ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Ναυσικά Φράγκου, Βασιλική Ηλιοπούλου – Εισηγήτρια και Βασιλική Μπαζάκη – Δρακούλη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Οκτωβρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειου Πλιώτα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Γ. Γ. του Π., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Δήμητρα Μιχαλοπούλου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 41/2017 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης, με πολιτικώς ενάγοντα τον Κ. Κ. του Β., κάτοικο …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αργύριο – Ιωάννη Δεμερτζή.

Το Πενταμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24-4-2017 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …2017.

Αφού άκουσε

Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση, από 24-4-2017, αίτηση-δήλωση προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ’ αρ. 41/2017 τελεσίδικης απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της τοκογλυφίας κατ’ εξακολούθηση και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών, μετατραπείσα προς 20 ευρώ ημερησίως, και χρηματική ποινή 30.000 ευρώ, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 2, 3 ΚΠΔ). Είναι συνεπώς τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν .

Ι. Κατά την αρχή που καθιερώνεται από τη διάταξη του άρθρου 463 ΚΠΔ, το ένδικο μέσο, επομένως και αυτό της αναίρεσης (άρθρο 462 ΚΠΔ), μπορεί να το ασκήσει μόνον εκείνος στον οποίον ρητώς ο νόμος παρέχει αυτό το δικαίωμα και έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η ίδια αρχή ισχύει και για την προβολή κάθε λόγου του ένδικου μέσου. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο ασκών, ως δικαιούμενος προς τούτο, ένδικο μέσο ή προβάλλων συγκεκριμένο λόγο πρέπει, ως υφιστάμενος βλάβη από την επικαλούμενη πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης ( ΑΠ 1162/2014, ΑΠ 675/2014, ΑΠ 851/2011), να επιδιώκει ορισμένο όφελος από την παραδοχή του, να αναμένει δηλαδή βελτίωση της θέσης του από την ευδοκίμησή του. Το συμφέρον πρέπει να είναι ατομικό, να αναφέρεται δηλαδή στον δικαιούμενο στην άσκηση του ένδικου μέσου και όχι σε άλλο διάδικο. Αν το έννομο συμφέρον ελλείπει, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, κατ’ άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως ως απαράδεκτος απορρίπτεται και ο επιμέρους σχετικός λόγος (ΟΛΑΠ 1244/1986, ΑΠ 998/2016, ΑΠ 675/2014, ΑΠ 681/2013). Τέτοια δε περίπτωση συντρέχει και όταν ο δικαιούμενος να ασκήσει το ένδικο μέσο δεν μπορεί να παραπονεθεί ότι υπέστη έννομη προσβολή από τη δικαστική απόφαση (ΑΠ 1162 /2014, ΑΠ 869/2013, ΑΠ 851/2011).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ’ αρ. 41/2017 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Θράκης, δέχθηκε κατά ένα μέρος την έφεση του αποβληθέντος πρωτοδίκως από την ποινική διαδικασία πολιτικώς ενάγοντα Κ. Κ. και επέτρεψε την παράστασή του ως πολιτικώς ενάγοντα, μόνο ως προς την πράξη της εκβίασης και ειδικότερα ως προς τις μερικότερες πράξεις αυτής που φέρονταν τελεσθείσες στις 14-12-2009 και 18-3-2010. Όμως, στη συνέχεια κήρυξε αθώο τον αναιρεσείοντα -κατ/νο για την πράξη της εκβίασης στο σύνολό της.

Συνεπώς, εφόσον αυτός αθωώθηκε και ως εκ τούτου δεν υπέστη βλάβη από την προβαλλόμενη πλημμέλεια (ΑΠ 1198/2016, ΑΠ 869/2013), που αναφέρεται στην απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής, δεν έχει έννομο συμφέρον για την προβολή του σχετικού λόγου (510 παρ.1 Α’ ΚΠΔ), ο οποίος για τούτο είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.

ΙΙ. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 404 παρ. 1 και 2 εδ. α ΠΚ, τοκογλυφία διαπράττει όποιος κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτο περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου (εδ. α`) και όποιος επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων που πηγάζουν από αυτή την απαίτηση (εδ.β’ ), τιμωρούμενος με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αυτού, απαιτείται η εκ μέρους του δράστη (δανειστή) συνομολόγηση ή λήψη για τον εαυτό του ή για τρίτο, περιουσιακών ωφελημάτων που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου, κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου. Βασικός όρος του αξιοποίνου της συγκεκριμένης συμπεριφοράς είναι τα περιουσιακά ωφελήματα που συνομολογεί ή λαμβάνει ο δράστης να υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου. Το έγκλημα αυτό μπορεί να τελεστεί με δύο τρόπους, οι οποίοι είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητοι μεταξύ τους, τελούν δε σε αληθινή πραγματική συρροή, και ειδικότερα, αφ` ενός μεν με τη συνομολόγηση και λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων, αφ` ετέρου δε με την επιδίωξη εκπλήρωσης των τοκογλυφικών ωφελημάτων που έχουν συνομολογηθεί (ΑΠ 66/2015 , ΑΠ 1581/2016 ).

