Εμπορική μίσθωση – Αγωγή αναπροσαρμογής του μισθώματος – Συνέπειες της τρέχουσας οικονομικής κρίσης ως απρόβλεπτο γεγονός.

 

 

Εν μέρει δεκτή η αγωγή με την οποία ζητείται η αναπροσαρμογή του μισθώματος σε εμπορική μίσθωση προς τα κάτω. Κρίθηκε ότι οι συνθήκες της τρέχουσας οικονομικής κρίσης που επικαλείται ο ενάγων (μείωση αποδοχών μισθωτών, προσφυγή της χώρας στον μηχανισμό στήριξης της ΕΕ, κλείσιμο επιχειρήσεων, κ.λπ.), αποτελούν γεγονός απρόβλεπτο ως μη δυνάμενο να προβλεφθεί κατά τη συνήθη πορεία των συναλλαγών. Επίσης κρίθηκε ότι οι σημερινές συνθήκες ρευστότητας της εσωτερικής και διεθνούς οικονομίας είναι τόσο ουσιώδεις, έτσι ώστε να υπάρχει πλήρης κατάλυση της ισορροπίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και μάλιστα σε τέτοια κατάσταση, ώστε η μεν ενάγουσα εκτελώντας τη σύμβαση να υφίσταται ουσιώδη και υπερμεγέθη ζημία, που προκλήθηκε εκτάκτως και απροόπτως, το δε εναγόμενο να ωφελείται υπέρμετρα, από την περιουσία της ενάγουσας, ενώ αν εξελισσόταν ομαλά η σύμβαση, η οικονομική επιβάρυνση θα ήταν συνήθης και αυτή που είχε προβλεφθεί. Κρίθηκε ότι το μίσθωμα των δύο επίδικων ακινήτων πρέπει να αναπροσαρμοστεί και να μειωθεί κατά συγκεκριμένο ποσοστό, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών.

 

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ    49/2011

(Αριθμός καταθέσεως αγωγής:

164/18-06-2010)

 

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΒΟΛΟΥ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΙΣΘΩΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Μαρία Τσάνα, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο Πρωτοδικών, που διευθύνει το Πρωτοδικείο Βόλου και από τη Γραμματέα Μαρία Μαρίτση.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, στο Βόλο, την 3η Μαρτίου 2011, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: … που εδρεύει στο Βόλο, του Νομού Μαγνησίας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε, στο Δικαστήριο, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Νικολέρη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Συμπαραστάθηκε η ασκούμενη δικηγόρος Μαλάμω Καρόκια.

 

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: … του Νομού Μαγνησίας, και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε, στο Δικαστήριο, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κλειδωνάρη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

 

