ΤριμΠλημΑθ 2371/2019.

Σύνθεση: Ευάγγελος Χατζίκος, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Ευδοξία Μαλέσιου και Ευγενία Πατρώνη, Πρωτοδίκες

Σύμφωνα με την διάταξη του άρ. 99 παρ. 1 εδ. α΄ του ισχύσαντος έως 30.6.2019 Ποινικού Κώδικα: «Αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από ένα έτος, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια
ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων». Η διάταξη του άρ. 99 παρ. 1 εδ. α΄ ΠΚ (Ν. 4619/2019) ορίζει ότι εάν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για διάστημα από ένα έως τρία έτη, εκτός αν κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Από την αντιπαραβολή των δύο διατάξεων προκύπτει ότι η τελευταία είναι ευμενέστερη της πρώτης, δεδομένου ότι πλέον η χορήγηση της αναστολής αποσυνδέεται από την ύπαρξη ή μη προηγούμενων καταδικών, καθώς και του συνολικού ύψους των ποινών που έχουν επιβληθεί. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ (Ν. 4619/2019) «Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου», ενώ κατά την διάταξη του άρ. 465 του ίδιου Κώδικα «Οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα για τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική ποινή, την αναστολή εκτέλεσης της ποινής και την απόλυση υπό όρο εφαρμόζονται για πράξεις που τελέστηκαν μέχρι τη θέση σε ισχύ του παρόντος». Το τελευταίο άρθρο, το οποίο συνιστά διάταξη ειδικότερη του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ (Ν. 4619/2019), πρέπει να παραμερισθεί –καθόσον αφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα– ως αντικείμενο σε διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος που καθιερώνουν την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου (retroactivity in mitius) και ειδικότερα: α) στις συνδυασμένες διατάξεις των άρ. 4 και 7 Συντάγματος (αρχές της ισότητας και της νομιμότητας, βλ. ΟλΑΠ 1/2015 ΠοινΧρ 2016, 50), β) στην διάταξη του άρ. 15 παρ. 1 εδ. γ΄ του κυρωθέντος με το Ν. 2462/1997 Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, όπου ο όρος «ελαφρύτερη ποινή» δεν καταλαμβάνει μόνο το πλαίσιο της ποινής, αλλά ερμηνεύεται ευρέως, ώστε να εμπίπτει και ο τρόπος εκτίσεως αυτής (βλ. την Αναφορά με αριθμό 1764/2008 της κατ’ άρ. 28 ΔΣΑΠΔ συσταθείσας Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στην υπόθεση Alekperov v. Ρωσικής Ομοσπονδίας, σκέψη 9.9), και γ) στο άρ. 7 παρ. 1 της κυρωθείσας με το ν.δ. 53/1974 Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων Ανθρώπου, στο πλαίσιο ερμηνείας του οποίου γίνεται δεκτή η υποχρέωση της αναδρομικής εφαρμογής της ευμενέστερης ποινικής διάταξης (βλ. Scoppola v. Ιταλίας (No. 2) [Τμ. Ευρείας Σύνθεσης], αρ. 10249/03, §§ 103-109, ΕΔΔΑ 2009, Gouarré Patte v. Ανδόρρας, αρ. 33427/10, §§ 28-36, ΕΔΔΑ 2016, Koprivnikar v. Σλοβενίας, αρ. 67503/13, § 59, ΕΔΔΑ 2017). Σημειωτέον ότι το άρ. 49 παρ. 1 περ. γ΄ του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθιερώνει ρητώς την ως άνω αρχή στις περιπτώσεις, όπου εφαρμόζεται ενωσιακό δίκαιο (π.χ. όταν η ποινική διάταξη θεσπίσθηκε ή τροποποιήθηκε, προκειμένου να μεταφερθεί οδηγία, βλ. άρ. 51 παρ. 1 του Χάρτη). Πάντως, και πριν από την ως άνω ρητή θέσπισή της η αρχή της αναδρομικότητας του ηπιότερου ποινικού νόμου είχε κριθεί ότι αποτελεί μέρος του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης, απορρέουσα από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, και, ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρείται ότι αποτελεί μέρος των γενικών αρχών του ενωσιακού δικαίου, τις οποίες ο εθνικός δικαστής πρέπει να σέβεται κατά την εφαρμογή του εθνικού δικαίου (βλ. αποφάσεις ΔΕΕ της 3ης Μαΐου 2005, Berlusconi κ.λπ., στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-387/02, C-391/02 και C-403/02, EU:C:2005:270, σκέψεις 67-69, της 6ης Οκτωβρίου 2016, Paoletti κ.λπ., C-218/15, EU:C:2016:748, σκέψη 25). Επομένως, μετά την ισχύ του Ν. 4619/2019 εφαρμοστέο τυγχάνει σε κάθε περίπτωση το άρ. 99 παρ. 1 εδ. α΄ του νέου Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με την διάταξη του άρ. 2 παρ. 1 αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών κατηγορούμενος, του οποίου οι προηγούμενες ποινές δεν επιτρέπουν την χορήγηση αναστολής σύμφωνα με το άρ. 99 παρ. 1 εδ. α΄ του προϊσχύσαντος ΠΚ, καταδικάσθηκε με την παρούσα απόφαση σε ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών, δηλαδή σε ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη. Επομένως, συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις αναστολής εκτέλεσης της παραπάνω ποινής κατά το άρ. 99 παρ. 1 εδ. α΄ του ΠΚ (Ν. 4619/2019), εφαρμοστέο εν προκειμένω σύμφωνα με την διάταξη του άρ. 2 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα.

dikastis.blogspot.com