ΙΙΙ. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης , τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της (ΑΠ 8/2017, ΑΠ 226/16).

Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικές συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή που προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ’ αυτή, εκτός εάν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου σκοπού περαιτέρω (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση) (ΑΠ 66/2017, ΑΠ 122/2016).

Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, πρέπει να προκύπτει ότι το δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι ορισμένα μόνον κατ` επιλογήν. Αρκεί δε ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους γενικώς, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία τι προέκυψε χωριστά από το καθένα και χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται από ποιό συγκεκριμένα αποδεικτικό μέσο προέκυψε η κάθε παραδοχή, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα από αυτά δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους (εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων), ούτε απαιτείται να ορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. (ΑΠ 74/2016, ΑΠ 43/2016, ΑΠ 613/2015, ΑΠ 319/2015 ).

IV. Στην προκείμενη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Θράκης, με την προσβαλλόμενη υπ’ αρ. 41/2017 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και μνημονεύει κατ’ είδος, αποδείχθηκαν τα εξής : « Ο Κ. Κ. νόμιμος εκπρόσωπος και βασικός μέτοχος της εταιρείας “… ΑΒΕΕ” που είχε ως επιχειρηματικό αντικείμενο την ανακύκλωση σιδήρου, προς αντιμετώπιση προβλημάτων ρευστότητας της εταιρείας του που δυσχέραιναν τη λειτουργία της και μη επιθυμώντας για τους δικούς του λόγους που δεν διευκρινίστηκαν να προσφύγει σε τραπεζικό δανεισμό, απευθύνθηκε στις 29/5/2009 στον κατηγορούμενο τον οποίον ήδη γνώριζε και του ζήτησε δάνειο ποσού 50.000 ευρώ. Ο κατηγορούμενος δέχθηκε να του χορηγήσει το παραπάνω ποσό με τη συμφωνία να το επιστρέψει στις 30/7/2009, το ποσοστό δε του τόκου που συμφωνήθηκε για το παραπάνω διάστημα ότι όφειλε να του αποδώσει ο Κ.Κ. ορίσθηκε σε δέκα εκατοστιαίες μονάδες (10%) μηνιαίως (ήτοι ποσό 10.000 ευρώ), παρότι το νόμιμο ποσοστό τόκων ανερχόταν σε ποσοστό 6,75% ετησίως (ήτοι ποσό 3.375 ευρώ). Προς εξασφάλιση του άνω δανείου ο κατηγορούμενος εκμεταλλευόμενος την ως άνω οικονομική ανάγκη του εγκαλούντος, ζήτησε και έλαβε την παραπάνω ημερομηνία από τον Κ.Κ. την με αριθμό … μεταχρονολογημένη επιταγή της …, ποσού 60.000 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 30/7/2009 που ενσωμάτωνε τοκογλυφικούς τόκους ύψους 6.625 ευρώ. Στις 30/7/2009 ο εγκαλών επέστρεψε στον κατηγορούμενο το κεφάλαιο του παραπάνω δανείου, του δήλωσε όμως ότι αδυνατούσε να του επιστρέψει το συμφωνηθέν ως άνω ποσό τόκων (νομίμων και τοκογλυφικών ύψους 10.000 ευρώ) και ζήτησε να του χορηγήσει νέα προθεσμία εξόφλησης αυτού. Ο κατηγορούμενος του έδωσε προθεσμία μέχρι τις 15/9/2009 με τη συμφωνία να του επιστρέψει ποσό 17.500 ευρώ. Στο ποσό αυτό συμπεριλαμβάνονταν νόμιμοι τόκοι ύψους 3.375 ευρώ επί του παραπάνω κεφαλαίου, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 14.125 ευρώ αποτελούσε τοκογλυφικούς τόκους επί τόκων. Προς εξασφάλιση του ανωτέρω ποσού ο κατηγορούμενος εκμεταλλευόμενος την οικονομική ανάγκη του εγκαλούντος ζήτησε και ο Κ.Κ. του παρέδωσε την με αριθμό … επιταγή εκδόσεως του της ίδιας παραπάνω τράπεζας ποσού 17.500 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 15/9/2009, του επέστρεψε δε ο κατηγορούμενος την επιταγή των 60.000 ευρώ. Στις 15/9/2009 ο εγκαλών επικαλούμενος αδυναμία καταβολής ζήτησε νέα προθεσμία επιστροφής του ως άνω συμφωνηθέντος ποσού μέχρι την 31/1/2010. Ο κατηγορούμενος συμφώνησε με τον όρο να του καταβάλει ο εγκαλών κατά την εκπνοή της παραπάνω προθεσμίας το ποσό των 26.000 ευρώ. Από το ποσό αυτό 3.375 ευρώ αποτελούσαν τους νομίμους τόκους επί του ως άνω κεφαλαίου, ενώ το υπόλοιπο ποσό ύψους 22.625 ευρώ αποτελούσε αθέμιτους (τοκογλυφικούς) τόκους. Προς εξασφάλιση του ως άνω ποσού ο κατηγορούμενος ζήτησε και έλαβε από τον Κ.