Η ενάγουσα εταιρία ζητά να γίνει δεκτή η από 14-06-2010 αγωγή της, που κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με αριθμό κατάθεσης 164/18-06-2010, και η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 388 ΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται και επί αναπροσαρμογής του μισθώματος στην εμπορική μίσθωση (άρθρο 7 παρ. 4, του Π.Δ/τος 34/1995), οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον ένα από τους συμβαλλόμενους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει, ή και τη λύση ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον η τελευταία δεν έχει ακόμη εκτελεστεί, είναι: α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής   πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς συμβάσεως β) η μεταβολή μπορεί να είναι μεταγενέστερη της κατάρτισης της συμβάσεως και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, γ) από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη ενόψει και της αντιπαροχής να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής (ΑΠ 893/2010, ΑΠ 1464/2009 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εφόσον δεν συντρέχει, από τις, ως άνω, προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ, εκείνη της απρόοπτης και ανυπαίτιας μεταβολής των συνθηκών, είναι επιτρεπτή, η εφαρμογή του άρθρου 288 ΑΚ, εφόσον συντρέχουν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις εφαρμογής αυτού, και δη όταν λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές (ΟλΑΠ 9/1997 ΕλλΔνη 38.767). Κατά συνέπεια, για το ορισμένο της αγωγής αναπροσαρμογής του μισθώματος με βάση το άρθρο 388 του ΑΚ, πρέπει να αναφέρονται όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει μεταβολή των συνθηκών, στις οποίες στήριξαν οι συμβαλλόμενοι τη σύναψη της σύμβασης μισθώσεως, από λόγους απρόβλεπτους, ώστε η εμμονή του εκμισθωτή στην καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα, που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο, το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών, παρά την ανάγκη κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία λαμβάνεται πάντοτε υπόψη και συνεκτιμάται (ΕφΠειρ 48/2010 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΔΣΑ). Τέτοια δε περιστατικά είναι εκείνα τα οποία δεν επέρχονται κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων, αλλά προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κλπ. Έτσι τυχαία γεγονότα, που όμως συμβαίνουν συνήθως, όπως είναι η αυξομείωση των εισπράξεων μιας επιχείρησης, η αύξηση της αξίας του ακίνητου από την υποτίμηση του νομίσματος και την παρεπόμενη αύξηση του κόστους ζωής, η αύξηση της αξίας του ακινήτου η οποία οφείλεται στην αύξηση της ζήτησης για μίσθωση ανάλογων ακινήτων, ούτε έκτακτα, ούτε απρόβλεπτα μπορούν να χαρακτηρισθούν (ΑΠ 1171/2004 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η εφαρμογή δηλαδή της ερμηνευόμενης διάταξης προϋποθέτει ότι τα μέρη, κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, έλαβαν υπόψη τους περιστατικά, στα οποία θεμελίωσαν το περιεχόμενο της σύμβασης και απέβλεψαν σε αυτά, τα οποία αποτέλεσαν το βάθρο της σύμβασης, στη συνέχεια όμως απαιτείται τα όσα περιστατικά θεμελίωσαν την απόφαση των συμβαλλομένων περί κατάρτισης της σύμβασης, να μεταβλήθηκαν, σε χρόνο μεταγενέστερο, τα δε γεγονότα, τα οποία προκάλεσαν τη μεταβολή, να έχουν χαρακτήρα έκτακτο και να μην μπορούσαν να προβλεφθούν, πράγμα που συμβαίνει όταν τα παρεμβαλλόμενα περιστατικά, που εισχώρησαν στη σύμβαση, δεν ήταν δυνατό να διαγνωσθούν υπό ομαλές οικονομικές συνθήκες. Όχι, όμως, οποιαδήποτε μεταβολή επιδρά στην κατάληξη ή και στην αναπροσαρμογή της σύμβασης, αλλά μόνον εκείνη που έχει ως συνέπεια η παροχή του οφειλέτη να θεωρείται υπέρμετρα επαχθής. Αυτό συμβαίνει όταν ο οφειλέτης, συνεπεία εκτάκτων γεγονότων, βρίσκεται σε πλήρη κατάλυση της ισορροπίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και μάλιστα σε τέτοια κατάσταση, ώστε αυτός μεν εκτελώντας τη σύμβαση να υφίσταται ουσιώδη και υπερμεγέθη ζημία, που προκλήθηκε εκτάκτως και απροόπτως, ο δε αντισυμβαλλόμενος να ωφελείται υπέρμετρα, από την περιουσία του υπόχρεου, ενώ αν εξελισσόταν ομαλά η σύμβαση, η οικονομική επιβάρυνση θα ήταν συνήθης και αυτή που είχε προβλεφθεί (ΕφΘεσ 2678/2006 Αρμ. 2007.1168). Το υπέρμετρο της επάχθειας συνιστά το αφετήριο στάδιο κρίσης εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ και το δικαστήριο θα επέμβει με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια, αναπλάθοντας το περιεχόμενο της σύμβασης και αναπροσαρμόζοντας την παροχή έναντι της αντιπαροχής (ΑΠ 1382/1992 ΝοΒ 44.513, ΕφΑθ 6972/2001 ΕΔΠολ 2003.304). Το δικαίωμα αναπροσαρμογής του μισθώματος είναι διαπλαστικής φύσεως, παρέχει δηλαδή τη δυνατότητα να επιδιωχθεί με αγωγή η διάπλαση για το μέλλον της έννομης σχέσης της μίσθωσης, μεταβαλλόμενης αυτής ως προς το ύψος του μισθώματος από την άσκηση της αγωγής (ΑΠ 1487/2005 ΕλλΔνη 47.170, ΑΠ 328/2004 ΕλλΔνη 46.1460).

 

 

Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ η οποία ορίζει ότι “ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη” και η οποία, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 44 του  π.δ. 34/1995, εφαρμόζεται και στην αναπροσαρμογή  μισθώματος στις εμπορικές μισθώσεις, εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, ασχέτως αν αυτή απορρέει από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία, ή αν πηγάζει ευθέως από το νόμο, εκτός αν προβλέπεται άλλη ανάλογη ειδική προστασία, ή αν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ. Παρέχει δε στον δικαστή τη δυνατότητα, όταν λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών η εμμονή στην εκπλήρωση της  παροχής είναι αντίθετη προς  την ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης (ΟλΑΠ 9/1997 ό.π., ΑΠ 503/2005 ΕΔικΠολ2005. 133, ΑΠ 328/2004 ό.π.). Η διάταξη του άρθρου 288 AK είναι γενική και ειδικότερη εφαρμογή της είναι εκείνη του άρθρου 388 ΑΚ. Επομένως η τελευταία, ως ειδικότερη, υπερισχύει της γενικής, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση κατά την οποία, μετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, έχει επέλθει μεταβολή  των συνθηκών, η  οποία όμως δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 388 AK. Έτσι, με την προϋπόθεση αυτή, αναπροσαρμογή μισθώματος εμπορικής μίσθωσης μπορεί να γίνει με βάση τη διάταξη 288 ΑΚ, όταν, όπως προαναφέρθηκε, αυτό επιβάλλεται από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Ως καλή πίστη θεωρείται η ενδεδειγμένη συμπεριφορά  σε σχέση   με  τις  συναλλακτικές συνθήκες σε δεδομένο τόπο και χρόνο. Η καλή πίστη πρέπει να συνδυάζεται με τα συναλλακτικά ήθη, δηλαδή με τη συμπεριφορά που εκδηλώνεται κατά τις συναλλαγές και συνάδει με όσα έχουν επικρατήσει κατά τη μακραίωνη εξέλιξη, έχουν δε παγιωθεί ως αρχές που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των συναλλασσομένων (ΑΠ 1171/2004 ό.π.). Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι τη συνδρομή των ειδικών συνθηκών που επιβάλλουν την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του άρθρου.288 ΑΚ οφείλει, για την πληρότητα της αγωγής, να επικαλεσθεί και σε περίπτωση αμφισβητήσεως να αποδείξει ο ενάγων. Ειδικότερα, όταν κατ’ εφαρμογή της ως άνω διατάξεως (288 ΑΚ) ζητείται η μείωση του συμφωνηθέντος μισθώματος, ο ενάγων οφείλει να περιλάβει στο δικόγραφο της αγωγής, πλην άλλων, τους προσδιοριστικούς εκείνους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του μισθώματος, όπως είναι η μισθωτική αξία του μισθίου ακινήτου, ακριβής μείωση της μισθωτικής αυτής αξίας, η μεγάλη ή μικρή προσφορά καταστημάτων στην ίδια περιοχή της αυτής περίπου έκτασης, θέσης και χρήσης, η παράθεση συγκριτικών στοιχείων και η σχέση αυτών με το επίδικο μίσθιο (ΑΠ 2166/2009 ΕΔικΠολ 2010.254, ΑΠ 503/2005 ό.π.). Ακόμη, προσδιοριστικά στοιχεία για την αναπροσαρμογή του μισθώματος στην προκείμενη περίπτωση αποτελούν η ουσιώδης μεταβολή των ειδικών οικονομικών συνθηκών που υπήρχαν κατά την κατάρτιση της συμβάσεως και, ειδικότερα, η σημαντική μείωση του τιμάριθμου και του ατομικού εισοδήματος, η ευρύτητα της επαγγελματικής στέγης, που έχει ως συνέπεια τη σημαντική μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου ακινήτου, και η ζημία του μισθωτή, η οποία υπερβαίνει τον κίνδυνο που εκείνος ανέλαβε με τη σύμβαση. Τα στοιχεία αυτά, πρόσφορα και συγκεκριμένα, και όχι με απλή επανάληψη της διατυπώσεως του νόμου, πρέπει να περιέχονται στην αγωγή, διαφορετικά η παράλειψη τους δημιουργεί αοριστία και ακυρότητα του δικογράφου της (ΑΠ 1487/2005 ΕλλΔνη 47.170, ΕφΠειρ 48/2010 ό.π., ΕφΘεσ 391/2005 Αρμ 59.1025). Τέλος, ο δικαστικός καθορισμός του μισθώματος με βάση τις πιο πάνω διατάξεις, δεν καταργεί τη συμφωνία των διαδίκων περί σταδιακής αναπροσαρμογής του μισθώματος και ισχύει μόνον για το χρονικό διάστημα, για το οποίο κρίθηκε ότι υπάρχει η δυσαρμονία του μισθώματος χωρίς να επηρεάζει την ισχύ της υπάρχουσας συμφωνίας και επομένως θα εξακολουθήσει να αναπροσαρμόζεται στο μέλλον και πάλι με βάση την υπάρχουσα συμφωνία, όταν θα επέρχεται κάθε επόμενο στάδιο από τα συμβατικώς προβλεφθέντα και μάλιστα αυτόματα χωρίς τη μεσολάβηση άλλης δικαστικής κρίσης, επιφυλασσομένου όμως του δικαιώματος των συμβληθέντων να ζητήσουν στο μέλλον και πάλι αναπροσαρμογή του μισθώματος με βάση τις διατάξεις των άρθρων 288 και 388 του ΑΚ, εάν βέβαια συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους (ΑΠ 258/1986 ΕλλΔνη 27.636, ΑΠ 1186/1986 ΕλλΔνη 28.1421, ΕφΠειρ 337/1995 ΕλλΔνη 36.1614, ΕφΑθ 5487/1994 ΕλλΔνη 36.1614).

