβολής στον ενάγοντα αμοιβής που θα ανέρχονταν σε ποσοστό 2% επί του τιμήματος που πράγματι Θα επιτυγχάνονταν και θα καταβάλλονταν πλέον ΦΠΑ 24%. Ότι στην εν λόγω σύμβαση αναγράφηκε ότι σε περίπτωση κατά την οποία πραγματοποιηθεί η πώληση και ο εντολέας δεν καταβάλει των παραπάνω αμοιβή, κατά την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου αγοραπωλησίας, τότε ο εντολέας ή ο εκπρόσωπος αυτού θα υποχρεούται να καταβάλει στον μεσίτη το διπλάσιο της αμοιβής αυτής, ήτοι ποσοστό 4% επί του πραγματικού τιμήματος της πώλησης και ότι ο αντιπρόσωπος του εντολέα αναλαμβάνει την τήρηση των αναγραφομένων όρων προσωπικώς. Ότι ειδικότερα βάσει ρητού όρου της σύμβασης, συμφωνήθηκε η δεύτερη εναγόμενη, που συμβλήθηκε σε αυτήν ως αντιπρόσωπος της πρώτης, να ευθύνεται παράλληλα, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με αυτήν για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων έναντι του μεσίτη (μεσιπκή αμοιβή πλέον ΦΠΑ και καταβολή ποινικής ρήτρας), Εν συνεχεία ο ενάγων αναφέρει ότι σε εκτέλεση των συμβατικών του υποχρεώσεων υπέδειξε το ως άνω διαμέρισμα προς πώληση στην πελάτισσά του Μ. Π. και τα ενδιαφερόμενο μέρη, που προηγουμένως δεν γνωρίζονταν, προσήλθαν σε διαπραγματεύσεις, οι οποίες ευοδώθηκαν και κατέληξαν στην κατάρτιση της σκοπούμενης συμβάσεως, δυνάμει του υπ’αριθ. …./23-06-2020 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Λ. Χ., που καταχωρήθηκε στο τηρούμενο στο Κτηματολογικό Γραφείο Θεσσαλονίκης κτηματολογικό φύλλο με ΚΑΕΚ …., σύμφωνα με το οποίο η δεύτερη εναγόμενη ενεργούσα ως ειδική πληρεξούσια, αντιπρόσωπος και αντίκλητος της ιδιοκτήτριας πρώτης εναγομένης μεταβίβασε το διαμέρισμα: α) στον Ι. Π. του …. κατά ποσοστό 75% εξ αδιαιρέτου, β) στην Ι. Τ. του Σ. κατά ποσοστό 10% εξ αδιαιρέτου και γ) στην Μ. Π. κατά ποσοστό 15% εξ αδιαιρέτου, στην οποία τρίτη αγοράστρια ο ενάγων είχε υποδείξει το ως άνω ακίνητο και μέσω αυτής και στα λοιπά συνδεόμενα με αυτήν πρόσωπα αγοραστές. Περαιτέρω ο ενάγων αναφέρει ότι το πραγματικό τίμημα ήταν αυτό των 550.000,00 ευρώ και όχι το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο των 460.000,00 ευρώ, πλην όμως οι εναγόμενες, ευθυνόμενες αλληλεγγύως και εις ολόκληρον του κατέβαλαν μόνο το ποσό των 1.000,00 ευρώ και ουδέν άλλο, παρά τις συνεχείς οχλήσεις του. Διώκεται δε με την παρούσα να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του καταβάλουν, έκαστη εις ολόκληρον: α) το υπόλοιπο ποσό της συμφωνηθείσας μεσιτικής αμοιβής ποσού 10.000,00 ευρώ, νομιμότοκα από τη δήλη ημέρα καταβολής (23-06-2020), β) το ποσό των 2.640,00 ευρώ ως αναλογούντα στη συνολική μεσιτική αμοιβή (11.000,00 ευρώ) ΦΠΑ και γ) το ποσό των 11.000,00 ευρώ και ήδη όπως περιόρισε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, 7.000,00 ευρώ, ως συμφωνημένη ποινική ρήτρα νομιμότοκα από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης.