Κ. την με αριθμό … επιταγή της … με ημερομηνία έκδοσης 31/1/2010 ποσού 26.000 ευρώ, αφού του επέστρεψε την παραπάνω επιταγή των 17.500 ευρώ. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο Κ.Κ. ζήτησε νέα προθεσμία απόδοσης του άνω ποσού μέχρι τις 10/4/2010 και ο κατηγορούμενος του χορήγησε με τη συμφωνία να του επιστρέψει στις 18/3/2010 το ποσό των 31.000 ευρώ, από το οποίο τα 3.375 ευρώ αποτελούσαν τους νομίμους τόκους, το δε υπόλοιπο ύψους 27.625 ευρώ τους συμφωνηθέντες αθέμιτους τόκους. Για την εξασφάλιση του ο κατηγορούμενος ζήτησε και έλαβε από τον εγκαλούντα την με αρ…. επιταγή της … ποσού 31.000 ευρώ με ημερομηνία έκδοσης 18/3/2010, επιστρέφοντας του την προηγούμενη (των 26.000 ευρώ). Αποδείχθηκε ακόμη ότι ο εγκαλών ζήτησε στις 14/12/2009 και έλαβε νέο δάνειο από τον κατηγορούμενο ύψους 50.000 ευρώ το οποίο συμφώνησαν ότι θα επιστρεφόταν στις 15/3/2010. Μάλιστα κατά την αυτήν ως άνω ημερομηνία ο κατηγορούμενος ζήτησε και ο εγκαλών υπέγραψε δύο υπεύθυνες δηλώσεις με ημερομηνία 14/12/2009 η πρώτη και 9/12/2009 η δεύτερη, στις οποίες αναφερόταν (στην πρώτη) ότι ο εγκαλών είχε λάβει ως δάνειο 70.000 ευρώ ενώ στην πραγματικότητα είχε λάβει 50.000, στη δε δεύτερη ότι είχε λάβει δάνειο 26.000 ευρώ ενώ δεν είχε δανεισθεί αντίστοιχου ύψους ποσό. Για την εξασφάλιση του ζήτησε και έλαβε από τον εγκαλούντα την με αρ…. επιταγή της … ποσού 70.000 ευρώ, ενσωματώνοντας σ’ αυτήν εκτός από το αποδοτέο κεφάλαιο και τους νομίμους τόκους (3.375 ευρώ) και τοκογλυφικούς τόκους ύψους 16.625 ευρώ. Κατόπιν δηλώσεως του εγκαλούντος ότι αδυνατούσε να εξοφλήσει το νέο αυτό δάνειο και του αιτήματος χορήγησης νέας προθεσμίας μέχρι την 30/4/2010 ο κατηγορούμενος του ζήτησε και αυτός αποδέχθηκε να του καταβάλει για το χρονικό διάστημα από 18/3/2010 ως 30/4/2010 επί πλέον των ανωτέρω αμέσως συμφωνηθέντων το ποσό των 5.000 ευρώ (που αποτελούσε νέους επί του αρχικού κεφαλαίου τόκους). Επίσης του ζήτησε και ο Κ.Κ. του παρέδωσε προς εξασφάλιση του την με αρ…. επιταγή της … ποσού 75.000 ευρώ που ενσωμάτωνε πέραν του κεφαλαίου και των νομίμων τόκων τοκογλυφικούς τόκους ύψους 21.625 ευρώ αφού του επέστρεψε την προηγουμένη των 70.000 ευρώ. Αποδείχθηκε ακόμη ότι στις 18/3/2010 ο εγκαλών ζήτησε εκ νέου δάνειο από τον κατηγορούμενο ύψους 37.000 ευρώ με τη συμφωνία να αποδοθεί την 1/4/2010. Για την εξασφάλιση του ζήτησε και έλαβε την με αρ…. επιταγή της … ποσού 47.000 ευρώ στην οποία ενσωματώθηκαν εκτός από το ως άνω κεφάλαιο και τους νομίμους τόκους (2.497,50 ευρώ) και τοκογλυφικοί τόκοι ύψους 7.502,50 ευρώ. Παράλληλα του ζήτησε ο κατηγορούμενος και ο εγκαλών υπέγραψε τρεις υπεύθυνες δηλώσεις στις οποίες ανέφερε (στην πρώτη) ότι είχε λάβει ως δάνειο το ποσό των 75.000 ευρώ ,ενώ στην πραγματικότητα είχε πάρει 50.000 ευρώ, στη δεύτερη ότι είχε πάρει δάνειο 31.000 ευρώ, ενώ τέτοιο ποσό δεν είχε δανειστεί και στην τρίτη ότι είχε λάβει δάνειο 47.000 ευρώ ενώ στην πραγματικότητα είχε λάβει 37.000 ευρώ. Με τον προαναφερόμενο τρόπο ο κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος την οικονομική ανάγκη του εγκαλούντος, πέτυχε κατά την παροχή των ως άνω πιστώσεων, να συνομολογήσει για τον εαυτό του αντί του αρχικού κεφαλαίου με το οποίο δανειοδότησε τον Κ.Κ. ως περιουσιακό ωφέλημα το συνολικό ποσό των 153.000 ευρώ στις παραπάνω τραπεζικές επιταγές. Στο ανωτέρω ποσό των 153.000 ευρώ ενσωματώθηκαν οι τόκοι που ανέρχονταν σε 10% επί του αρχικού κεφαλαίου, ενώ για την ίδια περίοδο ο νόμιμος συμβατικός τόκος ανερχόταν σε 6,75% ετησίως. Συνομολόγησε δηλαδή ο κατηγορούμενος για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα τα οποία ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις όπως παραπάνω αναπτύχθηκαν ήταν δυσανάλογα προς την δική του παροχή.

Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος του αδικήματος της τοκογλυφίας υπό την πλημμεληματική της όμως μορφή κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, δεδομένου ότι από το σύνολο των προαναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος επεδίωκε τον πορισμό εισοδήματος (δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη συγκεκριμένης υποδομής), ούτε ότι αυτός έχει αποκτήσει σταθερή ροπή προς τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος. Επισημαίνεται ότι ο εγκαλών μνημόνευσε μεν κάποια ονόματα (Τ., Γ., Θ.) που άσκησαν ανακοπή επικαλούμενοι τη συνομολόγηση αθέμιτων τόκων με τον κατηγορούμενο, ωστόσο πέραν του οικείου από 12/11/2010 δικογράφου δεν προσκόμισε άλλα στοιχεία για τη βασιμότητα των σχετικών ισχυρισμών (λ.χ απόφαση πολιτικού δικαστηρίου ή έγκληση και απόφαση ποινικού δικαστηρίου). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω κρίνεται ότι δεν συντρέχουν οι επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ’ επάγγελμα ούτε εκείνες της κατά συνήθεια τέλεσης του αδικήματος . Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για την πράξη της τοκογλυφίας κατ’ εξακολούθηση σε βαθμό πλημμελήματος και ειδικότερα του ότι : «… στον παρακάτω τόπο και χρόνο, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, τέλεσε τοκογλυφικές πράξεις, ήτοι σε δικαιοπραξία για την παροχή οποιασδήποτε πίστωσης, ανανέωσης της καθώς και για την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, εκμεταλλεύτηκε την ανάγκη εκείνου που πήρε την πίστωση, συνομολογώντας και παίρνοντας για τον εαυτό του, περιουσιακά ωφελήματα, που ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις, είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του και υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Πιο συγκεκριμένα: 1) Στην …, στις 29-5-2009 και στα πλαίσια συμφωνίας του με τον εγκαλούντα Κ. Κ. του Β., δάνεισε στον τελευταίο ποσό 50.000 ευρώ, το οποίο συμφώνησε να του αποδοθεί στις 30-7-2009, εκμεταλλευόμενος δε, την ανάγκη και την άσχημη οικονομική κατάσταση του παραπάνω, συνομολόγησε για το διάστημα αυτό τόκους συνολικού ύψους 10.000 ευρώ, ήτοι ποσοστό τόκων 10% μηνιαίως, ενώ το νόμιμο ποσοστό τόκων το παραπάνω διάστημα ανέρχονταν σε 6,75% ετησίως και στο ποσό των 3.375 ευρώ, την αυτή δε ημερομηνία έλαβε προς εξασφάλιση του από τον ανωτέρω την υπ’ αριθμ. … επιταγή της …, ποσού 60.000 ευρώ, στην οποία ενσωματώθηκαν, εκτός από το κεφάλαιο και τους νόμιμους τόκους, και οι ανωτέρω συνομολογηθέντες τόκοι ποσού 6.625 ευρώ (10.000-3.375 νόμιμοι τόκοι), που υπερέβαιναν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Στη συνέχεια, αφού ο εγκαλών στις 30-7-2009 κατέβαλε το κεφάλαιο, ήτοι τις 50.000 ευρώ, λόγω της αδυναμίας του ως άνω εγκαλούντα να του καταβάλει το ποσό των τόκων, νομίμων και τοκογλυφικών, ύψους 10.000 ευρώ, προς πλήρη εξόφληση της άνω επιταγής κατά τα συμφωνημένα, προκειμένου να του χορηγήσει προθεσμία εξόφλησης αυτού, εκμεταλλευόμενος και πάλι την οικονομική του αδυναμία, ζήτησε και αυτός συμφώνησε στις 30-7- 2009 να του καταβάλει το ποσό των 17.500 ευρώ έως τις 15-9-2009, από το οποίο το ποσό των 3.375 ευρώ αποτελούσαν νόμιμους τόκους επί του άνω κεφαλαίου και το υπόλοιπο ποσό των 14.125 ευρώ αποτελούσαν, τοκογλυφικούς τόκους επί των τόκων, έλαβε δε, προς εξασφάλιση του από ανωτέρω την υπ’ αριθμ. … επιταγή της … ποσού 17.500 ευρώ, αφού επέστρεψε την αμέσως ανωτέρω επιταγή ποσού 60.000 ευρώ. Κατόπιν, στις 15-9-2009, όταν ο άνω παθών δεν ήταν σε θέση να