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία, με την κρινόμενη αγωγή της, εκθέτει ότι δυνάμει της αναφερόμενης διακήρυξης δημοπρασίας, αποφασίσθηκε η εκμίσθωση των ευρισκομένων στο Βόλο και επί της οδού …, δύο ισόγειων καταστημάτων, εμβαδού 88,50 και 45,42 τ.μ., αντίστοιχα, ιδιοκτησίας του εναγομένου, για την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας. Ότι στις 05-07-2009, πραγματοποιήθηκε δημοπρασία, στα πλαίσια της οποίας η ίδια (ενάγουσα) αναδείχθηκε πλειοδότης προσφέροντας για το πρώτο κατάστημα ως μηνιαίο μίσθωμα το ποσό των 8.500,00 ευρώ και για το δεύτερο το ποσό των 4.500,00 ευρώ. Ότι η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε εννεαετής, με δικαίωμα μονομερούς ανανέωσης αυτής για τρία χρόνια. Επικαλούμενη, περαιτέρω, την απρόοπτη μεταβολή των περιστατικών, καθώς και τις συγκεκριμένες οικονομικές, νομισματικές και λοιπές συνθήκες, που επικράτησαν στη Χώρα κυρίως από τις αρχές του έτους 2010, την εγχώρια οικονομική κρίση, που υποχρέωσε τη Χώρα να προβεί σε δανεισμό, τη μείωση των αποδοχών των μισθωτών κατά ποσοστό 30%, την έλλειψη ρευστού χρήματος, και την αύξηση της ανεργίας, που είχε περαιτέρω επιπτώσεις και στο δείκτη πωλήσεων στο λιανικό εμπόριο, με επακόλουθο την παραπέρα μείωση των ακαθάριστων εσόδων (τζίρου) της επιχείρησης και οι οποίες μετέβαλαν τις προϋποθέσεις εκπλήρωσης της συμβατικής παροχής στο μέτρο που έχει συμφωνηθεί, με αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές, ζητά τη μείωση του  μισθώματος στο προσήκον μέτρο κατ’ άρθρο 388 ΑΚ, επικουρικά δε ότι αυτό δεν ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις του άρθρου 288 ΑΚ, ήτοι στην καλή πίστη, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά τα κρατούντα συναλλακτικά ήθη με αποτέλεσμα να ζημιώνεται υπέρμετρα η ίδια, καθόσον ο πληθωρισμός κινείται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, και ειδικότερα να αναπροσαρμοστεί το μηνιαίο μίσθωμα των αναφερομένων σ’ αυτή ακινήτων στο ποσό των 5.100,00 και 2.700,00 ευρώ, μηνιαίως αντίστοιχα, για το χρονικό διάστημα από  την επίδοση της (αγωγής) και μέχρι τη συμπλήρωση του νομίμου χρόνου της μίσθωσης, καθώς και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλλει τη διαφορά που θα προκύψει μεταξύ του καταβαλλόμενου και του μισθώματος, που θα προσδιοριστεί με την απόφαση, που θα εκδοθεί. Τέλος, ζητά να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική της δαπάνη.

 

 

Με το προεκτιθέμενο περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή, η οποία επιδόθηκε στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, ως ασκούντα την εποπτεία επί των υπέρ κοινωφελών σκοπών και ιδρυμάτων εν γένει καταλειπομένων περιουσιών του α.ν. 2039/1939 (βλ. σχετ. την υπ αριθμ. 5168γ/14-07-2010 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …), και στην οποία παραδεκτά σωρεύονται αιτήματα αναπροσαρμογής με βάση το άρθρο 388 ΑΚ και το άρθρο 288 ΑΚ (βλ. σχετ. Παπαδάκη σε ΕλλΔνη24. 923), παραδεκτά φέρεται για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 648 έως 661 του ΚΠολΔ (άρθρο 647 παρ. 1 του ιδίου κώδικα) ενώπιον του αρμοδίου τούτου, καθ’ ύλην και κατά τόπον, Δικαστηρίου. Αναφορικά δε με τη βάση της, που ερείδεται στη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ η αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, καθώς αναφέρεται με σαφήνεια το ύψος του συμφωνημένου μισθώματος κατά το χρόνο  ασκήσεως της αγωγής,  καθώς και  οι συγκεκριμένες συνθήκες (οικονομικές, νομισματικές κλπ.) οι οποίες μετέβαλαν τις προϋποθέσεις εκπληρώσεως της συμβατικής παροχής στο μέτρο που είχε συμφωνηθεί και δικαιολογούν με αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές, τη μείωση του μισθώματος ή του ποσοστού της συμφωνημένης αναπροσαρμογής (ΑΠ 2045/2006, ΑΠ 1487/2005 ό.