Αριθμός 351/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2’ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σακκά, Γεώργιο Κοντό – Εισηγητή, Αβροκόμη Θούα, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου και Γεώργιο Αποστολάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 25 Σεπτεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. Κ. του Δ., κατοίκου … και νυν προσωρινώς διαμένοντος στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιάκωβο Βενιέρη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: Μ. Κ. του Δ., συζύγου Μ. – Α. Λ., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Μάνο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-7-2011 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5545/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 4783/2015 του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 1-9-2016 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 1 παρ.1 και 2 του ν. 5368/1932, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ στοιχ.α’ του ν.δ. 118/1973: “χρηματική κατάθεσις παρά τραπέζη εις ανοικτόν λογαριασμόν επ’ ονόματι δύο ή πλειοτέρων από κοινού (compte joint account) είναι εν τη εννοία του παρόντος νόμου η περιέχουσα τον όρον ότι του εκ ταύτης λογαριασμού δύναται να κάμνη χρήσιν, εν όλω ή εν μέρει, άνευ συμπράξεως των λοιπών, είτε εις είτε τινές, και πάντες κατ’ ιδίαν οι δικαιούχοι (παρ.1). Η χρηματική κατάθεσις, περί ης η προηγουμένη παράγραφος, επιτρέπεται να ενεργήται και εις κοινόν λογαριασμόν επί προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίησιν (παρ. 2)”. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες προς εκείνες των άρθρων 2 παρ.1 του ν.δ. 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, 411, 489, 490, 491, και 493 του Α.Κ. προκύπτει ότι, σε περίπτωση χρηματικής καταθέσεως επ’ ονόματι του ιδίου του καταθέτου και τρίτου ή τρίτων προσώπων σε κοινό λογαριασμό και ανεξαρτήτως του αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς από αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτου και του τρίτου αφ’ ενός και του δέκτου της καταθέσεως νομικού προσώπου αφ’ ετέρου ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της καταθέσεως (είτε όλων είτε μέρους αυτών) από ένα εκ των δικαιούχων να γίνεται εξ ιδίου δικαίου και όχι ως αντιπροσώπου των λοιπών, εάν δε αναληφθεί ολόκληρο το ποσό της χρηματικής καταθέσεως από ένα μόνο δικαιούχο επέρχεται απόσβεση της απαιτήσεως εις ολόκληρον έναντι του δέκτου της καταθέσεως και ως προς τον μη αναλαβόντα δικαιούχο, ο οποίος αποκτά πλέον εκ του νόμου απαίτηση έναντι του αναλαβόντος ολόκληρο την κατάθεση, για την καταβολή ποσού αναλόγου προς τον αριθμό των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού, εκτός εάν από την μεταξύ των εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα σε ολόκληρο το ποσό της καταθέσεως ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής από τον μη αναλαβόντα. Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ν. 5638/1932, που διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ εδ. α’ του ν.δ. 118/1973, ορίζεται αντιστοίχως ότι “επί των καταθέσεων τούτων δύναται να τεθεί προσθέτως ο όρος ότι άμα τω θανάτω οιουδήποτε των δικαιούχων, η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας μέχρι του τελευταίου τούτων. Εν τη περιπτώσει ταύτη η κατάθεσις περιέρχεται εις αυτούς ελευθέρα παντός φόρου κληρονομιάς ή άλλου τέλους. Αντιθέτως, η απαλλαγή αυτή δεν επεκτείνεται επί των κληρονόμων του τελευταίου απομείναντος δικαιούχου.” και ότι “Διάθεσις της καταθέσεως διά πράξεως εν ζωή είτε αιτία θανάτου δεν επιτρέπεται, οι δε κληρονόμοι του τελευτήσαντος είτε εξ αδιαθέτου είτε εκ διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκαίων τοιούτων…ουδέν δικαίωμα κέκτηνται επί της καταθέσεως”. Από τις διατάξεις αυτές, η πρώτη των οποίων αναφέρεται στις εσωτερικές μεταξύ των περισσοτέρων καταθετών σχέσεις, ενώ η δεύτερη ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ της τραπέζης στην οποία έχει γίνει η κατάθεση και των περισσοτέρων καταθετών, συνδυαζόμενες και προς τις προδιαληφθείσες τοιαύτες, προκύπτει ότι σε περίπτωση θανάτου ενός των καταθετών, δεν χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της τραπέζης, κατά της οποίας και δεν μπορούν να στραφούν επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι διαφορετικά θα μεταβαλλόταν το πρόσωπο του καταθέτη χωρίς τη συγκατάθεση της τραπέζης. Ο επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της τραπέζης, μπορεί να εισπράξει και ολόκληρο το ποσόν της καταθέσεως οπότε οι κληρονόμοι του αποθανόντος θα μπορούν να αξιώσουν από αυτόν το τμήμα εκείνο της καταθέσεως που αναλογεί στο δικαιοπάροχό τους με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών. Εάν όμως έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 του ν. 5638/1932, τότε σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, περιέρχεται αυτοδικαίως, εξ ιδίου δικαίου, η κατάθεση και ο λογαριασμός εξ αυτής στους επιζώντες, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν μπορούν να στραφούν και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της καταθέσεως που αναλογούσε σ’ εκείνον, όπως θα μπορούσαν να πράξουν, αν δεν είχε τεθεί ο ως άνω όρος, του οποίου σε αυτό και μόνο εξαντλείται η νομική ενέργεια. Και αν όμως δεν έχει τεθεί ο άνω όρος, οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν υπεισέρχονται ως προς την κατάθεση στην έναντι της Τραπέζης θέση του κληρονομηθέντος, και επομένως η ανάληψη του ποσού αυτού από τον επιζώντα καταθέτη, και στην περίπτωση που αυτός είναι συγχρόνως και κληρονόμος του αποθανόντος γίνεται έναντι της Τραπέζης ιδίω ονόματι και όχι με την ιδιότητα του κληρονόμου (Α.Π. 1691/2014, 405/2007, 380/2006). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ.: “Αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αυτό αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απερρίφθη ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνος δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ. Α.Π. 27/1998, Α.Π. 1186/2009). Στην περίπτωση δε που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, τα οποία ανελέγκτως εδέχθη ως αποδειχθέντα το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν προφανή την παραβίαση (Α.Π. 43/2013, 335/2012). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., “Αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης”. Ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνος δικαίου, για την επέλευση της εννόμου συνεπείας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (Ολ.ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμον αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ.Α.Π. 861/1984).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση, δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία μέρος, τα εξής: “Η ενάγουσα (ήδη αναιρεσίβλητη)…ήταν συνδικαιούχος (μεταξύ άλλων κοινών τραπεζικών λογαριασμών….), με τον εναγόμενο αδελφό της…(ήδη αναιρεσείοντα) και τον πατέρα τους Δ. Κ. και του με αριθμό … κοινού λογαριασμού, … στην “… ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ”. Ο τελευταίος αυτός κοινός λογαριασμός ήταν συνδεδεμένος με τους … προθεσμιακούς … (ομοίως κοινούς) λογαριασμούς τους. Έτσι σ’ αυτόν πιστωνόταν το προϊόν των καταθέσεων των ανωτέρω…Ο συνδικαιούχος πατέρας των διαδίκων απεβίωσε την 28/1/2010. Λίγες ημέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 10/2/2010 στον επίμαχο ως άνω λογαριασμό (…) πιστώθηκε