Η αγωγή αυτή αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 1β’ και 22, 622Α αριθ. 2 ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών του άρθρου 622 A ΚΠολΔ και είναι νόμιμη, θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 του Π.Δ. 248 της 23/28-6-1993 “περί Μεσιτών Αστικών Συμβάσεων”, 703 επ., 713 επ., 361, 341 Α.Κ., 197, 198, 200, 201 και 204 του ν. 4072/2012 και 907, 908 και 176 ΚΠολΔ, πλην του κονδυλίου της ποινικής ρήτρας, που πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμο για τους εξής λόγους: Κατά το άρθρο 293 του ΑΚ, το ανώτατο όριο του τόκου, που οφείλεται από δικαιοπραξία προσδιορίζεται όπως ο νόμος ορίζει. Οι προμήθειες ή άλλα ανταλλάγματα που συνομολογούνται ή καταβάλλονται επί πλέον του τόκου λογίζονται ως τόκος. Το ποσοστό του νόμιμου τόκου ή του τόκου υπερημερίας προσδιορίζεται όπως ορίζει ο νόμος. Κατά το άρθρο 294 ΑΚ, κάθε δικαιοπραξία για τόκο, που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο, είναι άκυρη ως προς το επί πλέον, κατά δε το άρθρο 345 του ίδιου Κώδικα, όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή, ο δανειστής, σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη, έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας, που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία. Άv όμως, αποδείξει και άλλη θετική ζημία, εφόσον στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, έχει δικαίωμα να απαιτήσει και αυτήν. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 341 ΑΚ, αν για την εκπλήρωση της παροχής συμφωνήθηκε ορισμένη (δήλη) ημέρα, ο οφειλέτης καθίσταται υπερήμερος με την πάροδο και μόνο της ημέρας αυτής. Τέλος, κατά το άρθρο 404 του ίδιου Κώδικα, ο οφειλέτης μπορεί να υποσχεθεί στο δανειστή, ως ποινή, χρηματικό ποσόν ή κάτι άλλο (ποινική ρήτρα) για την περίπτωση που δεν θα εκπλήρωνε ή που δεν θα εκπλήρωνε προσηκόντως την παροχή. Από τον συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων και ιδίως αυτών των άρθρων 293 εδ. β’, 294 και 345 του ΑΚ, σκοπός των οποίων είναι να αποτρέψει την καταστρατήγηση του θεμιτού ορίου τόκου, για τον συνυπολογισμό στο ποσοστό του τόκου όλων των πρόσθετων παροχών, οι οποίες, υπό διάφορο του τόκου νομική μορφή, επιβαρύνουν ουσιαστικά τον οφειλέτη συνάγεται ότι, επί χρηματικής, κυρίως, οφειλής, ως κύριας παροχής, η συνομολόγηση σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη περί την εκπλήρωσή της, επί πλέον του θεμιτού τόκου και πρόσθετου χρηματικού ποσού, ως ποινικής ρήτρας, αντιβαίνει στις παραπάνω διατάξεις του νόμου και είναι άκυρη, κατά το υπερβάλλον, η ακυρότητα δε αυτή της εν λόγω “ποινικής ρήτρας”, είναι άσχετη με το υπέρμετρο αυτής, που ρυθμίζεται κατά το άρθρο 409 ΑΚ (ΑΠ 136/2014, ΑΠ 1438/1997, ΕλλΔ/νη 39. 391). Αναφορικά δε με το αίτημα περί καταβολής ποσού 2.640,00 ευρώ ως αναλογούντα (ποσοστό 24%) στη μεσιτική αμοιβή Φ.Π.Α, αυτό πρέπει να γίνει δεκτό, σε ποσοστό που θα ισχύει κατά το χρόνο εξόφλησης αυτής με την έκδοση εκ μέρους του ενάγοντας του σχετικού φορολογικού παραστατικού, διότι όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 8 παρ. 1, 12 παρ. 1, 16 παρ. 1 εδ α, 21, 38 και από τον κώδικα βιβλίων και στοιχείων, ο έναντι του Δημοσίου υπόχρεος για την καταβολή ΦΠΑ οφείλει να εκδώσει το προβλεπόμενο φορολογικό στοιχείο, ανεξάρτητα από το αν εισέπραξε ή όχι το ποσό από τον αντισυμβαλλόμενό του, κατά το χρόνο που γίνεται η καταβολή της αμοιβής του, για την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών. Σε περίπτωση που η πληρωμή της αμοιβής πραγματοποιείται κατόπιν επιταγής δημόσιας αρχής (όπως δικαστικής απόφασης), ο εν λόγω φόρος καθίσταται απαιτητός κατά το χρόνο είσπραξης της αμοιβής αυτής και επομένως, κατά το χρόνο είσπραξης που γεννάται η φορολογική του υποχρέωση, ο υποκείμενος στο φόρο αυτόν θα εκδώσει τιμολόγιο ή απόδειξη ή άλλο στοιχείο που προβλέπουν οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, στο οποίο θα αναγράφει τη φορολογική αξία και το ποσό ταυ φόρου χωριστά, το δε τιμολόγιο ή άλλο έγγραφο, που εξομοιώνεται με τιμολόγιο για το ποσό αυτό του φόρου, θα εκδοθεί κατά την είσπραξη του επιδικαζόμενου ποσού (ΑΠ 80/1999, ΜΕφΛαμ. 58/2015,ΕφΘεσ 802/2014 όλες στην Νόμος, ΕφΑΘ. 8884/2003 ΕλλΔνη 2004, 1104). Στην περίπτωση αυτή η απαίτηση για την καταβολή του ΦΠΑ, γεννιέται από την επέλευση του χρονικού σημείου της έκδοσης του σχετικού παραστατικού με την καταβολή του ποσού της οφειλόμενης αμοιβής (ΕφΑΘ 1410/2013 ΕλλΔνη 2013.1395,1405,1406), αφού μόνο από την έκδοση αυτού υποχρεούται ο ενάγων σε απόδοση του αναγραφόμενου σε αυτό ΦΠΑ στην αρμόδια Δ.Ο.Y., εντός των χρονικών ορίων που τίθενται από τις οικείες διατάξεις, με συνέπεια να καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητή η οφειλή του εναγομένου ως προς το κονδύλια αυτό προς αυτόν (ΑΠ 1598/2011, 80/1999, ΔΕφΑΘ. 5597/2013, Νόμος). Έτσι η απαίτηση για ΦΠΑ ζητείται κατ’ άρθρο 69 § 1 περ, ε’ ΚΠολΔ από την επέλευση του χρονικού σημείου της καταβολής του ποσού της κύριας οφειλής (επέλευση γεγονότος). Εάν ο υπόχρεος για την καταβολή του ΦΠΑ δεν τηρήσει την υποχρέωσή του προς έκδοση του σχετικού φορολογικού παραστατικού, δεν καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή και η οφειλή του αντισυμβαλλομένου του, στον οποίο επιρρίπτεται η υποχρέωση της καταβολής του, Διαφορετικά θα ανατρέπονταν ο σκοπός των διατάξεων, που είναι η εξασφάλιση της απόδοσης του εν λόγω φόρου στο Δημόσιο. Ο ΦΠΑ, που θα υποχρεωθεί να καταβάλλει ο αντισυμβαλλόμενος του υπόχρεου, θα είναι το ποσό που οφείλει ο πρώτος στο δημόσιο, κατά το χρόνο έκδοσης του φορολογικού στοιχείου, και θα υπολογιστεί με βάση το συντελεστή που ισχύει, κατά το χρόνο που γίνεται η καταβολή (ΕιρΑΘ.511/2016, Νόμος). Πρέπει ακολούθως η αγωγή, κατά το μέρος της που κρίθηκε νόμιμο, να ερευνηθεί περαιτέρω από άποψη ουσιαστικής βασιμότητας, αφού, για το παραδεκτό της συζήτησής της, αυτή επιδόθηκε στη Δ.ΟΎ. φορολογίας εισοδήματος του ενάγοντας, ήτοι στη Δ.ΟΎ. Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης (βλ. την υπ’ αριθ. …/12-07-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης, Α. Κ.) και καταβλήθηκε και το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το Ε-παράβολο με κωδικό ….).