π.), και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας καθώς και εκείνες των άρθρων 361 του ΑΚ, 44 του π.δ. 34/1995, 69 παρ. 1δ’, 218 παρ. 1 ΚΠολΔ και 176 του ΚΠολΔ. Το παρεπόμενο, όμως, αίτημα περί προσωρινής εκτελεστότητας της απόφασης, είναι μη νόμιμο και συνεπώς απορριπτέο, γιατί το σχετικό δικαίωμα, που απορρέει από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 388 του ΑΚ, για αναπροσαρμογή του μισθώματος είναι διαπλαστικό, καθόσον αποτελεί διαμόρφωση της ενοχής στο προσήκον μέτρο, συνιστά δηλαδή διάπλαση ενός από τα στοιχεία της μισθωτικής σύμβασης, με συνέπεια η σχετική αγωγή και η απόφαση που αναπροσαρμόζει το μίσθωμα και ως προς το σημείο αυτό να είναι διαπλαστική (ΑΠ 2154/2007 ΕλλΔνη 2010.759, ΕφΛαρ 101/2007 Δικογραφία 2007.237). Η απόφαση δε αυτή δεν μπορεί να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή ακόμη και αν σωρεύεται, όπως στην προκείμενη περίπτωση, με καταψηφιστική αγωγή (ΕφΛαρ 230/2002 Δικογραφία 2002.435, Παπαδάκης «Σύστημα Εμπορικών Μισθώσεων», έκδοση 1991. τόμος Ι, σελ. 569, παρ. 1942). Αποτέλεσμα του παραπάνω χαρακτηρισμού είναι ότι το ασκηθέν δικαίωμα ενεργοποιείται (από της επίδοσης της αγωγής και μελλοντικώς, χωρίς αναδρομικότητα, υπό την προϋπόθεση ότι η μίσθωση είναι ενεργής (ΑΠ 588/1995 ΕΔικΠολ1996. 114, Παπαδάκη, ό.π., αριθ. 2589 επ., Μ. Ραψομανίκη, ΕΕΝ 45.623). Η ίδια αγωγή και ως προς τα ως άνω δύο αιτήματα της ως προς τη στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ βάση της, είναι απορριπτέα ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, αφού η ενάγουσα δεν αναφέρει στο δικόγραφο αυτής (αγωγής), όπως όφειλε, κατά τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα σχετική νομική σκέψη, τα πρόσφορα και συγκεκριμένα προσδιοριστικά για την αναπροσαρμογή του μισθώματος του μισθίου συγκριτικά στοιχεία, δηλαδή τη μισθωτική αξία του μισθίου ακινήτου και την εξελικτική πορεία και τάση συγκεκριμένων ομόρων με το μίσθιο ακινήτων, από την εκτίμηση των οποίων, όπως προαναφέρθηκε, θα μπορούσε το Δικαστήριο να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για το αν το προτεινόμενο από την ενάγουσα χρηματικό αντάλλαγμα (μίσθωμα) αντισταθμίζει, κατά τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, την αξία της παραχωρηθείσας σ’ αυτή, ως μισθώτρια των μισθίων ακινήτων, χρήσεως αυτών και αν η ζημία που τυχόν επήλθε στην ενάγουσα υπερβαίνει ή όχι, κατά τα συναλλακτικά ήθη, τον κίνδυνο που ανέλαβε αυτή αυτοβούλως, καταρτίζοντας τη σύμβαση μισθώσεως. Ούτε, περαιτέρω, αναφέρεται η ενάγουσα με συγκεκριμένα στοιχεία και αριθμούς στη σημαντική μείωση του τιμαρίθμου και του ατομικού εισοδήματος, καθώς και στην ευρύτητα της επαγγελματικής στέγης στην περιοχή όπου βρίσκεται το μίσθιο, που έχει ως συνέπεια τη σημαντική μείωση της μισθωτικής αξίας αυτού και τη ζημία της μισθώτριας πέραν του κινδύνου που ανέλαβε κατά τα προεκτεθέντα. Η ενάγουσα αναφέρεται απλώς σε μείωση των πωλήσεων και του εμπορικού της κέρδους, υπολαμβάνοντας, εσφαλμένα, ότι πρόκειται για εμπορική συναλλαγή μεταξύ αυτής και του εναγομένου, ενώ, όπως προαναφέρθηκε στην οικεία θέση, πρόκειται για απλή σύμβαση μίσθωσης επαγγελματικής στέγης, για την οποία ισχύουν όσα αναφέρθηκαν στις προηγηθείσες νομικές και πραγματικές σκέψεις. Πρέπει, επομένως, η αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, κατά τη βάση της που ερείδεται στη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, καθόσον για το παραδεκτό του καταψηφιστικού της αιτήματος καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις [ως προς την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου, εφόσον σωρεύεται και καταψηφιστικό αίτημα, όπως στην προκείμενη περίπτωση, βλ. σχετ. Παπαδάκη, ό.π., 351, παρ. 1122 (βλ. σχετ. το υπ’ αριθμ. 87058450/2011, Σειράς ΣΤ, τύπου Α, διπλότυπο είσπραξης της Β’ ΔΟΥ Βόλου).