καταβάλλει το ποσό των 17.500 ευρώ, προς πλήρη εξόφληση της αμέσως ανωτέρω επιταγής, προκειμένου να του χορηγήσει νέα προθεσμία εξόφλησης αυτού έως τις 31-1-2010, εκμεταλλευόμενος την οικονομική του αδυναμία, ζήτησε και αυτός συμφώνησε να του καταβάλει στο ποσό των 26.000 ευρώ, από το οποίο το ποσό των 3.375 ευρώ αποτελούσαν νόμιμους τόκους επί του άνω κεφαλαίου και το υπόλοιπο ποσό των 22.625 ευρώ αποτελούσαν τοκογλυφικούς τόκους επί των τόκων, έλαβε δε, προς εξασφάλιση του από τον ανωτέρω την υπ’ αριθμ. … επιταγή της …, ποσού 26.000 ευρώ, αφού του επέστρεψε την αμέσως ανωτέρω επιταγή ποσού 17.500 ευρώ. Περαιτέρω, λόγω της αδυναμίας του παθόντος να του καταβάλει το ποσό των 26.000 ευρώ, προκειμένου να του χορηγήσει προθεσμία εξόφλησης αυτού έως τις 10-4-2010, εκμεταλλευόμενος την οικονομική του αδυναμία, ζήτησε και αυτός συμφώνησε να του καταβάλει στις 18-3-2010 το ποσό των 31.000 ευρώ, από το οποίο το ποσό των 3.375 ευρώ αποτελούσαν νόμιμους τόκους επί του άνω κεφαλαίου και το υπόλοιπο ποσό των 27.625 ευρώ αποτελούσαν τοκογλυφικούς τόκους επί των τόκων, έλαβε δε, προς εξασφάλιση του από τον ανωτέρω την υπ’ αριθμ. … επιταγή της …, ποσού 31.000 ευρώ, αφού του επέστρεψε την αμέσως ανωτέρω επιταγή ποσού 26.000 ευρώ. 2) Στην …, στις 14-12-2009 και στα πλαίσια συμφωνίας του με τον εγκαλούντα Κ. Κ. του Β. του δάνεισε ποσό 50.000 ευρώ, το οποίο συμφώνησε να του αποδοθεί στις 15-3-2010, εκμεταλλευόμενος δε, την ανάγκη και την άσχημη οικονομική κατάσταση του παραπάνω, συνομολόγησε για το διάστημα αυτό τόκους συνολικού ύψους 20.000 ευρώ, ενώ το νόμιμο ποσοστό τόκων το παραπάνω διάστημα ανέρχονταν σε 6,75% ετησίως και στο ποσό των 3.375 ευρώ, την αυτή δε ημερομηνία έλαβε προς εξασφάλιση του από τον ανωτέρω την υπ’ αριθμ. … επιταγή της …, ποσού 70.000 ευρώ, στην οποία ενσωματώθηκαν, εκτός από το κεφάλαιο και τους νόμιμους τόκους, και οι ανωτέρω συνομολογηθέντες τόκοι ποσού 16.625 ευρώ, που υπερέβαιναν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Στη συνέχεια, λόγω της αδυναμίας του εγκαλούντος να του καταβάλει το ποσό των 70.000 ευρώ, προς πλήρη εξόφληση της άνω επιταγής κατά τα συμφωνημένα, προκειμένου να του χορηγήσει προθεσμία εξόφλησης αυτού, εκμεταλλευόμενος και πάλι την οικονομική του αδυναμία, ζήτησε και αυτός συμφώνησε στις 18-3-2010 να του καταβάλει το ποσό των 5.000 ευρώ έως τις 30-4-2010, το οποίο αποτελούσε νέους επί του αρχικού κεφαλαίου τόκους, έλαβε δε, προς εξασφάλιση του από τον ανωτέρω την υπ’ αριθμ. … επιταγή της … ποσού 75.000 ευρώ, που συμπεριελάμβανε το κεφάλαιο 50.000 ευρώ, τους νόμιμους τόκους επ’ αυτού ποσού 3.375 και ποσό 21.625 ευρώ που αποτελούσαν τοκογλυφικούς τόκους αφού του επέστρεψε την αμέσως ανωτέρω αναφερόμενη επιταγή ποσού 70.000 ευρώ. Και 3) Στην …, στις 1 8-3-2010 και στα πλαίσια συμφωνίας του με τον εγκαλούντα Κ. Κ. του Β. αυτόν του δάνεισε ποσό 37.000 ευρώ, το οποίο συμφώνησε να του αποδοθεί την 1-4-2010, εκμεταλλευόμενος δε, την ανάγκη και την άσχημη οικονομική κατάσταση του παραπάνω, συνομολόγησε για το διάστημα αυτό τόκους συνολικού ύψους 10.000 ευρώ, ενώ το νόμιμο ποσοστό τόκων το παραπάνω διάστημα ανέρχονταν σε 6,75% ετησίως και στο ποσό των 2.497,50 ευρώ, την αυτή δε ημερομηνία έλαβε προς εξασφάλιση του από τον ανωτέρω την υπ’ αριθμ. … επιταγή της …, ποσού 47.000 ευρώ, στην οποία ενσωματώθηκαν, εκτός από το κεφάλαιο και τους νόμιμους τόκους, και οι ανωτέρω συνομολογηθέντες τόκοι ύψους 7.502,50 ευρώ, που υπερέβαιναν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου.».

Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της τοκογλυφίας κατ’ εξακολούθηση, για το οποίο καταδίκασε τον αναιρεσείοντα, τις αποδείξεις από τις οποίες δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς υπαγωγής αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ. 1 , 98 και 404 παρ.1 κα ι2 περ.α’ ΠΚ , τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ελλιπή δηλαδή ή ασαφή ή αντιφατική αιτιολογία και έτσι δεν στέρησε αυτήν νόμιμης βάσης .Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως αλληλοσυμπληρώνεται το σκεπτικό με το διατακτικό της, διαλαμβάνονται, προσδιορίζονται και αιτιολογούνται επαρκώς χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν τη νομοτυπική υπόσταση του ενλόγω εγκλήματος. Το σκεπτικό δε της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ταυτίζεται με το διατακτικό της, καθόσον, όπως προκύπτει από την αντιπαραβολή τους, στο σκεπτικό διαλαμβάνονται ειδικότερες αναφορές και αιτιολογίες σε σχέση με τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, παρά το γεγονός ότι στο διατακτικό περιέχονται, εκτός από τα τυπικά στοιχεία της κατηγορίας, τα πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα , ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της απόφασης , για τη θεμελίωση της καταδικαστικής κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας.

Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο λόγος της αναίρεσης (510 παρ.1 Δ ΚΠΔ), κατά το μέρος που αναφέρεται σε έλλειψη αιτιολογίας λόγω ταύτισης του σκεπτικού της απόφασης με το διατακτικό. Ο ίδιος λόγος , κατά το σκέλος του (υπό στ. Α) που αναφέρεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, επειδή από αυτά δεν αποδεικνύονται τα γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα, είναι απαράδεκτος, διότι πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.

V. Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία αλλά να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή στους ισχυρισμούς που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα αρθρ. 170 παρ.2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή στη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως αυτοί προβάλλονται παραδεκτά γραπτώς και αναπτύσσονται προφορικώς (ΑΠ 323/2017) και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωση τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους (ΑΠ 323/2017). Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως (ΑΠ 1030/2016), διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου κώδικα, από την οποία ιδρύεται ιδιαίτερος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ ΚΠοινΔ. (ΑΠ 323/2017,ΑΠ 166/2013). Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, στον οποίο πρέπει να εκτείνεται η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 §2 ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ιδίου Κώδικα, υπό την προϋπόθεση της προβολής του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται ,μεταξύ άλλων, και η προβλεπόμενη από την §2 του όρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχείο ε’ , ήτοι το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικό μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, απαιτείται εκτός από το μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, και η συνδρομή και άλλων περιστατικών δηλωτικών της αρμονικής διαβίωσης του δράστη στην κοινωνία μετά την πράξη(ΑΠ 3/2017 ).Η καλή όμως συμπεριφορά δεν εννοείται ως παθητικά καλή διαγωγή ή ως μη κακή, ή μόνον ως απουσία παραβατικότητας. Περιλαμβάνει και τη θετική δραστηριότητα του υπαιτίου, η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως ως αποτέλεσμα της ηθικής και ψυχικής μεταστροφής του δράστη και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού ή για να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις υποβολής ενός τέτοιου ισχυρισμού, οπωσδήποτε δε πρέπει να υπάρχει συμπεριφορά που να μαρτυρεί την αληθινή ψυχική του μεταβολή προς το καλύτερο(ΑΠ 6/2017 ). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, οι συνήγοροι του αναιρεσείοντος υπέβαλαν εγγράφως και ανέπτυξαν προφορικώς πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης της συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 περ ε’ ΠΚ , με το εξής περιεχόμενο: «Επειδή από την τέλεση των άνω πράξεων, ήτοι από το έτος 2010 μέχρι και σήμερα έχω επιδείξει καλή συμπεριφορά για αρκετά μεγάλο διάστημα (6 και πλέον χρόνια) διαβιώντας στην πόλη της …ς υπό καθεστώς απεριόριστης προσωπικής ελευθερίας, δεν έχω τελέσει άλλο αδίκημα, ούτε έχω απασχολήσει τις αρχές, ιδιαίτερα δε για παρόμοια αδικήματα ουδέποτε, είμαι 70 ετών συνταξιούχος και απασχολούμαι στις επιχειρήσεις της συζύγου και των παιδιών μου, φρονώ ότι το Δικαστήριο Σας θα πρέπει να μου αναγνωρίσει την ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την τέλεση των πράξεων».

Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό δεχόμενο ότι ο κατ/νος δεν απέδειξε πραγματικά περιστατικά θετικής δραστηριότητας και δηλωτικά αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης για μεγάλο χρονικό διάστημα η δε εκ μέρους του απουσία παραβατικότητας και η παθητικά καλή διαγωγή μετά την πράξη δεν φανερώνουν πραγματική μεταστροφή και βελτίωση του χαρακτήρα του και η επίκλησή τους έγινε προκειμένου να ωφεληθεί ο κατ/νος, προβάλλοντας το σχετικό ισχυρισμό στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την ελπίδα ευνοϊκότερης κρίσης. Η αιτιολογία αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου σχετικός υπό στ. Γ λόγος αναίρεσης.

VI. Κατά το αρθ. 510 παρ. 1 στοιχ Ε’ ΚΠΔ , λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (ΑΠ 817/2016 , ΑΠ 1278/2016).