χρηματικό ποσό ύψους 75.110,25 ευρώ, προερχόμενο από την με αριθμό λογαριασμού … (κοινή) των ανωτέρω προθεσμιακή κατάθεση, της οποίας ζητήθηκε η πρόωρη εξόφληση. Αυθημερόν ο εναγόμενος ανέλαβε από τον παραπάνω λογαριασμό το ποσό των 75.000 ευρώ…Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο συγκεκριμένος κοινός λογαριασμός (και οι περιλαμβανόμενες σ’ αυτόν καταθέσεις) διέπονται από τις διατάξεις του ν.5638/1932, με συνέπεια ο κάθε δικαιούχος να μπορεί να κάνει ολική ή μερική χρήση του χωρίς τη σύμπραξη, συναίνεση, συγκατάθεση των λοιπών (συνδικαιούχων), ενώ σε περίπτωση θανάτου οποιουδήποτε από αυτούς σύμφωνα με τον πρόσθετο όρο (άρθρ.2 του άνω νόμου) που περιλαμβανόταν (κατά το χρόνο ανοίγματος του επίμαχου ως άνω λογαριασμού που έλαβε χώρα στα τέλη Σεπτεμβρίου του έτους 1998) στα προδιατυπωμένα έντυπα των οικείων συμβάσεων της συγκεκριμένης τράπεζας αναφορικά με τους κοινούς-διαζευκτικούς λογαριασμούς, μεταξύ των οποίων και ο επίδικος, όπως προκύπτει και από το με αριθμό …/2011 έγγραφο της τράπεζας, παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό του εναγομένου, (τους όρους των οποίων ώφειλε να αποδεχθεί με την υπογραφή της σχετικής, ενσωματωμένης στο παραπάνω έντυπο, κάτωθι των όρων, δήλωσης του αντισυμβαλλόμενου), η κατάθεση και ο λογαριασμός θα περιέρχεται αυτοδικαίως στους επιζώντες. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί, πως η αδυναμία της τράπεζας να ανεύρει το υπογεγραμμένο από τους συνδικαιούχους έντυπο δήλωσης αποδοχής των (προδιατυπωμένων) όρων του λογαριασμού λόγω ανακαίνισης και συγχώνευσης τριών καταστημάτων της, όπως βεβαιώνει και με το ως άνω έγγραφό της, δεν αποδεικνύει, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο εναγόμενος, ότι δεν είχε τεθεί στον άνω λογαριασμό η σχετική ρήτρα. Και τούτο διότι το έγγραφο της συγκεκριμένης σύμβασης με τους προδιατυπωμένους όρους δεν είναι συστατικό, αλλά αποδεικτικό αυτής, η ύπαρξη δε του συγκεκριμένου όρου αποδείχτηκε από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα (τα έγγραφα της τράπεζας…), αλλά και από την ομολογία του ίδιου του εναγομένου στην έφεσή του, καθόσον επικαλείται ότι με τη θέση (κατ’ ουσίαν αποδοχή, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι ζήτησε τη διαγραφή του) του άνω όρου στον επίμαχο λογαριασμό από τον πατέρα του, συντελέσθηκε αιτία θανάτου δωρεά προς τους συγκαταθέτες, … Μετά ταύτα η ενάγουσα, ως (επιζώσα) συνδικαιούχος με τον εναγόμενο εις ολόκληρον του παραπάνω λογαριασμού, ζήτησε κατ’ αναγωγήν από τον τελευταίο, (που ανέλαβε το σύνολο της επίμαχης κατάθεσης), το ήμισυ του ανωτέρω χρηματικού ποσού. Τον παραπάνω λογαριασμό τροφοδοτούσαν πρωτίστως ο αποβιώσας πατέρας των διαδίκων, αλλά και η ενάγουσα, όπως προκύπτει και από τα προσκομισθέντα παραστατικά της τράπεζας, ενώ από την κατάσταση αναλυτικής κίνησης “του άνω λογαριασμού (εξηγμένη από τα αρχεία της) προκύπτει ότι τόσο ο θανών όσο και ο εναγόμενος κατέθεταν ποσά από την είσπραξη μερισμάτων μετοχών που αμφότεροι κατείχαν…ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι μετά το άνοιγμα του επίμαχου….λογαριασμού…τροφοδότησε το λογαριασμό με τα παρατιθέμενα χρηματικά ποσά συνολικού ύψους 58.393,22 ευρώ εκ μεταφοράς από ατομικό του λογαριασμό (τον …) στην ίδια ως άνω τράπεζα, που ωστόσο αποδείχθηκε ότι ήταν κοινός, με τον αποβιώσαντα πατέρα του, λογαριασμός… Ωστόσο το γεγονός αυτό, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί αληθές, δεν ασκεί από μόνο του έννομη επιρροή…, εφόσον…δεν επικαλείται συνάμα, αλλά ούτε και αποδείχθηκε η ύπαρξη συμφωνίας (π.