 

 

Από τις ένορκες στο ακροατήριο καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως (ενός από κάθε διάδικο μέρος), καθώς και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι με νομότυπη επίκληση (με τις προτάσεις) προσκομίζουν, και από τις μερικές παραδοχές και ομολογίες τους (σύμφωνα με το άρθρο 261 ΚΠολΔ) προέκυψαν τα ακόλουθα: Δυνάμει της από 15-04-2009 διακήρυξης δημοπρασίας, που εγκρίθηκε με τη με αριθμό 6739/41933/18-06-2009 εγκριτική πράξη του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Διοίκησης Περιφέρειας Θεσσαλίας, διενεργήθηκε πλειοδοτικός διαγωνισμός για την ανάδειξη μισθωτή για τα υπό στοιχεία Κ1 και Κ2 ισόγεια καταστήματα, ιδιοκτησίας του εναγομένου, που βρίσκονται στο Βόλο και επί της συμβολής των οδών …, με αριθμό αρίθμησης 140° και 140, αντίστοιχα, καθαρού εμβαδού 88,50 και 45,42 τ.μ., αντίστοιχα. Με την προαναφερόμενη διακήρυξη ως ελάχιστος όρος προσφοράς για τη μίσθωση τους, ορίστηκε το ποσό των 3.200,00 ευρώ για το πρώτο και των 2.000,00 ευρώ για το δεύτερο από τα ως άνω καταστήματα. Πλειοδότης αναδείχθηκε η ενάγουσα, προσφέροντας ως μηνιαίο μίσθωμα το ποσό των 8.500,00 ευρώ μηνιαίως για το με στοιχεία Κ-1 κατάστημα και το ποσό των 4.500,00 ευρώ για το με στοιχεία Κ-2 κατάστημα, αντίστοιχα. Με τα από 15-09-2009 ιδιωτικά συμφωνητικά μίσθωσης, η ενάγουσα μίσθωσε από το εναγόμενο: α) ένα ισόγειο κατάστημα με στοιχεία Κ-1, μικτού εμβαδού 115,29 τ.μ. (καθαρού εμβαδού 88,50 τ.μ.), με ανώγειο όροφο ιδίου εμβαδού, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως κατάστημα εμπορίας ενδυμάτων, με συμφωνηθέν μίσθωμα για το πρώτο έτος της μίσθωσης, ήτοι από 15-09-2009 και μέχρι 14-10-2010, ποσού 8.500,00 ευρώ, και με τον όρο (5 του συμφωνητικού) να αναπροσαρμόζεται ετησίως κατά ποσοστό 5% στο εκάστοτε καταβαλλόμενο μίσθωμα, με διάρκεια εννεαετή και δικαίωμα της μισθώτριας να παρατείνει τη μίσθωση μονομερώς για τρία ακόμη έτη, μέχρι τη συμπλήρωση του ανωτάτου χρονικού ορίου του νομίμου χρόνου των επαγγελματικών μισθώσεων, και β) ένα ισόγειο κατάστημα με στοιχεία Κ-2, μικτού εμβαδού 59,45 τ.μ. (καθαρού εμβαδού 45,42 τ.μ.), με ανώγειο όροφο ιδίου εμβαδού, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως κατάστημα εμπορίας ενδυμάτων, με συμφωνηθέν μίσθωμα για το πρώτο έτος της μίσθωσης, ήτοι από 15-09-2009 και μέχρι 14-10-2010, ποσού 4.500,00 ευρώ, και με τον όρο (5 του συμφωνητικού) να αναπροσαρμόζεται ετησίως κατά ποσοστό 5% στο εκάστοτε καταβαλλόμενο μίσθωμα, με διάρκεια εννεαετή και δικαίωμα της μισθώτριας να παρατείνει τη μίσθωση μονομερώς για τρία ακόμη έτη, μέχρι τη συμπλήρωση του ανωτάτου χρονικού ορίου του νομίμου χρόνου των επαγγελματικών μισθώσεων. Ωστόσο, από τα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσας αποδεικτικά στοιχεία, προέκυψε ότι από τις αρχές του έτους 2010, άρχισαν να εμφανίζονται γεγονότα έκτακτα, που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, ούτε ήταν δυνατόν να διαγνωσθούν υπό ομαλές οικονομικές συνθήκες. Ειδικότερα, από την αρχή του έτους 2010, έχει επέλθει σημαντική μείωση των αποδοχών των μισθωτών εγγίζουσα κατά περίπτωση ακόμη και το 30%, ενώ περαιτέρω προκειμένου να ανταποκριθεί η χώρα στις τρέχουσες δημοσιονομικές ανάγκες έχει καταφύγει σε στήριξη από το μηχανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η  μείωση των αποδοχών, το κλείσιμο των επιχειρήσεων με την συνεπεία αυτού απώλεια υψηλού αριθμού θέσεων εργασίας αποτέλεσε μέγεθος το οποίο δεν μπορούσε να προβλεφθεί, κατά το χρόνο κατάρτισης των επίδικων συμβάσεων ενόψει της οικονομικής αστάθειας και των συναφών οικονομικών συναλλαγών, ούτε μπορούσε να θεωρηθεί γεγονός που συνήθως συμβαίνει κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων. Ενδεικτικά κατά το έτος 2010, ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα σημείωσε σημαντική υποχώρηση και διαμορφώθηκε στις 65,6 μονάδες, με τις σχετικές προβλέψεις της παραγωγής να επιδεινώνονται (βλ. σχετ. αποτελέσματα ερευνών οικονομικής συγκυρίας μηνός Δεκεμβρίου 2010, του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα), ενώ οι προβλέψεις των ελλήνων καταναλωτών για την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους υποχώρησαν αισθητά με το σχετικό ισοζύγιο να διαμορφώνεται στις -66,6 μονάδες σε ιστορικά χαμηλό ρεκόρ, ενώ οι δείκτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης διαμορφώθηκαν στις -5,8 μονάδες. Οι προπεριγραφόμενες