VIΙ. Κατά το άρθρο 82 παρ. 1 ΠΚ, όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω με την υποπαρ. ΙΓ.1. εδ. 1 άρθρου πρώτου ν. 4093/12.11.2012 “Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που δεν υπερβαίνει το ένα έτος μετατρέπεται σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από ένα έτος και δεν υπερβαίνει τα δύο μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν ο δράστης είναι υπότροπος και το δικαστήριο με απόφασή του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα πέντε μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν το δικαστήριο με απόφασή του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων”. Εξ άλλου, με το άρθρο 1 του ν. 3904/2010 (ΦΕΚ Α’ 218/23.12.2010), αντικαταστάθηκε το άρθρο 82 του ΠΚ και στο εδ. α’ της παρ. 3 ορίσθηκε ότι “κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από τρία (3) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ”, με την παρ. 2 δε του ίδιου άρθρου ορίσθηκε ότι “το ποσό της μετατροπής καθορίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, αφού ληφθεί υπόψη η προσωπική και οικονομική κατάσταση του δράστη, για τον προσδιορισμό της οποίας λαμβάνονται υπόψη τα καθαρά έσοδα που έχει από την εργασία του κατά μέσο όρο κάθε ημέρα, άλλα εισοδήματα και η περιουσία του, καθώς και οι οικογενειακές του υποχρεώσεις. Άλλες υποχρεώσεις του μπορούν επίσης να συνυπολογισθούν από το δικαστήριο”. Ακολούθως, με το άρθρο πρώτο παρ. ΙΓ.1 περ. 2 του ν.4093/2012 (ΦΕΚ Α’ 222/12.11.2012), αντικαταστάθηκε και η παρ. 3 του άρθρου 82 του ΠΚ και κάθε μέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από πέντε (5) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ. Για τις πράξεις που τελέσθηκαν μετά τις 23.12.2010, ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν.3904/2010, το ποσό μετατροπής είναι από 3 έως 100 ευρώ για τη φυλάκιση με βάση τον προαναφερθέντα νόμο. Για τις πράξεις που τελέσθηκαν μετά την 29.6.2008, το ποσό μετατροπής είναι από 10 έως 60 ευρώ, για τη φυλάκιση με βάση την υπ αρ. 50492/2008 κοινή Υπουργική Απόφαση Υπ. Οικονομικών και Δικαιοσύνης, ενώ για αυτές που τελέσθηκαν από 29.11.2006 μέχρι 29.6.2008, το ποσό μετατροπής ανερχόταν για κάθε ημέρα φυλάκισης από 5 έως 59 ευρώ, σύμφωνα με την υπ αρ. 58554/2006 Υπουργική Απόφαση που είχε δημοσιευθεί στο ΦΕΚ Β’ 776/28.10.2006 με ισχύ ένα μήνα μετά τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Για τις πράξεις που είχαν τελεσθεί προηγούμενα, το ποσό μετατροπής για κάθε ημέρα φυλάκισης ανερχόταν από 4,40 έως 59 ευρώ, σύμφωνα με την υπ’ αρ.134423α/8.12.1992 Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ Β’ 11/20.1.1993). Κατά το χρόνο τέλεσης της επίδικης πράξης (29-5-2009 έως 18-3-2010) η μετατροπή της κάθε ημέρας φυλάκισης είχε καθορισθεί, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, από 10 έως 60 ευρώ, για τη φυλάκιση με βάση την υπ’ αρ. 50492/2008 κοινή Υπουργική Απόφαση Υπ. Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Οι διατάξεις περί μετατροπής της ποινής φυλάκισης σε χρηματική, τόσο ως προς το όριο μετατροπής, όσο και ως προς το ποσό μετατροπής, είναι ουσιαστικού δικαίου, και συνεπώς εφαρμόζεται πάντοτε το ηπιότερο περί μετατροπής δίκαιο. Από τα εκτιθέμενα ανωτέρω, ευμενέστερη διάταξη είναι η καθορίζουσα το ποσό μετατροπής της φυλάκισης διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3904/2010 (ΦΕΚ Α’ 218/23.12.2010), με την οποία, όπως προελέχθη, αντικαταστάθηκε το άρθρο 82 ΠΚ και συνεπώς αυτή τυγχάνει εφαρμογής κατά την εκδίκαση της κρινόμενης υπόθεσης (ΑΠ 1338/2016, ΑΠ 1583/2016).

Στην προκείμενη περίπτωση, από τα επιτρεπτώς επισκοπούμενα για τον έλεγχο των αναιρετικών λόγων πρακτικά της δίκης, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, με την απόφασή του, μετέτρεψε τη στερητική της ελευθερίας ποινή της φυλάκισης των πέντε (5) ετών που επέβαλε στον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα προς είκοσι (20) ευρώ την ημέρα, εφαρμόζοντας το δυσμενέστερο ν. 4093/2012, στον οποίο γίνεται ρητή αναφορά, και όχι την ευμενέστερη, όπως προαναφέρθηκε, διάταξη του ν. 3904/2010 (ΦΕΚ Α’ 218/23.12.2010), η οποία έπρεπε να τύχει εφαρμογής στην κρινόμενη υπόθεση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ. 1 Ε’ ΚΠΔ. Κατόπιν αυτών πρέπει ν’ αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και μόνο ως προς τη διάταξή της που αναφέρεται στο ύψος μετατροπής της επιβληθείσας στον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο ποινής φυλάκισης των πέντε (5) ετών σε χρηματική και παραπεμφθεί, κατά τούτο, η υπόθεση προς νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αρ. 41/2017 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης και μόνο ως προς τη διάταξη αυτής που αναφέρεται στο ύψος της μετατροπής σε χρηματική της επιβληθείσας στον αναιρεσείοντα ποινής φυλάκισης.

Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.

Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την αίτηση αναίρεσης της πιο πάνω απόφασης.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 2017.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Φεβρουαρίου 2018.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
https://www.oenet.gr/nomologia/poinika/item/60216-tokoglifia-aparadekto-to-endiko-meso-logw-elleipsis-ennomou-simferontos