Περίληψη – η διάταξη του άρθρου 483 παρ.3 του Κ.Π.Δ είναι ειδική έναντι εκείνης του άρθρου 308 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ. 7 Ν. 1738/1987, η τελευταία δε διάταξη ως γενική υποχωρεί και δεν έχει εφαρμογή, αφού μόνον ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση εναντίον “οποιουδήποτε” βουλεύματος, και, επομένως, δικαιούται να ασκήσει αναίρεση κατά των απαλλακτικών βουλευμάτων του Συμβουλίου Εφετών που εκδίδονται σε σχέση με τα αδικήματα του άρθρου 1 του Νόμου 1608/1950 (πηγή: Ιστοσελίδα ΑΠ)

Αριθμός 3/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ- ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Χρυσικό, Βασίλειο Λυκούδη, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπροέδρους, Βιολέττα Κυτέα, Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου, Δημήτριο Μαζαράκη, Παναγιώτη Ρουμπή, Ανδρέα Δουλγεράκη, Κωνσταντίνο Φράγκο, Νικόλαο Πάσσο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου – Κατσαβριά, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Δημήτριο Κράνη, Ευφημία Λαμπροπούλου, Νικόλαο Τρούσα, Βασίλειο Λαμπρόπουλο, Αντώνιο Ζευγώλη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Ασπασία Καρέλλου, Αργύριο Σταυράκη, Ιωάννα Πετροπούλου, Στυλιανή Γιαννούκου, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Δήμητρα Μπουρνάκα – Εισηγήτρια, Εμμανουήλ Κλαδογένη, Γεώργιο Σακκά, Χρυσούλα Παρασκευά, Μαρία Γαλάνη – Λεοναρδοπούλου, Μιχαήλ Αυγουλέα, Ελένη Διονυσοπούλου, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Πάνο Πετρόπουλο, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Γεώργιο Κοντό, Βασίλειο Πέππα, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Γεώργιο Λέκκα, Αθανάσιο Καγκάνη, Δημήτριο-Στέφανο Βόσκα, Μαρία Χυτήρογλου και Κωνσταντίνο Παπασταματίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 23 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως του 1619/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών η οποία εισάγεται στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου – Σε Συμβούλιο, κατόπιν εκδόσεως της 1522/2013 αποφάσεως του Ζ’Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου – Σε Συμβούλιο. Με κατηγορούμενους τους: 1) Γ. Π. του Ν., κάτοικο …, 2). Ε. – Ε. Τ., κάτοικο Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, του Αγίου Αθανασίου, Αγίου Όρους και 3). Ο. Σ., κάτοικο Σκήτης Αγίας Άννας, Αγίου Όρους.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 53/30 Σεπτεμβρίου 2013 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1097/2013.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής εισήγαγε για κρίση στη Πλήρη Ποινική Ολομέλεια που συνήλθε σε Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του με αριθμό και ημερομηνία 12/13 Ιανουαρίου 2014, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

“Εισάγοντες στο Δικαστήριο Σας (σε Συμβούλιο) κατά το άρθρο 485 Κ.Π.Δ την νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα με αριθμό εκθέσεως 53/2013 αίτηση μας, με την οποία ζητούμε την αναίρεση του υπ’ αριθμ. 1619/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτουμε τα εξής σε σχέση με το τύποις παραδεκτό της αίτησης μας αυτής : Κατά το άρθρο 88 παρ. 1 του Συντάγματος, και οι Εισαγγελείς είναι δικαστικοί λειτουργοί. Εντεύθεν συνάγεται ότι ο Εισαγγελέας δεν ταυτίζεται ούτε εξομοιώνεται με τον διάδικο στην ποινική δίκη. Ως εκπρόσωπος της πολιτείας ενεργεί με βάση τον νόμο εντός του κύκλου της αρμοδιότητας του, προς διαφύλαξη και διασφάλιση της σύννομης κοινωνικής συμβίωσης. Εντεύθεν τα δικαιώματα του δεν είναι δυνατόν να εξισώνονται με τα δικαιώματα των διαδίκων. Δεν αποκλείεται ο νομοθέτης να περιορίσει το δικαίωμα ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος στους διαδίκους, όταν κρίνει ότι τούτο επιβάλλεται είτε λόγω της μικρής σπουδαιότητας του αδικήματος είτε λόγω γενικότερου συμφέροντος, χάριν της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης, χωρίς να εμποδίζεται να αναγνωρίσει αυτοτελές δικαίωμα