συνθήκες, τις οποίες επικαλείται η ενάγουσα, αποτελούν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, γεγονός απρόβλεπτο, ως μη δυνάμενο να προβλεφθεί κατά τη συνήθη πορεία των συναλλαγών. Περαιτέρω, η εμπορική κίνηση της περιοχής έχει εισέλθει σε πτωτική τροχιά ως και η ζήτηση ακινήτων στην περιοχή για επαγγελματική στέγη συνεχώς μειωμένη, με αποτέλεσμα ακόμη και καταστήματα επί του εμπορικού κέντρου της πόλης, να παραμένουν χωρίς μίσθωση (κενά). Με βάση τα παραπάνω εκτεθέντα το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι οι σημερινές συνθήκες ρευστότητας της εσωτερικής και διεθνούς οικονομίας είναι τόσο ουσιώδεις, έτσι ώστε να υπάρχει πλήρης κατάλυση της ισορροπίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και μάλιστα σε τέτοια κατάσταση, ώστε η μεν ενάγουσα εκτελώντας τη σύμβαση να υφίσταται ουσιώδη και υπερμεγέθη ζημία, που προκλήθηκε εκτάκτως και απροόπτως, το δε εναγόμενο να ωφελείται υπέρμετρα, από την περιουσία της ενάγουσας, ενώ αν εξελισσόταν ομαλά η σύμβαση, η οικονομική επιβάρυνση θα ήταν συνήθης και αυτή που είχε προβλεφθεί. Περαιτέρω, και σε σχέση με την επικρατούσα κατάσταση, η ενάγουσα προσκόμισε τα εξής συγκριτικά στοιχεία: α) σε κατάστημα που βρίσκεται στην Κέρκυρα, επιφανείας 50 τ.μ., προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για αποθήκευση εμπορευμάτων, το καταβαλλόμενο μίσθωμα ποσού 600,00 ευρώ μειώθηκε σε ποσοστό 25% και αναπροσαρμόστηκε σε 450,00 ευρώ, β) σε κατάστημα που βρίσκεται στην Αθήνα, και επί της οδού Υμηττού 108, επιφανείας 90 τ.μ., προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για πώληση ειδών ένδυσης, το καταβαλλόμενο μίσθωμα ποσού 5.967,70 ευρώ μειώθηκε σε ποσοστό 7% και αναπροσαρμόστηκε σε 4.995,00 ευρώ, γ) σε κατάστημα που βρίσκεται στην Νέα Ιωνία Αττικής, και επί της …, επιφανείας 70 τ.μ., προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για πώληση ειδών ένδυσης, το καταβαλλόμενο μίσθωμα ποσού 4.715,07 ευρώ μειώθηκε σε ποσοστό 15% και αναπροσαρμόστηκε σε 3.607,03 ευρώ, δ) σε κατάστημα που βρίσκεται στο Αιγάλεω Αττικής, και επί της  επιφανείας 144 τ.μ., προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για πώληση ειδών ένδυσης, το καταβαλλόμενο μίσθωμα ποσού 4.501,00 ευρώ μειώθηκε σε ποσοστό 15% και αναπροσαρμόστηκε σε 3.400,00 ευρώ, ε) σε κατάστημα που βρίσκεται στο Αιγάλεω Αττικής, και επί της …, επιφανείας 60 τ.μ., προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για πώληση ειδών ένδυσης, το καταβαλλόμενο μίσθωμα ποσού 4.000,00 ευρώ μειώθηκε σε ποσοστό 10% και αναπροσαρμόστηκε σε 3.600,00 ευρώ, στ) σε κατάστημα που βρίσκεται στο Αιγάλεω Αττικής, και επί της …, επιφανείας 144 τ.μ., προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για πώληση ειδών ένδυσης, το καταβαλλόμενο μίσθωμα ποσού 4.501,00 ευρώ μειώθηκε σε ποσοστό 11,13% και αναπροσαρμόστηκε σε 4.000,00 ευρώ, ζ) σε κατάστημα που  βρίσκεται στο Βόλο, και επί της οδού Δημητριάδος 167, επιφανείας 170 τ.μ., προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για πώληση ειδών ένδυσης, το καταβαλλόμενο μίσθωμα ορίστηκε στο ποσό των 5.054,00 ευρώ η) σε κατάστημα που βρίσκεται στο Περιστέρι Αττικής, και επί της οδού …, επιφανείας 50 τ.μ., το καταβαλλόμενο μίσθωμα ποσού 4.500,00 ευρώ μειώθηκε σε ποσοστό 15% και αναπροσαρμόστηκε σε 3.400,00 ευρώ, θ) σε κατάστημα που βρίσκεται στην Αθήνα και επί της οδού …, επιφανείας 59,60 τ.μ., το καταβαλλόμενο μίσθωμα ποσού 4.000,00 ευρώ μειώθηκε σε ποσοστό 15% και αναπροσαρμόστηκε σε 3.400,00 ευρώ, ι) σε κατάστημα που βρίσκεται στο Βόλο και επί της οδού …, επιφανείας 35,67 τ.μ., το καταβαλλόμενο μίσθωμα ποσού 1.157,00 ευρώ μειώθηκε κατά το ποσό των 100,00 ευρώ για τους έντεκα επόμενους μισθωτικούς μήνες, και κ) σε κατάστημα που βρίσκεται στο Βόλο και επί της συμβολής των οδών …, αποτελούμενου από δύο χώρους, επιφανείας 32,64 και 18,67 τ.μ., αντίστοιχα, το καταβαλλόμενο μίσθωμα ποσού 1.300,00 ευρώ μειώθηκε κατά το ποσό των 200,00 ευρώ, για τους επόμενους δέκα τέσσερεις μισθωτικούς μήνες. Τη δυσμενή οικονομική κατάσταση της Χώρας και την ανάγκη αναπροσαρμογής των υφιστάμενων συμβάσεων μίσθωσης και των οφειλόμενων μισθωμάτων αναγνώρισε στο ακροατήριο κατά την εξέταση του και ο μάρτυρας που εξετάστηκε επιμέλεια του εναγομένου, ο οποίος με την ιδιότητα του αναπληρωτή Δημάρχου Ζαγοράς κατέθεσε ότι και ο Δήμος Ζαγοράς έχει προβεί σε μείωση των μισθωμάτων κατά ποσοστό 20%.