Κατά της αγωγής δεν υφίσταται ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει επομένως αυτή κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη να γίνει δεκτή και ως ουσία βάσιμη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, γιατί, εφόσον οι εναγόμενες ερημοδικούν, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφό της, αφού θεωρούνται ως ομολογημένοι εκ μέρους τους (άρθρα 271 παρ. 3 και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδ. με 591 παρ. 1, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το ν. 4335/2015, κατά το οποίο τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες όταν δεν αντιβαίνουν σ’ αυτές και δεδομένου ότι στις ειδικότερες διατάξεις του άρθρου 622 A ΚΠολΔ, που αφορούν στις διαφορές από αμοιβές, δεν προβλέπεται ειδική διάταξη για την περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου).

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω θα πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό κρίση αγωγή ως και ουσία βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα, το συνολικό ποσό των 10.000,00 ευρώ ως υπόλοιπο μεσιτικής αμοιβής, νομιμοτόκως από της επομένης της σύνταξης του συμβολαίου αγοραπωλησίας, ήτοι από της 24ης-06-2020 μέχρις εξοφλήσεως, καθώς και τον αναλογούντα στο ως άνω ποσό Φ.Π.Α., σε ποσοστό που θα ισχύει κατά το χρόνο καταβολής της ως άνω αμοιβής και της εκδόσεως εκ μέρους του ενάγοντας του σχετικού φορολογικού παραστατικού, Πρέπει ακόμη, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντας να επιβληθούν κατά ένα μέρος τους σε βάρος των εναγομένων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρο 178 και 180 παρ. 1 ΚΠολΔ). Τέλος λόγω της ερημοδικίας των εναγομένων πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγομένων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ, νομιμοτόκως από της 24-06-2020 μέχρις εξοφλήσεως, ως αμοιβή του, καθώς και τον αναλογούντα στο ως άνω ποσό Φ.Π.Α., σε ποσοστό που θα ισχύει κατά το χρόνο καταβολής της ως άνω αμοιβής και της εκδόσεως εκ μέρους του ενάγοντας του σχετικού φορολογικού παραστατικού.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την ανωτέρω καταψηφισπκή της διάταξη.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εις βάρος των εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 30 Ιουνίου 2022 σε έκτακτη, δημόσια επ’ ακροατηρίου συνεδρίαση του δικαστηρίου αυτού, απόντων των διαδίκων και του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντας.

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

nomotelia.gr