άσκησης αναίρεσης εναντίον του ίδιου βουλεύματος στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αφού ο τελευταίος ασκεί εξουσία με την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού κατά το άρθρο 88 παρ. 1 του Συντάγματος και όχι με την ιδιότητα του διαδίκου. Περαιτέρω κατά το άρθρο 483 παρ. 1 ΚΠΔ “Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, υποβάλλοντας σχετική δήλωση στον γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2, το οποίο εφαρμόζεται και σ’ αυτή την περίπτωση”. Με την διάταξη αυτή παρέχεται η δυνατότητα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ασκήσει αναίρεση κατά παντός βουλεύματος, οσάκις κρίνεται αναγκαίο, προκειμένου να διορθωθούν νομικά σφάλματα, τα οποία επηρεάζουν την νομολογιακή πρακτική και θίγουν ανεπανόρθωτα τα συμφέροντα τρίτων ή το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η τέλεση αξιοποίνου πράξεως. Η δυνατότητα αυτή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου υφίσταται και αν ακόμη το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι αμετάκλητο για τους διαδίκους, τούτο δε έγινε δεκτό και από την νομολογία του δικαστηρίου σας με την υπ’ αριθμ. 871/2011 απόφαση του (Σε Συμβούλιο), με την οποία κρίθηκε ότι η στηριζόμενη στο άρθρο 483 παρ.3 Κ.Π.Δ δυνατότητα Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ζητεί την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, ακόμη και εκείνου κατά του οποίου δεν παρέχεται αντίστοιχο δικαίωμα στον κατηγορούμενο, αιτιολογείται από το ότι αυτός κατά την ενάσκηση του πιο πάνω δικαιώματος του, “ενεργεί ως ισόβιος δικαστικός λειτουργός, δηλαδή ως αμερόληπτο όργανο της δικαιοσύνης που βοηθάει τον δικαστή στην διάγνωση της αλήθειας και την απονομή του δικαίου και δεν εξομοιώνεται ούτε ταυτίζεται με τον διάδικο, σε κάθε δε περίπτωση δεν θεωρείται αντίδικος του κατηγορουμένου”. Εξάλλου το άρθρο 308 παρ. 1 εδάφιο ε ΚΠΔ, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ. 7 Ν. 1738/1987 (ΦΕΚ 200/Α/20.11.1987, ορίζεται ότι “στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 Νόμου 1608/1950, η περάτωση της κυρίας ανάκρισης κηρύσσεται από το Συμβούλιο των Εφετών. Για τον σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρόταση του στο Συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη και για συναφή πλημμελήματα”. Όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση του Υπουργού Δικαιοσύνης με ημερομηνία 21 Νοεμβρίου 1986, σκοπός της διατάξεως αυτής είναι η ταχεία εκκαθάριση οιασδήποτε καταγγελίας ή κατηγορίας εναντίον εκείνων οι οποίοι διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα. Αποτελεί δε επαρκή εγγύηση για τον κατηγορούμενο η ύπαρξη εφετειακού βουλεύματος από δικαστές που έχουν δικαστική εμπειρία για να αντιμετωπίσουν την πολυπλοκότητα των προβλημάτων κατά την διευρεύνηση οικονομικών εγκλημάτων. Ο νομοθέτης επεδίωξε να επιταχύνει την διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων επί ορισμένων σοβαρών οικονομικών υποθέσεων και να θεσπίσει το αμετάκλητο της κρίσεως του Συμβουλίου Εφετών. Με κύριο επιχείρημα ότι η διάταξη του άρθρου 483 παρ.3 του Κ.Π.Δ είναι ειδική έναντι εκείνης του άρθρου 308 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ. 7 Ν. 1738/1987, η τελευταία δε διάταξη ως γενική υποχωρεί και δεν έχει εφαρμογή, αφού μόνον ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση εναντίον “οποιουδήποτε” βουλεύματος, έγινε δεκτό από την παλαιότερη, αλλά και την νεώτερη νομολογία (βλ Α.Π 549/1993 Ποιν Χρον. ΜΓ 381, Α.Π 786/1993 Ποιν Χρον ΜΓ 544, Α.