 

 

Εξ όλων των ανωτέρω συνάγεται ότι η οικονομική κρίση που έπληξε τη Χώρα μας την τελευταία διετία, επιδεινούμενη συνεχώς, σαφώς και δεν μπορούσε εξ αρχής και δη κατά το χρόνο συνάψεως των συμβάσεων μίσθωσης να προβλεφθεί, έτσι ώστε η παροχή της ενάγουσας να παρίσταται στην προκείμενη περίπτωση υπέρμετρα επαχθής. Ενόψει των προαναφερομένων συγκριτικών στοιχείων και των προπεριγραφόμενων ειδικών συνθηκών, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το μίσθωμα των δύο επίδικων ακινήτων, κατά το χρόνο επίδοσης της αγωγής, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, πρέπει να αναπροσαρμοστεί και να μειωθεί κατά ποσοστό 20% κατά μήνα και δη σε 6.800,00 ευρώ (8.500 -20%) για το υπό στοιχεία Κ-1 κατάστημα, και σε 3.600,00 ευρώ (4.500 – 20% ) για το υπό στοιχεία Κ-2 κατάστημα. Η διαφορά αυτή μεταξύ του μισθώματος που συμφωνήθηκε και αυτού που προκύπτει από την ως άνω αναπροσαρμογή, υπερβαίνει καταφανώς τον κίνδυνο που ανέλαβε η μισθώτρια εταιρία και η εμμονή του εναγομένου στην πληρωμή του μισθώματος, που προκύπτει από τη συμφωνία, αντιμάχεται την απαιτούμενη στις συναλλαγές ευθύτητα και εντιμότητα, με συνέπεια να παρίσταται αναγκαία η περιστολή του συμφωνημένου (και καταβαλλόμενου) μισθώματος, για τον άνω χρόνο, προκειμένου η παροχή της ενάγουσας να ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες, ενώ περαιτέρω δεν ζητείται με το αγωγικό δικόγραφο οιαδήποτε περιστολή του ποσοστού της ετήσιας αναπροσαρμογής. Με βάση τα δεδομένα αυτά, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, και να αναπροσαρμοστεί, ήτοι μειωθεί το μηνιαίο μίσθωμα στο ποσό των 6.800,00 ευρώ για το υπό στοιχείο Κ-1 κατάστημα και στο ποσό των 3.600,00 ευρώ για το υπό στοιχείο Κ-2 κατάστημα, για το χρονικό διάστημα μετά την επίδοση της αγωγής και για ένα έτος, ήτοι μέχρι 30 Ιουνίου 2011, ενώ για το μετά την 30ή-06-2011 χρονικό διάστημα και μέχρι τη συμπλήρωση του συμβατικού χρόνου της μίσθωσης, θα εξακολουθήσει να ισχύει η συμβατική ρύθμιση της ετήσιας αναπροσαρμογής (ΕφΑθ 3155/2001 ΕΔικΠολ. 2004.68, ΕφΠειρ 337/1995 ΕλλΔνη 36.1615), με διατήρηση βεβαίως του δικαιώματος των διαδίκων διαφορετικής ρύθμισης του ή να προσφύγουν στο Δικαστήριο για νέα αναπροσαρμογή του μισθώματος, κατ’ άρθρα 388 και 288 ΑΚ (ΑΠ 857/1991 ΕλλΔνη 33.831, ΕφΠειρ 337/1995 ό.π.), ενώ περαιτέρω δεκτής γενομένης της σωρευμένης καταψηφιστικής αγωγής, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, πρέπει, κατ’ άρθρο 69 παρ.1, περ. δ’ του ΚΠολΔ, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα τη διαφορά που προκύπτει μεταξύ των καταβληθέντων μισθωμάτων και εκείνων που προέκυψαν κατόπιν της αναπροσαρμογής που αναφέρεται στην αμέσως προηγούμενη διάταξη, από την άσκηση της αγωγής και μέχρι την τελεσιδικία της παρούσας απόφασης. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας βαρύνουν το εναγόμενο λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρο 178 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε στο σκεπτικό ως απορριπτέο.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

 

ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ το μηνιαίο μίσθωμα για τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας ακίνητα στο ποσό των έξι χιλιάδων οκτακοσίων (6.800,00) ευρώ για το υπό στοιχείο Κ-1 κατάστημα και στο ποσό των τριών χιλιάδων εξακοσίων (3.600,00) ευρώ για το υπό στοιχείο Κ-2 κατάστημα για ένα έτος από της επιδόσεως της αγωγής, μετά την πάροδο του οποίου εξακολουθεί να ισχύει η συμβατική κατ’ έτος αναπροσαρμογή του όρου 5 των από 15-09-2009 ιδιωτικών συμφωνητικών μισθώσεως.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα τη διαφορά που προκύπτει μεταξύ των καταβληθέντων μισθωμάτων και εκείνων που προέκυψαν κατόπιν της αναπροσαρμογής που αναφέρεται στην αμέσως προηγούμενη διάταξη, από την άσκηση της αγωγής και μέχρι την τελεσιδικία της παρούσας απόφασης.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το εναγόμενο στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, που ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στο Βόλο, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 19 Ιουλίου 2011.

 

 

Η ΔIΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