χ να μην έχει η ενάγουσα οποιοδήποτε δικαίωμα επί του λογαριασμού συνολικώς ή επί μέρους αυτού), ή άλλης εσωτερικής σχέσεως μεταξύ των συνδικαιούχων …δυνάμει της οποίας να κατανέμεται άλλως ο ως άνω λογαριασμός. Εντεύθεν δεν συντρέχει περίπτωση αποκλεισμού ή περιορισμού του δικαιώματος αναγωγής της ενάγουσας… Ελλείψει λοιπόν συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, ή άλλης εσωτερικής σχέσεως, η ενάγουσα ασκώντας δικαίωμα αναγωγής κατά του εναγομένου, δικαιούται το ήμισυ του επίδικου λογαριασμού….Τέλος ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η αγωγή της ενάγουσας ασκείται κατά κατάχρηση του σχετικού δικαιώματος, ενόψει του ότι η τελευταία γνώριζε πως έχει καλυφθεί το κληρονομικό της δικαίωμα και ότι η διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων που της παραχωρήθηκαν (με δωρεές εν ζωή ή αιτία θανάτου) παράλληλα προς το αντικείμενο της παρούσας δίκης οδηγεί σε μείζονα προσβολή του δικαιώματος του εναγομένου προς συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του. Πλην όμως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η επιδίωξη της ενάγουσας να ασκήσει το δικαίωμα αναγωγής κατά του εναγομένου ως συνδικαιούχος με αυτόν του κοινού ως άνω λογαριασμού και να ζητήσει το ήμισυ της κατάθεσης που ο τελευταίος ανέλαβε, δεν προσκρούει στο άρθρο 281 Α.Κ., καθόσον δεν συνιστά ενέργεια υπέρβασης των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη (δεν έρχεται σε αντίθεση με προγενέστερες ενέργειές της), τα χρηστά ήθη (συνεκτιμώντας το σκοπό που επιδιώκει) το μέσον που χρησιμοποίησε (τη δικαστική οδό) και τον κοινωνικοοικονομικό σκοπό του σχετικού δικαιώματος, ούτε και προκάλεσε βέβαια εντύπωση αδικίας σε σχέση με το επιδιωκώμενο όφελος. Επομένως και ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος…”. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο δέχθηκε κατ’ ουσίαν την αγωγή αναγνώρισε την ενάγουσα, ήδη αναιρεσίβλητη, δικαιούχο κατά το ήμισυ του επίμαχου κοινού τραπεζικού λογαριασμού και υποχρέωσε τον εναγόμενο να της καταβάλλει νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής το ποσό των 37.444,90 ευρώ που αντιστοιχεί στο ως άνω μερίδιο της…”. Έτσι κρίνοντας το Εφετείο ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προεκτεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1-3 του ν. 5368/1932 οι προϋποθέσεις εφαρμογής των οποίων συντρέχουν υπό τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά. Διέλαβε δε επί πλέον στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή των διατάξεων τούτων, τις οποίες έτσι δεν παρεβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Επομένως, οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος με τους δύο πρώτους λόγους του αναιρετηρίου για ευθεία και εκ πλαγίου αντιστοίχως παραβίαση των προειρημένων ουσιαστικού δικαίου διατάξεων τυγχάνουν αβάσιμες. Ειδικότερα ο αναιρεσείων με τους δύο πρώτους λόγους αναιρέσεως μέμφεται την προσβαλλομένη απόφαση για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση του άρθρου 2 παρ.1 και 2 του ν. 2251/1994 σε συνδυασμό προς το άρθρο 2 του ν.5638/1932, συντελεσθείσα με την αποδοχή του προσθέτου όρου του τελευταίου άρθρου, ότι σε περίπτωση θανάτου οποιουδήποτε των συνδικαιούχων ο λογαριασμός θα περιέρχεται αυτοδικαίως στους επιζώντες δικαιούχους. Συγκεκριμένα, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το Εφετείο με την παραδοχή του ότι ο σχετικός όρος υπήρχε στα προδιατυπωμένα έντυπα των οικείων συμβάσεων της συγκεκριμένης τραπέζης και έγινε αποδεκτός από τον ίδιο, έσφαλε διότι δέχθηκε την δέσμευσή του από το συγκεκριμένο όρο, που συνιστά γενικό όρο συναλλαγών (ΓΟΣ), μολονότι ο ίδιος δεν είχε λάβει γνώση αυτού και δεν τον είχε αποδεχθεί, η δε περί του αντιθέτου παραδοχή του Εφετείου ότι δηλαδή ο ίδιος είχε αποδεχθεί το σχετικό όρο, με την υπογραφή αντιστοίχου δηλώσεως στο έντυπο της συμβάσεως περιέχει ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες. Οι ισχυρισμοί αυτοί του αναιρεσείοντος και οι αντίστοιχοι λόγοι αναιρέσεως είναι προεχόντως απαράδεκτοι ως επί εσφαλμένης προϋποθέσεως ερειδόμενοι, καθόσον το Εφετείο, όπως σαφώς προκύπτει από το προπαρατεθέν περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, δεν δέχθηκε ότι ο επίμαχος όρος του άρθρου 2 του ν. 5638/1932 συνιστά γενικό όρο των συναλλαγών (ΓΟΣ, ο οποίος σε κάθε περίπτωση θα αφορούσε τις σχέσεις του με την τράπεζα), αλλ’ ότι ο όρος αυτός απετέλεσε αντικείμενο συμφωνίας των συνδικαιούχων κατά τον χρόνο ανοίγματος του κοινού αυτών λογαριασμού. Στην κρίση του δε αυτή το Εφετείο ήχθη, κατά τα εκτιθέμενα στην απόφαση, εκ της εκτιμήσεως του συνόλου των αποδεικτικών μέσων, συμπεριλαμβανομένης σ’ αυτά και ομολογίας του ήδη αναιρεσείοντος. Ως πρόσθετο δε επιχείρημα, προς ενίσχυση της ρηθείσης παραδοχής του, ενόψει και του γεγονότος ότι, για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση, δεν κατέστη δυνατή η ανεύρεση και προσκομιδή ενώπιόν του του εγγράφου της υπογραφείσης συμβάσεως που περιείχε τον συγκεκριμένο όρο, αναφέρει και το ότι ο όρος αυτός περιείχετο στα προδιατυπωμένα έντυπα των οικείων συμβάσεων της αντισυμβαλλομένης τραπέζης. Σε κάθε περίπτωση οι ίδιοι ως άνω λόγοι αναιρέσεως είναι απαράδεκτοι, καθόσον πλήττουν την ουσιαστική κρίση του Εφετείου ως προς την ύπαρξη του επίμαχου συμβατικού όρου. Απαράδεκτος τέλος για την αυτή ως άνω αιτία είναι και ο τρίτος και τελευταίος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ψέγεται η απόφαση για την παραδοχή της ότι υφίσταται και ομολογία του αναιρεσείοντος περί της συνομολογήσεως του ως άνω όρου, συναγομένη από το ίδιο το περιεχόμενο της εφέσεως αυτού, προβάλλονται δε σχετικώς αιτιάσεις από τους αριθμούς 8, 10 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Ειδικότερα, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, ως προς τις προβαλλόμενες ως άνω, αιτιάσεις, διότι αυτές δεν στοιχειοθετούνται με βάση την μομφή που αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, ως προς δεν την από τον αριθμό 11 εδ.β’ του αυτού άρθρου αιτίαση, η οποία, κατ’ εκτίμηση του νοηματικού του περιεχομένου, και προβάλλεται με το λόγο αυτό, είναι επίσης απαράδεκτος διότι η ευχέρεια του Εφετείου να συναγάγει εκ του περιεχομένου του δικογράφου της εφέσεως ομολογία του αναιρεσείοντος ως προς τον επίμαχο συμβατικό όρο, ως περί πραγμάτων κρίση, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Τέλος αξίζει να λεχθεί ότι και οι τρεις λόγοι αναιρέσεως, ελέγχονται σε κάθε περίπτωση ως αλυσιτελείς, αφού η παραδοχή του Εφετείου περί της υπάρξεως στη σύμβαση του κοινού λογαριασμού του προαναφερθέντος όρου, δεν συνιστά προϋπόθεση για την άσκηση του ενδίκου δικαιώματος της ήδη αναιρεσίβλητης, εφόσον αυτή, ως συνδικαιούχος του επιδίκου λογαριασμού, είχε δικαίωμα να στραφεί κατά του αναλαβόντος το συνολικό ποσό συνδικαιούχου αναιρεσείοντος και να διεκδικήσει το ήμισυ του ποσού. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, να διαταχθεί δε η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικασθεί επί πλέον αυτός, ως ηττώμενος (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.) στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσιβλήτου, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό εκτιθέμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1 Σεπτεμβρίου 2016 αίτηση του Κ. Κ. του Δ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 4783/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 28η Νοεμβρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε σε δημοσία συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα την 15η Φεβρουαρίου 2018.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

areiospagos.gr