Π 1531/2008) ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκήσει αναίρεση κατά των απαλλακτικών βουλευμάτων του Συμβουλίου Εφετών που εκδίδονται σε σχέση με τα αδικήματα του άρθρου 1 του Νόμου 1608/1950. Αποκλεισμός του δικαιώματος αυτού του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τη άποψη αυτή, απαιτεί ρητή διάταξη αντίθετη προς το άρθρο 483 παρ. 3 ΚΠΔ. Γιατί ο εκάστοτε ειδικός κανών δικαίου κατισχύει του γενικού, ανεξάρτητα από το εάν είναι χρονικώς νεώτερος, λαμβανομένου υπόψη ότι η θέσπιση γενικού νόμου δεν οδηγεί αυτοδικαίως στην κατάργηση του ειδικού νόμου. Στηριζόμενη κατά βάση στο επιχείρημα ότι ο Εισαγγελέας δεν ενεργεί ως διάδικος αλλά ως όργανο εντεταγμένο στην δικαστική λειτουργία της πολιτείας, ενεργώντας ως εκπρόσωπος της και εντός του κύκλου των νομίμων αρμοδιοτήτων του προς διαφύλαξη και διασφάλιση της σύννομης κοινωνικής συμβίωσης, η νεώτερη νομολογία (βλ Α.Π 1056/2009 Ποιν Χρον Ξ 297), δέχθηκε ότι το κατά το άρθρο 483 παρ.3 δικαίωμα του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ασκεί αναίρεση κατά οποιουδήποτε βουλεύματος, επεκτείνεται και στα παραπεμπτικά βουλεύματα που εκδίδονται κατά το άρθρο 308 παρ.1 εδάφιο τελευταίο του Κ.Π.Δ, με αντίθετη προς αυτήν άποψη, η οποία είναι και η μοναδική, εκείνη που εκφράστηκε στην πολύ παλαιότερη νομολογία με την υπ’ αριθμ. 319/1991 απόφαση( σε συμβούλιο) του δικαστηρίου σας (βλ. Ποιν Χρον. ΜΑ 909, με αντίθετη εισαγγελική πρόταση), με το επιχείρημα ότι η απαγόρευση της άσκησης αναίρεσης κατά των παραπεμπτικών αυτών βουλευμάτων στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, είναι σύμφωνη με τον σκοπό του νομοθέτη, ό οποίος με την, προσθήκη του άρθρου 5 παρ. 7 Ν. 1738/1987 στο άρθρο 308 παρ.1 του Κ.Π.Δ, απέβλεψε στην ταχεία εκκαθάριση των υποθέσεων του νόμου 1608/1950. Εξάλλου, παρά την αδιάστικτη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 308 παρ.1 Κ.Π.Δ στην οποία γίνεται λόγος για “αμετάκλητη απόφανση” του Συμβουλίου Εφετών, χωρίς να προσδιορίζεται εάν το αμετάκλητο αυτό αναφέρεται στα παραπεμπτικά ή αφορά και τα απαλλακτικά βουλεύματα, ευθύς εξ’ αρχής η νομολογία με σειρά αποφάσεων (βλ. Α.Π 55/1989 Ποιν Χρον ΛΘ 656, Α.Π 1733/1993 Ποιν .Χρον ΜΔ 579, Α.Π 173/1995 Ποιν Χρον. ΜΕ 459, ΑΠ 762/1996 Ποιν Χρον ΜΖ 965) δέχθηκε το δικαίωμα του πολιτικώς ενάγοντος να ασκεί αναίρεση κατά των απαλλακτικών βουλευμάτων, με την αιτιολογία ότι η αποδοχή της αντίθετης άποψης και η επέκταση του αμετακλήτου και επί των απαλλακτικών βουλευμάτων, θα είχε ως συνέπεια την επίσπευση της διαδικασίας απαλλαγής των κατηγορουμένων και τον αποκλεισμό του αναιρετικού ελέγχου ακόμη και σε περιπτώσεις σοβαρών νομικών σφαλμάτων, συνέπεια η οποία σαφώς είναι αντίθετη με την βούληση του νομοθέτη. Με τις αποφάσεις αυτές ήταν σύμφωνο και ένα τμήμα της θεωρίας, το οποίο μετά από τελολογική συσταλτική ερμηνεία της διάταξης περί της οποίας γίνεται λόγος, περιόριζε την έκταση εφαρμογής του όρου “αμετακλήτως” μόνο στα παραπεμπτικά βουλεύματα (βλ σχετικά Αργυρίου . Καρρά, η αναίρεση από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά παραπεμπτικού βουλεύματος που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 308 παρ.1 Κ.Π.Δ, σε Ποιν Χρον. ΜΑ. 1067, του ίδιου Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, έκδοση 1998 σελίδα 537, Ζαχαριάδης περάτωση της ανακρίσεως στα εγκλήματα του Ν 1608/1950, σε υπεράσπιση 1993, σελίδες1411 και επόμ.). Υποστηρίχθηκε όμως και η αντίθετη άποψη με βασικό επιχείρημα την διατύπωση της διάταξης του άρθρου 308 παρ.1 του Κ.Π.Δ στην οποία δεν γινόταν διάκριση μεταξύ παραπεμπτικών και απαλλακτικών βουλευμάτων, καθώς και την διαφαινόμενη σκοπιμότητα της για επιτάχυνση της διαδικασίας εκκαθάρισης οποιασδήποτε καταγγελίας ή κατηγορίας αναφερόμενης σε κακοδιαχείριση δημοσίου χρήματος, έναντι όλων των διαδίκων και όχι μόνο έναντι του κατηγορουμένου( βλ. σχετ. Ν Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, αριθμ. 646α, σημ 345, Η. Αναγνωστόπουλου παρατηρήσεις υπό την Α.Π405/1989, Ποινικά χρονικά ΛΘ 963, Λ. Μαργαρίτη, ο Ν 1608/1950 και οι καταχραστές του δημόσιου (παρα)τραπεζικού χρήματος, σελίδες 100-101). Ενόψει των ανωτέρω εκτιθεμένων, η πλέον ορθή και σύμφωνη με τον νόμο άποψη, είναι εκείνη κατά την οποία για τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν υπάρχει κανένα αμετάκλητο (βλ. Λ. Μαργαρίτη ο νόμος 1608/1950 και οι καταχραστές του δημόσιου (παρα)τραπεζικού χρήματος, σελίδα 104).
Συνεπώς αυτός και μόνο αυτός, δικαιούται να ασκεί αναίρεση εναντίον οποιουδήποτε βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών εκδιδόμενου κατά την διαδικασία του άρθρου 308 παρ.1 του Κ.Π.Δ., είτε αυτό είναι παραπεμπτικό, είτε απαλλακτικό, αφού το δικαίωμα του αυτό δεν του το απαγορεύει ρητά το άρθρο 483 παρ.3 Κ.Π.Δ. Τα επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ της άποψης αυτής είναι τα εξής: α) ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κατά την ενάσκηση του πιο πάνω δικαιώματος του, ενεργεί ως δικαστικός λειτουργός, δηλαδή ως αμερόληπτο όργανο της δικαιοσύνης που δεν εξομοιώνεται ούτε ταυτίζεται με τον διάδικο, σε κάθε δε περίπτωση δεν θεωρείται αντίδικος του κατηγορουμένου, ο σκοπός δε της διάταξης του άρθρου 483 παρ.3 του Κ.Π.Δ είναι η μέσω αυτής εξασφάλιση της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, συνακόλουθα δε και προστασία των δικαιωμάτων των διαδίκων. Ο σκοπός αυτός είναι ανένδοτος και δεν υποχωρεί προ οιουδήποτε δικονομικού εμποδίου, δοθέντος ότι η λειτουργική υπεροχή του άρθρου 483 παρ.3 Κ.Π.Δ, έναντι οιασδήποτε άλλης διάταξης, με αντίθετους ορισμούς, είναι δεδομένη. β) η μέσω της διάταξης του άρθρου 308 παρ.1 Κ.Π.Δ εκφρασθείσα βούληση του νομοθέτη, για ταχεία εκκαθάριση των υποθέσεων που υπάγονται στο ρυθμιστικό της πεδίο, υποχωρεί έναντι εκείνης του άρθρου 483 παρ.3 Κ.Π.Δ , η οποία διαπνέεται από τον αμέσως πιο πάνω σκοπό, ο οποίος όμως είναι δογματικά και δικαιοπολιτικά υπέρτερης βαρύτητας γ) η διάταξη του άρθρου 483 παρ.3 είναι ειδική έναντι εκείνης του άρθρου 308 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο, Κ.Π.Δ ιδωμένη βέβαια από την σκοπιά του δικαιούμενου στην άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης.
Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, η διάταξη του άρθρου 308παρ.1 εδάφιο τελευταίο, υποχωρεί και δεν έχει εφαρμογή, έναντι της διάταξης του άρθρου 483 παρ.3 του Κ.Π.Δ αφού, κατά την ρητή περί τούτου πρόβλεψη, μόνον ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση εναντίον “οποιουδήποτε” βουλεύματος. Για λόγους συνέπειας πρέπει να σημειωθεί ότι το επιχείρημα περί ειδικότητας της διάταξης του άρθρου 483 παρ.3, έναντι εκείνης του άρθρου 308 παρ.1 Κ.Π.Δ , έχει σχετική και μόνο αξία. Γιατί η σχέση μεταξύ των δύο αυτών διατάξεων είναι αμφίδρομη, αφού και η διάταξη του άρθρου 308 παρ.1 θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ειδική έναντι εκείνης του άρθρου 483 παρ.3, ως αναφερόμενη σε μια συγκεκριμένη κατηγορία βουλευμάτων, τα οποία χαρακτηρίζονται από αυτήν “αμετάκλητα”. Εξάλλου, μετά την πλήρη κατάργηση του δικαιώματος άσκησης αναίρεσης κατά των βουλευμάτων από τους διαδίκους (κατηγορούμενο και πολιτικώς ενάγοντα) με τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις που επήλθαν στο άρθρο 482 του Κ.Π.Δ δυνάμει των άρθρων 41 παρ.1 του Ν 3160/2003, 18παρ.2 του Ν 3346/2005 και 34 περ. γ του Ν 3904/2010 και την διαπίστωση ότι η περάτωση της κυρίας ανάκρισης κατά το άρθρο 308 παρ.1 Κ.Π.Δ, με την έκδοση ενός και μόνο και δη “αμετακλήτου” εφετειακού βουλεύματος, οδηγεί αναπόφευκτα στον περιορισμό του δικαιώματος ακρόασης του άρθρου 20 του Συντάγματος, δικαιοπολιτικά είναι επιβεβλημένο να αναγνωρισθεί το δικαίωμα αυτό στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκειμένου έτσι αφ’ ενός μεν να εξασφαλισθεί η ορθή ερμηνεία του νόμου και η έννομη τάξη με την αποφυγή πρόωρων και αναιτιολόγητων απαλλαγών, αφ’ ετέρου δε ο κατηγορούμενος από μη νόμιμες και εξίσου αναιτιολόγητες παραπομπές. Αρμοδίως κατά ταύτα και παραδεκτώς ασκήθηκε από εμάς, σύμφωνα με το άρθρο 483 παρ.3 του Κ.Π.Δ, η προκειμένη υπ’ αριθμ. 53/2013 αίτηση αναιρέσεως κατά του υπ’ αριθμ. 1619/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δυνάμει του οποίου το Συμβούλιο τούτο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των: 1) Ε.-Ε. Τ., 2) Ο. Σ. και 3) Γ. Π., για την αξιόποινη πράξη της απάτης επί δικαστηρίου σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, πράξη η οποία τελέστηκε κατ’ εξακολούθηση, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ αλλά και αυτό των 150.000 ευρώ, όπως αυτή περιγράφεται ειδικότερα στο σκεπτικό του βουλεύματος. Πρέπει συνεπώς η αίτηση μας αυτή να γίνει τυπικά δεκτή, ακολούθως δε να εξετασθεί η ουσιαστική βασιμότητα της . Επειδή περαιτέρω ως προς την βασιμότητα των λόγων για τους οποίους ασκήθηκε η υπό κρίση αναίρεση, αναφερόμεθα εξ ολοκλήρου στο περιεχόμενο της σχετικής εκθέσεως .
Για τους λόγους αυτούς Προτείνουμε : α) να γίνει δεκτή η με αριθμό 53/2013 αίτηση αναίρεσης την οποία ασκήσαμε κατά του υπ’ αριθμ. 1619/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, β) να αναιρεθεί το ως άνω βούλευμα, και γ) να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν το βούλευμα τούτο. Αθήνα 13 Ιανουαρίου 2014
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής”

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την υπ’αριθμ.1522/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου (σε συμβούλιο) παραπέμπεται για εκδίκαση στην πλήρη ολομέλεια του Αρείου Πάγου η υπ’αριθμ.53 από 30 Σεπτεμβρίου 2013 αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά του υπ’αριθμ.1619/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ως προς το ζήτημα του επιτρεπτού ή όχι της άσκησης από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αίτησης αναίρεσης κατά βουλεύματος παραπεμπτικού ή απαλλακτικού για έγκλημα το οποίο προβλέπεται, από το άρθρο 1 του ν.1608/1950, επειδή τίθεται νομικό ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, το οποίο παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον.
Κατά το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος του 1975 “ο καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο συνταγματικός νομοθέτης αναγνωρίζει ως αναφαίρετο δικαίωμα των πολιτών τη δυνατότητα προσφυγής στα δικαστήρια, συγκροτούμενα από δικαστές κατ’άρθρο 88 παρ.1 του Συντάγματος, οι οποίοι απολαύουν του προνομίου της ισοβιότητας και έχουν την εξουσία να επιλαμβάνονται των υποθέσεων των πολιτών και να κρίνουν ευσυνειδήτως και αμερολήπτως με βάση τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά. Από το συνταγματικό νομοθέτη παρέχεται η εξουσιοδότηση στο κοινό νομοθέτη να προσδιορίσει τους όρους και τις προϋποθέσεις για την άσκηση της προσφυγής στα δικαστήρια και την αξίωση του πολίτη προς παροχή προστασίας στα έννομα συμφέροντά του. Οι τιθέμενοι περιορισμοί αποσκοπούν στο γενικότερο συμφέρον και στον προσδιορισμό πλαισίων ή ειδικών όρων εντός των οποίων επακριβώς οφείλει να κινείται ο ενδιαφερόμενος. Είναι πρόδηλο ότι ο κοινός νομοθέτης δικαιούται να καθορίσει προφανείς όρους, οι οποίοι αποβλέπουν είτε στον περιορισμό προπετών και προδήλως εκνόμων ενεργειών είτε στην ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων. Εντεύθεν δεν αποκλείεται ο νομοθέτης να περιορίσει το δικαίωμα άσκησης αναίρεσης κατά βουλεύματος, όταν κρίνει ότι επιβάλλεται είτε λόγω της μικρής σπουδαιότητας του αδικήματος είτε λόγω γενικοτέρου συμφέροντος, χάριν της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης, χωρίς να εμποδίζεται να αναγνωρίσει αυτοτελές δικαίωμα άσκησης αναίρεσης εναντίον του ίδιου βουλεύματος στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αφού ο τελευταίος ασκεί εξουσία με την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού κατά το άρθρο 88 παρ.1 του Συντάγματος και όχι με την ιδιότητα του διαδίκου. Περαιτέρω κατά το άρθρο 308 παρ.1 εδ.γ και δ ΚΠΔ, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ.1 Ν.1738/1987 και όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ.1 του ν.3904/2010, “Στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του ν.1608/1950, η περάτωση της κυρίας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο εφετών με βούλευμα. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, μέσα σε δύο μήνες, ή εάν η φύση της υπόθεσης το επιβάλει μέσα σε τρείς μήνες, την εισάγει με πρότασή του στο συμβούλιο εφετών, το οποίο αποφαίνεται αμετακλήτως, είτε να μη γίνει κατηγορία είτε εκδίδοντας παραπεμπτικό βούλευμα….”. Όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του Υπουργού Δικαιοσύνης με ημερομηνία 21 Νοεμβρίου 1986 σκοπός της διατάξεως αυτής είναι η ταχεία εκκαθάριση οιασδήποτε καταγγελίας ή κατηγορίας εναντίον εκείνων οι οποίοι διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα. Αποτελεί δε επαρκή εγγύηση για τον κατηγορούμενο η ύπαρξη εφετειακού βουλεύματος από δικαστές που έχουν δικαστική εμπειρία για να αντιμετωπίσουν την πολυπλοκότητα των προβλημάτων κατά τη διερεύνηση οικονομικών εγκλημάτων. Ο νομοθέτης επιδίωξε να επιταχύνει τη διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων επί ορισμένων σοβαρών οικονομικών υποθέσεων και να θεσπίσει το αμετάκλητο της κρίσεως του Συμβουλίου Εφετών, είτε αυτή αναφέρεται σε παραπεμπτικό είτε σε απαλλακτικό βούλευμα. Εξάλλου κατά το άρθρο 483 παρ.3 ΚΠοινΔ “Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, υποβάλλοντας σχετική δήλωση στον γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 479 το δεύτερο εδάφιο της οποίας εφαρμόζεται και σε αυτήν την περίπτωση”. Με τη διάταξη αυτή παρέχεται η δυνατότητα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ασκήσει αναίρεση κατά παντός βουλεύματος, οσάκις κρίνεται αναγκαίο, προκειμένου να διορθωθούν νομικά σφάλματα, τα οποία επηρεάζουν τη νομολογιακή πρακτική και θίγουν ανεπανόρθωτα τα συμφέροντα τρίτων ή το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η τέλεση αξιόποινης πράξεως. Η δυνατότητα αυτή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου υφίσταται και αν ακόμη το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι αμετάκλητο για τους διαδίκους. Η παροχή του δικαιώματος αυτού στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ζητεί την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, ακόμη και εκείνου κατά του οποίου δεν παρέχεται από τον ΚΠοινΔ αντίστοιχο δικαίωμα στον κατηγορούμενο, αιτιολογείται, διότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 88 παρ.1 του Συντάγματος ο Εισαγγελέας είναι ισόβιος δικαστικός λειτουργός και με την ιδιότητά του αυτή ασκεί εξουσία δηλαδή λειτουργεί ως αμερόληπτο όργανο της δικαιοσύνης που βοηθεί το δικαστή στη διάγνωση της αλήθειας και την απονομή του δικαίου και δεν εξομοιώνεται ούτε ταυτίζεται με το διάδικο, σε κάθε δε περίπτωση δεν θεωρείται αντίδικος του κατηγορουμένου. Η προαναφερθείσα διάταξη της παρ.3 του άρθρου 483 ΚΠοινΔ, που παρέχει τη δυνατότητα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, είναι ειδική έναντι εκείνης του άρθρου 308 του ΚΠοινΔ, η τελευταία δε ως γενική υποχωρεί και δεν έχει εφαρμογή, αφού μόνο στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου παρέχεται το δικαίωμα ασκήσεως αναίρεσης εναντίον οποιουδήποτε βουλεύματος συμπεριλαμβανομένου και εκείνου του Συμβουλίου Εφετών που αποφαίνεται για τα αδικήματα που περιγράφονται στο άρθρο 1 του νόμου 1608/1950, το δικαίωμά του δε αυτό δεν του το απαγορεύει ρητά το άρθρο 483 παρ.3 ΚΠοινΔ. Για τον αποκλεισμό του δικαιώματος αυτού του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου απαιτείται ρητή διάταξη αντίθετη προς το άρθρο 483 παρ.3 ΚΠΔ. Στη διάταξη, όμως, της παρ.1 του άρθρου 308 ΚΠΔ δεν υπάρχει τέτοια ειδική ρύθμιση για τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αλλά προβλέπεται γενικά η απαγόρευση ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά αντίστοιχων βουλευμάτων. Έτσι η ανωτέρω διάταξη είναι γενική και ως τέτοια υποχωρεί έναντι της ειδικής διατάξεως του άρθρου 483 παρ.3 ΚΠοινΔ κατ’εφαρμογή του αξιώματος που ισχύει στην ιεράρχηση των κανόνων δικαίου, ότι ο ειδικός κανόνας δικαίου κατισχύει του γενικού, ανεξάρτητα από το εάν είναι χρονικά νεότερος, λαμβανομένου υπόψη ότι η θέσπιση γενικού νόμου δεν οδηγεί αυτοδικαίως στην κατάργηση του ειδικού νόμου.
Ενόψει των ανωτέρω δεν αποκλείεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου το δικαίωμα της άσκησης αιτήσεως αναίρεσης ακόμη και για εκείνα τα βουλεύματα που εκδίδονται κατ’εφαρμογή του άρθρου 308 παρ.1 ΚΠοινΔ και αφορούν τα εγκλήματα του άρθρου 1 του Ν.1608/1950 είτε πρόκειται για παραπεμπτικά είτε για απαλλακτικά, δεδομένου ότι ο νόμος εκφράζεται γενικώς χωρίς διάκριση, η δε λέξη “αμετακλήτως” αναφέρεται και στις δύο περιπτώσεις, ήτοι τόσο της παραπομπής, όσο και της έκδοσης απαλλακτικού βουλεύματος.
Επομένως ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου εντός των νομίμων αυτού αρμοδιοτήτων του δικαιούται να ασκήσει αίτηση αναίρεσης κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, παραπεμπτικού ή απαλλακτικού, το οποίο εκδίδεται κατ’εφαρμογή του άρθρου 308 ΚΠοινΔ και αφορά εγκλήματα που περιγράφονται στο άρθρο 1 του ν.1608/1950. Κατά τη γνώμη, όμως, των Αρεοπαγιτών Αγγελικής Αλειφεροπούλου, Βασιλείου Πέππα, Γεωργίου Λέκκα και Μαρίας Χυτήρογλου, η άνω αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά του προμνημονευόμενου 1619/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο αποφάνθηκε επί εγκλήματος προβλεπομένου από το άρθρο 1 του Ν. 1608/1950, είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, διότι, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 308 παρ.1 εδ. γ’, δ’ Κ.Ποιν.Δ., όπως τα εδάφια αυτά προστέθηκαν αρχικά με την παραγρ. 7 του άρθρου 5 του Ν. 1738/1987 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν με το αρθρ. 15 παρ.1 Ν. 3904/2010, με το βούλευμα τούτο το Συμβούλιο Εφετών αποφάνθηκε αμετακλήτως, απαγορευομένης, εντεύθεν, για λόγους ασφάλειας του δικαίου, της προσβολής του παρ’ οιουδήποτε, αφού το “αμετάκλητο” δικαστικής αποφάσεως ή βουλεύματος στα πλαίσια ποινικής δίκης δεν ισχύει μόνο μεταξύ των διαδίκων αλλά έναντι πάντων (erga omnes) και, ως εκ τούτου, είναι απρόσβλητο και μη ανακλητέο από οποιονδήποτε, δεσμεύει δε και όλα τα πολιτειακά όργανα, μεταξύ των οποίων και τα Δικαστήρια, οπότε δεν επιτρέπεται να θιγεί δια της ασκήσεως ένδικου μέσου ούτε από δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Σκοπός της ανωτέρω διατάξεως, που θεσπίζει το αμετάκλητο του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, ώστε τούτο να αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό για τα προβλεπόμενα από το άρθρο 1 του Ν. 1608/1950 εγκλήματα (αδικήματα κατά του Δημοσίου και Ν.Π.Δ.Δ.), είναι, κατά την εισηγητική έκθεση του Ν. 1738/1987, η ταχεία εκκαθάριση οιασδήποτε καταγγελίας ή κατηγορίας εναντίον εκείνων, οι οποίοι διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα. Ο σκοπός αυτός της ταχείας εκκαθαρίσεως τέτοιας κατηγορίας σαφώς προκύπτει και από το περιεχόμενο της τελευταίας διατυπώσεως της διατάξεως αυτής με το Ν. 3904/2010, η οποία θέτει στον Εισαγγελέα Εφετών σύντομα χρονικά περιθώρια δύο ή το πολύ τριών μηνών, ανάλογα με τη φύση της υποθέσεως, για την υποβολή σχετικής προτάσεως του στο Συμβούλιο Εφετών. Έτσι, η εν λόγω διάταξη του άρθρου 308 παρ.1 εδ. γ’, δ’ Κ.Ποιν.Δ., η οποία, κατά τη θέληση του νομοθέτη, θεσπίστηκε για την ταχεία εκδίκαση τέτοιων κατηγοριών, ενόψει του ότι το αμετάκλητο περιορίζεται με αυτήν μόνο στη συγκεκριμένη κατηγορία εγκλημάτων, για τα οποία εισάγει εξαίρεση, κρίνεται ειδική και κατισχύει έναντι εκείνης του άρθρου 483 παρ.3 Κ.Ποιν.Δ., κατά την οποία ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος μέσα στην οριζόμενη από αυτό προθεσμία, που είναι γενική, αφού η τελευταία δεν κάνει διάκριση ούτε εισάγει εξαίρεση αλλά αναφέρεται στο δικαίωμα του ανωτέρω Εισαγγελέα προς άσκηση αναιρέσεως κατά παντός μη αμετακλήτου βουλεύματος, ενώ κατ’ αμετακλήτου βουλεύματος επιτρέπεται σ’ αυτόν αναίρεση μόνο υπέρ του νόμου (αρθρ. 483 παρ.3 εδ. β’ Κ.Ποιν.Δ.). Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι το αμετάκλητο του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών για εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του Ν. 1608/1950 ισχύει και για τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αφού, άλλωστε, μετά τον αποκλεισμό του δικαιώματος των διαδίκων να ασκούν αναίρεση κατά βουλεύματος, με το αρθρ. 34 περ. γ’ Ν. 3904/2010 (με το οποίο καταργήθηκε το άρθρο 482 Κ.Ποιν.Δ., που προέβλεπε το δικαίωμα αυτό), όχι μόνο διατηρήθηκε η ρύθμιση του άρθρου 308 παρ.1 εδ. δ’ Κ.Ποιν.Δ. περί του ότι το Συμβούλιο Εφετών επί τέτοιου είδους εγκλημάτων “αποφαίνεται αμετακλήτως” αλλά η διάταξη αυτή, με το αρθρ. 15 παρ.1 του ίδιου νόμου (3904/2010), έγινε πιο σαφής και συγκεκριμένη με την προσθήκη, μετά την ανωτέρω διατύπωση περί αμετακλήτου, χωρίου με το εξής κατά λέξη περιεχόμενο “…είτε να μη γίνει κατηγορία είτε εκδίδοντας παραπεμπτικό βούλευμα, ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα ή κακουργήματα, ανεξαρτήτως της βαρύτητας των τελευταίων ή εάν γι’ αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης και όταν από την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης κρίνει ότι δεν θεμελιώνεται προβλεπόμενο από το άρθρο 1 του ν. 1608/1950 έγκλημα”. Η αντίθετη εκδοχή, ότι δηλαδή είναι παραδεκτή η άσκηση αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά τέτοιου είδους βουλεύματος, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, προσκρούει, τόσο στο γράμμα, όσο και στο προεκτεθέν πνεύμα του νόμου και οδηγεί στο άτοπο αποτέλεσμα να καθιστά ανενεργό την περί αμετακλήτου του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών (ειδική) διάταξη του άρθρου 308 παρ.1 εδ. δ’ Κ.Ποιν.Δ., όπως αυτή επαναδιατυπώθηκε με το Ν. 3904/2010, αφού, μετά την κατά τα άνω κατάργηση, με τον ίδιο νόμο, του δικαιώματος των διαδίκων να ασκούν αναίρεση κατά βουλευμάτων γενικώς, η εν λόγω διάταξη δεν θα είχε λόγο υπάρξεως, διότι δεν θα υπήρχε πεδίο εφαρμογής της σε καμμία περίπτωση.
Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω και κατά την γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή, η υπ’αριθμ.53 από 30 Σεπτεμβρίου 2013 αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά του υπ’αριθμ.1619/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να παραπεμφθεί αυτή στο αρμόδιο Ζ’Ποινικό Τμήμα προκειμένου να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δέχεται τυπικά την υπ’αριθμ.53 από 30 Σεπτεμβρίου 2013 αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά του υπ’αριθμ.1619/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Παραπέμπει αυτήν στο αρμόδιο Ζ’ Ποινικό Τμήμα, προκειμένου να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2014.
Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 16 Μαΐου 2014.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

spyridonadamnet.blogspot.com